Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Σεργίου Μπουλγκάκοφ: Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (20)

Σεργίου Μπουλγκάκοφ: Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (20)
Συνέχεια από Πέμπτη Παρασκευή 7 Οκτωβρίοy2011
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ
Πρώτο κεφάλαιο
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ                                                                     ΑΠ’ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΜΟΡΦΗ
(Aπό το ε ί δ ο ς στο π ρ ώ τ ο  ε ί δ ο ς)
      Μάς έγινε τώρα το μυστήριο της θεϊκής γέννησης του Υιού απ’ τον Πατέρα κατανοητό; Κατά κανέναν τρόπο! Μπορεί να οδηγηθή όμως τώρα το φιλοσοφικό της νόημα πιο κοντά στη λογική, είναι δυνατόν, να εισέλθη σ’ αυτήν το φως, με το οποίο φωτίζει το μυστήριο το ίδιο του το πρόβλημα; Αναμφίβολα ναι. Γιατί η φιλοσοφία προσπάθησε βέβαια μόνο και μόνο να αντιληφθή (να εννοήση…) την ταυτότητα υποκειμένου και αντικειμένου και να καταργήση τη θεμελιωμένη σ’ αυτά αντίφαση. Και στο δόγμα τού Πατέρα και του Υιού μπορεί να βρη η φιλοσοφία της ταυτότητας τον μοναδικό σωστό δρόμο που υπάρχει γι’ αυτήν. Αναζητήθηκε η ταυτότητα στην  ε ξ ά λ ε ι ψ η  της αντίφασης (της αντιλογίας…), στο βύθισμα αυτής της αντίφασης στο λυκόφως του απολύτου. Αλλά η μοναδική ταυτότητα, που δεν υποδηλώνει κενό και αδιαφορία, αλλά ενότητα στο διαφορετικό και στο συγκεκριμένο, είναι η πνευματική γέννηση, Πατέρας-Υιός.

     Εμείς οι επίγειοι πατέρες και παιδιά γνωρίζουμε μόνον το αντανακλώμενο φως της αληθινής και σπουδαίας πατρότητας και υιότητας. Δεν μάς είναι προσιτή η  πνευματική γέννηση  (( σ.σ.: «Ακούς για τη γέννηση· παραιτήσου απ’ το να θέλης να γνωρίσης, τί είδους είναι αυτή η γέννηση», λέει ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός (ο Θεολόγος…), λόγος ΧΧ., «…αλλά ατελεύτητα και ακατάπαυστα (γεννά ο Θεός) λόγω τού ότι είναι άναρχος, και άχρονος και ατελεύτητος και είναι διηνεκώς παρόμοιος (άτρεπτος…). Γιατί αυτό που δεν έχει αρχή, δεν έχει και τέλος» - Ιωάννης Δαμασκηνός, Έκθεση της ορθοδόξου πίστεως Ι,8… )) , παρ’ όλο που την πλησιάζουμε στην επίγεια, ανθρώπινη πατρότητά μας. Αν ενώσουμε ωστόσο όλες τις πνευματικές μας δυνάμεις στην αποθέωση (Apotheose) της πατρότητας και υιότητας, θα μας γίνη προσιτή ολόκληρη η μοναδικότητα και η ειδική ουσία αυτής της σχέσης, που διακρίνεται τόσο απ’ τη Δημιουργία όσο κι απ’ την ιδιαίτερη προσωπική πραγματοποίηση. Στη γέννηση βρίσκεται η χαρά της επίτευξης ενός άλλου κι εν τούτοις έμφυτου ταυτόχρονα Εγώ, του Πατρός στον Υιό και του Υιού στον Πατέρα, η υπέρβαση πέρα απ’ το Εγώ του όχι σ’ ένα Έξω απ’ το Εγώ του, αλλά μέσα στο Εγώ· είναι μια πράξη της ουσιώδους αγάπης. Προσιδιάζουν μ’ αυτήν την έννοια στην πατρότητα και την υιότητα χαρακτηριστικά της μορφής του Θεού στον άνθρωπο, παρ’ όλο που έχουν εξαλειφθή με την επίγεια γέννηση. 

      Για να το επαναλάβουμε άλλη μια φορά: η γέννηση του δεύτερου Εγώ, αντί για την «τοποθέτηση» του Μη-Εγώ, η ζωντανή κατηγορηματικότητα του Υιού, είναι ταυτόχρονα και η απάντηση στο ερώτημα για τη σύνθεση Εγώ και Μη-Εγώ, που δεν προβλέπεται καθόλου απ’ τη λογική του μοναδικού, απομονωμένου, μονο-υποστατικού Ε γ ώ , αφού δεν υπάρχει έξω απ’ αυτό το Εγώ τίποτα εκτός απ’ το Μ η – Ε γ ώ . Η απάντηση αυτή δεν αντιλέγει ωστόσο στη φύση τού ατομικο-παν-ενιαίου Εγώ, στο οποίο έχει δοθή ταυτόχρονα με τη δική του αυτοσυνείδηση και η συνείδηση για ένα άλλο  Ε γ ώ . Εκφράζοντας το κατηγορούμενό του, του οποίου αποκαλύπτει τη φύση, εκφράζει ταυτόχρονα το Εγώ και τη δική του έκταση και τη δική του περίμετρο, και γι’ αυτό εμφανίζεται ταυτόχρονα με το  Μ η – Ε γ ώ – κατηγορούμενο και το  Ε γ ώ – κατηγορούμενο, δηλ. ο Υιός. 

         Δεν υπάρχει τίποτα το ασύνηθες ή αφύσικο προ τού προσώπου τής λογικής, στο ότι μένει η πράξη της γέννησης του Υιού ακατανόητη καθ’ εαυτή για τη λογική. Είναι με την έννοια αυτή ακατανόητο, δόξα τω Θεώ, κάθε συγκεκριμένο, ατομικό  γ ε γ ο ν ό ς  στη λογική, που δεν γίνεται όμως γι’ αυτό εξωλογική ή παράλογη. Δεν είναι δοσμένο στη λογική να «θέτη» με την «απαγωγή» της (τη λογική της αφαίρεση…) οτιδήποτε πέρα από ένα καθαρά λογικό αίτημα ή λογικό συμπέρασμα, έτσι ώστε να κρίνη στην πραγματικότητα η λογική πάντοτε εκ των υστέρων (post factum), κι όχι εκ των προτέρων (ante factum). Και μπόρεσε μόνον η φαντασίωση του Καντ  να προσδώση μιαν εξουσιαστική δύναμη στα σχήματα της λογικής, για να καταστήση μετά στο όνομα αυτής της δύναμης αδύνατο μέσω του αιτιολογικού νόμου κάθε καινούργιο συμβάν στην αιτιολογική αλυσίδα και να αμφισβητήση έτσι κάθε καινούργια δημιουργική πράξη και κάθε θαύμα. Το ινώδες πλέγμα της αιτιότητας είναι εν τούτοις πολύ πιο ελαστικό απ’ ό, τι το υπέθεσε ο Καντ. Και εξηγείται μόνο με μια μεγαλειώδη φαντασίωση της λογικής το ότι μπόρεσε να έρθη στον νου τού Χέγκελ, να ερμηνεύση κάθε τι το πραγματικό, αφού παριστάνει έναν αυτοπροσδιορισμό της λογικής, ως λογικό. Η λογική καταλαμβάνει όχι την πρώτη, αλλά τη δεύτερη θέση, προσδιορίζει, καταχωρίζει το Είναι, δεν μπορεί να του χορηγήση όμως τη δύναμή του. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να διατυπώση καθ’ εαυτό  τίποτα απολύτως η λογική ενάντια στη γέννηση του Υιού απ’ τους κόλπους του Πατρός· μπορεί να το αποδεχθή (όμως…) και να το εννοήση ως ένα γεγονός, στο μέτρο που μαρτυράται αυτό το γεγονός απ’ την πίστη και αναγγέλλεται (κηρύττεται…) με το θρησκευτικό δόγμα.

      Όμως η διφυία δεν εξαντλεί την ουσία, που είναι στον αυτοπροσδιορισμό της τριαδική. Το αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο…) είναι συνδεδεμένο με το κατηγορούμενο μέσω τής Kopula (του συνδετικού ρήματος «είμαι»…), το κατηγορούμενο κατέχει μόνον τη μορφή, όχι όμως τη δύναμη του Είναι, όχι το ίδιο το Είναι. Στην απόλυτη ουσία πρέπει να ανήκη και το απόλυτο Είναι, στην απόλυτη, φυσικά, ενότητα, πληρότητα και δύναμη, σε αντίθεση από κάθε σχετικό Είναι τού γίγνεσθαι. Είναι άραγες απαραίτητο να προσθέσουμε ακόμα, ότι αν είναι το κατηγορούμενο ο υποστατικός, Θεϊκός Λόγος, η ζωντανή Θεϊκή Παν-Ενότης, πρέπει να του ανήκη και η απολυτότητα του Είναι, της ζωής, της αίσθησης και δύναμης, ενώ η σχετική μορφή τού Είναι δεν μπορεί να τα παράσχη όλα αυτά; Είναι όμως ταυτόχρονα και σαφές, ότι αν είναι το κατηγορούμενο, ο Λόγος, υποστατικό, δεν μπορεί να είναι και ο τρίτος προσδιορισμός της Θεϊκής Ουσίας, το  Ε ί ν α ι , απρόσωπο και παθητικό. Δεν έχουμε φυσικά κι εδώ να κάνουμε με μιαν «απαγωγή» (της λογικής…), με μιαν «τοποθέτηση», αλλά μ’ ένα δογματικό δεδομένο. Το δεδομένο αυτό εισέρχεται εντούτοις εύκολα και φυσικά, με μια λογική σχεδόν αναγκαιότητα στη σκέψη, επιβάλλεται ούτως ειπείν το ίδιο σ’ αυτήν. Γιατί με τη γέννηση του Υιού έχει δοθή ήδη και η έξοδος του υποστατικού Αγίου Πνεύματος. Με την υποστατική μορφή της δεύτερης δύναμης της ουσιαστικότητας προδιαγράφεται (καθορίζεται…)  και η υποστατικότητα της τρίτης. Το Είναι μπορεί να απολυτοποιηθή και να ολοκληρώση την ατελεύτητη (άπειρη…) σειρά του μόνο στην απόλυτη μορφή της υπόστασης, γινόμενο Εγώ. Η υπόσταση του Είναι είναι κατά τον οντολογικό της τόπο η τρίτη υπόσταση, κλείνει τον κύκλο, συνδέοντας τις δυό πρώτες υποστάσεις τη μια με την άλλη και χορηγώντας στην πρώτη τη μορφή (το είδος…), στη δεύτερη τη δύναμη του Είναι. Ο προσδιορισμός της ουσίας δεν μπορεί επ’ ουδενί να εξαντληθή με δύο υποστάσεις και στη μεταξύ τους σχέση, γιατί στο γεγενημένο ανήκει ολόκληρη η  μ ο ρ φ ή  (το  ε ί δ ο ς …) τού Είναι, όχι όμως το ίδιο το Είναι στη δύναμή του. Τα λόγια «πάντα δι’ αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ έν ό γέγονεν» (ή τα αντίστοιχα λόγια του Συμβόλου της Πίστεως:  δ ι’ ο ύ  τ α  π ά ν τ α  ε γ έ ν ε τ ο ) σημαίνουν, ότι προσδιορίζεται μ’ Αυτόν κάθε  μ ο ρ φ ή  του Είναι, κι ότι δεν υπάρχει τίποτα χωρίς και έξω από Αυτόν· δεν είναι ωστόσο Αυτός το ίδιο το Είναι, παρ’ όλο που Αυτός, σύμφωνα με την τρι-υποστατική ενότητα της θεότητας, το περιλαμβάνει. Ταυτόχρονα με τη Θεϊκή μακαριότητα της γέννησης του Υιού υπάρχει στον Πατέρα και η Θεϊκή μακαριότητα του  Ε ί ν α ι  του Υιού, η ζωοποίησή του. Αλλά αυτό το Είναι προσδιορίζεται επίσης με μιαν απόλυτη υποστατική πράξη, που το εκκλησιαστικό δόγμα τη χαρακτηρίζει ως έκχυση του Αγίου Πνεύματος απ’ τον Πατέρα στον Υιό ή μέσω του Υιού.
      Η έξοδος της τρίτης υπόστασης απ’ τον Πατέρα είναι εξίσου ένα μυστήριο (Mysterium) της Θεϊκής ζωής όπως και η γέννηση του Υιού. Το ίδιο αυτό το γεγονός δεν μπορεί να το προσεγγίση καμμιά αναζήτηση απ’ τους ανθρώπους, είναι κρυμμένο στα βάθη της Θεϊκής ζωής. Το φιλοσοφικό της νόημα μπορεί να το αντιληφθή ωστόσο η λογική. Η υπόσταση χορηγεί στο Είναι στον ίδιον βαθμό όπως και στο κατηγορούμενο απολυτότητα. Μόνον ένα υποστατικό Είναι μπορεί να αντιστοιχή στην απόλυτη, υποστατική μορφή (είδος…) του Λόγου. Η φύση της ουσίας, που αποκαλύπτεται στο  Ε ί ν α ι  τ ω ν  π ά ν τ ω ν , στον παγκόσμιο Λόγο (Logos), στην ενότητα του λογικού και του άλογου, του ιδεώδους και του πραγματικού, της λογικής και αισθητικής αρχής, εξαντλείται στους τρεις υποστατικούς προσδιορισμούς.

      Ταυτόχρονα με την υποστατική γέννηση του Υιού γεννάται και η επίσης υποστατική έξοδος (εκπόρευση…) του Αγίου Πνεύματος, της «ζωοποιούσας» δύναμης του Είναι. Η γέννηση του Υιού συνδέεται με την έξοδο (εκπόρευση…) του Αγίου Πνεύματος (ακριβώς όπως συνεπάγεται αναγκαίως το κατηγορούμενο, ο λόγος, η ιδέα την Kopula, το Είναι). Αυτή η έξοδος είναι μια στενώτατα συνδεδεμένη με τη γέννηση του Λόγου, συμπίπτουσα κατά την ουσία της μ’ αυτήν πράξη. Ακριβώς όπως είναι λογικώς αχώριστα το κατηγορούμενο κι η Kopula το ένα απ’ το άλλο, έτσι ώστε να αποκαλύπτουν μόνο στη σύνδεσή τους το αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο…), είναι και η γέννηση της δεύτερης και η έξοδος της τρίτης υπόστασης αδιαχώριστα συνδεδεμένες η μια με την άλλη.
        Για το πώς μπορεί να κατανοηθή η διαφορά μεταξύ της γέννησης και της εκπόρευσης, γι’ αυτό δεν μπορεί φυσικά να δηλώση τίποτα η λογική, γιατί δεν γίνεται βέβαια εδώ για συναγόμενες και παρατασσόμενες έννοιες ο λόγος, αλλά πρόκειται για χαρακτηρισμούς εδώ αρχικών δεδομένων της Θεϊκής ζωής. Κατέχουμε ωστόσο στην ανθρώπινή μας φύση κάποιες παραπομπές στην ζωντανή αντίληψη της γέννησης, της δύναμης της ζωής και της πατρότητας. Αναφορικά όμως με την έξοδο (εκπόρευση…) του Αγίου Πνεύματος λείπει μια τέτοια υπόδειξη (παραπομπή…), γιατί δεν έχει δοθή στην επίγεια ύπαρξή μας καμμιά απόλυτη, εξερχόμενη από μάς δύναμη του Είναι· τη γνωρίζουμε ως ένα δεδομένο, ως κάτι, το οποίο έχει ήδη εκχυθή στον κόσμο αυτόν, και το οποίο μπορούμε να αντιληφθούμε μόνο μέσω αυτού του κόσμου  (( σ.σ.: «Quid inter nasci et procedere intersitexplicare qui potest? … Haec scio, distinguere autem inter illam generationem et hanc processionem nescio, non valeo, non sufficio» («Ποια είναι η διαφορά μεταξύ γεννήσεως και εκπορεύσεως…ποιος μπορεί – έχει τη δύναμη να το εξηγήση; … Να το γνωρίσω, να διακρίνω δε μεταξύ εκείνης της γέννησης κι αυτής της προόδου αγνοώ, δεν ισχύω, δεν επαρκώ»)· Αυγουστ. κατά Μαξιμ., ΙΙΙ, c. 14. «Είναι όμως και το Άγιο Πνεύμα απ’ τον Πατέρα, όχι ωστόσο γεννητώς, αλλά  ε κ π ο ρ ε υ τ ώ ς . Και γνωρίζουμε πως υπάρχει μια διαφορά μεταξύ γεννήσεως και εκπορεύσεως. Τί είδους είναι όμως η διαφορά, δεν το γνωρίζουμε παντελώς» · Ιωάν. Δαμασκηνός, Έκθ. ορθοδ. πίστεως, Ι 8, σ. 22. )).

        Το ελληνο-ορθόδοξο δόγμα μιλά για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος απ’ τον Πατέρα. Ο Πατήρ είναι, όπως εκφράζεται ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, η πηγή ( μ ό ν η  η  π η γ ή  τ ή ς  υ π ε ρ ο υ σ ί ο υ  θ ε ό τ η τ ο ς ).  Ο Θεός ο Πατήρ είναι  α ι τ ί α , causa, α ρ χ ή , principium, auctor (ποιητής…) – με το οποίο διαφυλάττεται η  μ ο ν ι σ τ ι κ ή (monistisch) αρχή της θεότητας, η Θεϊκή  μ ο ν α ρ χ ί α . Μ’ αυτήν την έννοια, αλλά και μόνο μ’ αυτήν, μπορεί να πη κανείς, πως η υπόσταση του Πατρός είναι η πρώτη υπόσταση, που ως ομοίωμά της έχουμε εμείς το νοούμενό μας (νοητό μας… noumenal), αποκαλυπτόμενο στο κατηγορούμενο Εγώ. Η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος (εκπόρευσις, εκπόρευμα, processio, πρόοδος, προβολή, πρόβλημα – εκπορεύεσθαι, προσελθείν, προϊέναι) έχει επίσης και για τον ίδιον λόγο όπως και η γέννηση του Υιού ως αρχή τον Πατέρα, γιατί ο Πατήρ είναι η θεότητα, απ’ την οποίαν εξέρχονται τα πάντα (σ. Έλλ. μετ.: Δεν είμαστε μακριά απ’ το να θεωρηθούν και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα – άπαγε της βλασφημίας - κτίσματα!...)· ο Πατήρ, που γεννά τον Λόγο, εκχέει και το επιδαψιλεύον την ζωή Πνεύμα Του· είναι Αυτός εκείνο, που ζωογονεί τα πάντα, χορηγεί στα πάντα Είναι. Κι απ’ αυτήν την άποψη εξέρχονται, αν και με διαφορετικόν τρόπο, ο Υιός και το Πνεύμα απ’ τον Πατέρα. Η πρώτη υπόσταση ίσταται στη θέση του αντικειμένου της πρότασης (υποκειμένου…), απ’ το οποίο αναπτύσσεται το κατηγορούμενο, είναι το  α λ η θ ώ ς  υ π ά ρ χ ο ν , το οποίο γεννά απ’ τον εαυτό του το υπαρκτό, που αποκαλύπτεται απ’ την πλευρά του μέσω δύο δυνάμεων: μέσω κατηγορουμένου και Kopula, λόγου και πνεύματος. Αν αποτελούν συνεπώς οι υποστάσεις του Πατρός και του Υιού, Πατήρ και Υιός, μια δυάδα (Diade) με την έννοια μιας στροφής (ενός εστραμμένου…) τού ενός προς τον άλλον και μιας διπλής ενότητας γεννώντος και γεγενημένου, έτσι αποτελούν Υιός και Πνεύμα μιαν άλλη δυάδα, η οποία παριστά τη διπλή ενότητα του αποκαλύπτοντος τη φύση του Πατρός κατηγορουμένου («Είναι κοινό στον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, το ότι εξέρχονται, προέχονται απ’ τον Πατέρα» - Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ο Θεολόγος…), και ίστανται έτσι απέναντι στο μεταφυσικό – τον Πατέρα. Ο Υιός και το Πνεύμα συναρτώνται με την κοινή τους (αν και προκύπτουσα από διαφορετικούς δρόμους) γένεση (αρχή…) απ’ τον Πατέρα ο ένας απ’ το άλλο και είναι αμέσως δυαδικά ενωμένοι ο ένας με το άλλο. Ανάμεσα στην πρώτη και την τρίτη υπόσταση υπάρχει επίσης μια δυαδική ενότητα της γένεσης: Πατήρ-Άγιο Πνεύμα. Αυτό σημαίνει μόνο με άλλα λόγια, ότι υφίσταται κοντά στην ταυτότητα της ουσίας και την ισότητα του Θεϊκού αξιώματος  (( σ.σ.: «Η θεότητα είναι ατελεύτητη κοινότητα ουσίας τριών Ατελευτήτων, στην οποίαν είναι, θεωρούμενος ο καθένας για τον εαυτό του, Θεός, όπως ο Πατέρας κι ο Υιός, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα· και είναι, θεωρούμενοι μαζί, οι Τρεις επίσης Θεός – το πρώτο δυνάμει της ενότητας της ουσίας τους, το δεύτερο δυνάμει της ενότητας της αρχής, της πηγής τους»· Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ο Θεολόγος…, Λόγος ΧΧΧΙ  )) στη σχέση των υποστάσεων αναμεταξύ τους μια ορισμένη τάξη, μια ορισμένη διαφορά (διάκριση…): η Αγία Τριάδα δεν αποτελείται από τρεις αδιάφορες ενότητες, οιονεί αριθμητικά άτομα, που μπορούν να υποτεθούν αυθαιρέτως, αλλά από συγκεκριμένες, ζωντανές υποστάσεις, που βρίσκονται σε μια συγκεκριμένη σχέση αναμεταξύ τους. Γιατί και με ποιάν έννοια είναι όμως κατόπιν αυτού η τρίτη υπόσταση η τρίτη κι όχι μια παραλλαγή π.χ. της δεύτερης, αφού εξέρχονται (προέχονται…) εντούτοις τόσο η δεύτερη όσο και η τρίτη απ’ την ουσία του Πατέρα; Εδώ ξεκινά η καθολική (λατινική…) απόκλιση στο δόγμα του Αγίου Πνεύματος και γεννιέται η διαμάχη για το με ποιαν έννοια πρέπει να εννοήση κανείς αληθινά την ουσία της τρίτης υπόστασης. Το ερώτημα αυτό μπορεί να εκφρασθή και ως εξής: είναι η σχέση Πατρός και Αγίου Πνεύματος επίσης δυαδική, όμοια (αν και όχι ταυτόσημα) όπως η δυάδα Πατρός και Υιού, ή είναι όμως, αντίθετα, τριαδική, με την έννοια, ότι πρέπει να τεθή αντί για το πρώτο μέλος τής δυάδας, τον Πατέρα, άλλη μια δυάδα, αυτή του Πατρός και του Υιού  μ α ζ ί , δηλ. το filioque; Μπορεί όμως να θέση κανείς αυτήν την ερώτηση και ως εξής: είναι η πρώτη υπόσταση του Πατρός (όχι με την έννοια της γέννησης, αλλά με την απρόσιτη στην ανθρώπινη αντίληψη έννοια μιας εξόδου - εκπόρευσης), είναι ο Πατήρ η πηγή τόσο του Υιού όσο και του Αγίου Πνεύματος, ή μήπως εξέρχεται η τρίτη υπόσταση όχι από  μ ι α ν  αρχή, αλλά από δύο;  (( σ.σ.: Γνωρίζει βεβαιότατα η καθολική-λατινική θεολογία μια διαφορά μεταξύ Πατρός και Υιού απ’ την άποψη της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος: ο Πατήρ είναι causa improducta – αιτία αγέννητη του Αγίου Πνεύματος, principium imprincipiatum – αρχή άναρχη, fons principialis – πηγή αρχική, ο Υιός αντίθετα causa ex causa – αιτία εξ αιτίας, principium principiatum – αρχή εξ αρχής (Μακαρίου, Δογμ. Θεολογία Ι, 319). Αγγίζονται ωστόσο μ’ αυτήν τη διάκριση μόνο λεπτομέρειες, κι όχι η ίδια η βασική σκέψη, που συνίσταται στο ότι εκπορεύεται το Άγιο Πνεύμα απ’ τη δυάδα Πατρός και Υιού, με το οποίο εγκαταλείπεται αναμφίβολα το δόγμα της Αγίας Τριάδος στην καθαρότητά του, γιατί δεν εννοείται τώρα πια η Αγία Τριάδα ως μια Τριάς ισοτίμων υποστάσεων, αλλ’ ως μια περίπλοκη δυαδική δυάδα. ))  Με τη διδασκαλία αυτή κλονίζεται ολόκληρη η τριαδική διδασκαλία για τη σχέση των υποστάσεων αναμεταξύ τους. Γιατί παρ’ όλο που δεν ταυτίζεται η έξοδος (εκπόρευση…) του Αγίου Πνεύματος με τη γέννηση, είναι εν τούτοις συνδεδεμένη με την πατρότητα ως πρώτης αρχής της. Καθώς εκλαμβάνει η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και τον Υιό ως πηγή της, μεταφέρει ούτως ειπείν και σ’ Αυτόν την πατρότητα, κάνει Πατέρα και Υιό κοινή αρχή, αν όχι κοινούς, άμεσα, Πατέρες της τρίτης υπόστασης. Δεν μπορούν να εξιχνιασθούν φυσικά τα μυστικά της ενδο-υποστατικής ζωής της θεότητας με τους δικούς μας λογικούς ορισμούς, υπάρχει εντούτοις εδώ μια άμεση αντίφαση προς το δόγμα της αιώνιας γέννησης του Υιού απ’ τον Πατέρα. Αν είναι ο Πατέρας η αρχή του Υιού στη γέννηση προ πάντων των αιώνων, είναι όμως ταυτόχρονα και η αρχή του Αγίου Πνεύματος ο Υιός, όπως το πιστεύουν οι Καθολικοί (οι Λατίνοι…), πώς μπορεί να μην εκλάβη μετά κανείς ως ανεπαρκή αυτήν την αρχή του Πατρός, για να εκχύση το Άγιο Πνεύμα, και να μην αποδεχθή και τη συμμετοχή του Γεγενημένου απ’ τον Δημιουργό σ’ αυτήν την πράξη;  (( σ.σ.: Οι αναπτύξεις της καθολικής – λατινικής… θεολογίας δεν είναι σ’ αυτό το ερώτημα καθόλου πειστικές, φαίνονται μάλλον σε κάποιον άκρως περίεργες: «Αν δεν εκπορεύονταν το Άγιο Πνεύμα απ’ τον Υιό, δεν θα υπήρχε ανάμεσά Τους καμμιά αντίθεση των σχέσεων. Δεν θα ήταν το Αντίθετο, αλλά το εντελώς Χωρισμένο το ένα απ’ το άλλο» - essent enim non oppositae, sed disparatae relationes. (Theologiae cursus completes, t. VIII, 642. Paris 1841). Αυτή η αφελής επιχειρηματολογία έχει αναιρεθή ήδη απ’ τον μητροπολίτη Μακάριο, που έχει επισημάνει ότι «η Εκκλησία διέκρινε ανέκαθεν τα Θεϊκά Πρόσωπα όχι αντιπαρατάσσοντάς τα το ένα στο άλλο, αλλά με την πίστη στο ότι ο Πατήρ είναι αγέννητος, ο Υιός γεννάται απ’ τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται απ’ τον Πατέρα» (Ι, 345). Ακόμα πιο αφελής είναι η εξής σκέψη: «Αν δεν εκπορεύεται το Άγιο Πνεύμα και απ’ τον Υιό, τότε διακρίνεται ο Πατήρ απ’ τον Υιό διπλά: πρώτον δηλαδή απ’ το ότι γεννάται ο Υιός απ’ Αυτόν, και δεύτερον απ’ το ότι εκπορεύεται το Άγιο Πνεύμα απ’ Αυτόν. Πρέπει να αποδεχθούμε ωστόσο μόνο μια διαφορετικότητα, μόνο μιαν ιδιορρυθμία σε κάθε ένα απ’ τα Θεϊκά Πρόσωπα, γιατί η τελειότητά τους συνίσταται εξίσου μεγάλως στη μέγιστη δυνατή ομοιότητα όσο και στο ελάχιστο σε διαφορετικότητες, και κατά συνέπεια άρα στο ότι δεν προσήκει σε κάθε ένα απ’ τα Πρόσωπα εκτός από ένα διακριτικό ή προσωπικό χαρακτηριστικό καμμιά άλλη ιδορρυθμία – ιδιαιτερότητα…» (Αναφορά Μακαρίου, Ι, 345). Δεν μπορούμε να επιληφθούμε φυσικά εδώ ακριβέστερα του προβλήματος του filioque ως τέτοιου.  ))
      Δεν υπάρχει, με μια λέξη, κανένας εσωτερικός λόγος, που να απαιτή επιτακτικά την αναγνώριση του καθολικού (λατινικού…) δόγματος για το Άγιο Πνεύμα, το οποίο είναι, αντιθέτως, μόνο γι’ αυτό φτιαγμένο, για να εισάγη σύγχυση και αβεβαιότητα στη διδασκαλία της Αγίας Τριάδος. Η τάξη ή η διάρθρωση της Θεϊκής Μοναρχίας προσδιορίζεται με τη γέννηση του Υιού και την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος απ’ τον Πατέρα, απ’ τον Δημιουργό  (( σ. Έλλ. μ.: Ενώ γνωρίζουμε πως Δημιουργός είναι η Αγία Τριάδα… )) . Απ’ τον Πατέρα, που γεννά τον Υιό απ’ την αιωνιότητα  (( σ. Έλλ. μ.: Εμείς γνωρίζουμε: προ πάντων των αιώνων… )) , εκπορεύεται και το Άγιο Πνεύμα. Ενώ αποκαλύπτει ο Πατήρ με τον Λόγο Του το μυστήριο της φύσεώς Του, το Θεϊκό Άπαν, εκπορεύεται στο Πνεύμα ως ζωντανή δύναμη, που χορηγεί ζωή στα Πάντα. Ο Λόγος (Logos) είναι η λογική τού Είναι, ο Λόγος Του, το Πνεύμα είναι η δύναμη του Είναι, η ζωή, πραγματοποιημένη αγάπη, μακαριότητα του Θεϊκού Είναι. Ο Πατέρας αγαπά τον Υιό και Του δίνει ολόκληρο το Είναι Του, κι ο Υιός απαντά σ’ αυτό με την πράξη τής αγάπης Του, με την ομολογία: «Όλα, όσα είναι δικά μου, είναι δικά σου» («Πάντα τα εμά, σά εστιν»…), κι αυτή η αγάπη γίνεται ζωή, δημιουργική δύναμη του Είναι στο Άγιο Πνεύμα  (( σ. Έλλ. μ.: Είναι αυτόνομα, κατά κάποιον τρόπο, τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, και μεταξύ τους υπάρχουν, αναπόφευκτα, σχέσεις!... )) . Δεν μπορούμε να μιλάμε βέβαια για μια χρονική σειρά στο εσωτερικό τής θεότητας, του απολύτου, αναμφίβολα όμως για μιαν ιδεατή σειρά και σχέση. Το ότι είναι το Άγιο Πνεύμα η τρίτη υπόσταση σημαίνει, ότι προσδιορίζεται ο τόπος Του στην Αγία Τριάδα με την ήδη υφιστάμενη σχέση τού Πατρός προς τον Υιό, ότι συναρτάται η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος με τη γέννηση του Υιού, γιατί είναι το Άγιο Πνεύμα (όπως εννοείται κάποιες φορές, όπως π.χ. απ’ τον Αυγουστίνο και τον Αμβρόσιο) η υποστατική αγάπη του Πατρός προς τον Μονογενή.
 
( συνεχίζεται )

ΣΧΟΛΙΟ : Εδώ βλέπουμε τήν επιρροή τού Αυγουστίνου σέ όλους τούς Ρώσους θεολογούντες. Καί ενώ συναντήσαμε ήδη τόν Μ.Βασίλειο νά προειδοποιεί όσους θέλουν νά μετράνε, ο Μπουλγκάκωφ παραμένει ανεπηρέαστος, ανυπότακτος, διότι χωρίς μέτρημα η λογική δέν υπάρχει. Είμαστε σίγουροι ότι στά επόμενα θά απομακρυνθεί εντελώς από τήν ορθοδοξία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου