Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Σεργίου Μπουλγκάκοφ: Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (26)

Σεργίου Μπουλγκάκοφ: Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (26)
Συνέχεια από: Κυριακή, 18Δεκεμβρίου 2011

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΙΙ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΕΓΚΕΛ
1. Η ΧΕΓΚΕΛΙΑΝΗ ΛΟΓΙΚΗ ΩΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

1.     Η ΙΔΡΥΣΗ  (Η ΣΥΣΤΑΣΗ…) ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ

       Είδαμε, πως η άμεση αρχή εμφανίζεται στον Χέγκελ ως το καθαρό Είναι, σχηματίζοντας έτσι τo θεμέλιο ολοκλήρου του συστήματος. Υπάρχουν λοιπόν δυό δυνατότητες, να διευκρινιστή η αντίληψη της λογικής: είτε να εννοηθή, όπως το κάνει ο Caird  (( σ.σ.: Edw. Caird, HegelBlackwoods Phil. Classics – 1888 )) , ως μια εξέταση των κατηγοριών της σκέψης εν σχέσει προς την αντικειμενικότητά τους, το οποίο δεν ανταποκρίνεται εντελώς πασίδηλα στη χεγκελιανή αντίληψη, της αποκόπτει τα φτερά, και δεν λαμβάνει καθόλου υπ’ όψιν τις απαιτήσεις, που εγείρει ως μια οντολογία και μεταφυσική η πανλογιστική (panlogistische) λογική, ή να παρατηρήση όμως σ’ αυτήν την απόπειρα μιας λογικής απαγωγής ολόκληρου του παγκόσμιου Είναι, τόσο του υποκειμένου όσο και του αντικειμένου, να την εννοήση με μια λέξη ως τη λογική δημιουργία του κόσμου, στην οποίαν είμαστε εμείς οι ίδιοι παρόντες  ((  σ. Έλλ. μετ.: !!! )). Ως τη δεύτερη φυσικά δημιουργία, όπου αφήνεται (παραχωρείται…) ο ρόλος του χάους (Chaos) ή του μή όντος, απ’ το οποίο γεννιέται μπροστά στα μάτια μας ο κόσμος στις έξι ημέρες της λογικής δημιουργίας, στην κατηγορία του Είναι. Αυτή η υποτιθέμενη δημιουργική πράξη είναι φυσικά ένα λαθρεμπόριο (μια λαθροχειρία;…) κι ένα μαγικό τέχνασμα. Ο Χέγκελ θέλει να σκεφθή (να διανοηθή…) (πέρα…) μακριά με μια φαινομενολογική ανάβαση τον κόσμο ή να σκεφθή, ακριβέστερα, τον κόσμο χωρίς αυτόν και πριν απ’ αυτόν, μέσα  απ’ τις απαιτήσεις μόνον της καθαρής σκέψης· στην πραγματικότητα έχει όμως ο Χέγκελ συνεχώς το Είναι του κόσμου μπροστά του, το σκέπτεται επιπλέον, έτσι ώστε να έχη δίκαιο ο Caird, απ’ του οποίου την άποψη δεν υπάρχουν καθόλου όλες οι δυσκολίες του παν- ή του μονολογισμού, χάνεται όμως γι’ αυτό και το ειδικό άρωμα (Aroma) του χεγκελιανισμού. 

       Η αρχή πρέπει να είναι λοιπόν ένα άμεσο, το οποίο γίνεται στο αποτέλεσμα κάτι γενικώς παρεχόμενο.

        «Το ουσιαστικό για την επιστήμη δεν είναι τόσο πολύ, ότι είναι ένα καθαρό άμεσο η αρχή, αλλά ότι είναι το όλον της μια περιστροφή στον εαυτό της, όπου το πρώτο γίνεται και το τελευταίο, και το τελευταίο και το πρώτο» (Ι, 1 , 65). Είναι έτσι ήδη καθορισμένος ο λόγος, γιατί αρχίζουμε στην καθαρή επιστήμη απ’ το καθαρό Είναι, άμεσα σ’ αυτήν την ίδια. Αυτό το καθαρό Είναι είναι η ενότητα, στην οποίαν επιστρέφει η καθαρή γνώση, ή αν πρέπη να διατηρηθή διαφορετική ακόμα αυτή η ίδια (η γνώση…) ως μορφή απ’ την ενότητά της, πρόκειται άρα για το περιεχόμενό της. Αυτή είναι η πλευρά, σύμφωνα με την οποίαν είναι αυτό το απόλυτο Είναι, αυτό το απολύτως άμεσο, εξίσου απολύτως μεσολαβούμενο. Πρέπει να εκληφθή όμως εξίσου ουσιωδώς, μόνο στη μονομέρεια να είναι το καθαρώς άμεσο, ακριβώς επειδή είναι (υπάρχει…) εδώ ως η αρχή. Θα εκλαμβάνονταν, στο μέτρο που δεν θα ήταν αυτή η καθαρή απροσδιοριστία, στο μέτρο που θα προσδιοριζόταν, ως μεσολαβούμενο, αγόμενο ήδη περαιτέρω… Βρίσκεται λοιπόν στην ίδιαν τη φύση της αρχής, ότι είναι το Είναι, και τίποτα άλλο. Δεν χρειάζονται γι’ αυτό καθόλου άλλες προετοιμασίες, για να εισέλθη στη φιλοσοφία, ούτε διαφορετικές ανακλάσεις (σκέψεις, διαλογισμοί…) και συνδετικά σημεία» (ό.π. 66-67), πρέπει να είναι όμως απ’ την άλλη και αφηρημένο, εντελώς γενικό, «εντελώς… χωρίς κανένα περιεχόμενο» (68). «Αυτό που πρέπει να δηλωθή επομένως για το Είναι…, αυτό είναι στην αρχή μόνον κενός λόγος, και μόνον Είναι· αυτό το απλό, που δεν έχει κατά τα άλλα καμμιάν περαιτέρω σημασία, αυτό το κενό είναι άρα εντελώς η αρχή της φιλοσοφίας» (74).

       Αυτός η συνένωση δύο ιδιοτήτων της αρχής, πρώτον της αμεσότητας και δεύτερον της αφαιρετικότητας, της έλλειψης κάθε προσδιορισμού, κρύβει ήδη μιαν αμφιλογία εντός της: η αφαιρετικότητα δεν μπορεί να είναι άμεση, γιατί προϋποθέτει αυτό, απ’ το οποίο αφαιρείται, δηλ. τη συγκεκριμενότητα, την αντικειμενικότητα, την οποία θέλει ακριβώς να διανοηθή εδώ ο Χέγκελ εις τέλος. Δεν είναι άμεσο το αφηρημένο. Λέει άλλωστε κι ο ίδιος ο Χέγκελ, ότι αυτό, «με το οποίο ποιείται η αρχή, δεν μπορεί να είναι ένα συγκεκριμένο, ένα τέτοιο (κάτι…), το οποίο περιέχει μια σχέση εντός αυτού του ίδιου. Γιατί ένα τέτοιο προϋποθέτει ένα μεσολαβείν και προς τα εδώ έρχεσθαι από ένα Πρώτο σε ένα Άλλο εντός του, απ’ το οποίο θα ήταν το απλοποιημένο συγκεκριμένο το αποτέλεσμα. Αλλά δεν πρέπει να είναι ήδη ένα Πρώτο και ένα Άλλο η αρχή· ένα τέτοιο, που είναι ένα Πρώτο κι ένα Άλλο εντός του, περιέχει ήδη ένα απέρχεσθαι (ή: προοδεύειν…). Αυτό που ποιεί την αρχή, η ίδια η αρχή, πρέπει να εκληφθή άρα ως ένα μη-αναλυόμενο, στην απλή του ανεκπλήρωτη αμεσότητα, ως Είναι άρα, ως το εντελώς άδειο (κενό…)» (70).

        «Το Είναι δεν θα ήταν παντελώς η απόλυτη αρχή, αν είχε μια βεβαιότητα (προσδιορισιμότητα;…)· θα εξαρτώταν τότε από ένα Άλλο, και δεν θα ήταν άμεσο, δεν θα ήταν η αρχή. Αν είναι όμως απροσδιόριστο, και πραγματική άρα αρχή, δεν έχει άρα και τίποτα, που θα το οδηγούσε σε ένα Άλλο, είναι ταυτόχρονο το τέλος» (94).

        Αφ’ ενός λοιπόν αμεσότητα, αφ’ ετέρου αφαιρετικότητα, εννοημένη ως απροσδιοριστία. Επαρκεί όμως το Είναι σ’ αυτές τις δυό απαιτήσεις; Είναι έτσι μια «αρχή»; Σ’ αυτήν την ερώτηση περιέχεται ήδη η ετυμηγορία για ολόκληρη τη Λογική. Είναι το Είναι η ουρά εκείνου του απολύτου (του τελείου…) όφεως, ο οποίος, τυλιγμένος σ’ έναν τέλειο δακτύλιο, την αρπάζει ξανά με το κεφάλι του, την έννοια;

         Όχι, δεν είναι αυτό και δεν μπορεί να είναι αυτό. Το Είναι, ως η αρχή, είναι μια αυταπάτη, και αντικειμενικά η εξαπάτηση του πανλογισμού, του οποίου η εκβιαστικότητα εκφράζεται σ’ αυτό.

           Το όλον ζήτημα είναι αυτό, ότι δεν υπάρχει το Είναι ως τέτοιο. Δεν υπάρχει το Είναι, υπάρχει μόνον το «είναι», το βοηθητικό ρήμα, η Kopula (το συνδετικό ρήμα «είναι»…), που μεταβάλλεται μέσω μιας απατηλής και παραπλανητικής ιδίοτητας της γλώσσας («είναι» - «το Είναι») και χάρις στην ικανότητας ενός τυπικού αφαιρείσθαι σε κάτι Αυτόνομο και μάλιστα (στον Παρμενίδη) Απόλυτο. Δεν μπορεί να αφαιρέση κανείς την Kopula απ’ αυτό, το οποίο συνδέεται μέσω αυτής, τη σχέση απ’ αυτό, το οποίο αλληλοσχετίζεται· το Είναι φέρει πάντα μαζί του αυτό, του οποίου είναι Είναι, τη μορφή δηλ. αυτού του Είναι ή, για να το εκφράσουμε λογικο-γραμματικά, τόσο το αντικείμενο της πρότασης (το υποκείμενο…) όσο και το κατηγορούμενο. Δεν υπάρχει έξω απ’ αυτήν τη συνάρτηση, δεν μπορεί να νοηθή χωρίς αυτήν, και μόνον ένα αφαιρόν (αφαιρετικό…) σκέπτεσθαι, το οποίο σταματά στο Είναι ως μιαν αυτόνομη δύναμη, μπορεί να σκεφθή το Είναι έξω απ’ αυτήν τη συνάρτηση. Γι’ αυτό δεν είναι το Είναι με την έννοια, που είναι απαραίτητη στον Χέγκελ, άμεσο – είναι, αντίθετα, πάντοτε μεσολάβηση και δεν μπορεί να χωρισθή απ’ το μεσολαβούμενο. Αν δεν θέλη να το εισάγη κανείς αυτό κρυφά, ως λαθροχειρία, ταυτόχρονα με το Είναι (το οποίο θέλησε και έπραξε η χεγκελιανή Λογική), δεν είναι δυνατόν να αποδεχθούμε την αρχή στο Είναι. Το να εξηγής το Είναι ως αρχή, - αυτό σημαίνει να εξηγής τα πάντα και την ολότητα, και μάλιστα όχι στη λογική τους βεβαιότητα (που εμφανίζεται κατ’ αρχάς αργότερα στη λογική), αλλά σ’ ολόκληρη την ουσιαστική τους πληρότητα, που είναι ξένη και αδιαπέραστη αρχικά για τη λογική, ως αρχή, ενώ εγείρει εντούτοις ο πανλογισμός ακριβώς την απαίτηση, να παραμερίση κάθε αδιαπέραστο για τη σκέψη υπόλοιπο. Το Είναι δεν είναι καν μια κατηγορία, και μάλιστα επειδή η κατηγορία είναι μια αναφορά, μια εξειδίκευση, ένας τρόπος του Είναι· λέγοντάς το μεταφορικά, είναι το Είναι το υλικό για τις κατηγορίες ή, αν θέλη κανείς, η μητέρα τους. Το Είναι γενικώς, δεν υπάρχει και δεν μπορεί (λογικά) να υπάρχη, γιατί είναι πάντοτε το Είναι οιουδήποτε ή οποιουδήποτε και κατά κάποιον τρόπο, είναι Kopula (συνδετικό ρήμα…). Κι αν ήταν ακόμα δυνατό, να τεθή αυτή η Kopula κάτω απ’ τον λογικό μεγεθυντικό φακό, τότε εντούτοις μόνο δυνάμει μιας αφαίρεσης όχι με την έννοια μιας αβεβαιότητας κι ενός κενού, μιας έλλειψης κάθε προσδιορισμού, όπως το απαιτεί για την αρχή του ο Χέγκελ, αλλά με την έννοια ενός λογικού αποχωρισμού αυτού, το οποίο υπάρχει πράγματι μόνον in concreto (σε σύμφυση…): πρέπει να δέση κανείς σφιχτά για να κοπή, με συσφιγκτήρες, η συρροή του αίματος, ώστε να αποχτήση αυτό το λογικό παρασκεύασμα. Το να θέσης  το ουδέτερο γένος και το τρίτο πρόσωπο στην αρχή αυτού, το οποίο πρέπει να βρίσκεται στο αποτέλεσμα στο πρώτο πρόσωπο – αυτό μπορείς να το κάνης μόνο στη βάση μιας προκατάληψης.

       Τα πράγματα ετίθεντο ως εξής για τον Χέγκελ: ήθελε να παράξη το Παν απ’ το Τίποτα (με την έννοια ενός αντικειμενικού Είναι), μόνον απ’ τη διανοητικότητα, σε λογικές όμως μόνο σιλουέττες, έτσι ώστε να προκύπτη εντούτοις επιπλέον «ο κόσμος πριν απ’ τη δημιουργία». Αυτή η υποτιθέμενη απαγωγή μπορούσε να διεκπεραιωθή μόνον υπό τον όρο, ότι εκλαμβάνονταν στην «αρχή» μια τέτοια απροσδιόριστη, πολυσήμαντη έννοια, στην οποίαν είναι, κατά την ίδια την έκφραση του Χέγκελ, όλες οι γάτες γκρίζες, το χεγκελιανό δηλαδή Είναι, το οποίο βρίσκεται σ’ αυτό παντελώς στην ίδια βαθμίδα με την απόλυτη αδιαφορία (αδιαφοροποίητο…) του Σέλλινγκ.

      Όταν νομίζη ο Χέγκελ, πως είναι το Είναι σε μιαν (αναγκαία γι’ αυτό σχέση) άμεσο, σε μιαν άλλη (εξίσου γι’ αυτό αναγκαία) αφηρημένο και κενό, έχοντας απογυμνωθή απ’ όλα τα χρώματά του, τότε έχει παντελώς άδικο. Είδαμε, πως το Είναι δεν είναι σε καμμιάν περίπτωση Άμεσο. Γι’ αυτό και θέτει ο Χέγκελ, που λαμβάνει το Είναι ως αρχή, σιωπηλά το Παν στο μαγικό του κουτί, για να το βγάλη πάλι, στον κατάλληλο καιρό, δελεαστικά από εκεί. Κάνει τη λογική υποστασιοποίηση του Μεσολαβούντος, της συνάρτησης, της Kopula, ένα Αμεσώτατο, και φανερώνεται σ’ αυτό ολόκληρη η αδυναμία του πανλογισμού, το αδύνατο της υποχρέωσης, την οποία θέτει στον εαυτό του. Γιατί το πραγματικό ή μόνο δυνητικό, κρυμμένο Παν πρέπει είτε να περιέχεται στη λογική αρχή, ή δεν υπάρχει όμως γενικώς αυτή η αρχή,  όπως υπάρχει εξίσου λίγο η απόλυτη φιλοσοφία, δηλ. ο πανλογισμός, και δεν είναι κάθε φιλοσοφία τίποτα περαιτέρω από ένα φιλοσοφείν.

       Και δεν είναι έτσι η αμεσότητα του Είναι αληθώς καθόλου άμεση, όπως ακριβώς δεν είναι βέβαια και η αφαιρετικότητά του ή το κενό του καθόλου αφηρημένα. Το Είναι, ως Kopula (συνδετικό ρήμα…), ως σχέση, δεν περιέχει βέβαια και απολύτως τίποτα, που θα μπορούσε να το αφαιρέση κανείς· δεν έχει καθόλου χρώματα (χροιές…), που ανήκουν βέβαια μόνο στις μορφές του Είναι, ενώ το Είναι μόνον είναι (υπάρχει…) και δεν μπορεί να ειπωθή τίποτα, εκτός απ’ το ότι είναι, γι’ αυτό, ακριβώς όπως δεν μπορεί να δηλώση βέβαια κανείς τίποτα και για το γεωμετρικό σημείο, για το είδος των ιδιοτήτων του. Κι αν μιλάη ο Χέγκελ για μιαν αφαιρετικότητα, απροσδιοριστία και κενότητα του Είναι, πρόκειται μόνο για μιαν περαιτέρω απόδειξη, ότι προσεπινοεί τόσο υποκείμενα όσο και αντικείμενα, δηλ. μορφές του Είναι. Δεν μπορεί να υπάρχουν καθόλου αφαιρέσεις του Είναι, γιατί είναι Γενικό, είναι όμως ως τέτοιο και εντελώς κενό περιεχομένου, γιατί είναι Kopula, σχέση.

      Είναι άρα οικοδομημένη η Λογική πάνω σε μια λανθασμένη εφαρμογή της ιδέας του Είναι, με τη βοήθεια της οποίας συνωστίζεται ολόκληρος ο κόσμος των ουσιών μέσα στη λογική. Το Είναι δεν είναι πράγματι καμμιά λογική ιδέα ή κατηγορία, όπως νομίζει ο Χέγκελ. Είναι παραπλανητικό εδώ, ότι μπορεί να δηλωθή, όπως όλα, με μια λέξη, και συνεπώς να διανοηθή. Όμως όλα διανοούνται, και δεν είναι εντούτοις όλα ιδέα (Idee). Πρόθεση, σύνδεσμος, επιφώνημα – όλα αυτά δηλώνονται, διανοούνται, μπορούν να τεθούν κάτω απ’ τον μεγεθυντικό φακό της σκέψης και να γίνουν ένα «Αυτό», ένα αντικείμενο, μια κατηγορία (Kategorie). Δεν μπορεί να κάνη κανείς αυθαίρετα κάθε Αυτό μιαν κατηγορία, μιαν ιδέα, που να ανήκη στην αμεσότητα. Υπάρχουν ομάδες από λέξεις-ιδέες, στις οποίες λείπει, επειδή εκφράζουν ένα ευθέως Έμμεσο, αυτή η αμεσότητα. Η πρόθεση «εντός» π.χ. μπορεί να γίνη ένα αντικείμενο της σκέψης, δεν μπορεί να τη σκεφθή εντούτοις κανείς άμεσα, υφίσταται μόνο μέσα σε μια συνέχεια εννοιών, και γι’ αυτό δεν μπορεί και να τη λάβη κανείς ως αρχή, να αρχίση μ’ αυτήν, γιατί φέρει ήδη μιαν προϋπόθεση μαζί της. Μπορεί να αρχίση κανείς μόνον από μιαν ιδέα, στην οποίαν αρμόζει αμεσότητα και η δύναμη του Είναι, όχι όμως απ’ το Τίποτα, όχι απ’ την καθαρή σχέση (ή: αναφορά).

      Ακριβώς μια τέτοια αναφορική έννοια είναι και το Είναι· είναι εντελώς ακατάλληλο, να εκληφθή ως αρχή, γιατί οδηγεί πέρα απ’ αυτό το ίδιο, προϋποθέτει πριν απ’ αυτό το ίδιο – και μάλιστα όχι με τη χεγκελιανή έννοια ενός γενικού διαλεκτικού αλληλοσυσχετισμού, αλλά με μιάν άλλη, στην οποίαν έχει παραπέμψει ήδη ο ίδιος: ότι δεν μπορεί να αντιληφθή δηλαδή κανείς την έννοια έξω απ’ τα συμφραζόμενά της, χωρίς το (λογικό) παρελθόν, παρόν και μέλλον της. Το Είναι με την έννοια της χεγκελιανής αρχής δεν υπάρχει λογικά, δεν μπορεί να το σκεφθή κανείς, το καθαρό Είναι είναι Μη-σκεψη, ανοησία, παραλογισμός. Η ιδέα του καθαρού Είναι είναι μια εντελώς λανθασμένη ιδέα, και έναντι αυτού του πλαστού νομίσματος αγοράζει ο Χέγκελ ολόκληρη τη Λογική  (( σ.σ.: Στην Εγκυκλοπαιδεία – Encyclopädie δίνει ο Χέγκελ τον εξής ορισμό του καθαρού Είναι: «Το καθαρό Είναι φτιάχνει την αρχή, γιατί είναι τόσο καθαρή σκέψη (ταυτολογία! – Μπ.), όσο και το απροσδιόριστο απλό άμεσο (!), και δεν μπορεί να είναι τίποτα το μεσολαβούμενο και περαιτέρω προσδιορισμένο η πρώτη αρχή» (πργρφ. 86, σ. 165). Και εκφράζεται στη συνέχεια μια εντελώς λανθασμένη ήδη σκέψη: «Αν δηλωθή ως κατηγορούμενο του Απολύτου το Είναι, τότε δίνει αυτό τον πρώτο του ορισμό: Το Απόλυτο είναι το Είναι. Είναι αυτό η εντελώς αρχική, πλέον αφηρημένη και πλέον ενδεής σκέψη» (ό.π. σ. 166). Αυτό είναι εντελώς λανθασμένο: το Απόλυτο δεν είναι και με καμμιά σημασία Είναι, γεννά το Είναι, το θεμελιώνει με τον εαυτό του, δεν το έχει όμως ως προσδιορισμό του (πρβλ. το κείμενο) )).

      Επειδή είναι η Λογική μια οντογένεση (Ontogenesis) (ή μια λογική, αν θέλη κανείς, αυτοβιογραφία του Απολύτου), ορίζεται έτσι και το Απόλυτο ως Είναι. Πρόκειται για έναν ειρμό ιδεών, που είναι εξόχως χαρακτηριστικός για τον εμπειρισμό και πανθεϊσμό, στους οποίους καθορίζεται ήδη εκ των προτέρων, ότι το Είναι είναι ο κόσμος, το Απόλυτο, ο Θεός, και στους οποίους ελαφροκοιμάται ήδη κρυμμένη ολόκληρη η φιλοσοφία του εξελικτισμού. Είναι εντούτοις εντελώς φυσικά  αδύνατο να ορίσουμε το Απόλυτο ή τον Θεό μέσω τού Είναι, ως ένα κατηγορούμενο της δημιουργημένης σχετικής (αναφορικής…) ύπαρξης. 

       Είναι χαρακτηριστικό, ότι λείπει στον θεμελιωτή της διδασκαλίας των κατηγοριών, τον Αριστοτέλη, μεταξύ των δέκα αναφερομένων απ’ αυτόν κατηγοριών αυτή του Είναι. Δεν είναι προφανώς και γι’ αυτόν το Είναι καμμιά κατηγορία, παρόμοια όπως βέβαια και στον Καντ, στον οποίον επιτέθηκε τόσο πολύ εξαιτίας των «εκατό ταλήρων» ο Χέγκελ. Όσον αφορά τώρα στον Χέγκελ, δεν εννοεί πράγματι υπό την κατηγορία του Είναι καθόλου το λογικό Είναι, αλλά την ύπαρξη, δηλ. το υπάρχον, κάθε Τι, ανεξαρτήτως αν εμφανίζεται αυτό ως αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο…) ή ως κατηγορούμενο. Απιστεί έτσι ήδη στην «αρχή», και ακριβώς στην «αρχή», στον καθαρό πανλογισμό. Αν αποδεχτή κανείς εντούτοις αυτήν την «αρχή», τότε εξελίσσονται λίγο ως πολύ ικανοποιητικά όλα τα περαιτέρω, και καθίσταται  μια Οντολογία απ’ τη Λογική. Περιέχεται εντούτοις μια εξαπάτηση, μια αγυρτεία (θαυματοποιΐα…) στην αρχή. Κι εκφράζεται αυτή η αμφι- ή πολυσημία του χεγκελιανού Είναι ήδη στα πρώτα βήματα, στη διδασκαλία για το Τίποτα.

      Είναι σαφές με την πρώτη ματιά, ότι δεν αντιπαρατίθεται το Τίποτα στο Είναι, αλλά μόνον το Μη-Είναι. Έπρεπε να το γνωρίζη ο Χέγκελ, πως μπορεί να έχη ένα διαφορετικό νόημα η άρνηση, κι ωστόσο λείπει σ’ αυτόν κάθε εξήγηση της σημασίας  τού Δεν (Όχι, Μη…) του. Μπορεί να είναι ένα στερητικό α, ού, μη  (( σ.σ.: Πρβλ. το «Lux aeterna» )). Εκείνο το Δεν, που εξάγει ο Χέγκελ απ’ την κατηγορία του Είναι, ως άρνησή του, μπορεί να είναι είτε ένα α στερητικό, μια πραγματική κατάργηση της σκέψης, ή κάτι το αδιανόητο, κι αυτό με δυό διαφορετικές σημασίες: ένα όχι μέχρι το τέλος διανοητό, ένα όριο της σκέψης, ένα πράγμα καθ’ εαυτό, ή ένας ετερογενισμός (Heterogenitȁt) της σκέψης, ένας αλογισμός (Alogizitȁt), ένα αδιανόητο· αυτό το αδιανόητο ανήκει στην άλογη (alogisch) υπαρξιακή σφαίρα στο Είναι. Η σφαίρα του αδιανόητου είναι εν γένει ευρεία, συνίσταται ωστόσο ακριβώς στην άρνηση αυτής της σφαίρας η ουσία του χεγκελιανισμού. Από μιαν τέτοιαν άρνηση δεν μπορεί να προέλθη φυσικά καμμιά «διαλεκτική». Μπορεί να σημαίνη ένα ούκ, μια λογική δηλ. άρνηση, μιαν εξάλειψη της σκέψης (ο κύκλος είναι, π.χ.,

 ένα τετράγωνο, ο κύκλος δεν είναι ένα τετράγωνο), αλλά δεν φτάνουμε κι εδώ σε καμμιά διαλεκτική, γιατί δεν περιέχει κάθε άρνηση έναν αντίλογο, δηλ. μιαν αντίθεση, δηλ. ένα θετικό, αν και εφοδιασμένο μ’ ένα άλλο πρόσημα περιεχόμενο στον εαυτό της, δεν είναι κάθε άρνηση ένα ελλειμματικό σημείο, στο οποίο προφυλάσσεται εντούτοις το προηγούμενο απόλυτο μέγεθος· υπάρχουν αρνήσεις, που ακυρώνουν κάθε περιεχόμενο και δεν είναι ουδόλως διαλεκτικές. Αυτό αληθεύει ακριβώς για την αρνητικότητα στην πιο καθαρή της μορφή, για την επονομαζόμενη άπειρη (ατελεύτητη…) κρίση στη λογική, του είδους: το Α δεν είναι Β, Γ, Δ… Πρόκειται για ένα ράκος (ένα ξεσκονόπανο…), που πλένει τη λανθασμένη σκέψη, εξαλείφει το λάθος, σβήνει όμως εν τέλει και την περιεκτικότητα ταυτόχρονα της σκέψης. Υπάρχει τέλος και μια τρίτη άρνηση, το μή, το οποίο σημαίνει, κατ’ ουσίαν, μιαν κατάφαση, που εκφράζεται εντούτοις στη μορφή του συσχετισμού και της απροσδιοριστίας, όπου έχει ήδη αποσπασθή εκ των προτέρων εδώ απ’ την καθαρή, ακυρώνουσα το περιεχόμενο ή απαρνούμενη τη διανοητότητα άρνηση το αγκάθι. Μια τέτοια άρνηση αποτελεί λοιπόν τη βάση της διαλεκτικής (Dialektik), των αντιλογιών της, για τις οποίες κάνει τόσο μεγάλη φασαρία ο Χέγκελ. Αυτή η αντιλογία δεν είναι όμως πραγματικά καθόλου αντιλογική, όπως δεν είναι επίσης κι αυτή η άρνηση αρνητική.  Αυτή η αντιλογία είναι απλώς ένα διαφορετικώς είναι, ένα διαφορετικώς σκέπτεσθαι, και δεν είναι γι’ αυτό καθόλου τρομερή για τη σκέψη· οι αντιλογίες λύνονται όλες κατά τον καλύτερο τρόπο, τίθενται και (εντελώς όμοια όπως  με μια μικρή γαμήλια τελετή κι ένα έντιμο συμπόσιο οι διαφορές μεταξύ ερωτευμένων) διευθετούνται. Θέλουμε να επιστρέψουμε ωστόσο τώρα πάλι στη θεμελιακή αντιλογία: Είναι – Μη-Είναι.
( συνεχίζεται )

Aμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου