Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Σεργίου Μπουλγκάκοφ: Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (24)

Σεργίου Μπουλγκάκοφ: Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (24)
Συνέχεια από: Παρασκευή, 2 Δεκεμβρίου 2011

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ  ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΙΙ.  ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΕΓΚΕΛ


 1.  Η  ΧΕΓΚΕΛΙΑΝΗ ΛΟΓΙΚΗ ΩΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

«Η αντικειμενική λογική παίρνει έτσι τη θέση της πρώην μεταφυσικής, στην οποίαν (ως η οποία…) και βρίσκονταν το επιστημονικό οικοδόμημα πάνω απ’ τον κόσμο, και έπρεπε να παρατίθεται μόνο με σκέψεις. – Αν λάβουμε υπ’ όψιν την τελευταία μορφή της διαμόρφωσης αυτής της επιστήμης, τότε είναι κατ’ αρχάς άμεσα η οντολογία (Ontologie), της οποίας τη θέση παίρνει η λογική (Logik), - το μέρος εκείνης της μεταφυσικής (Metaphysik), που έπρεπε γενικώς να εξερευνήση τη φύση του Ενός (En)· - το Εν περιλαμβάνει τόσο το Είναι όσο και την ουσία… Περιλαμβάνει όμως έπειτα η αντικειμενική λογική και την υπόλοιπη μεταφυσική, στο μέτρο που αυτή ζητούσε να αντιληφθή με τα καθαρά διανοητικά σχήματα τα ιδιαίτερα, ληφθέντα κατ’ αρχάς απ’ την παράσταση υποστρώματα, την ψυχή, τον κόσμο, τον Θεό, και (στο μέτρο…) που αποτελούν οι προσδιορισμοί της σκέψης το ουσιαστικό του τρόπου παρατήρησης.» (Επιστ. της λογ., Ι, 1, σ. 54-55). Είναι «απελευθερωμένο» μ’ αυτήν την έννοια «το σύστημα της λογικής… το βασίλειο των σκιών, ο κόσμος των απλών ουσιών, από κάθε αισθητική συγκεκριμενοποίηση» (ό.π. σ. 47). Η καθαρή επιστήμη (δηλ. η λογική) είναι απόλυτη γνώση: «Η απόλυτη γνώση είναι η αλήθεια όλων των τρόπων της συνείδησης, γιατί, όπως το παρήγαγε, μόνο στην απόλυτη γνώση, εκείνη η κίνησή της (της συνείδησης…), έχει αναλυθή πλήρως ο χωρισμός του αντικειμένου απ’ τη βεβαιότητά του, και έχει γίνει όμοια η αλήθεια, μ’ αυτήν τη βεβαιότητα, όπως κι αυτή η βεβαιότητα, με την αλήθεια. Προϋποθέτει επομένως την απελευθέρωση απ’ την αντίθεση της συνείδησης η καθαρή επιστήμη. Περιέχει τη σκέψη, στο μέτρο που είναι αυτή ακριβώς τόσο πολύ το πράγμα καθ’ εαυτό, ή (περιέχει…) το πράγμα καθ’ εαυτό, στο μέτρο που είναι αυτό εξίσου πολύ η καθαρή σκέψη. (Ένα χωρίο, που έχει μέγιστη σημασία για την κατανόηση της χεγκελιανής διδασκαλίας ως μιας φιλοσοφίας της ταυτότητας και ως ενός πανλογισμού – Panlogismus – ταυτόχρονα! - Μπ.) Ως επιστήμη είναι η αλήθεια η καθαρή αναπτυσσόμενη αυτοσυνείδηση, και έχει τη μορφή του Ταυτού (;;!!), ώστε να είναι αυτό που υπάρχει καθ’ εαυτό και δι’ εαυτό γνωστή έννοια, (να είναι…) όμως η έννοια ως τέτοια αυτό που υπάρχει καθ’ εαυτό και δι’ εαυτό. Είναι λοιπόν αυτή η αντικειμενική σκέψη το περιεχόμενο της καθαρής επιστήμης. Που είναι γι’ αυτό τόσο λίγο τυπική, στερείται τόσο λίγο της ύλης προς μιαν πραγματική και αληθινή γνώση, ώστε να είναι μάλλον το περιεχόμενό της το απόλυτο και μόνον αληθές, ή αν ήθελε να χρησιμοποιήση κανείς ακόμα τη λέξη ύλη, η αληθής ύλη – μια ύλη όμως, στην οποία δεν είναι κάτι εξωτερικό η μορφή, αφού είναι μάλλον η καθαρή σκέψη αυτή η ύλη, η ίδια άρα η απόλυτη μορφή. Πρέπει να αντιληφθούμε συνεπώς ως το σύστημα του καθαρού λόγου, ως το βασίλειο της καθαρής σκέψης τη λογική» (ό.π. σ. 35). Αυτό το βασίλειο της καθαρής σκέψης και της απόλυτης γνώσης πραγματοποιείται στην αυτοκίνηση της έννοιας – στη διαλεκτική μέθοδο, που είναι η ζωή αυτής της έννοιας. Λέει στο τέλος της Λογικής, κοιτάζοντας άλλη μια φορά προς τα πίσω και συνοψίζοντας ο Χέγκελ: «Μόνον η απόλυτη ιδέα (Idee) είναι Είναι, άφθαρτη ζωή, αυτογνωριζόμενη αλήθεια, και είναι όλη η αλήθεια…Η λογική παριστά…την αυτοκίνηση της απόλυτης ιδέας μόνον ως η αρχική λέξη, που είναι μια εξωτερίκευση (μια έκφραση…), μια τέτοια όμως, που εξαφανίζεται ως κάτι εξωτερικό αμέσως πάλι, ενώ υπάρχει· η ιδέα υπάρχει άρα μόνο σ’ αυτόν τον αυτοπροσδιορισμό, να εκφρασθή, υπάρχει στην καθαρή σκέψη, όπου η διαφορά δεν είναι ακόμα ένα αλλοιώς είναι, αλλά είναι και μένει πλήρως στον εαυτό της διαφανής. – Η λογική ιδέα έχει επομένως τον εαυτό της ως την ατελεύτητη προς το περιεχόμενό της μορφή· η μορφή, η οποία αποτελεί στο μέτρο αυτό την αντίθεση προς το περιεχόμενο, καθώς είναι αυτό ο υπερβαθείς και ακυρωμένος στην ταυτότητα τυπικός προσδιορισμός έτσι, ώστε να βρίσκεται απέναντι αυτή η συγκεκριμένη ταυτότητα στην αναπτυγμένη ως μορφή· έχει (το περιεχόμενο…) τη μορφή ενός άλλου και δεδομένου απέναντι στη μορφή, που βρίσκεται εντελώς σε σχέση ως τέτοια και που έχει τεθή η βεβαιότητά της ταυτόχρονα ως όψη. – Έχει ακριβέστερα η ίδια η απόλυτη ιδέα μόνον αυτό ως περιεχόμενό της, ότι είναι ο τυπικός προσδιορισμός η ίδια της η πλήρης ολότητα, η καθαρή έννοια. Έχει αποτελέσει λοιπόν η βεβαιότητα της ιδέας και όλη η πορεία (εξέλιξη…) αυτής της βεβαιότητας το αντικείμενο της λογικής επιστήμης, απ’ την οποίαν πορεία έχει προέλθει η ίδια καθ’ εαυτή η απόλυτη ιδέα· έχει εμφανισθή όμως ως αυτό καθ’ εαυτή, ώστε να μην έχη η βεβαιότητα τη μορφή ενός περιεχομένου, αλλά εντελώς ως μορφή, ώστε να είναι κατόπιν τούτου η ιδέα ως η εντελώς γενική ιδέα,… το γενικό της μορφής του, - κι αυτό είναι η μέθοδος (Methode)… Η μέθοδος είναι… ως η γνωρίζουσα τον εαυτό της, έχουσα για τον εαυτό της το απόλυτο, τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό, ως αντικείμενο έννοια, που έχει προέλθει επομένως (η μέθοδος…) ως η καθαρή ανταπόκριση (αντίστοιχο…) της έννοιας και της πραγματικότητάς της, ως μια ύπαρξη, που είναι η ίδια η έννοια… Μέθοδος… είναι μόνον η κίνηση της ίδιας της έννοιας, που η φύση της (της μεθόδου…) έχει ήδη γνωσθή, αλλά για πρώτη φορά τώρα πια με τη σημασία, ότι είναι η έννοια του παντός, κι η κίνησή της η γενική απόλυτη ενέργεια, η αυτοπροσδιοριζόμενη και αυτοπραγματοποιούμενη κίνηση. Η μέθοδος πρέπει να αναγνωρισθή γι’ αυτό ως ο χωρίς περιορισμό γενικός, εξωτερικός και εσωτερικός τρόπος, και ως η εντελώς άπειρη δύναμη, στην οποίαν δεν θα μπορούσε να αντισταθή κανένα αντικείμενο, καθ’ όσον παρουσιάζεται ως κάτι εξωτερικό, ξένο για τη λογική και ανεξάρτητο απ’ αυτήν, ούτε να έχη απέναντί της μιαν ιδιαίτερη φύση, ούτε και να διαπερασθή απ’ αυτήν. Είναι γι’ αυτό η ψυχή και ουσία, και προσδιορίζεται και γίνεται γνωστό στην αλήθεια του το οτιδήποτε μόνον, όταν είναι πλήρως υποταγμένο στη μέθοδο· είναι η ίδια η μέθοδος του ίδιου του κάθε πράγματος, γιατί είναι η ενέργειά της η έννοια» (ΙΙ, 328-330). «Δυνάμει της κατονομασθείσης φύσεως της μεθόδου περιγράφεται η επιστήμη ως ένας τυλιγμένος στον εαυτό του κύκλος, στου οποίου την αρχή, την απλήν αιτία, καταβροχθίζει πίσω η μεσολάβηση το τέλος· επιπλέον είναι αυτός ο κύκλος ένας κύκλος των κύκλων· γιατί είναι το κάθε μεμονωμένο μέλος, ως εμψυχωμένο της μεθόδου, η ανάκλαση στον εαυτό, που είναι, καθώς επιστρέφει στην αρχή, η αρχή ταυτόχρονα ενός καινούργιου μέλους» (ΙΙ, 351).

 Η απόλυτη ιδέα, που αποτελεί το αντικείμενο της λογικής, «είναι το αληθές αυτό καθ’ εαυτό, η απόλυτη ενότητα της έννοιας και της αντικειμενικότητας. Το ιδεατό της περιεχόμενο δεν είναι κανένα άλλο παρά η έννοια στους προσδιορισμούς της· το πραγματικό της περιεχόμενο είναι μόνον η περιγραφή του, που την παραδίδει (το περιεχόμενο…) στη μορφή εξωτερικής ύπαρξης και λαμβάνει έτσι σ’ αυτήν (την ύπαρξη…) αυτήν την περικλεισμένη στην ιδανικότητά της, στη δύναμή της, μορφή» (Εγκυκλ., W.W. τόμ. VI, πργρφ. 213, σ. 385). Προστίθεται εδώ και η εξής παρατήρηση: «Ο ορισμός του απολύτου, ότι είναι η ιδέα, είναι λοιπόν ο ίδιος απόλυτος. Όλοι οι μέχρι τώρα ορισμοί ανάγονται σ’ αυτόν. – Η ιδέα είναι η αλήθεια· γιατί αυτή είναι η αλήθεια, ότι αντιστοιχεί (ανταποκρίνεται…) η αντικειμενικότητα στην έννοια, - όχι ότι αντιστοιχούν τα εξωτερικά πράγματα στις παραστάσεις μου· αυτές είναι μόνον  σωστές (ορθές, αληθινές…) παραστάσεις, που τις έχω Εγώ ο Ίδιος. Στην ιδέα δεν πρόκειται για τις ίδιες (γι’ Αυτές…), ούτε για παραστάσεις, ούτε για εξωτερικά πράγματα. – Αλλά είναι και κάθε τι πραγματικό, εφ’ όσον είναι αληθινό, η ιδέα, και έχει την αλήθεια του μόνον και δυνάμει της ιδέας. Το μεμονωμένο Είναι είναι μια οποιαδήποτε πλευρά της ιδέας, χρειάζονται άρα γι’ αυτό και άλλες πραγματικότητες, που εμφανίζονται επίσης ως ιδιαιτέρως αυθύπαρκτες· σ’ αυτές από κοινού και στη σχέση τους πραγματοποιείται και μόνον η έννοια. Το μεμονωμένο δεν αντιστοιχεί καθ’ εαυτό στην έννοιά του· αυτός ο περιορισμός της ύπαρξής του αποτελεί το πεπερασμένο του και την καταστροφή του. Η ίδια η ιδέα δεν πρέπει να λαμβάνεται ως μια ιδέα για Κάτι οτιδήποτε, τόσο λίγο όσο και η έννοια απλώς ως ορισμένη έννοια. Το απόλυτο είναι η γενική και Μια ιδέα, η οποία ιδιάζεται (διαφοροποιείται;…) ως κρίνουσα στο σύστημα των ορισμένων ιδεών, που είναι όμως μόνον αυτό, να αναχθούν στη Μια ιδέα, και στην αλήθεια της. Απ’ αυτήν την κρίση υφίσταται, ότι είναι κατά πρώτον μόνον η Μια, γενική ουσία η ιδέα (Idee), είναι όμως η αναπτυγμένη της αληθής πραγματικότητα, ότι υφίσταται ως υποκείμενο κι έτσι ως πνεύμα» (ό.π. σ. 385-386). 

Απ’ αυτήν την οπτική γωνία, γίνεται κι η σχέση μεταξύ φιλοσοφίας και θρησκείας σαφής (πρβλ. πάνω σ’ αυτό τον πρόλογο στη 2η έκδοση της Εγκυκλ.). Διαβάζουμε στην εισαγωγή στην Εγκυκλ. αμέσως στην αρχή, πργρφ. 1, σ. 3: «Αυτή (η φιλοσοφία) έχει βέβαια τα αντικείμενά της κοινά κατ’ αρχήν με τη θρησκεία. Έχουν κι οι δυό την αλήθεια ως αντικείμενό τους, και μάλιστα στην ύψιστη έννοια, - στο ότι είναι ο Θεός και μόνον αυτός η αλήθεια. Κι οι δυό πραγματεύονται περαιτέρω για την περιοχή (τη σφαίρα…) του πεπερασμένου, για τη φύση και το ανθρώπινο πνεύμα, για τη σχέση τους αναμεταξύ τους και προς τον Θεό, ως προς την αλήθεια τους.» «Η φιλοσοφία έχει το ίδιο περιεχόμενο και τον ίδιον σκοπό με την τέχνη και τη θρησκεία· είναι όμως ο ύψιστος τρόπος, να εννοήσης την απόλυτη ιδέα, γιατί είναι ο τρόπος της, η έννοια, ο ύψιστος» (Λογική ΙΙ, 328). Και συναντούμε αυτήν τη σκέψη και στη Φαινομενολογία του Πνεύματος. 

Δεν είναι όμως αρκετό αυτό. Ακολουθεί απ’ τον ορισμό του περιεχομένου της λογικής (Logik), ότι δεν συμπίπτει αυτό μόνο με το εννοημένο στην ύψιστη έννοια αντικείμενο της θρησκείας, δεν είναι δηλ. μόνο γνώση του Θεού, αλλά και συνείδηση του Θεού. Η ιδέα είναι, μ’ άλλα λόγια, ο Θεός, τουλάχιστον στη λογική του μορφή, ο Λόγος (Logos) (παρ’ όλο που εμφανίζεται αυτός στη χεγκελιανή θεολογία όχι ως δεύτερη, αλλά ως πρώτη υπόσταση).

Εντελώς παρεπιπτώντως, όχι όμως και λιγότερο γι’ αυτό βαρυσήμαντα, λέει ο Χέγκελ για τη λογική, πως «περικλείεται στην καθαρή σκέψη, (πως είναι…) η επιστήμη της θεϊκής μόνον έννοιας» (Λογική ΙΙ, 352), όπου παραμένει «αυτή καθ’ εαυτή η απολυτότητα της έννοιας, και η επιστήμη στη σχέση της θεϊκής διάγνωσης προς τη φύση» (353). Βρίσκουμε όμως εντελώς άμεσα και με λόγια, που δεν γνωρίζουν κανένα όριο στην ιταμότητά τους, να εκφράζεται κι αυτό: «Η λογική πρέπει συνεπώς να εννοηθή ως το σύστημα της καθαρής λογικής, ως το βασίλειο (το κράτος…) της καθαρής σκέψης. Αυτό το βασίλειο είναι η αλήθεια, όπως είναι χωρίς κάλυμμα αυτή καθ’ εαυτή η ίδια. Μπορεί να πη γι’ αυτό σαφώς κανείς, πως αυτό το περιεχόμενο είναι η περιγραφή του Θεού, όπως είναι αυτός στην αιώνια ύπαρξή του πριν απ’ τη δημιουργία της φύσης κι ενός πεπερασμένου πνεύματος» (Ι, 1, 35-36). Αυτή η μοναδικώς υπάρχουσα στην ιστορία της φιλοσοφίας αλαζονεία (ή: σφετερισμός…) δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένας φιλοσοφικός χλευασμός (; - Chlystentum), μια άμεση εξίσωση της χεγκελιανής σκέψης με τη σκέψη του Χριστού. Λίγο πιο συγκαλυμμένα εκφράζεται αυτό άλλη μια φορά στην Εγκυκλοπαιδεία. «Είχαμε μέχρι τώρα την ιδέα στην ανάπτυξή της μέσα απ’ τις διάφορες βαθμίδες της ως αντικείμενό μας· είναι όμως τώρα πια η ίδια η ιδέα αντικειμενική. Αυτή είναι η νόησις νοήσεως, την οποία χαρακτήρισε ήδη ως την υψίστη μορφή της ιδέας ο Αριστοτέλης» (Εγκ. Ι, πργρφ. 236, Περ., σ. 408).

 Στο ΧΙΙ. (Λ) βιβλίο της Μεταφυσικής (κεφ. 9) μιλά ο Αριστοτέλης για τη θεότητα, που έχει, ως το τελειότατο απ’ όλα τα όντα, και το Τελειότατο ως αντικείμενο της δράσης της, που συνίσταται στη θεωρητική σκέψη, η οποία σκέπτεται τον εαυτό της, στη νόηση άρα νοήσεως. Αυτόν άρα νοείν είπερ εστί το κράτιστον. Και έστιν η νόησις νοήσεως… ούτως δ’ έχει αυτή αυτής η νόησις τον άπαντα αιώνα.

Αυτό το χωρίο παρατίθεται απ’ τον Χέγκελ προς επιβεβαίωση της θεϊκής φύσης της ιδέας, της λογικής δηλ. ως γνώσης του Θεού. Η λογική περιέχει την αλήθεια στον εαυτό της («το Είναι στην αλήθεια», «διαγινώσκεται στην αλήθεια», διαγινώσκεται δηλ. στον διαλεκτικό συνειρμό και στη διαλεκτική κίνηση – αυτό είναι ένα συχνά επανερχόμενο στη λογική θέμα).

Η λογική είναι η αυτοσυνείδηση και η αυτοανάπτυξη της θεότητας, η οποία και οδηγεί αυτήν την αυτοσυνείδηση στη φιλαλήθεια. Η αυτοσυνείδηση κινείται πάνω  στις τρεις βαθμίδες, που αντιστοιχούν στα τρία μέρη της λογικής. «Έτσι δεν είναι κι ο Θεός στην άμεσή του έννοια πνεύμα· το πνεύμα δεν είναι το Άμεσο, το Αντιτασσόμενο στην παροχή (στη μεσολάβηση…), αλλά μάλλον το ον (η φύση, η ουσία…) που θέτει αιώνια την αμεσότητά του και επιστρέφει αιώνια απ’ αυτήν στον εαυτό του. Άμεση είναι γι’ αυτό στον Θεό μόνον η φύση. Ή η φύση είναι μόνον ο εσωτερικός, όχι πραγματικός ως πνεύμα και γι’ αυτό όχι και αληθινός (πραγματικός…) Θεός. -  Ή ο Θεός είναι στη σκέψη, ως πρώτη σκέψη, μόνον το καθαρό Είναι, ή και το ον, το αφηρημένο Απόλυτο· όχι όμως ο Θεός ως απόλυτο πνεύμα, ως το οποίο και μόνον είναι η αληθινή (πραγματική…) φύση του Θεού» (Λογική Ι, 2, 182). Απ’ αυτό προκύπτει, ότι ο Θεός γίνεται, ότι η αυτοσυνείδηση του πνεύματος βρίσκει το πρώτον στην ιστορία, στον άνθρωπο την αρχή της. «Ο Θεός είναι Θεός μόνον καθ’ όσον γνωρίζει τον εαυτό του· η αυτογνωσία του είναι επιπλέον η αυτοσυνείδησή του στον άνθρωπο και η γνώση του ανθρώπου για τον Θεό, που συνεχίζεται στην αυτογνωσία του ανθρώπου στον Θεό» (Εγκ. ΙΙΙ, πργρφ. 564, σ. 448). Γιατί ο Θεός επενεργεί «στον άνθρωπο και δια του ανθρώπου», ο άνθρωπος είναι μόνος του το «μέσον» του Θεού (W.W. τόμ. 10, Αισθ. Ι, σ. 40). «Η πίστη στο θεϊκό είναι μόνο μ’ αυτό δυνατή, με το ότι υπάρχει στον ίδιον τον πιστεύοντα το θεϊκό, το οποίο και επανευρίσκει σ’ αυτό, στο οποίο πιστεύει, τον εαυτό του, την ίδια του τη φύση» (Nohl, Νεανικά κείμενα του Χέγκελ – Hegels Jugendschriften, σ. 313). «Ο άνθρωπος γνωρίζει για τον Θεό μόνον, καθ’ όσον γνωρίζει ο Θεός στον άνθρωπο για τον εαυτό του» (W.W., τόμ. ΧΙΙ, σ. 428). Η εξέλιξη του κόσμου δεν έχει ακόμα ολοκληρωθή, και γι’ αυτό δεν έχει γίνει («γίνει»…) ακόμα ο Θεός, αλλά γίνεται μόνον, και γι’ αυτό και αναδύεται αναπόφευκτα το ερώτημα, πώς είναι λοιπόν ήδη δυνατή η πλήρης περιγραφή του, έτσι, όπως ήταν Αυτός πριν απ’ τη δημιουργία του κόσμου; Και βλέπουμε να τίθεται έτσι μπροστά μας το ερώτημα: πώς είναι λοιπόν δυνατό στον Χέγκελ, κι εξ αυτού: πώς είναι λοιπόν δυνατή ως μια αυτοσυνείδηση της αλήθειας, ως η ίδια η απερικάλυπτη αλήθεια η λογική του Χέγκελ; Πώς είναι δυνατή η απόλυτη φιλοσοφία, που είναι συνείδηση του Θεού και μ’ αυτό δημιουργία του κόσμου; Σημαίνει αυτό, πως έχει τελειώσει η εξέλιξη του κόσμου και πως δεν έχει τίποτα πια να πη ο γήινος άνθρωπος, πως έχει ήδη συντελεσθή η αυτοαπελευθέρωση (εφ’ όσον είναι η διαγνωσμένη αναγκαιότητα ελευθερία) και πως δεν είναι ήδη η περαιτέρω ύπαρξη όλων των καθεδρών της φιλοσοφίας και όλων των σχολών τίποτα παρά μια παρανόηση, όπως είναι βέβαια ακόμα και η δεύτερη έκδοση της Λογικής (του πρώτου βιβλίου) μια παρανόηση κι ένα παράδοξο (Paradoxon): δεν υπομένει, δεν ανέχεται διάφορες εκδόσεις η αλήθεια, αλλά μπορεί να βρίσκεται μόνο σε μία. Η Λογική εγείρει την απαίτηση, να είναι ένα εμπνευσμένο απ’ τον Θεό βιβλίο και μια τελευταία αποκάλυψη (έτσι ώστε να μην είναι εντελώς αβάσιμο το ειρωνικό ανέκδοτο, που διηγείται πως είχε πη για τον εαυτό του: «Εγώ είμαι η οδός, η αλήθεια και η ζωή» ο Χέγκελ - !!!). Ο παντεπόπτης οφθαλμός, ο Λόγος (Logos), που φωτίζει στο σκοτάδι και δεν εννοείται απ’ αυτό, βλέπει στη Λογική επάνω μας και αντικατοπτρίζεται ο ίδιος σ’ αυτήν. Είναι εκπληκτικό, με πόση συνέπεια προέρχεται απ’ τον Χέγκελ ο Φόιερμπαχ, ο Στράους, η ανθρωποθεότητα (das Menschengottum). Οι φιλοσοφικοί αντίποδες (Antipoden) Χέγκελ και Φόιερμπαχ είναι στη θρησκευτικο-δογματική τους στάση (κι εδώ ανήκει και ο θετικιστής A. Comte) κατ’ ουσίαν σύντροφοι στο φρόνημα. Υπάρχει σ’ αυτήν την ομοφωνία τόσο διαφορετικών πνευμάτων, σ’ αυτήν τη συμφωνία των θρησκευτικών μοτίβων σε τόσο διαφορετικά φιλοσοφικά συστήματα κάτι το ανησυχητικά βαρυσήμαντο, νομίζει κανείς πως αντιλαμβάνεται σ’ αυτά το μετρημένο (σαφές, ρητό…) βήμα της «γραφής», που θα έρθη στο δικό της όνομα και θα ονομάση τους προφήτες της και θα πληρώση όλους με ενθουσιασμό. Περιέχεται όμως φυσικά σ’ αυτήν την απαίτηση ήδη και η κρίση: ο Χέγκελ αναιρείται, όπως το απήγγειλε εκών άκων στη Λογική για τον εαυτό του, απ’ τον ίδιον τον Χέγκελ. Αυτή η απαίτηση είναι μια παρανόηση, η οποία ξεμασκαρώθηκε μέσω της ιστορίας και μέσω της ίδιας της θεωρίας του Χέγκελ στην εξέλιξή της. Η Λογική δεν είναι μια περιγραφή (μια παράσταση…) του Θεού στη δημιουργία, αλλ’ απλώς και μόνο μια ανάλυση της φιλοσοφίας της λογικής, μια ανάλυση, που είναι πλούσια σε τρομακτικές ανακαλύψεις και σε εκπληκτικές παραπλανήσεις.

 ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου