Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Σεργίου Μπουλγκάκοφ: Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (25)

Σεργίου Μπουλγκάκοφ: Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (25)
Συνέχεια από: Σάββατο, 10Δεκεμβρίου 2011

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΙΙ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΕΓΚΕΛ

1. Η ΧΕΓΚΕΛΙΑΝΗ ΛΟΓΙΚΗ ΩΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
 
     Κι εντούτοις βασίζεται ολόκληρη η σημασία, η σημαντικότητα, ακόμα κι η ίδια η μοναδικότητα και μεγαλοπρέπεια αυτού του φιλοσοφικού πειράματος ακριβώς πάνω στη λογική. Είναι η λογική, με την οποία γίνεται ένας χεγκελιανός ο Χέγκελ. Αν παραμερίση κανείς τη λογική, θα μπορούσε να εννοηθή ολόκληρο π.χ. το σύστημα της χεγκελιανής φυσικής φιλοσοφίας ως πνευματικισμός (Spiritualismus), ως μια παραλλαγή της φιλοσοφίας της ταυτότητας, δηλ. ως Σπινόζα, Σέλλινγκ, και θα υπενθύμιζε μόνον πάντοτε, πόσο κοντά βρίσκεται σ’ αυτούς τους δυό στοχαστές ο Χέγκελ. Όσο πλούσιο και πολύτιμο κι αν ενδέχεται να είναι στις μεμονωμένες του αποστροφές (φράσεις…) και διαφωτίσεις αυτό το δεύτερο σύστημα, δεν είναι στο σύνολό του πρωτότυπο και ούτε, στο μέτρο αυτό, ενδιαφέρον. Ολόκληρο το νόημα του χεγκελιανού πειράματος και όλη η σημασία της αιτιολόγησής του βασίζεται στη μετάβαση απ’ τη λογική στην κοσμολογία, στην απαγωγή του κόσμου απ’ τη σκέψη. Αυτό είναι που παρέχει στον πανλογισμό (Panlogismus), ή ακριβέστερα: στον μονολογισμό (Μonologismus) τον χαρακτήρα του. Το βασίλειο του Πατρός, του Δημιουργού και Συντηρητή του παντός, είναι κατά τον Χέγκελ το βασίλειο του Λόγου (Logos)· - η δεύτερη υπόσταση είναι σ’ αυτόν η πρώτη  ((σ. Έλλ. μ.: «Άντε πάλι με τα… μετρήματα»…)) . Η σκέψη, που γεννά τον εαυτό της και αναπτύσσεται μέσα απ’ τον εαυτό της, είναι η πρώτη αιτία της ύπαρξης του κόσμου. Το μυστικό του σύμπαντος γίνεται διαφανές για τη σκέψη. Το αντικείμενο της σκέψης είναι απολύτως εμπειρικό (μη μεταφυσικό…) για τη σκέψη, - και σ’ αυτό συνίσταται εκείνη η γενική ταυτότητα του αντιτασσόμενου (αντιπαραβαλλόμενου…), την οποίαν αναζήτησε η φιλοσοφία της ταυτότητας, και η οποία τίθεται όχι αντινομικά, αλλά διαλεκτικά μέσω της σκέψης. Η λογική είναι οντολογία, κοσμολογία, ανθρωπολογία κτλ., η λογική θέλει να είναι ο λόγος, με τον οποίον και έχουν γίνει όλα τα πράγματα. Είναι εντελώς σαφές, ότι μια τέτοια λογική δεν δηλώνει μόνο μιαν παρανόηση, αλλά και μια φιλοσοφική απάτη (ή: τυχοδιωκτισμό…). Και όμως είναι (μετά τον Παρμενίδη του Πλάτωνα και τα Σοφίσματα του Ζήνωνα) η μοναδική διαλεκτική εξέταση των κατηγοριών (Kategorien) της σκέψης. Κι αυτός ο Παρμενίδης του Χέγκελ είναι ένας πνευματικός κολοσσός, που κατασυντρίβει με μιαν πολιορκητική μηχανή τους αδιαπέραστους μεσότοιχους των κατηγοριών κι αποδεικνύει τη διαπερατότητά τους. Η χεγκελιανή λογική είναι πραγματικά και αληθινά «γνωσιολογία», μια δυναμική της σκέψης, ενώ σταμάτησε στα στατικά σχεδιαγράμματα, τα οποία θεώρησε ως την πραγματικότητα ο Καντ. Και είναι από την άποψη αυτή η «αλήθεια» και ταυτόχρονα και η υπέρβαση του Καντ ο Χέγκελ. Παρουσίασε την αληθινή δημιουργική δύναμη της σκέψης, που γεννά (παράγει…) τις κατηγορίες. Αποκάλυψε τον λογικό χαρακτήρα της ύπαρξης, έδειξε, πώς είναι νοητή η σκέψη, και αφομοιώνεται με το αντικείμενό της. Αλλά προχωρούν κι εδώ οι απαιτήσεις του περαιτέρω, δεν θέλει να περιοριστή στο να δώση μια σειρά μόνο λαμπρών και βαθειών αναλύσεων των μεμονωμένων κατηγοριών, του αλληλοσυσχετισμού τους και της αμοιβαίας τους εισχωρήσεως, αλλά θέλει να παρουσιάση και την κατάβαση (Katabasis) αυτών των κατηγοριών στην κατεύθυνση της αυξανόμενης συγκεκριμενότητας, έτσι ώστε να μη σημαίνη μια «ραψωδία» των κατηγοριών (για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Καντ), αλλά μιαν αυστηρώς σύμμετρη (ανάλογη…) και διαρθρωμένη κλίμακα η λογική, στην οποία προϋποθέτει και κατά κάποιον τρόπο περιέχει στον εαυτό της όλες τις προηγούμενες κάθε επόμενη βαθμίδα. Δεν είναι όμως τόσο πειστικό αναμφίβολα το οικοδόμημα της χεγκελιανής λογικής. Αρκεί ένα μικρό λάθος ή η ελάχιστη χαλάρωση σ’ ένα οποιοδήποτε σημείο, ώστε να διαφύγη ολόκληρη η ρευστότητα μέσα απ’ αυτήν τη ρωγμή. Είναι λοιπόν εντελώς πασίδηλο, ότι προσδιορίζεται εσωτερικά με το μεταφυσικό καθήκον που της τέθηκε ολόκληρο το οικοδόμημα της λογικής, οικοδόμημα που είναι έκφραση μιας καθορισμένης οντολογικής αντίληψης, του να παρουσιαστή δηλαδή η γένεση της μεταφυσικής έννοιας, στην οποίαν και αποβλέπει εδώ στον τριμερισμό της: Είναι, ουσία, έννοια ολόκληρη, η αντικειμενική όπως και η υποκειμενική λογική. Δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια απαγωγή της έννοιας, η οντο-γένεσή της (Onto-Genesis), το περιεχόμενο της λογικής. Αν δεν αποδεχτή αυτήν τη μεταφυσική προϋπόθεση του Χέγκελ κανείς, τότε χάνει ολόκληρο το οικοδόμημα την αξία του, γίνεται λοξό και βίαιο. Αποσυντίθεται απλώς σε μεμονωμένες βαθειές αναλύσεις, που είναι τόσο πιο πολύτιμες, όσο λιγότερο ανιχνεύει κανείς σ’ αυτές τον χεγκελιανισμό: γι’ αυτό και είναι η διδασκαλία για το Είναι, το πρώτο τμήμα του πρώτου μέρους της Λογικής, η πιο πολύτιμη και πιο σημαντική· θεμελιωδώς χειρότερο και σχολαστικότερο είναι το δεύτερο τμήμα, η διδασκαλία για την ανάκλαση ή για την ουσία, ενώ είναι το δεύτερο μέρος, η διδασκαλία για την έννοια, ένας κραυγάζων μέχρι τον ουρανό βιασμός της σκέψης. Όπως υποδείχθηκε ήδη απ’ τον Τrendelenburg και άλλους, προσεπινοεί ο Χέγκελ στην υποτιθέμενη εκ των προτέρων απαγωγή του μόνιμα την οντική ουσία τού σκέπτεσθαι και δεν μιλά κατά βάθος καθόλου για το σκέπτεσθαι ως ένα αυτο-σκέπτεσθαι, αλλά για το διανοητικό έργο και για σκέψεις (συλλογισμούς…), και γι’ αυτό είναι οι πιο πλούσιες σε διδασκαλία και περιεχόμενο αναλύσεις του εκείνες, στις οποίες εγκαταλείπει το υποτιθέμενο βασίλειο των σκιών και απασχολείται ανοιχτά, κι όχι μόνον κάτω από ένα πρόσχημα, με συγκεκριμένες σκέψεις. Εδώ ανήκει π.χ. η διδασκαλία για το μαθηματικό ατελεύτητο (άπειρο…), για το κακό ατελεύτητο, για τις καντιανές αντινομίες κτλ. Εδώ είναι η διαλεκτική του μεγαλοφυής. Εκεί όμως όπου χάνει την ελευθερία της του παρμενίδειου jeu divin (θείου παιχνιδιού) και διαγινώσκει την αναγκαιότητα της απαγωγής των εννοιών, είναι εξασθενημένη, ιδιόγνωμη και έωλη  (( σ.σ.: Δεν παρατηρεί μάταια, και επίψογα, αντιπαρατάσσοντας τη διαλεκτική τού Πλάτωνα στη δική του αντίληψη μιας διαλεκτικής μεθόδου ο Χέγκελ: « Έχει κι η πλατωνική διαλεκτική στον ίδιον τον Παρμενίδη, κι αλλαχού πάντως ακόμα αμεσότερα, τούτο μεν μόνον τον σκοπό, να αναλύη και να ανασκευάζη περιορισμένους ισχυρισμούς μέσω αυτών των ιδίων, τούτο δε όμως γενικώς το Τίποτα ως αποτέλεσμα» (Ουσ. τ. Λογ. Ι,1, σ. 43) )).

       Ο φιλοσοφικός τυχοδιωκτισμός (ή: απάτη…), όπως τον έχουμε στον «Πανλογισμό» μπροστά μας, συνίσταται στο ότι προϋποτίθεται ή προσεπινοείται – συνειδητά ή ασυνείδητα – εδώ πριν απ’ τη δημιουργία του ο «κόσμος», και μάλιστα με τον ολοφάνερο και συνειδητό σκοπό, να παραχθούν απ’ την καθαρή σκέψη, που δεν έχει έξω απ’ τον εαυτό της, έξω απ’ την ανάγκη της ανπτυσσόμενης καθαρής σκέψης κανένα άλλο αντικείμενο, όλες οι «κατηγορίες» του κόσμου, να δημιουργηθή λογικά ο κόσμος. Οι κενές, αφηρημένες, ευρισκόμενες έξω και πριν απ’ τον κόσμο κατηγορίες πληρούνται απ’ το Είναι του κόσμου. Πώς μπορεί λοιπόν να συμβή αυτό;

        Μια απάντηση αυτής της ερώτησης θα δήλωνε έναν χαρακτηρισμό ολόκληρης της χεγκελιανής αντίληψης. Είναι αποφασιστικά, φυσικά, γι’ αυτήν η αρχή και το τέλος – η στερέωση του τέλους του νήματος στον ουράνιο χώρο και η ανάρτηση από εκεί του κόσμου (Kosmos), του υποκειμένου, της ζωής. Είναι ωστόσο καθοριστικής σημασίας εδώ, κατά τον Χέγκελ, η αρχή, η καθαρή αιτία (Cohen). «Για την αρχή, που έχει να κάνη η φιλοσοφία, φαίνεται να αρχίζη γενικώς επίσης με μιαν υποκειμενική προϋπόθεση όπως οι άλλες επιστήμες, με ένα ιδιαίτερο δηλ. αντικείμενο, να πρέπη να κάνη, όπως αλλού τον χώρο, τον αριθμό κτλ., έτσι εδώ το σκέπτεσθαι ως αντικείμενο της σκέψης. Είναι μόνον η ελεύθερη πράξη τού σκέπτεσθαι, να τοποθετηθή στην άποψη (στον τόπο του παρατηρητή…), όπου υπάρχει για τον εαυτό του και γεννά και παρέχει μ’ αυτό το ίδιο το αντικείμενό του. Πρέπει να κατασκευάση περαιτέρω η άποψη, η οποία εμφανίζεται έτσι ως άμεση, εντός τής επιστήμης τον εαυτό της σε αποτέλεσμα, και μάλιστα στο έσχατό της, στο οποίο και φτάνει πάλι στην αρχή της και επιστρέφει σ’ αυτήν την ίδια . Εμφανίζεται μ’ αυτόν τον τρόπο η φιλοσοφία ως ένας επιστρέφων στον εαυτό του κύκλος, που δεν έχει καμμιά, με την έννοια άλλων επιστημών, αρχή, έτσι ώστε να έχη μόνο μιαν αναφορά προς το υποκείμενο η αρχή, ως το οποίο και θέλει να αποφασίζη για να φιλοσοφή, όχι όμως και προς την επιστήμη ως τέτοια.» (Εγκυκλ. Ι, πργρφ. 17, σ. 25-26). «Η ιδέα… αποδεικνύεται ως η εντελώς ταυτιζόμενη με τον εαυτό της σκέψη κι αυτή ταυτόχρονα ως η ενέργεια, να αντιπαρατεθή η ίδια, για να είναι για τον εαυτό της, προς τον εαυτό της και να είναι σ’ αυτό το Άλλο μόνο με (παρά…) τον εαυτό της» (ό.π. πργρφ. 18, σ. 26).

      Αποδίδεται, με άλλα λόγια, στη φιλοσοφική σκέψη εδώ, σε αντίθεση προς τον προσανατολισμό της στην ύπαρξη και στην ενέργειά της, αυτογένεση (Autogenesis) και αυτονομία (Autonomie).

       Λέει ο Rosenkranz στον πρόλογο στη χεγκελιανή Προπαιδευτική (Propädeutik): «Υπήρξε μεγάλη φιλονικεία για την αρχή του συστήματος. Λησμονεί κανείς πάντα να διακρίνη την υποκειμενική, αντικειμενική και απόλυτη (αρχή…). Η απόλυτη αρχή του συστήματος με την έννοια, ότι αναζητά κανείς και την πραγματική αρχή του φαινομένου κόσμου και το υποκείμενο, του οποίου το σκέπτεσθαι είναι η ίδια η λογική, είναι η έννοια, που συνιστά και το τέλος του, η έννοια του απολύτου πνεύματος, για το οποίο είναι η έννοια του Είναι το κατώτατο μόνο, αρχικό κατηγορούμενο. Η αντικειμενική αρχή του συστήματος είναι η έννοια του εντελώς απροσδιόριστου Είναι, και δεν υπάρχει ένας απλούστερος πάντως προσδιορισμός. Η υποκειμενική αρχή είναι η πράξη της συνείδησης, η οποία (συνείδηση…) ανυψώνεται (προάγεται…) στο τίθεσθαι αυτής της αφαίρεσης» (W.W. τόμ. WVIII, σ. XVIII έως XIX).

        «Η καθαρή επιστήμη προϋποθέτει έτσι την απελευθέρωση απ’ την αντίθεση της συνείδησης. Περιέχει τη σκέψη, εφ’ όσον είναι αυτή εξίσου πολύ το πράγμα καθ’ εαυτό, ή το πράγμα καθ’ εαυτό, εφ’ όσον είναι αυτό εξίσου πολύ η καθαρή σκέψη» (Ουσ. τ. Λογικής Ι, 1, σ. 35). «Η λογική προσδιορίστηκε κατόπιν αυτού ως η επιστήμη της καθαρής σκέψης, που έχει ως αρχή της την καθαρή γνώση, την μη αφηρημένη, αλλά συγκεκριμένη έτσι ζωντανή ενότητα (sic!), ώστε να γνωρίζεται σ’ αυτήν η αντίθεση της συνείδησης από ένα υποκειμενικά δι’ εαυτό υπάρχον κι ένα δεύτερο τέτοιο υπάρχον, ένα αντικειμενικό, ως υπερνικημένη, και το Είναι ως καθαρός ορισμός καθ’ εαυτός, κι ο καθαρός ορισμός ως το πραγματικό Είναι» (ό.π. σ. 50). Αυτό θυμίζει τα λόγια απ’ την εισαγωγή στη «Φαινομενολογία του πνεύματος»: «Εξαρτώνται όλα κατά την άποψή μου, η οποία πρέπει να δικαιολογηθή μόνο με την περιγραφή του ίδιου του συστήματος, απ’ το ότι πρέπει να εννοηθή και να εκφρασθή το αληθινό όχι ως ουσία, αλλά εξίσου πολύ ως υποκείμενο» (W.W. τόμ. ΙΙ, σ. 14). (Φιλοσοφία της ταυτότητος!) «Είναι λογική η αρχή, αφού πρέπει να σχηματισθή στο στοιχείο του ελευθέρως υπάρχοντος για τον εαυτό του σκέπτεσθαι, στην καθαρή γνώση. Παρέχεται έτσι με το ότι είναι η καθαρή γνώση η τελευταία, απόλυτη αλήθεια της συνείδησης… Η λογική έχει στο μέτρο αυτό την επιστήμη τού φαινομένου πνεύματος ως προϋπόθεσή της, η οποία περιέχει και παρουσιάζει την αναγκαιότητα και μ’ αυτό την απόδειξη της αλήθειας της άποψης, που είναι η καθαρή γνώση, καθώς και την παροχή της γενικώς» (Ουσ. τ. Λογ. Ι, 1, σ. 61). «Υπάρχει μόνον η απόφαση, που μπορεί να τη θεωρήση κανείς και ως μιαν αυθαιρεσία, ότι θέλει δηλ. να παρατηρήση (να εξετάση…) κανείς το σκέπτεσθαι ως τέτοιο. Πρέπει να είναι έτσι η αρχή απόλυτη ή, που έχει εδώ την ίδια σημασία, αφηρημένη· δεν μπορεί να προϋποθέτη άρα τίποτα, δεν πρέπει να παρέχεται από τίποτα, ούτε να έχη μιαν αιτία· πρέπει να είναι η ίδια μάλλον αιτία ολόκληρης της επιστήμης. Πρέπει να είναι ως εκ τούτου εντελώς ένα άμεσο ή μάλλον το ίδιο μόνον το άμεσο… Είναι λοιπόν το καθαρό Είναι η αρχή» (ό.π. σ. 63). «Πρέπει να παραδεχτή κανείς, πως είναι μια ουσιαστική παρατήρηση, --- ότι είναι το προοδεύειν (το φιλοσοφείν – Μπ.) μια οπισθοδρόμηση κατ’ ουσίαν, στο αρχικό και αληθές, απ’ το οποίο εξαρτάται αυτό, με το οποίο σχηματίσθηκε η αρχή, και πράγματι παράγεται. – Οδηγείται έτσι η συνείδηση, στον δρόμο της απ’ την αμεσότητα, με τον οποίον αρχίζει, πίσω στην απόλυτη γνώση, ως την εσώτατή της αλήθεια… Διαγινώσκεται έτσι ακόμα περισσότερο το απόλυτο πνεύμα, το οποίο προκύπτει ως η συγκεκριμένη και έσχατη ύψιστη αλήθεια κάθε Είναι, ως αποξενούμενο (απαλλοτριονώμενο…) με ελευθερία στο τέλος της εξέλιξης και απελευθερωνόμενο στη μορφή ενός αμέσου Είναι, - που αποφασίζει τη δημιουργία ενός κόσμου, ο οποίος περιλαμβάνει όλα αυτά, τα οποία έπεσαν (ελαττώθηκαν, κατέρρευσαν…) στην εξέλιξη, που προηγήθηκε εκείνου του αποτελέσματος, και που μεταβάλλονται μέσω αυτής της αντίστροφης κατάστασης, με την αρχή τους σε κάτι που εξαρτάται απ’ το αποτέλεσμα ως την αρχή. Το ουσιαστικό για την επιστήμη δεν είναι τόσο πολύ, ότι είναι ένα καθαρό άμεσο η αρχή, αλλ’ ότι είναι το όλον της μια περιστροφή στον εαυτό της, όπου το πρώτο γίνεται και το τελευταίο, και το τελευταίο και το πρώτο» (ό.π. 64-65).

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου