Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Η ΣΟΦΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ SERGEI N. BULGAKOV (4)

Η ΣΟΦΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ SERGEI N. BULGAKOV (4)

Συνέχεια απο : Τρίτη, 8 Οκτωβρίου 2013
Η ΚΕΝΩΣΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΥΛΗΣ.

Η δεύτερη μετα-πατερική σύνθεση, μετά τού Φλωρόφσκυ.
ΤΗΝ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΔΙΕΚΔΙΚΕΙ Ο ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ ΚΑΙ……
Ο ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ. 

 ΠΕΡΙ ΠΡΟ-ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ. 

Έχουμε ήδη στα χέρια μας μερικά σημαντικά στοιχεία της μετα-πατερικής συνθέσεως του Μπουλγάκοφ και μπορούμε να βγάλουμε ορισμένα συμπεράσματα. Ο Μπουλγκάκοφ λοιπόν είχε μερικές αισθητικές εμπειρίες, αρχιτεκτονικού τύπου, και βάσει αυτών, εκ του μηδενός δημιούργησε καινούργια Εκκλησία, την οποία εισάγουν στην Ορθοδοξία, οι Οικουμενιστές. ΤΗΝ ΝΕΟ-ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. Γιατί λέμε εκ του μηδενός; Διότι το θρησκευτικό πρόβλημα που στηρίζει το σύστημα του, η θρησκευτική αντινομία όπως την ονομάζει, αποτελεί το πρόβλημα και την λύση της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας, και συγκεκριμένα του Σωκράτη και του Πλάτωνος. Το πρόβλημα και η λύση, παρουσιάζονται στον Φαίδωνα. Χωρίς την βοήθεια κάποιας αντινομίας, όπως δοκίμασε ο Καντ, να το λύσει, και στην συνέχεια και ο Μπουλγκάκοφ. Στην φιλοσοφία ονομάζεται ο «δεύτερος πλους» και πρόκειται για την ανακάλυψη του νοητού κόσμου. Γιατί δεν γίνεται πλέον αποδεκτός ο δεύτερος πλους; Διότι το αντίθεο, στηριγμένο στην αμφιβολία, πνεύμα της νεωτερικότητος, επιθυμώντας να αρνηθεί τον Θεό, αναβαθμίζει τον νοητό κόσμο σε Θεότητα. Η φιλοσοφία τους λοιπόν είναι προ-σωκρατική, όπως λέγεται, και η Θεολογία τους δυστυχώς είναι ΠΡΟ-ΠΑΤΕΡΙΚΗ. Ας δούμε λίγα πράγματα από το κείμενο του Πλάτωνος, ιδιαιτέρως το Φαίδων, 99 Β2-D3. 

Πρίν φτάσει σ’αυτό το σημείο ο Σωκράτης, με την αφορμή του Αναξαγόρα, μας εξηγεί την ανεπάρκεια της προ-σωκρατικής Φυσικής φιλοσοφίας την επάρκεια τής οποίας επανέφερε στο προσκήνιο ο Σέλλινγκ και σήμερα ο Χάϊντεγκερ: η βεβαίωση πώς ο ΝΟΥΣ οργανώνει, θέτει τάξη και είναι αιτία όλων των πραγμάτων σημαίνει ότι δηλώνουμε πώς ο ΝΟΥΣ αυτός τοποθετεί όλα τα πράγματα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αυτό δέ σημαίνει πώς ο ΝΟΥΣ και το ΑΓΑΘΟ είναι δομικά συνδεδεμένα. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε λοιπόν για τον Νού και την νόηση, χωρίς να μιλήσουμε για το Αγαθό. Έτσι τοποθετώντας τον ΝΟΥ σαν αιτία, αυτό συνεπάγεται την τοποθέτηση του Αγαθού σαν προϋπόθεση της γεννήσεως, της φθοράς και του Είναι των πραγμάτων.

Ειδικότερα ο Αναξαγόρας, υποστηρίζοντας τον νομοθέτη ΝΟΥ θα έπρεπε να είχε εξηγήσει το κριτήριο του καλύτερου, χάριν του οποίου ο ΝΟΥΣ λειτουργεί και βάσει αυτού του κριτηρίου θα έπρεπε να είχε εξηγήσει τις συνθήκες, δηλαδή τον τρόπο της ενεργητικότητος, της δεκτικότητος και του Είναι, της Γής, του ηλίου, της σελήνης και των άστρων, τις κινήσεις τους και τις σχέσεις αυτών των κινήσεων και τέλος πάντων, τα διάφορα φαινόμενα. Θα έπρεπε να είχε εξηγήσει πώς τα διάφορα φαινόμενα συστήνονται για να λειτουργήσουν ως προς το καλύτερο, και επομένως με μία ακριβέστατη γνώση του καλύτερου και  του χειρότερου. Ο Αναξαγόρας όμως, εισήγαγε τον ΝΟΥ, αλλά δεν του έδωσε τον ρόλο που τονίστηκε παραπάνω. Και αντί να αποδίδει την αιτία, στο καλύτερο, συνέχισε να την αποδίδει στα φυσικά στοιχεία. Εάν όμως αυτά τα φυσικά στοιχεία είναι απαραίτητα για να παράγουν την σύσταση των φαινομένων του σύμπαντος, τότε είναι μία συν-αιτία και δεν είναι η αληθινή αιτία. Η αληθινή αιτία είναι η νόηση η οποία εργάζεται λειτουργώντας για το καλύτερο.
Φαίδων: «Το γάρ μη διελέσθαι (να μην διακρίνουμε) ποιο είναι, ότι άλλο είναι το αίτιο του όντος, άλλο δε εκείνο άνευ ού το αίτιον ούκ αν ποτ’είη αίτιον ( δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι αίτιο), αυτό έγινε αιτία να ξεκινήσει ο Σωκράτης τον δεύτερο πλου! Έτσι λοιπόν οι πολλοί βαδίζοντας με δυσκολία στο σκοτάδι, ονομάζουν μ’αυτόν τον τρόπο το μέσον (την Φύση ή το σώμα) σαν να εμπρόκειτο για το αίτιο το ίδιο». Και στον νοητό κόσμο βρήκε αυτή την αληθινή αιτία, τον νοητό κόσμο και το αγαθό, που είναι όμως επέκεινα της ουσίας. 

Η μοντέρνα φιλοσοφία, η κριτική φιλοσοφία, όχι η νοησιαρχική του Καρτέσιου, αλλά αυτή που έχει στο κέντρο της τον Καντ, ξεκινά όπως γνωρίζουμε από τον Χιουμ, ο οποίος εισήγαγε το ανορθολογικό στοιχείο στην επιστήμη, αναγκάζοντας τον Καντ να επινοήσει την επικρατούσα κριτική φιλοσοφία. Ο Χιουμ άσκησε κριτική στην ιδέα της αιτίας, παρατηρώντας πώς είναι παράνομο να ανταλλάσσουμε μία ακολουθία γεγονότων για (σάν) μία αναγκαία συνάφεια, έναν αναγκαίο σύνδεσμο. Αποδεικνύοντας ότι η εξήγηση με αιτιατούς όρους, που χαρακτηρίζει την επιστημονική έρευνα, αναλύεται τελικά σε μία απλή διαδικασία πίστης. Ο Καντ συμφώνησε εν μέρει όπως γνωρίζουμε με τον Χιουμ, αλλά δηλώνει εναντίον του πώς η έννοια της αιτίας δεν προέρχεται από μία παρόμοια ανταλλαγή, αλλά είναι μία έννοια της νοήσεως, και είναι επομένως apriori, δεν προέρχεται δηλαδή από την εμπειρία. Αυτό δίνει στην εν λόγω έννοια, όπως και σε άλλες, μία καθολική και αναγκαία αξία, παρότι, για να υπάρξει αληθινή γνώση, πρέπει να εφαρμοσθούν στην εμπειρία, πρέπει να συστήσουν την λεγόμενη σύνθεση apriori

Εάν προσέξουμε, στις λίγες αυτές γραμμές υπάρχουν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στην Θεωρία του Αναξαγόρα που αναφέραμε και την κριτική του Σωκράτη και την κριτική κατασκευή του Καντ. Ο νοητός κόσμος εγκατελείφθη, διότι είχε χάσει κάθε αξιοπρέπεια και ύπαρξη από τα αντικειμενικά μοντέλα της σχολαστικής μεταφυσικής. Πάνω σ’αυτή την επανάληψη της προ-σωκρατικής σοφίας, στον Γερμανικό Ιδεαλισμό, στηρίζει ακριβώς την εξέλιξη της Θεολογίας ο Μπουλγκάκοφ, κατασκευάζοντας μία προ-πατερική σύνθεση, η οποία δεν έχει καμμία ανάγκη βεβαίως του Κυρίου. Ας συνεχίσουμε! 

Πέραν του Απολύτου. 

Η θρησκευτική εμπειρία σαν εμπειρία του αντινομικού συσχετισμού ανάμεσα στο Απόλυτο και στο σχετικό, διατρέχει όλο το έργο του Μπουλγκάκοφ. Πώς είναι δυνατόν να κατανοηθεί ένας δεσμός ανάμεσα στο Απόλυτο και στο σχετικό; Η σοφιολογία του προσπαθεί να απαντήσει σ’αυτό το ερώτημα. 

Δεν είναι εύκολο όμως να λογαριαστούμε κριτικά με το Απόλυτο, με ένα αντικείμενο το οποίο είναι αδύνατον να κυριευθεί. Ελεύθερο από κάθε δεσμό (λυμένο από κάθε δεσμό) με οτιδήποτε άλλο, το απόλυτο είναι ολοκληρωτικώς άρρητο. Αυτή η κατάσταση είναι η βάση κάθε αποφατικής θεολογίας, η οποία επιβάλλει να θεωρήσουμε το Απόλυτο με την συνειδητοποίηση τής ολοκληρωτικής του ετερότητος και καθορίζει τελειωτικά πώς το δημιούργημα, όσο και αν υψωθεί, δεν μπορεί να ακουμπήσει τον Ουρανό, το Απόλυτο, εκτός και αν κατασκευάσει το ίδιο την σκάλα του Ιακώβ που δένει τον ουρανό με την Γή. 

Πρέπει να προσέξουμε λοιπόν να μην υποτιμήσουμε την εμπειρία. Ένα απόλυτο που θεωρείται μόνον καθ’αυτό θα ήταν ένα αυθεντικό μηδέν, μία απουσία νοήματος της αφαιρέσεως και επομένως θα μεταμορφωνόταν τελικώς σε ένα μηδέν της σκέψης, σε ένα καθαρό κενό: μία μηδενική σκέψη προορισμένη να μεταστραφεί σε μία σκέψη του μηδενός. 

Στην πραγματικότητα όμως ένας λόγος για το Απόλυτο δίνεται αποκλειστικά στο εσωτερικό της θρησκευτικής εμπειρίας, η οποία σαν κάθε εμπειρία έχει να κάνει με ένα δεδομένο και όχι με μία παγωμένη αφαίρεση. «Το δεδομένο της θρησκευτικής εμπειρίας που έχει βιωθεί είναι μία άμεση επαφή με έναν άλλο κόσμο από τον δικό μας, με μία ανώτερη πραγματικότητα, Θεία, αλλά όχι γενικώς, αφηρημένα, αλλά έναν κόσμο για μένα ιδιαίτερο και συμπαγή. Ο Θεός είναι έξω από μένα, αλλά είναι και για μένα. Υπερβαίνει την υποκειμενικότητα μου, αλλά παρ’όλα αυτά μεταδίδεται σ’αυτή.
Το Απόλυτο επομένως-με την έννοια του Απολύτως Άλλου, είναι για τον άνθρωπο και για τον κόσμο, πάντοτε σχετικό. 

Συνεχίζεται 

Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου