Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Σεργίου Μπουλγκάκοφ : Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (14)

Σεργίου Μπουλγκάκοφ : Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (14)
Συνέχεια απο : Παρασκευή, 15 Ιουλίου 2011

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ
Πρώτο κεφάλαιο
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ

     Το Εγώ δεν μπορεί να γίνη γι’ αυτό ουδέποτε, ούτε και για μια μοναδική στιγμή, ένα Μηδέν, γιατί είναι αδιάλυτα συνδεδεμένο με το κατηγορούμενό του, και σ’ αυτό, μέσω αυτού, μαζί μ’ αυτό  ε ί ν α ι  (υφίσταται, υπάρχει…), εισέρχεται (φθάνει…) στο Είναι. Τίθεται μέσω του αληθώς όντος το υπάρχον, προσδιορίζεται το απροσδιόριστο, και μάλιστα όχι απ’ έξω, αλλ’ εκ των έσω. Αυτή η συνάρτηση δεν μπορεί να διαρραγή: - το Εγώ δράττεται χωρίς κατηγορούμενο του κενού, το κατηγορούμενο είναι χωρίς Εγώ τυφλό. Η κατηγορηματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ανάπτυξη της ιδιαίτερης στο πνεύμα φύσης και βάθους σ’ αυτό∙ είναι μια πράξη του αυτοπροσδιορισμού και της αυτογέννησης. Το κατηγορούμενο δεν προέρχεται απ’ έξω, όπως θα μπορούσε πιθανώς να φανή, αλλά γεννιέται στο πνεύμα, το υποστατικό πνεύμα αναγνωρίζει σ’ αυτό τον εαυτό του, βλέπει σ’ αυτό την ίδια του την ουσία με τα ανεξάντλητα πλούτη της. Αυτό ηχεί παράδοξα: είναι λοιπόν όλ’ αυτά, που συμβαίνουν μόνιμα σε μένα ανεξάρτητα και μάλιστα παρά τη θέλησή μου, πράγματι η αυτογέννησή μου, η ίδια μου η ουσία, η ίδια μου η φύση; Περιέχει λοιπόν πράγματι το Εγώ, που είναι ωστόσο εντελώς προφανώς και αναμφίβολα μόνον ένα Κάτι, ένα ελάχιστα μικρό μέρος του παγκοσμίου οικοδομήματος, τα σύμπαντα στον εαυτό του, είναι ο δημιουργός του κόσμου κι ο κόσμος η πράξη του; Βρισκόμαστε εδώ μπροστά στο ερώτημα, που αποδείχθηκε ως μια «κατάρα» και ως ένα άλυτο ζήτημα για τη μονιστική φιλοσοφία, μπροστά στο ερώτημα, που επιβλήθηκε σ’ αυτήν πάντοτε και ξανά με το ένα και το άλλο ένδυμα ως το γενικό πρόβλημα της ταυτότητας: πώς είναι δυνατόν, να στερεώσης μια γέφυρα απ’ το υποκείμενο προς το αντικείμενο, απ’ το αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο) προς το κατηγορούμενο; Πώς είναι δυνατόν, να πραγματοποιήσης την κρίση, που είναι βέβαια εντελώς προφανώς ένα σύμβολο της ουσίας; Κι αν δεν έχη όμως βρεθή η ίδια η γέφυρα, εμφανίστηκαν ωστόσο εντελώς καθαρά οι όροι, που είναι επαρκείς για τη λύση, παρ’ όλο που οδηγούν αυτοί οι όροι καθ’ εαυτοί στην αντινομία (Antinomie). Απ’ τη μια πλευρά πρέπει να ανήκη το κατηγορούμενο, για να είναι κατηγορούμενο, στο Εγώ, να είναι το ίδιο υπό ορισμένην έννοια Εγώ, να κατέχη το ίδιο μιαν εγωτική ουσία∙ πρέπει όμως ταυτόχρονα να διακρίνεται απ’ αυτό, πρέπει να είναι απέναντι στο Εγώ ένα  Ά λ λ ο , ένα  Μ η – Ε ί ν α ι  δηλ. Η κατηγορηματικότητα βασίζεται σε μιαν αθέτηση των δυό βασικών λογικών νόμων: της ταυτότητας και της αντίφασης, γιατί μαρτυρά, ότι το Εγώ είναι  Μ η – Ε γ ώ  κι ωστόσο πάλι και  Ε γ ώ, τα δυό ταυτόχρονα. Αν  ε π α ν α λ α μ β α ν ό τ α ν  απλώς το Εγώ, κάμνοντας τα κατηγορούμενά του – Εγώ είναι Εγώ, είναι Εγώ, είναι Εγώ – ανταύγειες του εαυτού του, τότε θα ήταν αυτό μια περιδίνηση του σκίουρου στη ρόδα του, μια διαρκής αναζήτηση για ένα οποιοδήποτε περιεχόμενο και έναν οποιονδήποτε προσδιορισμό, μια ακόρεστη επιθυμία για ένα κατηγορούμενο, όχι όμως το ίδιο το κατηγορούμενο. Αφαρπασμένο από κάθε Είναι, απογυμνωμένο απ’ την κατηγορηματικότητα, θα εξαντλούνταν το Εγώ σε μια βασανιστική επιθυμία για το Εγώ, στην αδυναμία της επιδίωξής του για το απόλυτο. (Δεν είναι αυτό εκείνος ο φλεγόμενος στη Γέεννα, ουδέποτε σβενόμενος καύσων του πυρός του έσχατου χωρισμού, της απώλειας της κατηγορηματικότητας, της αθανασίας χωρίς την ικανότητα για την ζωή; Και δεν είναι κάθε  θ ά ν α τ ο ς  με μιαν εντελώς συγκεκριμένη και χρονική έννοια επίσης ένας χωρισμός του αντικειμένου της πρότασης απ’ το κατηγορούμενο, ή έστω τουλάχιστον μια παράλυση αυτής της συνάφειας;) Απ’ την άλλην πλευρά θα έχανε όμως ένα εντελώς μεταβληθέν σε  Μ η – Ε γ ώ  και βυθισθέν σ’ αυτό Εγώ κάθε δύναμη και οξύτητα της ζωής, την ηλιοείδιά της, θα περιερχόταν στην αδυναμία του Προ-  ή  του Μετά-Είναι (ως αυτό το τελευταίο εμφανίζεται και ο θάνατος, ο οποίος εγκαταλείπει το Εγώ σε φλογερή λαχτάρα και κενό, το Μη-Εγώ αντίθετα στην αδυναμία της ασυνειδητότας, που υπερνικάται μόνο με την Ανάσταση). Αυτή η σφαίρα της κατηγορηματικότητας, που είναι ταυτόχρονα  Ε γ ώ  και  Μ η - Ε γ ώ, πρέπει να εννοηθή και να ερμηνευθή ως Μη-Εγώ στο Εγώ, ως κάτι δηλ., που είναι Εγώ, και δεν το έχει συναντήσει ωστόσο ακόμα το φως του Εγώ, δεν έχει αποκτήσει δηλ. ακόμα συνείδηση του εαυτού του, που παριστάνει τρόπον τινά το λυκαυγές του Εγώ, ένα α- (προ-, υπο-) συνείδητο Εγώ. Ένας τέτοιος προσδιορισμός μπορεί να ηχή όπως μια contradictio in adjecto ή όπως μια αντίφαση (απ’ την οποία πρέπει να διακρίνουμε, φυσικά, αυστηρώς την αντινομία), η αντίφαση αυτή παραμερίζεται ωστόσο, αν προσθέσουμε, πως η ασυνειδητότητα δεν είναι εδώ μια αδυναμία της συνείδησης (μια τέτοια υπόθεση θα ήταν αντιφατική και γι’ αυτό ανεπίτρεπτη εν σχέσει προς το Εγώ), αλλά δηλώνει την έλλειψή της ή μιαν κατάσταση της δυνατότητας. Στη διάκριση μεταξύ Εγώ και Μη-Εγώ αντιστοιχεί η διάκριση μεταξύ της συνείδησης in actu (εν ενεργεία) και in potentia (εν δυνάμει), όπου πρέπει να σκεπτόμαστε το Εγώ ως μιαν πηγή διαρκώς επικαιροποιούμενων δυνάμεων. Η ουσία του πνεύματος δεν γνωρίζει κανένα όριο, και το βάθος του Εγώ, που είναι βέβαια κατά τη φιχτιανή ορολογία ακριβώς το Μη-Εγώ, είναι ατελεύτητο (άπειρο), όπως ανταποκρίνεται αυτό στο αθάνατο και αιώνιο πνεύμα.
      
 Ο Φίχτε προσέκρουσε σ’ αυτήν τη δυσκολία και υποχρεώθηκε, να αναγνωρίση μιαν ασυνείδητη Δημιουργία, την παραγωγική δύναμη της φαντασίας στο Εγώ, με την οποία γεννιούνται οι μορφές του Μη-Εγώ. Πλησιάζει εδώ στην αλήθεια σ’ έναν απέραντα σημαντικό βαθμό και αποτρέπεται απ’ αυτήν χάρις μόνο στη λανθασμένη στη μονομέρειά του αφετηρία. Η φιλοσοφία του αφηρημένου, αποσπασμένου απ’ την ουσία Εγώ μπορεί να διασωθή μόνο με αμφιλογίες (όπως οι περιεχόμενες στις έννοιες του απόλυτου και του καθαρού Εγώ) ή με έναν βιασμό της «απαγωγής» (της «λογικής αφαίρεσης»…). (Έναν τέτοιον βιασμό δηλώνει η μετάβαση στην περιοχή της πρακτικής λογικής, που επιχειρείται προς τον σκοπό της απαγωγής του Μη-Εγώ ως ενός «φραγμού», ενώ δεν είναι ένας «φραγμός» ή δεν είναι μόνον ένας «φραγμός» το Μη-Εγώ, αλλ’ είναι προπάντων το κατηγορούμενο του ίδιου του Εγώ.) Ανακάλυψε οπωσδήποτε στην προβληματικότητα ο Φίχτε κάτι, που έχει αιώνια σημασία για τη φιλοσοφία: έθεσε το ερώτημα για τη φύση τού  Μ η – Ε γ ώ  στο  Ε γ ώ . Σ’ αυτό το ερώτημα απαντά ο Σέλλινγκ (στην «Ουσία της ανθρώπινης ελευθερίας» και στη «Φιλοσοφία της μυθολογίας») με τη διδασκαλία του για τη  φ ύ σ η  σ τ ο ν  Θ ε ό , που μπορεί να τη γενικεύση και να την εννοήση κανείς ως μια διδασκαλία και για τη φύση του πνεύματος ή του Εγώ. Η φύση ή η πρώτη αιτία στον Θεό παριστάνει κατά τον Σέλλινγκ εκείνη τη σκοτεινή και ασυνείδητη αρχή, που με την υπερνίκησή της καταφαίνεται ως προσωπική αρχή ο Θεός. Μπορούμε να πούμε αναφορικά με το πρόβλημα που μας απασχολεί, πως το Μη-Εγώ παριστάνει εδώ εν σχέσει προς την υπόσταση τη φύση του Εγώ, την  φ ύ σ ι ν  του. Η αίρεση και το λάθος του Σέλλινγκ συνίσταται (σε αντίθεση προς τον Φίχτε), στο ότι θέτει τη φύση  π ρ ι ν  την υπόσταση και  π α ρ ά γ ε ι  απ’ αυτήν κατ’ αρχάς την υπόσταση, ή με άλλα λόγια: στο ότι λαμβάνει το (εννοημένο επιπλέον στη σκοτεινή του δυναμικότητα) κατηγορούμενο  χ ω ρ ί ς  το αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο) και  π ρ ι ν  απ’ αυτό και το αφήνει να γεννήση απ’ τον εαυτό του για τον εαυτό του την ίδια του την υπόσταση. Μ’ αυτήν την (παραληφθείσα απ’ τον Boehme και άλλους μυστικούς) ανατροπή παραμορφώνεται ολόκληρο το οικοδόμημα του Σέλλινγκ, μεταβληθέν σε μιαν αναλήθεια. Κι όχι μόνον διακρίνει μεταξύ της φύσεως στον Θεό και του ίδιου του Θεού ο Σέλλινγκ – τις θέτει τη μια ευθέως απέναντι στην άλλη: απ’ τη φύση γεννιέται ο κόσμος τρόπον τινά αφ’ εαυτού, κι αφ’ εαυτού εξέρχεται απ’ αυτήν και το Κακό, που ταυτίζεται κατ’ ουσίαν στον Σέλλινγκ με την εξατομίκευση (Individuation), με τη γένεση δηλ. της υποστατικής μορφής του Είναι. Εκτελείται εδώ μ’ αυτό ένας χωρισμός της αχώριστης (Αγίας) Τριάδος και αποχωρίζεται η υπόσταση απ’ τη φύση, παρ’ όλο που παριστάνεται ως γεννημένη απ’ τη φύση, ως αποτέλεσμα της εξέλιξής της. Χωρίς να εισερχόμαστε προσώρας σ’ αυτό το δογματικό μέρος του ερωτήματος, βλέπουμε στη διδασκαλία του Σέλλινγκ για τη φύση στον Θεό μιαν απόπειρα, να  σ υ ν δ ε θ ο ύ ν  αναμεταξύ τους η υπόσταση κι η φύση, υποκείμενο και αντικείμενο, αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο) και κατηγορούμενο. Παρ’ όλο που προκύπτουν στην ανάπτυξη αυτής της σκέψης αιρετικές διαστροφές, στέκει το πρόβλημα εδώ εντελώς σε σωστή βάση, επειδή θέτει ωστόσο ο Σέλλινγκ τη φύση, το κατηγορούμενο  π ρ ι ν  απ’ το αντικείμενο της πρότασης ή την υπόσταση, φτάνει, εντελώς με την έννοια της φιλοσοφίας της ταυτότητας, σε μιαν ασυνείδητη πρώτη αρχή, στην οποία κι απ’ την οποία γεννιέται η συνείδηση. Κι αυτό είναι εκ θεμελίων αναληθές, γιατί δεν μπορεί να είναι χωρίς συνείδηση ή στην έλλειψη συνείδησης το πνεύμα – αυτό θα σήμαινε, πως βρίσκεται και έξω απ’ την υπόσταση, ενώ είναι ωστόσο προπάντων υπόσταση, που δηλώνει το Άλφα και το Ωμέγα του, και βρίσκεται στην αρχή και στο τέλος∙ ολόκληρο το βασίλειό του ανέρχεται στο φως της υποστατικής συνείδησης. Δεν μπορεί να είναι χωρίς συνείδηση το Εγώ, γιατί είναι βέβαια συνείδηση. Και δεν μπορεί να βρη αυτός ο ήλιος της λογικής την εξήγησή του απ’ την αρχή του σκότους, δεν μπορεί να  γ ε ν ν ι έ τ α ι  η συνείδηση ή το Εγώ από κάτι οτιδήποτε. Δεν μπορεί όμως και να υπάρχη μια συνείδηση, αν δεν είναι κι αυτό, το οποίο συνειδητοποιεί, και δεν μπορεί να υπάρχη μια υπόσταση χωρίς περιεχόμενο. Όπως προϋποθέτει η μέρα την κρυμμένη αρχή της νύχτας και το φως το αποκαλυμμένο και διασκορπισμένο απ’ αυτό σκοτάδι, έτσι έχει κι η συνείδηση το βάθος της, απ’ το οποίο γεννιούνται τα αντικείμενά της. Η υπόσταση προϋποθέτει αυτό,  τ ο υ  ο π ο ί ο υ  είναι υπόσταση, δεν επιτρέπει να χωριστή απ’ τη φύση της, είναι  ό σ ο ν  α φ ο ρ ά  στη φύση της υποστατική.
   
  Η φύση είναι το θεμέλιο ή η κατηγορηματικότητα του αντικειμένου της πρότασης, που ξεδιπλώνει αυτό το κατηγορούμενο, το αφυπνίζει στο Είναι. Τί κρύβει λοιπόν αυτό το θεμέλιο, αυτή η κατηγορηματικότητα του αντικειμένου της πρότασης (υποκειμένου) στον εαυτό της, τί περιέχεται σ’ αυτήν; Σ’ αυτό το ερώτημα μπορεί να απναντήση κανείς μόνο μ’ ένα δεύτερο ερώτημα: τί  δ ε ν  κρύβει στον εαυτό του; Περιέχει, με άλλα λόγια, τα πάντα – όλα τα δυνητικά κι όλα τα επικαιροποιούμενα. Το κατηγορούμενο μιλά  γ ι α  τ α  π ά ν τ α , είναι ένας περιλαμβάνων τα πάντα λόγος, ο κοσμικός λόγος (Weltlogos). Αυτός ο λόγος ανυψώνεται απ’ το βάθος της φύσης της υπόστασης, που αναγνωρίζει μ’ αυτόν την ίδια της τη φύση και τον πλούτο της, γιατί – όπως λέει ο Ρώσος λαϊκός μυστικός Sjutajew, που εκφράζει εδώ μια σκέψη, που επανευρίσκεται σε διαφορετική μορφή και με διαφορετικό ένδυμα στους μυστικούς όλων των εποχών και λαών – «όλα είναι σε σένα, κι εσύ είσαι σε όλα, ολόκληρος ο κόσμος είναι περιουσία μου, κι η φύση είναι το βάθος του ίδιου μου του πνεύματος, που απλώνει μπροστά μου τους θησαυρούς της». Κι αυτό το ουσιαστικό χαρακτηριστικό του πνεύματος, αυτή η διπλή ενότητα (δυαδικότητα) υπόστασης και φύσης συμπεραίνεται, εκφράζεται σε κάθε κίνησή του, σε κάθε πράξη του, σαφέστερα ωστόσο, όπως έχουμε δείξει, στην πράξη της σκεπτόμενης αυτοσυνείδησης, στην κρίση. Η κρίση, η οποία έχει να κάνη με τη διπλή ενότητα (δυαδικότητα) υποκειμένου και αντικειμένου, είναι μια ζωντανή μαρτυρία για τη διπλή ενότητα (δυαδικότητα) της ουσίας, δηλ. του πνεύματος: της υπόστασης και της φύσης. Αλλά αυτή η διπλή ενότητα (δυαδικότητα) δεν παραμένει στο διφυές, αλλά οδηγεί στην Τριάδα. Το κατηγορούμενο γίνεται έτσι ο προσδιορισμός του αντικειμένου της πρότασης (υποκειμένου), που συνδέεται, συμπληρωμένο με την Kopula (το συνδετικό ρήμα «είμαι»), με το Είναι, με το υποκείμενο. Κι η υπόσταση, το υποκείμενο, δεν περιορίζεται ποτέ στο να καθρεφτισθή το ίδιο στο κατηγορούμενό του ως το ιδανικό του είδωλο, αλλ’ αναγνωρίζει σ’ αυτό την πραγματικότητα – τη δική του κι εκείνη του κατηγορουμένου, ή αισθάνεται, κάτι που είναι το ίδιο,  ο λ ό κ λ η ρ η  τ η  δ ύ ν α μ η  τ ο υ  Ε ί ν α ι , που εξέρχεται απ’ αυτό και επιστρέφει σ’ αυτό. Κι αυτή η «ζωοποιός» δύναμη είναι, κατ’ ουσίαν, ύπαρξη, είναι ζώσα ζωή, πραγματικότητα, Είναι. Η πραγματικότητα δεν έχει φαινομενικά καμμιά δική της φωνή και μορφή, είναι μόνον το  Π ώ ς  ενός  Κ ά τ ι , οιονεί ο τρόπος του. Και ακριβέστερα: το πρόσωπο του κατηγορουμένου είναι και το πρόσωπό της∙  ό λ α , όσα έχουν γεννηθή ως κοσμικός λόγος, είναι και τα δικά της Όλα. Ταυτόχρονα είναι και η πραγματικότητα, που ανήκει στην πραγματοποιούμενη στη φύση της υπόσταση, η ίδια πραγματικότητα, όπως αυτή του κατηγορουμένου. Αποδεικνύεται έτσι, πως η πραγματικότητα υπάρχει μόνο στη  σ χ έ σ η  μεταξύ της υπόστασης και της φύσης της, στην κίνηση απ’ τη μια προς την άλλη, που πρέπει να εννοηθή φυσικά εξίσου καθαρά ιδεατά, ως πραγματοποιούμενη σχέση των δυνάμεων της ζωής του πνεύματος. Η πραγματικότητα δεν είναι ωστόσο μόνον αυτή η σχέση, αυτή η κίνηση,  ε ί ν α ι  σ ε  ό λ α  π α ρ ο ύ σ α , και όλα, ή ο κόσμος, γίνονται ζώσα ζωή, γίνονται Είναι, απ’ το οποίο εξαίρει μετά η φιλοσοφία της ταυτότητας με την αφαίρεση της παντενότητας και γενικότητάς της τη  μ ι ά  κοσμική αρχή. Ο φιλοσοφικός κοσμισμός (Kosmismus) προσανατολίζεται στο Είναι ως την περιλαμβάνουσα τα πάντα πραγματικότητα. Οι ανυπέρβλητες δυσκολίες, στις οποίες προσκρούει ο κοσμισμός ή η φιλοσοφία της ταυτότητας, μας είναι ήδη γνωστές. Η πραγματικότητα ως τέτοια, έξω απ’ τη συνάρτησή της με την υποστατική συνείδηση, με το υποκείμενο και τον κοσμικό λόγο ή το κατηγορούμενο, είναι άχρωμη και βουβή, χωρίς συνείδηση και χωρίς έννοια – και γι’ αυτό είναι κι ο αφηρημένος ρεαλισμός παράλογος και αδύνατος. Το Είναι είναι μόνον ως Kopula, μόνο δηλ. στο φως του υποστατικού λόγου (Logos) και σε μια συνάρτηση μαζί του νοητό. Το Είναι δεν είναι απλώς ένα υφαρπαγμένο απ’ όλα τα κατηγορούμενα, γινόμενο Τίποτα Είναι (όπως ήταν αναγκαίο και ευπρόσδεκτο αυτό για τον Χέγκελ για τη διεκπεραίωση των περαιτέρω διαλεκτικών τεχνασμάτων του), αλλά είναι πάντοτε το (υποστατικό) Είναι  κ ά π ο ι ο υ  ο π ο ι ο υ δ ή π ο τ ε  κι  α π ό  κ ά τ ι  ο τ ι δ ή π ο τ ε , ο τρόπος του, που περιλαμβάνει όλες τις αριστοτελικές κατηγορίες (με εξαίρεση της  ο υ σ ί α ς , που μπορούσε να περιέλθη μόνο μέσω μιας παρεξήγησης ή ενός λάθους μεταξύ των αριστοτελικών κατηγοριών) (( σ.σ.: Εκτός απ’ την  ουσία  αναφέρει ο Αριστοτέλης τις εξής κατηγορίες: πόσον, ποιόν, πρόστι, πού, ποτέ, κείσθαι, έχειν, ποιείν, πάσχειν )). Όλη αυτή η πολυχρωμία των κατηγοριών ανήκει ωστόσο απλώς στην εφήμερη εικόνα του κόσμου, όχι όμως στο ίδιο το Είναι, που είναι ο ακίνητος και ιστάμενος έξω απ’ όλες τις κατηγορίες φορέας των κατηγοριών. Ένα απ’ τα μεγαλύτερα ψεύδη του γνωσιολογικού ιδεαλισμού, ιδιαιτέρως στις πιο ακραίες του κατευθύνσεις, συνίσταται στο ότι αποδίδει το Είναι ως πραγματικότητα στις κατηγορίες, το χαρακτηρίζει ως μια κατηγορία της  σ κ έ ψ η ς , το εκτιμά ως τίποτα άλλο παρά μια εργασία τού σκέπεσθαι. Αυτή η φιλοσοφική «βλασφημία του Αγίου Πνεύματος» δηλώνει αναμφίβολα έναν ακοσμισμό (Akosmismus), αν όχι μάλιστα έναν αντικοσμισμό, γιατί ο Λόγος (Logos) γίνεται μόνο με τη δύναμη της πραγματικότητας Κόσμος (Kosmos). Το Είναι δεν ανήκει ούτε στην υπόσταση ως τέτοια – γιατί αυτή βρίσκεται, ως αληθώς ον, πάνω απ’ το Είναι και έξω απ’ το Είναι -, ούτε στον Λόγο, το κατηγορούμενο ως «παράσταση-ιδέα», ή την ιδανική εικόνα, που μπορεί να γεννηθή βέβαια μόνο στο Είναι. Μέσω τού ότι υπάρχει μια ζωοποιός δύναμη του Είναι, που επιτρέπει σε  ό λ α  να συμμετάσχουν στην πραγματικότητα, κατεβαίνει η υπόσταση στο επίπεδο του Είναι, γίνεται αυτό γενικώς κατ’ αρχήν επιδεκτικό σ’ αυτήν. Είναι ήδη κάτι, και το κατηγορούμενο δεν είναι απλώς και μόνο λόγος, αλλά ο λόγος  α π ό  κάτι οτιδήποτε, ή πιο σωστά:  έ κ  τινος  οτιδήποτε  (γιατί η αληθής ουσία του λόγου συνίσταται στο ότι οι λόγοι των αντικειμένων εκφέρονται οι ίδιοι, ότι προϋποθέτουν ήδη την πραγματικότητα και το συγκεκριμένο). Το να μετατρέπης τη δύναμη του Είναι, την πραγματικότητα, σε μια λογική κατηγορία του «δεδομένου» ή του «Είναι», σημαίνει, να διαλύης την τρίτη δύναμη της τριαδικής κρίσης και της τρισυπόστατης ουσίας στη δεύτερη, το οποίο συμβαίνει φυσικά μόνο, για να μπορέσης να λύσης και να δέσης αργότερα κατ’ επιθυμίαν και να οικοδομήσης τον «φυσικο-επιστημονικό κόσμο» κατ’ εικόνα σου, το οποίο και θα συμβή βέβαια, απ’ τον καθένα με τον τρόπο του, απ’ τον Χέγκελ, τον Κοέν (Cohen) και τους συνενόχους. Η λογική δεν ξεύρει τί να κάνη με το Είναι, αλλά δεν μπορεί και να ανταπεξέλθη χωρίς αυτό. Το Είναι είναι άλογο (alogisch) και επιπλέον ωστόσο πέρα για πέρα πληρωμένο απ’ τον Λόγο (Logos), που είναι ασθενής χωρίς το Είναι. Γι’ αυτό μένει βέβαια να ίσταται και η λογική, που αξιώνει, να συμπεράνη το κοσμικό Είναι, αμήχανη κι αβοήθητη μπροστά του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου