Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Σεργίου Μπουλγκάκοφ : Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (2)

Σεργίου Μπουλγκάκοφ : Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (2)
Συνέχεια από : Κυριακή, 6 Φεβρουαρίου 2011

Σεργίου Μπουλγκάκοφ Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
 Πρώτο κεφάλαιο
ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ

Υπάρχουν τρία βασικά είδη της αυτοδιάθεσης (αυτοπροσδιορισμού) της σκέψης, με τα οποία ορίζεται το σημείο εκκίνησης κι η γενική της κατεύθυνση. Σύμφωνα μ’ αυτές τις τρεις δυνατότητες προσδιορίζονται όλα τα φιλοσοφικά συστήματα με τις βασικές τους αρχές: 1. υπόσταση (Hypostase) ή προσωπικότητα· 2. η ιδέα ή η ιδεατή εικόνα, λόγος (Logos), έννοιά τους· 3. η ουσιαστική ύπαρξη ως ενότητα όλων των ροπών (δυνάμεων) και προορισμών της ύπαρξης, ως πραγματοποιούμενο Όλον. Είμαι Α (δυνητικά τα πάντα) – αυτός ο τύπος, που αποδίδει μια κρίση, περιέχει στον εαυτό του όχι μόνο συντετμημένα ένα σχήμα του αληθινά υπαρκτού, αλλά μαζί μ’ αυτό ταυτόχρονα κι ένα τέτοιο της ιστορίας της φιλοσοφίας. Αυτός ο τριμελής τύπος, που περιέχει μια λογική τριάδα και που συνδέει το τριπλό των ροπών (δυνάμεων) σε κάτι αδιαίρετο, σχίζεται μόνιμα στις πιο διαφορετικές κατευθύνσεις απ’ τη φιλοσοφική και, στην αυθαιρεσία αυτού του σχίσματος και την εκλογή των μεμονωμένων αρχών, αιρετίζουσα σκέψη, και με το είδος αυτού του σχίσματος ορίζεται ο χαρακτήρας (το στυλ) του φιλοσοφείν. Υπάρχει στη βάση της αυτοσυνείδησης όπως και σε κάθε είδος σκέψης, στο οποίο εκφράζεται αυτή η αυτοσυνείδηση, μια τριπλότητα των ροπών, μια τριαδικότητα, που εμφανίζεται στον απλό κριτικό (γνωμικό) τύπο: Είμαι Α. Αν το γενικεύση κανείς αυτό στην ορολογία των λογικο-γραμματικών χαρακτηρισμών: αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο), ορισμός της πρότασης (κατηγορούμενο) και το ρήμα είμαι, μπορεί να πη, πως υπάρχει στη βάση της αυτοσυνείδησης μια πρόταση. (σημ. του Γερμανού μεταφραστή: Για να αποτραπούν παρανοήσεις, που θα μπορούσαν να προκληθούν μέσω της διαφορετικής σημασίας του «υποκειμένου» στα δυό ζεύγη ορισμών υποκείμενο-αντικείμενο και υποκείμενο-κατηγορούμενο, μεταφράζεται το υποκείμενο στο δεύτερο ζεύγος – το γραμματικό δηλαδή υποκείμενο – εδώ και στη συνέχεια πάντα ως «αντικείμενο της πρότασης».) Το πνεύμα είναι μια ζωντανή, μονίμως πραγματοποιούμενη πρόταση. Κάθε αντικείμενο πρότασης, ανεξάρτητα αν εμφανίζεται στη μορφή ενός ουσιαστικού ή μιας λέξης που βρίσκεται στη θέση του, υπάρχει ως ένα ομοίωμα της αντωνυμίας του πρώτου προσώπου, του κατ’ εξοχήν αντικειμένου της πρότασης: χωρίζεται και πολλαπλασιάζεται σε αναρίθμητα επαναλαμβανόμενους κατοπτρισμούς. Η αντωνυμία του πρώτου προσώπου, η μυστική χειρονομία της λέξης (του λόγου), κατέχει μιαν εντελώς μοναδική φύση και είναι η βάση κάθε πράγματος, εφόσον είναι αυτό ένα ουσιαστικό. Κάθε πρόταση μπορεί να αναχθή σ’ έναν τύπο της σχέσης του Εγώ με το κατηγορούμενό του, μπορεί να πη κανείς μάλιστα, πως το πραγματικό της αντικείμενο (το υποκείμενο) είναι το Εγώ, ενώ αυτή η ίδια είναι απλώς ένα κατηγορούμενο αυτού του Εγώ, γιατί από την άποψη του Εγώ έχουν όλα, κάθε έννοιας, τη σημασία ενός κατηγορουμένου, και κάθε κρίση είναι, αν όχι κατά τη μορφή της, πάντως κατά την ουσία της, ένας πάντοτε καινούργιος αυτοπροσδιορισμός του Εγώ. Κάθε κρίση βασίζεται οντολογικά σε μια γενική σχέση υποκειμένου και αντικειμένου, τα οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα Εγώ (= υπόσταση / Hypostase) και η φύση του, που εκφράζει το περιεχόμενό του, το κατηγορούμενό του, το οποίο οδηγείται μέσω του ρήματος είμαι της ύπαρξης σε μια συνάρτηση με το αντικείμενο της πρότασης (το υποκείμενο). Μέσα στη μορφή της κρίσης (γνώμης) βρίσκεται περίκλειστο (περατωμένο) το μυστικό και η φύση της σκέψης, είναι το κλειδί για την αντίληψη των φιλοσοφικών συστημάτων. Το Εγώ, που είναι περίκλειστο στον εαυτό του και βρίσκεται σε μιαν απρόσιτη νήσο, μέχρι την οποία δεν εισχωρεί καμμιά σκέψη ή ύπαρξη, βρίσκει στον εαυτό του μιαν εικόνα της ύπαρξης, την οποία δηλώνει στο κατηγορούμενο και την αναγνωρίζει (την αντιλαμβάνεται) ως δημιουργία του, ως αυτοαποκάλυψή του, που συμβολίζεται στο ρήμα είμαι (στη λέξη δηλ. που συνδέει το υποκείμενο με το κατηγορούμενο). Με την έννοια αυτή παριστάνει ολόκληρη η ζωή μας, και γι’ αυτό κι ολόκληρη η σκέψη μας, μια συνεχώς πραγματοποιούμενη πρόταση, που αποτελείται απ’ το αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο), το κατηγορούμενο και το (συνδετικό) ρήμα είμαι. Αλλά ακριβώς γι’ αυτό ασχολήθηκε το λιγότερο απ’ όλα η φιλοσοφία με την πρόταση, ή την κρίση, ως τη γενική και αυτονόητη μορφή της σκέψης (και μόνο με τον τρόπο τους, με μιαν πολύ περιορισμένη ερωτηματοθεσία, το έχουν κάνει αυτό η λογική κι η γραμματική). Χωρίς να το αντιληφθή, αντιπαρήλθε κι η κριτική του Κάντ την πρόταση – κρίση και την καθολική της σημασία. Η πρόταση αναπαράγει (αποδίδει) την ουσία και την εικόνα της ύπαρξης, φέρει στον εαυτό της το μυστικό της, γιατί σ’ αυτήν περικλείεται η εικόνα της τριαδικότητας. Η πρόταση μάς διδάσκει για το ότι κάθε ουσιαστική σχέση αντιτάσσεται σε οποιονδήποτε μονισμό (Monismus), σε οποιαδήποτε φιλοσοφία ταυτότητας, που αποπειράται να διαλύση τα τρία μέλη της, ανάγοντάς τα σε ένα απ’ αυτά – είτε στο αντικείμενο (το θέμα) της πρότασης είτε στο κατηγορούμενο είτε τέλος στο (συνδετικό) ρήμα είμαι. Απ’ αυτήν την επιδίωξη καθοδηγείται κάθε φιλοσοφικό σύστημα, εφόσον βρίσκεται στο έδαφος της φιλοσοφίας της ταυτότητας: χαρακτηρίζεται είτε το αντικείμενο της πρότασης είτε το κατηγορούμενο είτε το ρήμα είμαι (Kopula) ως μοναδική αρχή και παράγονται τότε όλα απ’ αυτό ή ανάγονται σ΄ αυτό. Μιαν τέτοια «απαγωγή-αφαίρεση» είτε του αντικειμένου της πρότασης (υποκειμένου) απ’ το κατηγορούμενο ή αντίστροφα, ή και του ενός όπως και του άλλου απ’ το ρήμα είμαι, συνιστά τότε πραγματικά τη σημαντικότερη εργασία, συγχρόνως όμως και μιαν ανυπέρβλητη δυσχέρεια για τη φιλοσοφική σκέψη, που επιδιώκει τον μονισμό, που θέλει να τα αναγάγη όλα πάση θυσία σε μιαν αρχικήν ενότητα. Η αποδοχή μιας αρχικής, χρησιμεύουσας ως σημείο εκκίνησης ενότητας, με την οποίαν αρνούμαστε την περικλειόμενη στην πρόταση τριπλότητα – αυτό είναι η ρίζα, απ’ την οποίαν προέρχεται κάθε φιλοσοφικό σύστημα και ταυτόχρονα η τραγωδία του. Αυτή η ενότητα δεν είναι μόνον ένα αίτημα, αλλά και το αξίωμα (Axiom), απ’ το οποίο ξεκινά η σκέψη και το οποίο βρίσκεται στη βάση ολόκληρης της ιστορίας της φιλοσοφίας. Α υ τ ό τ ο α ξ ί ω μ α ε ί ν α ι ω σ τ ό σ ο λ α ν θ α σ μ έ ν ο , και γι’ αυτό είναι μάταιες όλες οι προσπάθειες της φιλοσοφίας και περιγράφουν αναγκαστικά μια σειρά τραγικών αποτυχιών, που επιδεικνύουν όλες έναν τυπικό χαρακτήρα: η θέρμη του ήλιου διαλύει αναπόφευκτα τα κέρινα φτερά του Ίκαρου, σ’ όποιαν κατεύθυνση κι αν πετά. Γιατί όπως το δηλώνει η μορφή της κριτικής πρότασης, που αντικατοπτρίζει στον εαυτό της τη δομή (διάρθρωση) του αληθινά υπαρκτού, δεν είναι ενιαία η αρχική αιτία της ύπαρξης, αλλά τριαδική, τρισυπόστατη στην ενότητά της, κι ο λανθασμένος μονισμός, η πρόθεση κι ο σκοπός της φιλοσοφίας της ταυτότητας, είναι μια πλάνη, ένα π ρ ώ τ ο ν ψ ε ύ δ ο ς της φιλοσοφίας. Η ύλη (η ουσία) δεν είναι ενιαία, αλλά τριαδική, και τίποτα δεν μπορεί να υπερβή αυτήν τη σύνδεση ενότητας και πολλαπλότητας των ροπών-δυνάμεών της, και γι’ αυτό δεν πρέπει και να το επιδιώκη τίποτα αυτό. Η υπόσταση, το πρόσωπο, το Εγώ υπάρχει, έχοντας μιαν ορισμένη, τη δ ι κ ή του φύση, μια δική του δηλαδή, μόνιμη (διαρκή) κι ωστόσο μη περατωμένη αποκάλυψη – κι αυτό είναι το οποίο πραγματοποιεί ως την ίδια του την ύπαρξη (στις διαφορετικές της αποχρώσεις ή τρόπους) το Εγώ. Η ουσία (Substanz) υπάρχει όχι μόνον «καθ’ εαυτή», ως αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο), αλλά και «για τον εαυτό της», ως κατηγορούμενο, κι επιπλέον «καθ’ εαυτή και για τον εαυτό της», στο (συνδετικό) ρήμα είμαι, ως ύπαρξη. Κι αυτές οι τρεις αρχές δεν είναι κατά κανέναν τρόπο μόνον οι διαλεκτικές δυνάμεις τής μιας απ’ αυτές, που ακυρώνουν η μια την άλλη στη σύνθεση, όχι, είναι τρόπον τινά τρεις ταυτόχρονες και ισότιμες ρίζες της ύπαρξης, που περιγράφουν στην ολότητά τους την ζωή της ουσίας.

Το υποστατικό Εγώ είναι ουσιαστικά απροσδιόριστο. Ως Εγώ, ως υπόσταση, γνωρίζει ο καθένας, περί τίνος γίνεται ο λόγος, παρ’ όλο που αυτό δεν μπορεί να εκφραστή πλήρως (αλλά είναι μόνο στον προφορικό λόγο παρόν). Ακριβώς σ’ αυτό υφίσταται η ουσία της υπόστασης, ότι είναι απροσδιόριστη, απερίγραπτη, βρίσκεται πέρα απ’ τη λέξη και τον ορισμό και δεν μπορεί γι’ αυτό και να εκφραστή σ’ αυτά, παρ’ όλο που αναπτύσσεται συνεχώς σ’ αυτά. Μπροστά στο πρόσωπο της υπόστασης προσφέρεται σιωπή, είναι μόνο μια βουβή μυστική χειρονομία δυνατή, που ονομάζεται ήδη με μιαν παραχθείσα, ανακλαστική πράξη όχι βέβαια στο όνομα, αλλά χαρακτηρίζεται αντί για το όνομα (“pro nomine”) με την «αντωνυμία» (“Pronomen”). Αυτή η απροσδιοριστία δεν είναι ωστόσο ένα κενό, κι ούτε ένα λογικό μηδέν· η υπόσταση είναι αντίθετα η προϋπόθεση κάθε λογικού, είναι το υποκείμενο της σκέψης. Είναι λάθος να νομίζουμε, πως η σκέψη στέκεται σε δικά της πόδια, πως είναι αυτοδύναμη (αυθαίρετη)· προέρχεται και υπάρχει σ’ αυτό, που δεν είναι σκέψη και παρ’ όλ’ αυτά δεν είναι ταυτόχρονα και κάτι ουσιαστικά ξένο απ’ τη σκέψη, απ’ το οποίο γεννιέται η σκέψη και το οποίο περιελίσσεται συνεχώς απ’ αυτήν. Αν είναι κάπου εφαρμοσμένη και χρήσιμη η καντιανή διάκριση νοούμενου (Noumenon) και φαινόμενου (Phänomenon), τότε είναι εδώ, στον χαρακτηρισμό της σχέσης μεταξύ της υπόστασης και της φύσης της, μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, αντικειμένου της πρότασης και κατηγορουμένου η περίπτωση. Γιατί το Εγώ, η υπόσταση, είναι στ’ αλήθεια ένα πράγμα καθ’ εαυτό, ένα νοούμενο, το οποίο, δηλαδή το ίδιο το πνεύμα, μένει για τη σκέψη στη φύση του, τη θέση και τη σχέση του προς αυτήν αιώνια μεταφυσικό. Αλλά το μεταφυσικό είναι πάντα και αδιαχώριστα συνδεδεμένο με το εμπειρικό (το ενυπάρχον, το μη μεταφυσικό), εκτείνεται μέσα στο εμπειρικό, το αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο), η υπόσταση, εκφράζεται, αναπτύσσεται πάντοτε στο κατηγορούμενο. Η υπόσταση δεν είναι φυσικά μ’ αυτήν την έννοια κανένα ψυχολογικό Εγώ, καμμιά ψυχολογική υποκειμενικότητα, που σημαίνει ήδη έναν ορισμό της υπόστασης, ένα κατηγορούμενο, όχι όμως ένα αντικείμενο της πρότασης: το πνεύμα, η υπόσταση δεν είναι κατά κανέναν τρόπο ψυχικά φαινόμενα. Η υπόσταση δεν είναι μάλιστα ούτε το γνωσιολογικό Εγώ, το οποίο γνωρίζει ως ενότητα της μεταφυσικής συναίσθησης ο Καντ. Δεν είναι κι αυτό τίποτα περισσότερο από ένα κάλυμμα του Εγώ, το «μεταφυσικό» του κατηγορούμενο, κι είναι σφαλερό να νομίζουμε, πως θα μπορούσε να περιοριστή ολόκληρο το ανεξιχνίαστο βάθος του υποστατικού πνεύματος σ’ αυτήν την κηλίδα φωτός, σ’ αυτόν τον πυρσό της γνωρίζουσας συνείδησης. Σ’ αυτό συνηγορεί ήδη η μια, παραγνωρισμένη απ’ τον Καντ κι όλες τις κριτικές του, συνθήκη, ότι το υποστατικό, νοούμενο Εγώ παριστά μιαν αδιαίρετη ενότητα, που επικαιροποιείται όχι μόνο στη γνώση, αλλά και στη θέληση, στο αίσθημα, στην πράξη, σ’ ολόκληρη την ζωή. Συνδέει την «καθαρή», την «πρακτική» και την «αισθητηριακή» (κρίνουσα) λογική αναμεταξύ τους. Το υποστατικό Εγώ είναι ζωντανό πνεύμα (το οποίο είναι εξάλλου ένα συνώνυμο), που η ζωτική του δύναμη δεν μπορεί να εξαντληθή σε κανέναν ορισμό. Αποκαλύπτεται στον χρόνο, αλλά βρίσκεται το ίδιο όχι μόνον πάνω απ’ τον χρόνο, αλλά και πάνω απ’ τη χρονικότητα. Δεν υπάρχει καμμιά γέννηση και καμμιά παρέλευση (φθορά), καμμιά αρχή και κανένα τέλος για την υπόσταση. Καθώς είναι εξωχρονική, είναι ταυτόχρονα και υπερχρονική, της ανήκει η αιωνιότητα, είναι εξίσου και με την ίδιαν έννοια αιώνια όπως ο Θεός, που ενεφύσησε ο Ίδιος, απ’ τον Εαυτό του, στον άνθρωπο κατά τη δημιουργία του την πνοή Του. Ο άνθρωπος είναι υιός του Θεού και ένας δημιουργημένος Θεός, κι η εικόνα της αιωνιότητας είναι αναπώλεστα και ανεξάλειπτα δική του. Γι’ αυτό δεν είναι δυνατό στον άνθρωπο, να σκεφτή και να επιθυμήση την καταστροφή του, την εξάλειψη δηλαδή του Εγώ του (κι όλες οι απόπειρες αυτοκτονίας περιγράφουν ένα είδος φιλοσοφικής παρανόησης και δεν συσχετίζονται με το ίδιο το Εγώ, αλλ’ απλώς και μόνο με την εμφάνισή του στην πραγματικότητα, με το κατηγορούμενο, όχι όμως με το αντικείμενο της πρότασης). Το υποστατικό Εγώ είναι το υποκείμενο, το αντικείμενο πρότασης όλων των κατηγορουμένων, η ζωή του είναι αυτό το ατελεύτητο (άπειρο) στην έκταση και το βάθος του κατηγορούμενο.

Δεν εισάγεται όμως εδώ στη μεταφυσική κάτι ως μια θεμελιακή και αποφασιστική αρχή, το οποίο – εφόσον μένει ένα κατ’ αρχήν μεταφυσικό για τη σκέψη – δεν μπορεί κατά κανέναν τρόπο να οριστή; Δεν περιέχονται εδώ παρανοήσεις, λάθη, ατοπίες; Πώς μπορεί να διανοηθή (να γίνη διανοητό) το αδιανόητο; Πώς θα μπορούσε να εκφραστή το ανέκφραστο (ανείπωτο); Είναι άραγες η δεδομένη στη μορφή της λέξης μυστική χειρονομία της αντωνυμίας στ’ αλήθεια μια λέξη; Ή είναι άραγες το Εγώ μια έννοια, όταν ακυρώνη με τη μοναδικότητα και την απομόνωσή του όλες τις έννοιες, δηλαδή το γενικό, την ιδέα; Δεν συναντούμε εδώ γενικώς ένα τόσο αυστηρό, κριτικό Veto (αρνησικυρία), ώστε μπροστά του δεν θα δείλιαζε το πολύ-πολύ μια απόλυτη φιλοσοφική αφέλεια;

Όλοι αυτοί οι τρόμοι και φόβοι είναι αποκυήματα μιας καταπτοημένης γνωσιολογικής φαντασίας (ή: έπαρσης). Ριζώνουν όλοι στην προκατάληψη, πως η σκέψη κατέχει μια γεννώμενη μέσα απ’ αυτήν την ίδια δύναμη, πως έχει κάτι που ενυπάρχει σ’ αυτήν, αυτήν την ίδια δηλαδή ως αντικείμενο: μια σκέψη, που σκέφτεται τον εαυτό της, που είναι ταυτόχρονα τόσο αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο) όσο και κατηγορούμενο. Στην πραγματικότητα γεννιέται όμως η σκέψη στο υποκείμενο, φέρεται απ’ την υπόσταση, που αποκαλύπτεται μόνιμα (διαρκώς) σ’ αυτήν. Μόνον αυτό βρίσκεται έξω απ’ τη σκέψη και είναι, ως κάτι εντελώς μεταφυσικό γι’ αυτήν, ένα μηδέν, δεν υπάρχει δηλαδή παντελώς για τη σκέψη, το οποίο είναι εντελώς μεταφυσικό. Ένα τέτοιο μεταφυσικό δεν είναι όμως τίποτα περισσότερο από μια μαθηματική οριακή έννοια, που δεν μπορεί να πραγματοποιηθή ποτέ με τη σκέψη, και το πράγμα καθ’ εαυτό είναι βέβαια τ ο ν ο ο ύ μ ε ν ο ν , ένα ιδεατό. Αυτό το οποίο διανοείται η σκέψη ως μεταφυσικό, είναι ακριβώς εκείνο που δεν είναι σκέψη και της είναι μ’ αυτήν την έννοια ουσιαστικά ξένο κι όμως ταυτόχρονα και συγγενικό, προσιτό, αποκαλύπτεται σ’ αυτήν. Είναι γενικώς η μεταφυσική κι η εμπειρία (το ενυπάρχον) συμπληρωματικές έννοιες, και μπορεί να χαρακτηρίση κανείς έτσι εκείνο το αντικείμενο της σκέψης ως μεταφυσικό, το οποίο είναι υποκείμενό της, υπόστασή της, αντικείμενό της τής πρότασης. Δεν είναι μεταφυσικό για τη σκέψη αυτό που δεν μπορεί – ως αντιφατικό στη σκέψη, που τη ανατινάζει και την καταστρέφει – να γίνη διανοητό (και δεν υπάρχει γενικώς βέβαια κάτι τέτοιο για τη σκέψη, δεν είναι τίποτα άλλο παρά «το σκότος των σκοταδιών», ένα καθαρό μηδέν), αλλ’ αυτό που δεν είναι, και ακριβέστερα: δεν είναι μ ό ν ο σκέψη και μπορεί ωστόσο να πραγματοποιηθή απ’ αυτήν. Σ’ αυτό το πρόβλημα της μεταφυσικής υφίσταται γενικώς, όπως βλέπουμε, το πρόβλημα της διανοητότητας του αντικειμένου της σκέψης. Μπορεί να διαστείλη κανείς όσο θέλει την περιοχή της κατηγοριακής σύνθεσης και να δη στα πράγματα κατηγορίες της σκέψης – αυτό το βασικό πρόβλημα της διανοητικής εργασίας αυτού, το οποίο δεν είναι σκέψη ή δεν είναι μόνο σκέψη, προφυλάσσει ωστόσο όλη τη σημασία του και μετατοπίζεται μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο σε μιαν άλλη θέση.

Είναι σαφές, πως η σκέψη δεν είναι απ’ τον εαυτό της ικανή να απαντήση στο ερώτημα, πώς γίνεται διανοητό το μεταφυσικό, πώς εισέρχεται αυτό, που δεν είναι σκέψη, στη σκέψη, και γίνεται κάτι που μπορούμε να το σκεφτούμε, πώς εκχέεται το φως του Λόγου (Logos) πάνω σε περιοχές, που δεν γνώριζαν μέχρι τότε κανένα φως, και πώς συλλαμβάνεται με το δίχτυ της λογικής, μέσω κατηγοριακής σύνθεσης η ύλη της σκέψης. Υπάρχει εδώ μια προ-λογική διαπίστωση, το όριο της σκέψης, που τη χωρίζει απ’ αυτό που δεν είναι σκέψη. Υπάρχει έτσι μια πλήρης ζωής πράξη στη βάση της σκέψης (του συλλογισμού), που εκτίθεται στην ζωντανή μορφή της σκέψης, δηλαδή στην πρόταση (ή: φράση). Κι αυτή η πράξη περιλαμβάνει τρεις δυνάμεις (ή: παράγοντες), που είναι βέβαια συνδεδεμένες μεταξύ τους, δεν μπορούν όμως να αναχθούν η μια στην άλλη. Οι δυνάμεις αυτές είναι: κατ’ αρχάς η καθαρή υπόσταση του Εγώ, το υποκείμενο, το αντικείμενο (ή: θέμα) της πρότασης· δεύτερον η φύση του Εγώ, που αποκαλύπτεται σ’ αυτό και μπροστά σ’ αυτό, το κατηγορούμενο· και τρίτο τελικά η αυτογνωσία, το να τεθής σε σχέση προς την ίδια σου τη φύση, η πράξη της αυτοπραγμάτωσης στην ίδια μας τη φύση, το είναι (η ύπαρξη) ή η Kopula (το συνδετικό ρήμα είμαι), η ζωντανή αυτογνωσία και αυτοδιάσωση του Εγώ. Το αιώνιο Εγώ έχει (δυνητικά) τα πάντα ή τον κόσμο ως κατηγορούμενό του, και ζη στην πράξη (ή: ενέργεια) αυτής της συνείδησης, συνειδητοποιεί στον εαυτό του την ύπαρξή του. Αυτή είναι η τριάδα της ύλης (ή: ουσίας), η στατικότητα κι η δυναμική της· η σκέψη είναι όμως σ΄ αυτήν την τριάδα κατηγορούμενο και μόνον κατηγορούμενο. Τα τρία μέλη δεν μπορούν να χωριστούν το ένα απ’ το άλλο, γιατί η υπόσταση δεν είναι νοητή αποσπασμένη απ’ τη φύση της, όπως ακριβώς και κάθε ουσιώδης φύση δεν είναι τίποτα έξω απ’ την υπόσταση που τη φέρει, κι αυτό το να φέρεται, αυτή η ανάπτυξή της (το ξεδίπλωμά της) είναι μια ενέργεια (μια πράξη) της ύπαρξης, είναι γενικώς ύπαρξη, ζωή, η οποία δεν είναι γι’ αυτό παντελώς κάποια έννοια και κάποιος λογικός προσδιορισμός, παρ’ όλο που άπτεται εγγύτατα με το λογικό. Γι’ αυτό είναι η ουσία το πρωταρχικό (Prius), βρίσκεται πριν απ’ την ύπαρξη ή το είναι, το οποίο είναι μια εκτελούμενη σύνθεση της υπόστασης με την ίδια της τη φύση, μια αυτο-ανάπτυξη στην πράξη τού είναι (της ύπαρξης). Η φιλοσοφική σκέψη έχει αναζητήσει πάντα έναν προσδιορισμό της ουσίας και δεν έχει μπορέσει ποτέ να τον βρη, και μάλιστα γι’ αυτό, επειδή έχει αναζητήσει πάντα (αν εξαιρέση κανείς τη χριστιανική δογματική με τη διδασκαλία της τής Τριάδος) μιαν κακή, αφηρημένη ενότητα, μιαν απλή και ενιαία ουσιαστικότητα. Όλες οι προσπάθειες του λογικού μονισμού, με τον οποίον ορίζεται η τιθέμενη στα φιλοσοφικά συστήματα εργασία και ο οποίος παριστάνει ένα γενικώς προϋποτιθέμενο αξίωμα (Axiom) αυτών των συστημάτων, σκοπεύουν σε μιαν επαναφορά της τριπλότητας των δυνάμεων, της τριαδικότητας της ουσίας, σε μιαν ενότητα· η σκέψη επιδιώκει να αφομοιώση στον εαυτό της αυτό που αποτελεί τη βάση της σκέψης και δεν μπορεί ωστόσο να γίνη διανοητό μέχρι τέλους, αυτό που είναι, για να μιλήσουμε στη γλώσσα της λογικής, παράλογο (irrational), και στο είδος του ένα √2. «Τοποθετημένος» ως βάση, ως αυτοπροσδιορισμός και αυτοσυνειδητοποίηση της σκέψης εμφανίζεται ο νόμος της ταυτότητας (η αντιτιθέμενη μορφή είναι ο νόμος της αντιλογίας), ο οποίος εγγυάται τη συνέχεια της σκέψης και προφυλάσσει την εμπειρική της κοίτη από άλματα και αβύσσους. Κι ωστόσο δεν μπορεί να εφαρμοστή αυτός ο νόμος, ακριβέστερα: αυτό το αίτημα της ταυτότητας, που βρίσκει στην πορεία όλης της σκέψης μέσα στα όριά της την εφαρμογή του, στις πηγές της σκέψης. Παραβαίνεται (παραβιάζεται) στη βασική μορφή της σκέψης, στην πρόταση κρίσης. Ο Καντ έχει διεκπεραιώσει μιαν εντελώς αυθαίρετη και λανθασμένη, για το σύστημά του ωστόσο απείρως βαρυσήμαντη διάκριση μεταξύ αναλυτικών και συνθετικών κρίσεων. Στην πραγματικότητα (όπως έχει ορισθή εξάλλου ήδη απ’ τον Χέγκελ στο έργο του «Επιστήμη της λογικής») είναι όλες οι κρίσεις συνθετικές και ταυτόχρονα, κατά τη μορφή τους, αναλυτικές, παριστούν υπό το πρόσχημα του γνωστού και αυτονόητου (αναλυτικού) ένα άλμα πάνω από μιαν αγεφύρωτη άβυσσο και συνδέουν τις δυό πλευρές της (σύνθεση). «Είμαι Α», αυτό το σπερματικό κύτταρο της σκέψης δηλώνει μιαν πλήρη και ριζική άρνηση του νόμου της ταυτότητας. Αυτή η τελευταία θα μπορούσε να οδηγήση το πολύ-πολύ στην ταυτολογία Εγώ=Εγώ=Εγώ=Εγώ… Εγώ κ.τ.λ., σε μιαν άκαρπη αυτο-επανάληψη ή όμως και αυτο-καταβρόχθιση του Εγώ. Πρέπει να επισημάνουμε εξάλλου, ότι το δεύτερο Εγώ, το κατηγορούμενο στην πρόταση Εγώ είναι Εγώ, δεν είναι πια ήδη εκείνο το ανέκφραστο, υποστατικό Εγώ, το οποίο είναι υποκείμενο ή αντικείμενο (θέμα) της πρότασης, γιατί περιέχει ως κατηγορούμενο στον εαυτό του ήδη μιαν ιδέα (Idee) (και είναι μ’ αυτήν την έννοια, σε σχέση προς το υποστατικό Εγώ, προς το Εγώ του αντικειμένου της πρότασης, ήδη ένα μ η - Εγώ).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου