Σεργίου Μπουλγκάκοφ : Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (1)
Σεργίου Μπουλγκάκοφ Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
SERGIUS BULGAKOW, DIE TRAGOEDIE DER PHILOSOPHIE - DARMSTADT 1927 - OTTO REICH VERLAG - μετάφραση απ' τα ρωσικά: Alexander Kresling.
Mετάφραση από τά Γερμανικά Σταύρος Νικολαΐδης
Πρώτο κεφάλαιο
ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ
Για τη φιλοσοφική σκέψη υπάρχει μια φυσική προβληματική και απορίες (Aporien), τις οποίες θα συναντήση αναγκαστικά κι απ’ τις οποίες μπορεί να εξέλθη (η σκέψη) μόνο με το τίμημα βαρειάς θυσίας, περιερχόμενη δηλαδή στη μονομέρεια «αφηρημένων αρχών», μιας φιλοσοφικής αίρεσης (Häresie) (όπου ως αίρεση κατανοούμε την αυθαίρετη απόφαση προς όφελος οποιουδήποτε Ενός, ενός μέρους αντί του Όλου, που σημαίνει όμως ακριβώς: μονομέρεια). Η απόφαση αυτή, αυτή η αίρεση, καθορίζει το θέμα και τον χαρακτήρα του φιλοσοφικού συστήματος, το καθιστά τόσο θέση όσο και αντίθεση σε σχέση με όλα τα άλλα συστήματα και το εντάσσει έτσι στην αλυσίδα της διαλεκτικής της φιλοσοφικής σκέψης, στην οποία έχει αποπειραθή, και όχι χωρίς επιτυχία, να συζεύξη ολόκληρη την ιστορία της φιλοσοφίας ο Χέγκελ (Hegel). Όλα τα φιλοσοφικά συστήματα, τα οποία οπωσδήποτε γνωρίζει η ιστορία της φιλοσοφίας, παριστάνουν τέτοιες «αιρέσεις», συνειδητές και ηθελημένες μονομέρειες, όπου εγείρει σε όλες τους μια πλευρά την απαίτηση, να είναι τ α π ά ν τ α , να επεκτείνεται στα πάντα. Μπορεί να δοθή μια προσωρινή απάντηση στο ερώτημα, πώς συνομολογείται τέλος πάντων αυτή τους η μονομέρεια, αυτή τους η βεβαιότητα μέσω ενός μοναδικού θέματος, απ’ το οποίο παράγεται και αναπτύσσεται μετά η πολλαπλότητα του όλου. Δεν είναι δύσκολο να βρεθή ο λόγος γι’ αυτό, είναι ολοφάνερος. Πρόκειται για το πνεύμα του συστήματος και για το πάθος (Pathos) του συστήματος. Γιατί το σύστημα δεν είναι τίποτε άλλο απ’ την αναγωγή του πολλαπλού και όλου σε ένα, κι η παραγωγή αντίστροφα του πολλαπλού και όλου απ’ το ένα. Η λογική συνέχεια ή, που είναι το ίδιο, η συνεχής λογική παραγωγή του όλου απ’ το ένα, που μετατρέπει ολόκληρο το σύστημα σε έναν κύκλο γύρο από ένα κέντρο, που μπορεί να τον διατρέξη κανείς σε όλες τις κατευθύνσεις και που δεν γνωρίζει καμμιά χασμωδία, κανενός είδους διακοπές – αυτός είναι ο στόχος, στον οποίον τείνει ασυνείδητα και αναγκαστικά η ανθρώπινη σκέψη, χωρίς να αποθαρρύνεται από βιασμούς και αυταπάτη, κρυφά μονοπάτια και ονειροπολήσεις. Ο λογικός μονισμός, στον οποίον κατευθύνεται μια φυσική ανάγκη της λογικής, της ratio, και προϋποθέτει τη δυνατότητα μιας επαρκούς, αναντίρρητης γνώσης του κόσμου, αποτελεί ένα αναγκαίο χαρακτηριστικό όλων των φιλοσοφικών συστημάτων, που εγείρουν ενστικτωδώς ή συνειδητά, κρυφά ή συγκεκριμένα, δειλά ή πολεμοχαρώς την απαίτηση, να είναι απόλυτη φιλοσοφία, και που θεωρούν το σκίτσο τους για την ύπαρξη ως ένα σύστημα του κόσμου.
Εμφανίζεται εδώ πρίν απ’ όλα τώρα η ερώτηση: είναι γενικώς ένα τέτοιο μονιστικό κοσμικό σύστημα δυνατό; Είναι δυνατή μια απόλυτη φιλοσοφία; Και πού βασίζεται αυτή η πίστη της λογικής στις δυνάμεις της και στην εγκυρότητα αυτής της τής εργασίας; Η ερώτηση αυτή απαντάται τις περισσότερες φορές με τον τρόπο ενός σκεπτικισμού, μιας σχετικότητας, μιας ανηλεούς αυτάρκειας του πνεύματος όπως στον Πόντιο Πιλάτο: «(Και) τί είναι αλήθεια;». Παραγνωρίζοντας ωστόσο, ότι είναι τελικά βέβαια κι ο σκεπτικισμός μια απόλυτη φιλοσοφία, που εγείρει σε πολλά μάλιστα απαίτηση, βρίσκεται κι αυτός σε μιαν αντίφαση προς την αυτοσυνειδησία της λογικής, προς τη σοβαρότητά της, την επιμονή της ή, για να το πούμε καλύτερα, προς την αναπόφευκτη προβληματική της. Η λογική δεν μπορεί να προσβληθή απ’ τη διαφθορά της σκέψης (Skepsis), γιατί έχει συνείδηση των δυνάμεων και των προσπαθειών της. Είναι τόσο μεγάλη η σοβαρότητά της, ώστε μένει απρόσιτη σε μια σκεπτική απερισκεψία, ώστε να υπάρχη γενικά ένας πραγματικός, συνειδητός σκεπτικισμός ως ένα σπάνιο φαινόμενο στην ιστορία. Αναμιγνύεται συνήθως μαζί του ένας σχετικισμός των πιο διαφορετικών αποχρώσεων, ένας εντελώς πρωτογενής, χονδροειδής επιστημονικός δογματισμός δηλαδή, που είναι απείρως απομακρυσμένος απ’ τον σχετικισμό (έτσι ο επιστημονικός θετικισμός του παρόντος). Η λογική δοκιμάζει συνέχεια ξανά και ξανά εκ νέου να αναπετάξη, δεν μπορεί να παραλείψη αυτές τις απόπειρες – κι ωστόσο ακολουθεί αναπόφευκτα κάθε φορά μια πτώση, κι η ιστορία της φιλοσοφίας δεν είναι μόνον η αφήγηση γι’ αυτά τα αναπετάγματα, αλλά κι η θλιβερή διήγηση των αναπόφευκτων πτώσεων και των αναγκαστικών απ’ τη μοίρα αποτυχιών. Κι αν δεν γίνονται αντιληπτές αυτές οι αποτυχίες απ’ τους δημιουργούς των φιλοσοφικών συστημάτων, που διαθέτουν όλες τις δυνάμεις τους σ’ αυτές τις απόπειρες, που μένουν μέχρι το τέλος της ζωής τους ερωτευμένοι, όπως ο Σοπενάουερ, με το σύστημά τους, ή νομίζουν πως έχουν κερδίσει την ίδια την αλήθεια, όπως ο Χέγκελ – τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς, γιατί στιγματίζει διπλά η ιστορία αυτήν την τυφλότητά τους και καθαρίζει ακόμα πιο ριζικά τις αυταπάτες τους. Και πώς θα ήταν άλλωστε δυνατό, να αντισταθή κανείς μπροστά στην όψη του βασιλείου των συστημάτων και να διασώζη εκεί την απόλυτη αξία του δικού του συστήματος; Πρέπει να παρουσιάση μήπως κανείς τους αντίπαλους ως αμβλύνοες και απατεώνες, όπως το έχει κάνει ο Σοπενάουερ (Schopenhauer); Αυτό είναι όμως πολύ φτηνό και προδίδει ύψιστα άσχημο γούστο και κακοήθεια. Ή πρέπει να τους θεωρήση κανείς ως τους δικούς του, διαλεκτικά αναγκαίους, ενσωματούμενους ωστόσο πλήρως στο απόλυτο σύστημα προκατόχους, όπως το κάνει ο Χέγκελ, έτσι ώστε να αποδεικνύεται ολόκληρη η ιστορία της φιλοσοφίας κατά βάση ως τίποτε άλλο, παρά η ίδια η φιλοσοφία του Χέγκελ στη διαλεκτική της ανάπτυξη; Αυτό σημαίνει χωρίς αμφιβολία μιαν ακύρωση του ίδιου του ερωτήματος, αλλά κι αυτή η απαίτηση δεν μπορεί να προφυλαχθή απ’ τη χλεύη της ευρύτερης ιστορίας της σκέψης. Καθένα απ’ αυτά τα συστήματα θέλει να είναι το τέλος του κόσμου κι η αποπεράτωση της ιστορίας, που εξακολουθεί ωστόσο να υπάρχη πάντα. Ατοπία ή πρόωρος τοκετός – έτσι είναι διατυπωμένη η κρίση της ιστορίας της φιλοσοφίας, που εκδίδει η ίδια, όμοια με τον Κρόνο, που καταβροχθίζει τα ίδια του τα παιδιά, για όλες τις πραγματοποιήσεις της λογικής. Ένα απελπισμένο βλέμμα! Απ’ αυτό μπορεί να μείνη ανεπηρέαστος το πολύ ακόμα ένας πολυμαθής σχολαστικισμός, που βρίσκει ευχαρίστηση στο συλλέγειν, και που μετατρέπει την ιστορία της φιλοσοφίας σ’ ένα μουσείο, στο οποίο τίθενται προς θέα σπανιότητες και προϊόντα της πιο υψηλής πνευματικής κομψότητας. Αν αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε όμως, πως σ’ αυτήν την αίθουσα τέχνης δεν έχουν εναποθηκευθή όστρακα ή παιδικά κρόταλα, αλλ’ αυτό που έχει παράγει στις ύψιστες εντάσεις της η ανθρώπινη λογική, τότε θα συνειδητοποιήσουμε ολόκληρο το ανεύθετο και την ανοσιότητα μάλιστα αυτής της μουσειακής άποψης.
Η ιστορία της φιλοσοφίας είναι μια τραγωδία. Είναι η αφήγηση των αναπόφευκτα επαναλαμβανόμενων πτώσεων του Ίκαρου και των αναλαμβανόμενων συνεχώς και πάντα εκ νέου δοκιμασιών του να αναπετάξη. Αυτή η τραγική πλευρά της φιλοσοφίας, απ’ την οποία πλήττεται και κάθε μεμονωμένος στοχαστής, έγινε από κάποια πνεύματα, όπως ο Ηράκλειτος κι ο Πλάτων, σ’ ολόκληρη την οξύτητά της αισθητή. Ο Καντ (Kant) πλησίασε στη διδασκαλία του για τις αντινομίες (Antinomien) μέχρι κοντά στο χείλος της αβύσσου – και σταμάτησε εκεί. Η ουσία της τραγωδίας συνίσταται, στο ότι δεν πάσχει εδώ ο άνθρωπος με το ατομικό του χρέος και στο ότι, παρ’ όλο που έχει ατομικά δίκαιο και υπακούει στις σκέψεις και τις προσπάθειές του στις οδηγίες εκ των άνω, αντιμετωπίζει παρ’ όλ’ αυτά με αναγκαιότητα τον αφανισμό του. Είναι αδύνατο για τον φιλόσοφο, να μη θέλη να πετάξη, πρέπει να ανυψωθή στον αιθέρα. Λιώνουν ωστόσο αναπόφευκτα τα φτερά του κάτω απ’ τις ακτίνες του ήλιου, και πέφτει και τσακίζεται. Αλλά στο αναπέταγμά του βλέπει κάτι, κι αυτό που έχει δη είναι εκείνο, για το οποίο μιλά στη φιλοσοφία του. Ο αληθινός φιλόσοφος, όπως ακριβώς κι ο αληθινός ποιητής (που είναι εντέλει ένα και το ίδιο), δεν ψεύδεται ποτέ, δεν εξαπατά ποτέ, είναι πάντοτε εντελώς ειλικρινής και φιλαλήθης, κι όμως είναι η μοίρα του: να πρέπη να καταγκρεμιστή, γιατί φέρει την ε π ι θ υ μ ί α γ ι α έ ν α σ ύ σ τ η μ α εντός του, με άλλα λόγια: θέλει να δημιουργήση (λογικά) τον κόσμο μέσα απ’ αυτόν τον ίδιον, απ’ την ίδια τη δική του αρχή – «έσεσθε ως θεοί» (!). Όμως αυτή η λογική απαγωγή (αφαίρεση) του κόσμου είναι αδύνατη για τον άνθρωπο, κι αυτό από λόγους, που βρίσκονται έξω απ’ την ανθρώπινη θέληση και τις ανθρώπινες λογικές ικανότητες: γιατί ο κόσμος δεν είναι καν λογικός με την έννοια, με την οποία επιχειρεί να τον αντιληφθή η «συμπερασματική» φιλοσοφία, το φιλοσοφικό σύστημα ως τέτοιο, που έχει βρη την κλασσική και μέχρι τα άκρα οξυμένη έκφρασή του στον Χέγκελ. Ακριβέστερα: παρ’ όλο που κυριαρχεί η λογική στον κόσμο, δεν μπορεί να πη ωστόσο κανείς, πως κάθε τι πραγματικό είναι λογικό, όπως νόμιζε ο Χέγκελ. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια κατά κανέναν τρόπο, πως είναι παράλογο, πολλώ μάλλον δίχως λόγο (ενάντια στη λογική…): το πραγματικό δεν είναι μόνο λογικό, αλλά βρίσκεται και έξω απ’ τη λογική, κι η λογική δεν είναι ο μοναδικός, εξαντλητικός και παντοδύναμος αρχιτέκτονας του κόσμου, παρουσιαζόμενη ακούσια ως τέτοιος από κάθε σύστημα, που δοκιμάζει να οικοδομήση τον κόσμο. Κατά μιαν ορισμένην έννοια σημαίνει η λογική απλώς έναν διαλογισμό πάνω στον κόσμο, όχι όμως την αρχική του αιτία. Γι’ αυτό εξαρτάται η λογική κατά την αντίληψη του κόσμου απ’ τις μαρτυρίες της ύπαρξης, από μιαν ορισμένη μυστική-μεταφυσική εμπειρία, το οποίο και δεν διαμφισβητείται πράγματι καθόλου απ’ τη φιλοσοφία, που προσπαθεί πάντα να δη, να συμπεράνη σ’ αυτές τις μαρτυρίες την πρώτη αιτία. Κι αυτή η αποκάλυψη δεν είναι καθόλου μια πράξη της σκέψης, η είσοδος σ’ αυτήν δεν συντελείται μέσα από μιαν ένταση της σκέψης, ούτε με μιαν αλυσίδα λογικών συμπερασμάτων, αλλά είναι πολύ περισσότερο μια αποκάλυψη του ίδιου του κόσμου στην ανθρώπινη συνείδηση, μια εντελώς ιδιαίτερη γνώση.
Αναδύεται όμως αμέσως ένα καινούργιο ερώτημα: η γνώση του αληθώς υπαρκτού φλέγεται (ανάβει) ως η αυτοαποκάλυψή του στη λογική· είναι όμως κατόπιν ικανή η λογική, να αναλάβη αυτό που αποκαλύπτεται σ’ αυτήν και να το αφομοιώση στον εαυτό της, να το συνενώση σε μιαν ενότητα, σε ένα σύστημα; Το ότι το κάνει και δεν μπορεί να το παραλείψη, αυτό αντιστοιχεί στην ουσία της, στο «αρχιτεκτονικό της ιδανικό», για να μιλήσουμε στη γλώσσα του Καντ. Αν είναι όμως η ίδια η λογική κενή και αδύναμη, να είναι μέσα και απ’ αυτήν την ίδια δημιουργική, είναι τότε καθόλου ακόμα στο χέρι της, να αρθρώση όλα όσα αποκαλύπτονται σ’ αυτήν σε μιαν ενότητα, δηλαδή σ’ ένα σύστημα; Αν δεν είναι ο κόσμος, η πραγματικότητα, παρ’ όλο που αποκαλύπτεται στη λογική, μόνο λογική ύπαρξη, τότε δεν μπορεί και να αποκαλυφθή μέχρι τέλους και ολότελα, είναι πολύ περισσότερο ένα για πάντα αποκαλυπτόμενο, το οποίο μένει όμως στην ουσία του ένα μυστικό, που περιέχει (κρύβει) την πηγή νέων γνώσεων και αποκαλύψεων. Καθίσταται τότε προφανής η αδυναμία, να φέρουμε το φως της λογικής σ’όλες τις κρυμμένες γωνιές του σύμπαντος, να διερευνήσουμε όλα τα μυστικά, να τα κάνουμε διάφανα για τη λογική, μια αδυναμία, που δεν συνειδητοποιούσε κατά κανέναν τρόπο ο Χέγκελ – και στο πρόσωπό του ολόκληρη η φιλοσοφία. Ως μοναδικό δυνατό συμπέρασμα απ’ αυτό προκύπτει ένας ιδιαζόντως διαμορφωμένος, απαλλαγμένος από κάθε περιορισμένη και λανθασμένη ερμηνεία και αισθητός σ’ ολόκληρο το βάθος μιας ολοζώντανης και μυστικής εμπειρίας εμπειρισμός (Empirismus). Ο εμπειρισμός είναι η αληθινή γνωσιολογία (Gnoseologie) της ζωής, της αποκάλυψης όλων των μυστηρίων, με την οποία περιγράφεται πάντοτε κάθε γνώση της πραγματικότητας και κάθε σκέψη πάνω σ’ αυτήν. Ταυτόχρονα όμως δεν μπορεί να μείνη ποτέ η φιλοσοφία απλός εμπειρισμός, που δεν είναι εξάλλου και γι’ αυτό ακόμα δυνατός, επειδή η λογική, καθώς ανάγει την πολλαπλότητα σε ενότητα, και αντίστροφα, αντιλαμβάνεται τη συνάρτηση όλων με όλα. Και δεν μπορεί να έχη έτσι η λογική σ’ αυτήν την ίδια την προέλευσή της και να γεννά μέσα απ’ τον εαυτό της τη σκέψη, γιατί κι η σκέψη γεννιέται απ’ την ύπαρξη και στη στροφή προς την ύπαρξη, στην αυτοαποκάλυψη αυτής της τελευταίας. Κι είναι ωστόσο ταυτόχρονα αυτοτελής (ανεξάρτητη) και αυτόνομη στην οδό και στο έργο της η λογική.
Αν δεν είναι ένα πρώτο, αλλά ένα δεύτερο η λογική, όχι ένα πρωταρχικό και αυτογεννώμενο, αλλά προέρχεται και γεννάται απ’ αυτό, το οποίο είναι οντολογικά πρωταρχικώτερο απ’ τη λογική, τότε πρέπει να βρίσκεται και η δύναμή της σε μια σχέση προς αυτό, απ’ το οποίο προέρχεται και το οποίο είναι γι’ αυτήν το αντικείμενο της γνώσης της. Ο εφοδιασμός της λογικής, όπως ακριβώς και εκείνος του σκεπτόμενου ανθρώπου, μπορεί να είναι διαφορετικός, μπορεί να έχη διάφορες διαβαθμίσεις. Γιατί αν διακρίνη η φιλοσοφία μεταξύ πρακτικής συνείδησης, νόησης-νου (Verstand) και λόγου-λογικής (και έχει διεκπεραιωθή ιδιαιτέρως σαφώς αυτή η διάκριση στον Χέγκελ), τότε αποδεικνύεται, ότι έχει η ίδια η λογική διαβαθμίσεις, ότι υπάρχει μια περισσότερο ή λιγότερο «λογική» λογική: ο νους είναι παράλογη λογική, κι η σοφία του υποδηλώνει μπροστά στο πρόσωπο της λογικής περιορισμό, είναι όμως ταυτόχρονα και μια δύναμη της σκέψης, του πνεύματος· είναι η ίδια λογική – λογική αρχική δύναμη - , που πραγματοποιείται τόσο στη λογική όσο και στον νου. Γιατί δεν θά ’πρεπε να υπάρχη μια έτι περαιτέρω άνοδος σε παράλογες σφαίρες, που μπορεί να είναι ίσως προσωρινά ακόμα ανέφικτες για τη λογική, αλλά είναι ωστόσο κατ’ αρχήν δυνατές και επιπλέον όχι απρόσιτες, όπως το μαρτυρούν οι χριστιανοί μυστικοί, για τη λογική. Με άλλα λόγια: η ασθένεια, διαφθορά, παραμόρφωση ολόκληρης της ανθρώπινης ύπαρξης, με την οποία εμφανίζεται το προπατορικό αμάρτημα, προσβάλλει και τη λογική και της φράσσει με το φλογισμένο ξίφος του Χερουβείμ – οι αντινομίες – τον δρόμο προς το δέντρο της παραδείσιας γνώσης. Κι η ίδια η σοφία απαιτεί απ’ τη λογική αυτογνωσία, όχι όμως με την καντιανή έννοια, ως έναν διαμερισμό του μηχανισμού στα ξεχωριστά του μέρη, για να τα καθαρίσουμε και να τα ξανασυνθέσουμε μετά μαζί εκ νέου, αλλά με την έννοια μιας γνώσης των πραγματικών ορίων, που είναι κρυμμένα απ’ τη λογική και τα οποία πρέπει, έστω κι αν προσκρούση εκεί πάνω σε αντινομίες, να αναμνησθή. Έπεται από εδώ, ότι η θεμελιωδέστατη επιδίωξη της λογικής, να φτάση σ’ έναν λογικό μονισμό, σε μια λογικά δηλαδή συναρτώμενη και συνεχή ερμηνεία του κόσμου μέσα από μιαν αρχή, αποδεικνύεται ακατόρθωτη, κι ότι είναι αδύνατο ένα απόλυτο σύστημα της φιλοσοφίας. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά κατά κανέναν τρόπο, ότι αν είναι αδύνατη η φιλοσοφία, είναι μ’ αυτό αδύνατο και περιττό και το φιλοσοφείν. Δεν αρμόζει στη συλλογιστική και ερμηνευτική εργασία της λογικής κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες κατά κανέναν τρόπο μια ευτελέστερη σημασία απ’ ό,τι σε μια λανθασμένη και υπερβολική αυτοεκτίμηση της λογικής.
Η λογική διαπράττει πράγματι στη μονιστική της τάση για μια λογική ανοικοδόμηση του κόσμου μιαν πράξη αυθαιρεσίας, επιλέγοντας δηλαδή τη μια ή την άλλη απ’ τις προσβάσιμές της εμπειρικές αρχές και εισέρχεται έτσι στον δρόμο της φιλοσοφικής αίρεσης (Häresie) (με την ως άνω ερμηνευθείσα έννοια). Η αποκάλυψη του κόσμου είναι μια αυτο-αποκάλυψη του Θεού. Τα θρησκευτικά δόγματα, «μύθοι» με τη γνωσιολογική έννοια, είναι ταυτόχρονα και προβλήματα, που έχουν ανατεθή στη λογική, η οποία τα αντιλαμβάνεται και τα εξηγεί. Η θρησκευτική βάση όλου του φιλοσοφείν είναι ένα γεγονός, που δεν μπορεί να διαμφισβητηθή, αδιάφορο αν αναγνωρίζεται ή μη ως τέτοιο. Και μ’ αυτήν την έννοια μπορεί να εννοηθή και να παρουσιασθή η ιστορία της φιλοσοφίας ως μια θρησκευτική αιρεσιολογία. Το φιλοσοφικά χαρακτηριστικό στην αίρεση στην ιστορία της χριστιανικής θεολογίας συνίσταται ακριβώς στο ότι απλοποιείται, εξορθολογίζεται, προσαρμοσμένη στη δυνατότητα αντίληψης της λογικής, και παραμορφώνεται (παραποιείται) ταυτόχρονα η σύνθετη, πλούσια σε μοτίβα (θέματα), αντινομική για τη λογική διδασκαλία. Όλες οι μεγάλες αιρέσεις υποδηλώνουν έτσι μιαν ορθολογική τοποθέτηση απέναντι στα δόγματα. Ο ορθολογισμός εκπηδά, καθόσον υποδηλώνει μιαν τέτοια κατάχρηση της λογικής, απ’ την υπερηφάνειά της, που δεν πρέπει να εννοηθή ωστόσο ως προσωπική υπερηφάνεια του φιλοσόφου-αιρεσιολόγου, αλλά με μιαν αντικειμενική έννοια, ως μια άγνοια της λογικής για την ίδια της τη φύση, τα ίδια της τα όρια. Αυτό μπορεί να διατυπωθή, για να μιλήσουμε στη γλώσσα της σύγχρονης φιλοσοφίας, με το ότι είναι ένοχες για τον δογματισμό, την έλλειψη μιας κριτικής αυτοσυνείδησης για τα όρια της λογικής, οι φιλοσοφούσες αιρεσιολογίες.
SERGIUS BULGAKOW, DIE TRAGOEDIE DER PHILOSOPHIE - DARMSTADT 1927 - OTTO REICH VERLAG - μετάφραση απ' τα ρωσικά: Alexander Kresling.
Mετάφραση από τά Γερμανικά Σταύρος Νικολαΐδης
Πρώτο κεφάλαιο
ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ
Για τη φιλοσοφική σκέψη υπάρχει μια φυσική προβληματική και απορίες (Aporien), τις οποίες θα συναντήση αναγκαστικά κι απ’ τις οποίες μπορεί να εξέλθη (η σκέψη) μόνο με το τίμημα βαρειάς θυσίας, περιερχόμενη δηλαδή στη μονομέρεια «αφηρημένων αρχών», μιας φιλοσοφικής αίρεσης (Häresie) (όπου ως αίρεση κατανοούμε την αυθαίρετη απόφαση προς όφελος οποιουδήποτε Ενός, ενός μέρους αντί του Όλου, που σημαίνει όμως ακριβώς: μονομέρεια). Η απόφαση αυτή, αυτή η αίρεση, καθορίζει το θέμα και τον χαρακτήρα του φιλοσοφικού συστήματος, το καθιστά τόσο θέση όσο και αντίθεση σε σχέση με όλα τα άλλα συστήματα και το εντάσσει έτσι στην αλυσίδα της διαλεκτικής της φιλοσοφικής σκέψης, στην οποία έχει αποπειραθή, και όχι χωρίς επιτυχία, να συζεύξη ολόκληρη την ιστορία της φιλοσοφίας ο Χέγκελ (Hegel). Όλα τα φιλοσοφικά συστήματα, τα οποία οπωσδήποτε γνωρίζει η ιστορία της φιλοσοφίας, παριστάνουν τέτοιες «αιρέσεις», συνειδητές και ηθελημένες μονομέρειες, όπου εγείρει σε όλες τους μια πλευρά την απαίτηση, να είναι τ α π ά ν τ α , να επεκτείνεται στα πάντα. Μπορεί να δοθή μια προσωρινή απάντηση στο ερώτημα, πώς συνομολογείται τέλος πάντων αυτή τους η μονομέρεια, αυτή τους η βεβαιότητα μέσω ενός μοναδικού θέματος, απ’ το οποίο παράγεται και αναπτύσσεται μετά η πολλαπλότητα του όλου. Δεν είναι δύσκολο να βρεθή ο λόγος γι’ αυτό, είναι ολοφάνερος. Πρόκειται για το πνεύμα του συστήματος και για το πάθος (Pathos) του συστήματος. Γιατί το σύστημα δεν είναι τίποτε άλλο απ’ την αναγωγή του πολλαπλού και όλου σε ένα, κι η παραγωγή αντίστροφα του πολλαπλού και όλου απ’ το ένα. Η λογική συνέχεια ή, που είναι το ίδιο, η συνεχής λογική παραγωγή του όλου απ’ το ένα, που μετατρέπει ολόκληρο το σύστημα σε έναν κύκλο γύρο από ένα κέντρο, που μπορεί να τον διατρέξη κανείς σε όλες τις κατευθύνσεις και που δεν γνωρίζει καμμιά χασμωδία, κανενός είδους διακοπές – αυτός είναι ο στόχος, στον οποίον τείνει ασυνείδητα και αναγκαστικά η ανθρώπινη σκέψη, χωρίς να αποθαρρύνεται από βιασμούς και αυταπάτη, κρυφά μονοπάτια και ονειροπολήσεις. Ο λογικός μονισμός, στον οποίον κατευθύνεται μια φυσική ανάγκη της λογικής, της ratio, και προϋποθέτει τη δυνατότητα μιας επαρκούς, αναντίρρητης γνώσης του κόσμου, αποτελεί ένα αναγκαίο χαρακτηριστικό όλων των φιλοσοφικών συστημάτων, που εγείρουν ενστικτωδώς ή συνειδητά, κρυφά ή συγκεκριμένα, δειλά ή πολεμοχαρώς την απαίτηση, να είναι απόλυτη φιλοσοφία, και που θεωρούν το σκίτσο τους για την ύπαρξη ως ένα σύστημα του κόσμου.
Εμφανίζεται εδώ πρίν απ’ όλα τώρα η ερώτηση: είναι γενικώς ένα τέτοιο μονιστικό κοσμικό σύστημα δυνατό; Είναι δυνατή μια απόλυτη φιλοσοφία; Και πού βασίζεται αυτή η πίστη της λογικής στις δυνάμεις της και στην εγκυρότητα αυτής της τής εργασίας; Η ερώτηση αυτή απαντάται τις περισσότερες φορές με τον τρόπο ενός σκεπτικισμού, μιας σχετικότητας, μιας ανηλεούς αυτάρκειας του πνεύματος όπως στον Πόντιο Πιλάτο: «(Και) τί είναι αλήθεια;». Παραγνωρίζοντας ωστόσο, ότι είναι τελικά βέβαια κι ο σκεπτικισμός μια απόλυτη φιλοσοφία, που εγείρει σε πολλά μάλιστα απαίτηση, βρίσκεται κι αυτός σε μιαν αντίφαση προς την αυτοσυνειδησία της λογικής, προς τη σοβαρότητά της, την επιμονή της ή, για να το πούμε καλύτερα, προς την αναπόφευκτη προβληματική της. Η λογική δεν μπορεί να προσβληθή απ’ τη διαφθορά της σκέψης (Skepsis), γιατί έχει συνείδηση των δυνάμεων και των προσπαθειών της. Είναι τόσο μεγάλη η σοβαρότητά της, ώστε μένει απρόσιτη σε μια σκεπτική απερισκεψία, ώστε να υπάρχη γενικά ένας πραγματικός, συνειδητός σκεπτικισμός ως ένα σπάνιο φαινόμενο στην ιστορία. Αναμιγνύεται συνήθως μαζί του ένας σχετικισμός των πιο διαφορετικών αποχρώσεων, ένας εντελώς πρωτογενής, χονδροειδής επιστημονικός δογματισμός δηλαδή, που είναι απείρως απομακρυσμένος απ’ τον σχετικισμό (έτσι ο επιστημονικός θετικισμός του παρόντος). Η λογική δοκιμάζει συνέχεια ξανά και ξανά εκ νέου να αναπετάξη, δεν μπορεί να παραλείψη αυτές τις απόπειρες – κι ωστόσο ακολουθεί αναπόφευκτα κάθε φορά μια πτώση, κι η ιστορία της φιλοσοφίας δεν είναι μόνον η αφήγηση γι’ αυτά τα αναπετάγματα, αλλά κι η θλιβερή διήγηση των αναπόφευκτων πτώσεων και των αναγκαστικών απ’ τη μοίρα αποτυχιών. Κι αν δεν γίνονται αντιληπτές αυτές οι αποτυχίες απ’ τους δημιουργούς των φιλοσοφικών συστημάτων, που διαθέτουν όλες τις δυνάμεις τους σ’ αυτές τις απόπειρες, που μένουν μέχρι το τέλος της ζωής τους ερωτευμένοι, όπως ο Σοπενάουερ, με το σύστημά τους, ή νομίζουν πως έχουν κερδίσει την ίδια την αλήθεια, όπως ο Χέγκελ – τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς, γιατί στιγματίζει διπλά η ιστορία αυτήν την τυφλότητά τους και καθαρίζει ακόμα πιο ριζικά τις αυταπάτες τους. Και πώς θα ήταν άλλωστε δυνατό, να αντισταθή κανείς μπροστά στην όψη του βασιλείου των συστημάτων και να διασώζη εκεί την απόλυτη αξία του δικού του συστήματος; Πρέπει να παρουσιάση μήπως κανείς τους αντίπαλους ως αμβλύνοες και απατεώνες, όπως το έχει κάνει ο Σοπενάουερ (Schopenhauer); Αυτό είναι όμως πολύ φτηνό και προδίδει ύψιστα άσχημο γούστο και κακοήθεια. Ή πρέπει να τους θεωρήση κανείς ως τους δικούς του, διαλεκτικά αναγκαίους, ενσωματούμενους ωστόσο πλήρως στο απόλυτο σύστημα προκατόχους, όπως το κάνει ο Χέγκελ, έτσι ώστε να αποδεικνύεται ολόκληρη η ιστορία της φιλοσοφίας κατά βάση ως τίποτε άλλο, παρά η ίδια η φιλοσοφία του Χέγκελ στη διαλεκτική της ανάπτυξη; Αυτό σημαίνει χωρίς αμφιβολία μιαν ακύρωση του ίδιου του ερωτήματος, αλλά κι αυτή η απαίτηση δεν μπορεί να προφυλαχθή απ’ τη χλεύη της ευρύτερης ιστορίας της σκέψης. Καθένα απ’ αυτά τα συστήματα θέλει να είναι το τέλος του κόσμου κι η αποπεράτωση της ιστορίας, που εξακολουθεί ωστόσο να υπάρχη πάντα. Ατοπία ή πρόωρος τοκετός – έτσι είναι διατυπωμένη η κρίση της ιστορίας της φιλοσοφίας, που εκδίδει η ίδια, όμοια με τον Κρόνο, που καταβροχθίζει τα ίδια του τα παιδιά, για όλες τις πραγματοποιήσεις της λογικής. Ένα απελπισμένο βλέμμα! Απ’ αυτό μπορεί να μείνη ανεπηρέαστος το πολύ ακόμα ένας πολυμαθής σχολαστικισμός, που βρίσκει ευχαρίστηση στο συλλέγειν, και που μετατρέπει την ιστορία της φιλοσοφίας σ’ ένα μουσείο, στο οποίο τίθενται προς θέα σπανιότητες και προϊόντα της πιο υψηλής πνευματικής κομψότητας. Αν αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε όμως, πως σ’ αυτήν την αίθουσα τέχνης δεν έχουν εναποθηκευθή όστρακα ή παιδικά κρόταλα, αλλ’ αυτό που έχει παράγει στις ύψιστες εντάσεις της η ανθρώπινη λογική, τότε θα συνειδητοποιήσουμε ολόκληρο το ανεύθετο και την ανοσιότητα μάλιστα αυτής της μουσειακής άποψης.
Η ιστορία της φιλοσοφίας είναι μια τραγωδία. Είναι η αφήγηση των αναπόφευκτα επαναλαμβανόμενων πτώσεων του Ίκαρου και των αναλαμβανόμενων συνεχώς και πάντα εκ νέου δοκιμασιών του να αναπετάξη. Αυτή η τραγική πλευρά της φιλοσοφίας, απ’ την οποία πλήττεται και κάθε μεμονωμένος στοχαστής, έγινε από κάποια πνεύματα, όπως ο Ηράκλειτος κι ο Πλάτων, σ’ ολόκληρη την οξύτητά της αισθητή. Ο Καντ (Kant) πλησίασε στη διδασκαλία του για τις αντινομίες (Antinomien) μέχρι κοντά στο χείλος της αβύσσου – και σταμάτησε εκεί. Η ουσία της τραγωδίας συνίσταται, στο ότι δεν πάσχει εδώ ο άνθρωπος με το ατομικό του χρέος και στο ότι, παρ’ όλο που έχει ατομικά δίκαιο και υπακούει στις σκέψεις και τις προσπάθειές του στις οδηγίες εκ των άνω, αντιμετωπίζει παρ’ όλ’ αυτά με αναγκαιότητα τον αφανισμό του. Είναι αδύνατο για τον φιλόσοφο, να μη θέλη να πετάξη, πρέπει να ανυψωθή στον αιθέρα. Λιώνουν ωστόσο αναπόφευκτα τα φτερά του κάτω απ’ τις ακτίνες του ήλιου, και πέφτει και τσακίζεται. Αλλά στο αναπέταγμά του βλέπει κάτι, κι αυτό που έχει δη είναι εκείνο, για το οποίο μιλά στη φιλοσοφία του. Ο αληθινός φιλόσοφος, όπως ακριβώς κι ο αληθινός ποιητής (που είναι εντέλει ένα και το ίδιο), δεν ψεύδεται ποτέ, δεν εξαπατά ποτέ, είναι πάντοτε εντελώς ειλικρινής και φιλαλήθης, κι όμως είναι η μοίρα του: να πρέπη να καταγκρεμιστή, γιατί φέρει την ε π ι θ υ μ ί α γ ι α έ ν α σ ύ σ τ η μ α εντός του, με άλλα λόγια: θέλει να δημιουργήση (λογικά) τον κόσμο μέσα απ’ αυτόν τον ίδιον, απ’ την ίδια τη δική του αρχή – «έσεσθε ως θεοί» (!). Όμως αυτή η λογική απαγωγή (αφαίρεση) του κόσμου είναι αδύνατη για τον άνθρωπο, κι αυτό από λόγους, που βρίσκονται έξω απ’ την ανθρώπινη θέληση και τις ανθρώπινες λογικές ικανότητες: γιατί ο κόσμος δεν είναι καν λογικός με την έννοια, με την οποία επιχειρεί να τον αντιληφθή η «συμπερασματική» φιλοσοφία, το φιλοσοφικό σύστημα ως τέτοιο, που έχει βρη την κλασσική και μέχρι τα άκρα οξυμένη έκφρασή του στον Χέγκελ. Ακριβέστερα: παρ’ όλο που κυριαρχεί η λογική στον κόσμο, δεν μπορεί να πη ωστόσο κανείς, πως κάθε τι πραγματικό είναι λογικό, όπως νόμιζε ο Χέγκελ. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια κατά κανέναν τρόπο, πως είναι παράλογο, πολλώ μάλλον δίχως λόγο (ενάντια στη λογική…): το πραγματικό δεν είναι μόνο λογικό, αλλά βρίσκεται και έξω απ’ τη λογική, κι η λογική δεν είναι ο μοναδικός, εξαντλητικός και παντοδύναμος αρχιτέκτονας του κόσμου, παρουσιαζόμενη ακούσια ως τέτοιος από κάθε σύστημα, που δοκιμάζει να οικοδομήση τον κόσμο. Κατά μιαν ορισμένην έννοια σημαίνει η λογική απλώς έναν διαλογισμό πάνω στον κόσμο, όχι όμως την αρχική του αιτία. Γι’ αυτό εξαρτάται η λογική κατά την αντίληψη του κόσμου απ’ τις μαρτυρίες της ύπαρξης, από μιαν ορισμένη μυστική-μεταφυσική εμπειρία, το οποίο και δεν διαμφισβητείται πράγματι καθόλου απ’ τη φιλοσοφία, που προσπαθεί πάντα να δη, να συμπεράνη σ’ αυτές τις μαρτυρίες την πρώτη αιτία. Κι αυτή η αποκάλυψη δεν είναι καθόλου μια πράξη της σκέψης, η είσοδος σ’ αυτήν δεν συντελείται μέσα από μιαν ένταση της σκέψης, ούτε με μιαν αλυσίδα λογικών συμπερασμάτων, αλλά είναι πολύ περισσότερο μια αποκάλυψη του ίδιου του κόσμου στην ανθρώπινη συνείδηση, μια εντελώς ιδιαίτερη γνώση.
Αναδύεται όμως αμέσως ένα καινούργιο ερώτημα: η γνώση του αληθώς υπαρκτού φλέγεται (ανάβει) ως η αυτοαποκάλυψή του στη λογική· είναι όμως κατόπιν ικανή η λογική, να αναλάβη αυτό που αποκαλύπτεται σ’ αυτήν και να το αφομοιώση στον εαυτό της, να το συνενώση σε μιαν ενότητα, σε ένα σύστημα; Το ότι το κάνει και δεν μπορεί να το παραλείψη, αυτό αντιστοιχεί στην ουσία της, στο «αρχιτεκτονικό της ιδανικό», για να μιλήσουμε στη γλώσσα του Καντ. Αν είναι όμως η ίδια η λογική κενή και αδύναμη, να είναι μέσα και απ’ αυτήν την ίδια δημιουργική, είναι τότε καθόλου ακόμα στο χέρι της, να αρθρώση όλα όσα αποκαλύπτονται σ’ αυτήν σε μιαν ενότητα, δηλαδή σ’ ένα σύστημα; Αν δεν είναι ο κόσμος, η πραγματικότητα, παρ’ όλο που αποκαλύπτεται στη λογική, μόνο λογική ύπαρξη, τότε δεν μπορεί και να αποκαλυφθή μέχρι τέλους και ολότελα, είναι πολύ περισσότερο ένα για πάντα αποκαλυπτόμενο, το οποίο μένει όμως στην ουσία του ένα μυστικό, που περιέχει (κρύβει) την πηγή νέων γνώσεων και αποκαλύψεων. Καθίσταται τότε προφανής η αδυναμία, να φέρουμε το φως της λογικής σ’όλες τις κρυμμένες γωνιές του σύμπαντος, να διερευνήσουμε όλα τα μυστικά, να τα κάνουμε διάφανα για τη λογική, μια αδυναμία, που δεν συνειδητοποιούσε κατά κανέναν τρόπο ο Χέγκελ – και στο πρόσωπό του ολόκληρη η φιλοσοφία. Ως μοναδικό δυνατό συμπέρασμα απ’ αυτό προκύπτει ένας ιδιαζόντως διαμορφωμένος, απαλλαγμένος από κάθε περιορισμένη και λανθασμένη ερμηνεία και αισθητός σ’ ολόκληρο το βάθος μιας ολοζώντανης και μυστικής εμπειρίας εμπειρισμός (Empirismus). Ο εμπειρισμός είναι η αληθινή γνωσιολογία (Gnoseologie) της ζωής, της αποκάλυψης όλων των μυστηρίων, με την οποία περιγράφεται πάντοτε κάθε γνώση της πραγματικότητας και κάθε σκέψη πάνω σ’ αυτήν. Ταυτόχρονα όμως δεν μπορεί να μείνη ποτέ η φιλοσοφία απλός εμπειρισμός, που δεν είναι εξάλλου και γι’ αυτό ακόμα δυνατός, επειδή η λογική, καθώς ανάγει την πολλαπλότητα σε ενότητα, και αντίστροφα, αντιλαμβάνεται τη συνάρτηση όλων με όλα. Και δεν μπορεί να έχη έτσι η λογική σ’ αυτήν την ίδια την προέλευσή της και να γεννά μέσα απ’ τον εαυτό της τη σκέψη, γιατί κι η σκέψη γεννιέται απ’ την ύπαρξη και στη στροφή προς την ύπαρξη, στην αυτοαποκάλυψη αυτής της τελευταίας. Κι είναι ωστόσο ταυτόχρονα αυτοτελής (ανεξάρτητη) και αυτόνομη στην οδό και στο έργο της η λογική.
Αν δεν είναι ένα πρώτο, αλλά ένα δεύτερο η λογική, όχι ένα πρωταρχικό και αυτογεννώμενο, αλλά προέρχεται και γεννάται απ’ αυτό, το οποίο είναι οντολογικά πρωταρχικώτερο απ’ τη λογική, τότε πρέπει να βρίσκεται και η δύναμή της σε μια σχέση προς αυτό, απ’ το οποίο προέρχεται και το οποίο είναι γι’ αυτήν το αντικείμενο της γνώσης της. Ο εφοδιασμός της λογικής, όπως ακριβώς και εκείνος του σκεπτόμενου ανθρώπου, μπορεί να είναι διαφορετικός, μπορεί να έχη διάφορες διαβαθμίσεις. Γιατί αν διακρίνη η φιλοσοφία μεταξύ πρακτικής συνείδησης, νόησης-νου (Verstand) και λόγου-λογικής (και έχει διεκπεραιωθή ιδιαιτέρως σαφώς αυτή η διάκριση στον Χέγκελ), τότε αποδεικνύεται, ότι έχει η ίδια η λογική διαβαθμίσεις, ότι υπάρχει μια περισσότερο ή λιγότερο «λογική» λογική: ο νους είναι παράλογη λογική, κι η σοφία του υποδηλώνει μπροστά στο πρόσωπο της λογικής περιορισμό, είναι όμως ταυτόχρονα και μια δύναμη της σκέψης, του πνεύματος· είναι η ίδια λογική – λογική αρχική δύναμη - , που πραγματοποιείται τόσο στη λογική όσο και στον νου. Γιατί δεν θά ’πρεπε να υπάρχη μια έτι περαιτέρω άνοδος σε παράλογες σφαίρες, που μπορεί να είναι ίσως προσωρινά ακόμα ανέφικτες για τη λογική, αλλά είναι ωστόσο κατ’ αρχήν δυνατές και επιπλέον όχι απρόσιτες, όπως το μαρτυρούν οι χριστιανοί μυστικοί, για τη λογική. Με άλλα λόγια: η ασθένεια, διαφθορά, παραμόρφωση ολόκληρης της ανθρώπινης ύπαρξης, με την οποία εμφανίζεται το προπατορικό αμάρτημα, προσβάλλει και τη λογική και της φράσσει με το φλογισμένο ξίφος του Χερουβείμ – οι αντινομίες – τον δρόμο προς το δέντρο της παραδείσιας γνώσης. Κι η ίδια η σοφία απαιτεί απ’ τη λογική αυτογνωσία, όχι όμως με την καντιανή έννοια, ως έναν διαμερισμό του μηχανισμού στα ξεχωριστά του μέρη, για να τα καθαρίσουμε και να τα ξανασυνθέσουμε μετά μαζί εκ νέου, αλλά με την έννοια μιας γνώσης των πραγματικών ορίων, που είναι κρυμμένα απ’ τη λογική και τα οποία πρέπει, έστω κι αν προσκρούση εκεί πάνω σε αντινομίες, να αναμνησθή. Έπεται από εδώ, ότι η θεμελιωδέστατη επιδίωξη της λογικής, να φτάση σ’ έναν λογικό μονισμό, σε μια λογικά δηλαδή συναρτώμενη και συνεχή ερμηνεία του κόσμου μέσα από μιαν αρχή, αποδεικνύεται ακατόρθωτη, κι ότι είναι αδύνατο ένα απόλυτο σύστημα της φιλοσοφίας. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά κατά κανέναν τρόπο, ότι αν είναι αδύνατη η φιλοσοφία, είναι μ’ αυτό αδύνατο και περιττό και το φιλοσοφείν. Δεν αρμόζει στη συλλογιστική και ερμηνευτική εργασία της λογικής κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες κατά κανέναν τρόπο μια ευτελέστερη σημασία απ’ ό,τι σε μια λανθασμένη και υπερβολική αυτοεκτίμηση της λογικής.
Η λογική διαπράττει πράγματι στη μονιστική της τάση για μια λογική ανοικοδόμηση του κόσμου μιαν πράξη αυθαιρεσίας, επιλέγοντας δηλαδή τη μια ή την άλλη απ’ τις προσβάσιμές της εμπειρικές αρχές και εισέρχεται έτσι στον δρόμο της φιλοσοφικής αίρεσης (Häresie) (με την ως άνω ερμηνευθείσα έννοια). Η αποκάλυψη του κόσμου είναι μια αυτο-αποκάλυψη του Θεού. Τα θρησκευτικά δόγματα, «μύθοι» με τη γνωσιολογική έννοια, είναι ταυτόχρονα και προβλήματα, που έχουν ανατεθή στη λογική, η οποία τα αντιλαμβάνεται και τα εξηγεί. Η θρησκευτική βάση όλου του φιλοσοφείν είναι ένα γεγονός, που δεν μπορεί να διαμφισβητηθή, αδιάφορο αν αναγνωρίζεται ή μη ως τέτοιο. Και μ’ αυτήν την έννοια μπορεί να εννοηθή και να παρουσιασθή η ιστορία της φιλοσοφίας ως μια θρησκευτική αιρεσιολογία. Το φιλοσοφικά χαρακτηριστικό στην αίρεση στην ιστορία της χριστιανικής θεολογίας συνίσταται ακριβώς στο ότι απλοποιείται, εξορθολογίζεται, προσαρμοσμένη στη δυνατότητα αντίληψης της λογικής, και παραμορφώνεται (παραποιείται) ταυτόχρονα η σύνθετη, πλούσια σε μοτίβα (θέματα), αντινομική για τη λογική διδασκαλία. Όλες οι μεγάλες αιρέσεις υποδηλώνουν έτσι μιαν ορθολογική τοποθέτηση απέναντι στα δόγματα. Ο ορθολογισμός εκπηδά, καθόσον υποδηλώνει μιαν τέτοια κατάχρηση της λογικής, απ’ την υπερηφάνειά της, που δεν πρέπει να εννοηθή ωστόσο ως προσωπική υπερηφάνεια του φιλοσόφου-αιρεσιολόγου, αλλά με μιαν αντικειμενική έννοια, ως μια άγνοια της λογικής για την ίδια της τη φύση, τα ίδια της τα όρια. Αυτό μπορεί να διατυπωθή, για να μιλήσουμε στη γλώσσα της σύγχρονης φιλοσοφίας, με το ότι είναι ένοχες για τον δογματισμό, την έλλειψη μιας κριτικής αυτοσυνείδησης για τα όρια της λογικής, οι φιλοσοφούσες αιρεσιολογίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου