Σεργίου Μπουλγκάκοφ: Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (23)
Συνέχεια από: Πέμπτη, 24 Νοεμβρίου 2011
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ1. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΝΤ
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ1. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΝΤ
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ ΣΤΟΝ ΚΑΝΤ(Συνέχεια)
Ο Χέγκελ τοποθετεί τη διδασκαλία του Καντ για τη μεταφυσική συναίσθηση πολύ υψηλά. «Ανήκει στις πιο βαθειές και πιο ορθές παρατηρήσεις, που διαπιστώνονται στην Κρική της Λογικής, το ότι γίνεται αντιληπτή η ενότητα, που αποτελεί την ουσία της έννοιας, ως η αρχική ενότητα της συναίσθησης, ως ενότητα του: Εγώ σκέπτομαι, ή της αυτοσυνείδησης… Αντικείμενο είναι, λέει ο Καντ, στην Κρ. τ. κ. Λ. σ. 137, 2η έκδ., αυτό, στου οποίου την έννοια είναι το πολυσχιδές μιας δεδομένης θεώρησης ενωμένο. Κάθε συνένωση των παραστάσεων απαιτεί όμως ενότητα της συνείδησης στη σύνθεσή (Synthesis) τους. Είναι επομένως αυτή η ενότητα της συνείδησης εκείνο, το οποίο και μόνον αποτελεί την αναφορά των παραστάσεων σ’ ένα αντικείμενο, την αντικειμενική τους συνεπώς ισχύ, και στο οποίο βασίζεται η ίδια η δυνατότητα της λογικής. Διακρίνει την υποκειμενική ενότητα της συνείδησης ο Καντ, την ενότητα της παράστασης, απ’ το αν έχω αίσθηση ενός πολυσχιδούς ως ταυτόχρονου ή αλλεπάλληλου, το οποίο και θα εξαρτώταν από εμπειρικές (empirischen) προϋποθέσεις. Οι αρχές του αντικειμενικού ορισμού των παραστάσεων πρέπει να παράγονται αντιθέτως απ’ τον κανόνα (αξίωμα…) της μεταφυσικής ενότητας της συναίσθησης και μόνον. Θα προσδιορίζεται με τις κατηγορίες (Kategorien), οι οποίες είναι αυτοί οι αντικειμενικοί ορισμοί, το πολυσχιδές δεδομένων παραστάσεων έτσι, ώστε να οδηγείται στην ενότητα της συνείδησης. – Είναι, σύμφωνα μ’ αυτήν την περιγραφή, η ενότητα του ορισμού εκείνο, με το οποίο δεν είναι κάτι αισθησιακός απλώς προσδιορισμός, θεώρηση ή και απλή παράσταση, αλλά αντικείμενο, εκείνη η αντικειμενική ενότητα, που είναι ενότητα του Εγώ με τον εαυτό του. – Η κατανόηση ενός αντικειμένου δεν συνίσταται πράγματι σε τίποτα άλλο, απ’ το ότι το ιδιοποιείται το Εγώ, το διαπερνά, και το οδηγεί στη δική του μορφή, δηλ. στη γενικότητα (ή: ολότητα…), η οποία είναι αμέσως βεβαιότητα, ή βεβαιότητα, η οποία είναι αμέσως γενικότητα. Το αντικείμενο είναι ακόμα στη θεώρηση ή και στην παράσταση κάτι εξωτερικό, ξένο. Με την κατανόηση μεταβάλλεται το καθ’ αυτό ή δι’ αυτό είναι, το οποίο και έχει στη θεωρία και την παράσταση, σ’ ένα είναι τού νόμου· το Εγώ το διαπερνά σκεπτόμενο. Όπως είναι όμως στη σκέψη (ενν. το αντικείμενο…), έτσι είναι και καθ’ αυτό ή δι’ αυτό· όπως είναι στη θεώρηση ή την παράσταση, είναι και (στην…) εμφάνιση· η σκέψη ανασηκώνει την αμεσότητά του, με την οποία αποκαλύπτεται κατ’ αρχάς μπροστά μας, και φτιάχνει έτσι ένα είναι τού νόμου απ’ αυτό· αυτό όμως το νόμιμο είναι του είναι το καθ’ αυτό ή δι’ αυτό είναι του, ή η αντικειμενικότητά του. Έχει επομένως το αντικείμενο αυτήν την αντικειμενικότητα στην έννοια, κι είναι αυτή η έννοια η ενότητα της αυτοσυνείδησης, στην οποίαν και έχει αυτό αναληφθή· η αντικειμενικότητά του ή η έννοια δεν είναι άρα η ίδια τίποτα άλλο, παρά η φύση της αυτοσυνείδησης· δεν έχει καθόλου άλλες δυνάμεις ή προσδιορισμούς, εκτός απ’ το ίδιο το Εγώ» (Επιστ. τ. Λογ. ΙΙ. Μέρος, σ. 15-16· πρβλ. και Εγκυκλ. Πργρφ. 20).
Ο Χέγκελ λύνει τον φιλοσοφικό συλλαβόγριφο του Καντ με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο, στο πνεύμα μιας πνευματικής ταυτότητας, διαπερνώντας δηλ. το μη ακόμα λογικό με το λογικό, και καταργώντας την κατηγορηματικότητα (και συνεπώς και το υποκείμενο). Αλλά την κεντρική σημασία και την ορθότητα αυτής της καντιανής διδασκαλίας τη δικαιώνει πλήρως.
Νοούμενο και φαινόμενο – αυτή η διαφορά, που είναι τυπικο-γνωσιολογική και παρερμηνεύεται κυβιστικά στον Καντ, είναι στην πραγματικότητα μόνον τότε πολυσήμαντη, όταν εκληφθή ως μοναδικό νοούμενο (Noumenon) η υπόσταση, το ζωντανό, συγκεκριμένο Εγώ, ενώ θα θεωρούνταν το φαινόμενο ως ολόκληρη η συνειδητότητα του Εγώ, τόσο δηλ. ως η θεωρητική του, όσο και η πρακτική και αισθητική του δύναμη, ως ολόκληρος ο κόσμος. Ο Καντ βρίσκεται σε αβεβαιότητα, τί να κάνη με το νοούμενο, και οι νεοκαντιανοί το έχουν αυτό σε ακόμα υψηλότερο βαθμό. Παραπέμπουμε μόνο στην ανεπτυγμένη στην τρίτη κοσμολογική αντινομία (Antinomie) διδασκαλία του, πως η ελευθερία βρίσκεται στα νοούμενα. «Επειδή είναι τα φαινόμενα πράγματα καθ’ εαυτά, δεν μπορεί άρα να διασωθή η ελευθερία. Είναι μετά ταύτα η φύση η πλήρης και επαρκώς καθ’ εαυτή προσδιορίζουσα αιτία κάθε συμβάντος, και η προϋπόθεσή της περιέχεται πάντοτε στη σειρά και μόνον των φαινομένων, που είναι μαζί με την ενέργειά τους, υπό τον φυσικό νόμο αναγκαία. Αν δεν ισχύουν αντίθετα τα φαινόμενα ως τίποτα περισσότερο, εκτός απ’ αυτό που πράγματι είναι, όχι δηλ. ως πράγματα καθ’ εαυτά, αλλ’ ως απλές παραστάσεις, που συναρτώνται σύμφωνα με εμπειρικούς νόμους, πρέπει να έχουν τότε τα ίδια ακόμα αιτίες, που δεν είναι φαινόμενα. Μια τέτοια νοητή (ιδεατή…) αιτία δεν προσδιορίζεται όμως εν όψει της αιτιότητάς της με φαινόμενα, παρ’ όλο που οι ενέργειές της εμφανίζονται και μπορούν να προσδιοριστούν έτσι με άλλα φαινόμενα. Βρίσκεται λοιπόν μαζί με την αιτιότητά της (;) εκτός σειράς· ενώ συναντώνται αντίθετα στη σειρά των εμπειρικών προϋποθέσεων οι ενέργειές της» (564-565). Και παρατηρεί με αφορμή τη διάκριση μεταξύ «εμπειρικού» και «νοητού (ιδεατού…)» χαρακτήρα ο Καντ: «Δεν θα βρισκόταν άρα σύμφωνα με τον νοητό του χαρακτήρα υπό καμμιά χρονική προϋπόθεση αυτό το πράττον (το ενεργούν…) υποκείμενο· γιατί είναι μόνον η προϋπόθεση των φαινομένων, κι όχι των καθ’ εαυτών πραγμάτων ο χρόνος. Δεν θα γεννιόταν και δεν θα παρέρχονταν καμμιά πράξη σ’ αυτό, δεν θα ήταν επομένως και υποταγμένο στον νόμο κανενός χρονικού προσδιορισμού, και κανενός μεταβλητού: ώστε να συναντούν όλα, όσα συμβαίνουν, στα φαινόμενα (της προηγούμενης κατάστασης) την αιτία τους… Θα υποτάσσονταν λοιπόν σύμφωνα με τον εμπειρικό του χαρακτήρα ως φαινόμενο σε όλους τους νόμους τού προσδιορισμού κατά την αιτιατή σχέση αυτό το υποκείμενο, και δεν θα ήταν στο μέτρο αυτό παρά ένα μέρος του κόσμου των αισθήσεων, που οι ενέργειές του μεταφέρονται αναπόφευκτα (σαν τα ξύλα στο ρεύμα του ποταμού…), όπως κάθε άλλο φαινόμενο, απ’ τη φύση. Έτσι όπως ενσταλλάζουν εξωτερικά φαινόμενα στο ίδιο, όπως θα αναγνωρίζονταν ο εμπειρικός του χαρακτήρας, ο νόμος δηλ. της αιτιότητάς του, με την εμπειρία, έπρεπε να μπορούν να εξηγηθούν όλες οι πράξεις του (οι ενέργειές του…) σύμφωνα με φυσικούς νόμους, και έπρεπε να συναντώνται όλα τα απαιτούμενα για έναν πλήρη και αναγκαίο προσδιορισμό αυτών των πράξεων σε μιαν ενδεχόμενη εμπειρία. Θα έπρεπε να είναι εν τούτοις απαλλαγμένο κατά τον νοητό του χαρακτήρα… από κάθε επιρροή της αισθητικότητας και προσδιορισμό μέσω φαινομένων το ίδιο υποκείμενο, κι επειδή δεν του συμβαίνει, εφ’ όσον είναι νοούμενο, τίποτα, καμμιά αλλαγή η οποία απαιτεί δυναμικό χρονικό προσδιορισμό, και δεν συναντάται επομένως κανένας συνδυασμός με φαινόμενα ως αιτίες, θα ήταν ως εκ τούτου ανεξάρτητη και ελεύθερη στις πράξεις της (στις ενέργειές της…) από κάθε φυσικήν αναγκαιότητα, εκτός απ’ αυτήν που συναντάται απλώς και μόνο στην αισθητικότητα, αυτή η ενεργούσα φύση (ον, ουσία…)» (567-569). Και λαμβάνει αυτό το θέμα μιαν ιδιαίτερη, ως γνωστόν, ανάπτυξη στην «Κριτική του πρακτικού λόγου». Εμφανίζεται εδώ ξαφνικά ένα εκτάκτως σημαντικό λαθρεμπόριο, ένα σωστό πράγμα καθ’ εαυτό – το πρόσωπο (Person), καλυμμένο εννοείται με την ηθικήν αξία. Δεν υπάρχει στη γνωστική διδασκαλία του Καντ ούτε και η ελάχιστη θέση για ένα Εσύ, ενώ αναδύεται στη «Θεμελίωση στη μεταφυσική των ηθών» ex abrupto (αποτόμως) αυτή η έννοια: «…υπάρχει καθεαυτός ως σκοπός ο άνθρωπος (από πού τον έχει τώρα ξαφνικά ο Καντ; - Μπ.) και γενικώς (;) κάθε λογική φύση, όχι απλώς ως μέσον προς οποιαδήποτε χρήση γι’ αυτήν ή εκείνην τη θέληση, αλλά πρέπει να θεωρείται σε όλες του, τόσο τις κατευθυνόμενες προς τον εαυτό του όσο και προς άλλες λογικές φύσεις πράξεις πάντοτε ταυτόχρονα ως σκοπός… Οι φύσεις (τα όντα…), των οποίων η ύπαρξη δεν βασίζεται μεν στη θέλησή μας, αλλά στη φύση, έχουν εν τούτοις, αν είναι άλογες φύσεις, μια σχετική μόνον αξία, ως μέσα, και ονομάζονται άρα πράγματα, ενώ ονομάζονται αντίθετα πρόσωπα οι λογικές φύσεις, επειδή τα διακρίνει ήδη καθ’ εαυτά ως σκοπούς η φύση τους, ως κάτι που δεν μπορεί (δεν μας επιτρέπεται…) να μεταχειρισθή δηλ. απλώς ως μέσον, εφ’ όσον περιορίζει συνεπώς κάθε αυθαιρεσία (και είναι ένα αντικείμενο της προσοχής). Δεν είναι άρα αυτά υποκειμενικοί απλώς σκοποί, των οποίων έχει η ύπαρξη, ως ενέργεια της πράξης μας, για εμάς μιαν αξία· αλλά αντικειμενικοί σκοποί, δηλ. πράγματα, των οποίων η ύπαρξη είναι σκοπός καθ’ εαυτή, και μάλιστα τέτοιος, στου οποίου τη θέση δεν μπορεί να τεθή κανένας άλλος σκοπός, τον οποίον θα έπρεπε να υπηρετούν απλώς ως μέσα, γιατί δεν θα συναντώνταν πουθενά η παραμικρή χωρίς αυτό απόλυτη αξία· αν εξαρτώνταν όμως από κάθε αξία, αν ήταν συνεπώς τυχαία, συμπτωματικά, δεν θα μπορούσε να συναντήση τότε πουθενά καμμιάν ανώτατη πρακτική αρχή η λογική» (Θεμελ. στη μετ. των εθ., ακαδ. έκδ., Βερολ. 1903, τ. IV, Σ. 428).
Εντελώς ξαφνικά εμφανίζεται και η ανθρωπότητα στο προσκήνιο: «Η πρακτική προστακτική θα είναι λοιπόν η εξής: πράττε έτσι, ώστε να μεταχειρίζεσαι την ανθρωπότητα πάντοτε, τόσο στο πρόσωπό σου, όσο και στο πρόσωπο του κάθε Άλλου, ταυτόχρονα ως σκοπό, και ποτέ απλώς ως μέσον» (ό.π. σ. 429).
( Τέλος του παραρτήματος για τον Καντ - συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου