Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Σεργίου Μπουλγκάκοφ : Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (5)

Σεργίου Μπουλγκάκοφ : Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (5)
Συνέχεια από : ΤΕΤΑΡΤΗ, 2 ΜΑΡΤΙΟΥ 2011

Δεύτερο κεφάλαιo.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ.

Ο αληθινός πατέρας του φιλοσοφικού ιδεαλισμού, αυτής της πιο τελειοποιημένης και αγαπητότατης φιλοσοφικής αίρεσης των ημερών μας, είναι ο Καντ (Kant). Ακριβώς όπως ο Ντεκάρτ, εκκινεί κι ο Καντ απ’ τη σκέψη (Skepsis), που του την είχε ψιθυρίσει ο Χιουμ (Hume), που εξάσκησε μ’ αυτόν τον τρόπο μια συνεχή, άμεση επίδραση πάνω στον Καντ. Η διδασκαλία του Καντ είναι μια αντι-χιουμική θεωρία, κι ο Καντ είχε φυσικά απόλυτο δίκαιο, όταν εξεστράτευσε ενάντια σ’ αυτήν τη δηλητηριώδη και άγονη σκέψη (Skepsis). Το κίνητρο ήταν η υπεράσπιση των δικαιωμάτων της λογικής, ως δικηγόρος των οποίων ήθελε να εμφανιστή ενάντια στη σκέψη. Είναι κυριαρχημένος απ’ το πάθος (Pathos) του διαφωτισμού, απ’ την καρτεσιανή αναζήτηση για στέρεο έδαφος, στο οποίο μπορεί να εγκατασταθή κανείς εν τω μέσω του τέλματος της αμφιβολίας. Είναι γνωστό, πόσο περίπλοκη, αμφίλεκτη και γεμάτη αντιλογίες είναι η διδασκαλία του Καντ, λόγω του οποίου υποδηλώνει ήδη κάθε έκθεση της διδασκαλίας του μιαν εντελώς προσδιορισμένη εξήγηση και στιλιστική γραφή. Η ιστορία της φιλοσοφίας φανέρωσε σ’ αυτόν πριν απ’ όλα ένα κεντρικό ρεύμα, δηλαδή τον ιδεαλισμό, και μάλιστα σε γνωσιολογική διατύπωση. Για την πλειονότητα των αναγνωστών του Καντ είναι βέβαια αυτή η διατύπωση το κυριώτερο, για μας όμως προέχει να αποσαφηνίσουμε το κεντρικό νεύρο του φιλοσοφείν του, μολονότι αυτό έχει καλυφθή ακόμα κι απ’ τον ίδιον τον Καντ και δεν έχει αποσαφηνιστή επαρκώς. Το σχηματικό σκίτσο της «Κριτικής του καθαρού λόγου-λογικής» περιγράφεται ως εξής. Για να ορίση τους αντικειμενικούς όρους της γνώσης ή – πράγμα που είναι το ίδιο – τα τυπικά κριτήρια της αλήθειας, εξετάζει ο Καντ, εκκινώντας απ’ τις μορφές (τα σχήματα) της υλικής αντίληψης, της «μεταφυσικής αισθητικής», τις μορφές της γνώσης. Εδώ αποδεικνύονται ο χώρος κι ο χρόνος ως γενικές μορφές, στις οποίες γίνεται το αντικείμενο, η «εμφάνιση» - το «φαινόμενο», αντιληπτό. Το επόμενο στάδιο είναι η έρευνα των μορφών, όχι τώρα πια των υλικών φαινομένων, αλλά των λογικών εννοιών, που σχηματίζονται σύμφωνα μ’ αυτά τα φαινόμενα επίσης σε ορισμένες μορφές ή κατηγορίες – η «μεταφυσική λογική», ιδίως η «μεταφυσική αναλυτική», που την ακολουθεί η «μεταφυσική διαλεκτική», που αποκαλύπτει ήδη τον σκελετό της ίδιας της λογικής. Εδώ προχωρά ως εξής ο Καντ. Λαμβάνει τον αντικειμενικό κόσμο εντελώς στατικά, έτσι όπως παρουσιάζεται στον παρατηρητή. Καθιστώντας τον ένα λογικό παρασκεύασμα, αποχωρίζει απ’ αυτόν τα σχήματα (τις μορφές), τα διαλύει, τα υποβάλλει σε μιαν επιθεώρηση και συναρμολογεί μετά απ’ αυτά τα σχήματα και υλικά της υλικής αντίληψης τόσο τον κόσμο όσο και τη λογική εκ νέου, ενώ όλα αυτά που απομένουν, εξηγούνται με διαλεκτικές αντινομίες. Μπορεί έτσι να φανή κατ’ αρχάς, σαν να κυριαρχή καθαρή αντικειμενικότητα στον Καντ, που δεν αφήνει χώρο σ’ έναν ιδεαλισμό, αποσιωπώντας εντελώς έναν αφηρημένο υποστατικό χαρακτήρα μιας φιλοσοφίας του Εγώ. Στον Καντ κανονίζονται όλα απ’ το αντικείμενο, κι όχι απ’ το υποκείμενο, περιλαμβανομένου του ίδιου του υποκειμένου. Είναι γι’ αυτόν τον λόγο ευκόλως δυνατό, να προσυπολογίση κανείς τον Καντ στους αντιπροσώπους της φιλοσοφίας της αναφορικότητας (του κατηγορουμένου), να τον προσεγγίση δηλ. απ’ τη μια μεριά στον Χέγκελ, κι απ’ την άλλη στους θετικιστές εμπειρικούς, κάτι που και γίνεται πράγματι από κάποιους απ’ τους νεοκαντιανούς της εποχής μας. Παραδεχόμαστε άνευ ετέρου, ότι μπορούν να παρουσιαστούν πολλά προς δικαιολόγηση αυτού του βήματος (της ενέργειας). Όταν ιχνηλατή όμως κανείς τις οντολογικές, απογυμνωμένες ήδη απ’ τους διαδόχους του Καντ (προπάντων απ’ τον Φίχτε) ρίζες του συστήματός του, θα συναντήση τη ροπή (τη δύναμη) της στερημένης απ’ τη φύση της υπόστασης. Τα σχήματα (οι μορφές) της γνώσης, κατ’ αρχήν ο χώρος κι ο χρόνος, και πέρα απ’ αυτό οι διάφορες κατηγορίες (Kategorien) – βρίσκονται κομματιασμένες απ’ τον Καντ και καταπιέζουν με την πολλαπλότητά τους. Ποιος θα τις ενώση, θα τους χορηγήση ζωή; Προφανώς το μπορεί αυτό, παρ’ όλο που τα σχήματα αυτά ορίζουν το αντικείμενο, μόνον και μοναδικά το υποκείμενο, το Εγώ, η υπόσταση. Όλ’ αυτά τα σχήματα εμφανίζονται ως νευρικές δέσμες αυτού του Εγώ, ως αυτοπροσδιορισμοί του. Συνδέονται μέσω του Εγώ αναμεταξύ τους, προάγονται σε κίνηση· μπορεί να πη κανείς, πως είναι το Εγώ στη γνωσιολογική του μορφή, το γνωσιολογικό υποκείμενο – μια έννοια, που έχει γεννηθή απ’ τα βαθύτατα βάθη της καντιανής φιλοσοφίας και κλήθηκε να παίξη έναν τόσο μεγάλο ρόλο στον νεοκαντιανισμό. Βρίσκει την έκφρασή του στον ίδιον τον Καντ στη σημαντική και, μπορεί αναμφίβολα να πη κανείς, κεντρική του διδασκαλία για τη «μεταφυσική συναίσθηση». Η «σύνθεση» των μεμονωμένων χαρακτηριστικών σε αντικείμενο προϋποθέτει κατά τον Καντ την ενωτική λειτουργία του Εγώ, το οποίο είναι βέβαια η συνθετική αρχή. Είναι, αν μπορή να το πη έτσι κανείς, ο παντεπόπτης οφθαλμός, που κοιτάζει μέσα απ’ τα σχήματα (τις μορφές) της γνώσης και βλέπει μόνο μέσα τους. Χωρίς αυτό το Εγώ δεν υπάρχει καμμιά σύνθεση, κανένα αντικείμενο, καμμιά γνώση. Ο Καντ κοπιάζει τα μέγιστα, να περιορίση αυτό το Εγώ σε μιαν καθαρά λογική λειτουργία, να το κάνη ένα αποκλειστικά γνωσιολογικό υποκείμενο, - και στην στατική κατάσταση, την οποία αποδέχεται για τη γνώση, είναι αυτό ακόμα δυνατό. Εκεί που μεταβαίνει ωστόσο ο Καντ στην περιοχή της πρακτικής λογικής (ή: του πρακτικού λόγου), όπου το Εγώ είναι ήδη θέληση (βούληση), «πρακτική λογική», πρόσωπο (Person), απιστεί στον εαυτό του. Το τόσο αισθητά ελλείπον για τους μύστες του Καντ κέντρο της γνωσιολογίας του πρέπει να αναζητηθή ακριβώς εδώ. Η «μεταφυσική συναίσθηση», η ενότητα του Εγώ, αποτελεί τη βάση όλων των γνωσιακών πράξεων και ισχύει τόσο στη μεταφυσική αισθητική όπως και στη λογική, για την αισθητικότητα (την υλική φύση) όπως και για τη σκέψη στον ίδιον βαθμό. (Πρβλ. το παράρτημα για τον Καντ: Η διδασκαλία για τη μεταφυσική συναίσθηση.) Ο Καντ δεν κατόρθωσε να αποδείξη ή να δείξη, ότι το Εγώ μπορεί να εννοηθή απλώς ως «ενότητα της μεταφυσικής συναίσθησης», ως λογική λειτουργία, χωρίς αναφορά σ’ ένα οντολογικό κέντρο, προς το καρτεσιανό τυχόν cogito ergo sum = sum cogitans = sum. Μπερδεύεται σε ασάφειες και αντιφάσεις. Η σκέψη του Καντ, πως το Εγώ, το υποκείμενο έχει μιαν απλώς και μόνο γνωσιολογική σημασία, και καμμιάν άλλη, εγκαταλείπεται πρακτικά απ’ αυτόν στην «Κριτ. τ. … λ.» και στις επόμενες κριτικές. Για μας δεν είναι τώρα αυτή η διαίρεση τού φιλοσοφείν σε τμήματα, χωρίς μετάβαση απ’ το ένα στο άλλο, κατά κανέναν τρόπο υποχρεωτική. Εγείρεται το μεγάλο και σημαντικό ερώτημα: εκφράζεται στο γνωσιολογικό Εγώ, στην «ενότητα της μεταφυσικής συναίσθησης», η φύση του Εγώ, ή, το ίδιο με άλλα λόγια: μπορεί να υπάρχη γενικώς ένα γνωσιολογικό μόνον Εγώ, για το οποίο τάσσεται έτσι ο Καντ; Ο Καντ διαβεβαιώνει, πως δεν υπάρχει τίποτα στο ίδιο το περιεχόμενο της συνείδησης, που να περικλείει στον εαυτό του τη γνώση του Εγώ (αν δεν μιλάμε φυσικά για την περιοχή της εσωτερικής εμπειρίας, για το ψυχολογικό δηλ. Εγώ, το οποίο ανήκει στην εμπειρική πραγματικότητα). Είναι όμως γενικώς δυνατή η γνώση, όπως ακριβώς και όλες οι μεμονωμένες γνωσιακές ενέργειες (πράξεις), έξω απ’ την επικαιρότητα ενός Εγώ; Το οντολογικό Εγώ γίνεται στη γνώση και ένα γνωσιολογικό Εγώ, που μέσα απ’ το διαφανές επιφανειακό του στρώμα διαφέγγει το ατελεύτητο βάθος του πραγματικά υπάρχοντος. Κι αν είναι η γνωσιολογία μόνον ένα τέτοιο διαφανές επιφανειακό στρώμα, γιατί δεν θέλει τότε να δη ο Καντ τόσο σ’ αυτό όσο και πίσω απ’ αυτό τίποτα άλλο παρά μόνον αυτήν τη διαφάνεια;

Κι όμως βρίσκεται σ’ αυτήν τη διδασκαλία για την «ενότητα της μεταφυσικής συναίσθησης» η κεντρική διαφώτιση, αν μπορή να το πη κανείς έτσι, του Καντ. Ο Καντ εξαίρει (τονίζει) συνεχώς την καθαρά λογική σημασία αυτού του Εγώ και το θέτει απ’ αυτήν την άποψη σε μιαν αντίθεση προς το ψυχολογικό Εγώ, το οποίο μπορεί να αναγνωρισθή μόνο στη βάση «φαινομένων» και ανήκει στη σφαίρα της εσωτερικής εμπειρίας. «Το: (Εγώ) σκέπτομαι, πρέπει να μπορή να συνοδεύη όλες τις παραστάσεις-ιδέες μου», αυτή η ιδέα «δεν μπορεί να θεωρηθή παρά ως ανήκουσα στην υλική φύση (Καντ, Κρ. τ. κ. λ., σελ. 131-132 της 2ης έκδ.) και πρέπει να είναι μία και η αυτή σε κάθε συνείδηση. Αυτή η παράσταση-ιδέα συνδέει τις αρχικές ιδέες, και χωρίς αυτό δεν θα μπορούσαν να είναι ιδέες μου (σ.σ.: Απ’ αυτό το γεγονός εξάγει ο Καντ το εντελώς αυθαίρετο και λανθασμένο συμπέρασμα: «Η σύνδεση-σχέση δεν βρίσκεται όμως στα αντικείμενα και δεν μπορούν να τη δανείσουν αυτά μέσω τυχόν αντίληψης και να αναληφθή έτσι πρώτιστα στον νου-λογική, αλλά είναι μόνον κάτι που εκτελεί-επιτελεί ο νους-λογική, που δεν είναι ο ίδιος τίποτα άλλο παρά η ικανότητα, να συνδέης εκ των προτέρων – a priori – και να οδηγής την πολλαπλότητα δεδομένων παραστάσεων-ιδεών κάτω απ’ την ενότητα της συναίσθησης» (134-135). Για τον Καντ είναι αυτή η αρχή-αξίωμα «η ανώτατη σ’ ολόκληρη την ανθρώπινη γνώση». Αυτό βρίσκεται σε μια συνάρτηση με την υποκειμενική-κυβιστική γνωσιολογία του Καντ και δεν προέρχεται κατά κανέναν τρόπο απ’ την παραδοχή-υπόθεση της «μεταφυσικής ενότητας της συναίσθησης», γιατί είναι πολύ πιθανώς δυνατό, ότι έχουν τα «αντικείμενα» - ιδέες - τη δική τους ύπαρξη, την οποία μόνο γνωστοποιούν μέσω του νου-λογικής ή της σκέψης στο αντιλαμβανόμενο Εγώ). Θα μπορούσαμε να το εκφράσουμε ίσως έτσι, ότι αυτή η παράσταση-ιδέα είναι το γενικό, παγκόσμιο, απόλυτο αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο) σε κάθε περιεχόμενο της συνείδησης και κάθε πράξη της γνώσης, αδιάφορο αν αυτή η τελευταία εκφράζεται απ’ το πρώτο ή το τρίτο πρόσωπο. Για την κρίση, στην οποία πραγματοποιείται η γνώση, μπορεί να ειπωθή: «ότι η κρίση δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο τρόπος, να οδηγήσης δεδομένες γνώσεις στην αντικειμενική ενότητα της συναίσθησης» (141) – να τις οδηγήσης δηλ. στο Εγώ. «Σ’ αυτό σκοπεύει η μικρή πρόθεση ε ί ν α ι στις κρίσεις, για να διακρίνουμε την αντικειμενική ενότητα δεδομένων παραστάσεων απ’ τις υποκειμενικές. Γιατί αυτό δηλώνει την αναφορά τους στην αρχική συναίσθηση και την αναγκαία ενότητά τους, αν και η ίδια η κρίση είναι εμπειρική, και άρα τυχαία, π.χ. τα σώματα είναι βαρειά. Με το οποίο δεν θέλω βέβαια να πω, πως αυτές οι ιδέες ανήκουν στην εμπειρική θεωρία αναγκαίως η μια στην άλλη, αλλά ανήκουν δυνάμει της αναγκαίας ενότητας της συναίσθησης στη σύνθεση των θεωρήσεων η μια στην άλλη, σύμφωνα με αρχές δηλαδή του αντικειμενικού προσδιορισμού όλων των ιδεών-παραστάσεων, εφ’ όσον μπορεί να «προκύψη» (να «γίνη») από αυτό γνώση, οι οποίες αρχές έχουν παραχθή όλες απ’ το αξίωμα της μεταφυσικής ενότητας της συναίσθησης» (142). Ο Καντ αποδίδει, με άλλα λόγια, κάθε αντικειμενικότητα στη γνώση, με την οποία γίνεται κατ’ αρχάς ο απλός συνδυασμός παραστάσεων (στο αναφερθέν παράδειγμα: του σώματος και της βαρύτητας) μια κρίση, στην ενότητα της συνείδησης. Αλλά η εξήγηση αυτής της σκέψης δεν μπορεί να επιτευχθή αποκλειστικά και μόνο μ’ αυτήν τη γνωσιολογική, ειδικά καντιανή και εξαιρετικά αμφισβητούμενη έννοια, αλλά πρέπει να γίνη αυτό και με μια γενικώτερη, ότι είναι δηλαδή κάθε περιεχόμενο της γνώσης ένα κατηγορούμενο στο Εγώ, ότι κατέχει δηλ. εκτός απ’ το ειδικό αντικείμενό του της πρότασης (υποκείμενο), το υποστασιοποιημένο κατά το πρότυπο του Εγώ αντικείμενο (τα σώματα είναι βαρειά-έχουν βάρος), ένα ακόμα δεύτερο, γενικό αντικείμενο της πρότασης, το οποίο βρίσκεται πάντα στο πρώτο πρόσωπο: το Εγώ. – Εγώ σκέπτομαι: τα σώματα είναι βαρειά, Εγώ συμπεραίνω, πραγματοποιούμαι στην κρίση Α είναι Β. Αν δεν εγκλεισθή κανείς, όπως ο Καντ, στη γνωσιολογία (το οποίο το κάνει κι ο ίδιος μόνον εντός της «Κρ. τ. κ. λ.», χωρίς να αποπειράται εξάλλου να συναρτήση τη διδασκαλία της ενότητας της μεταφυσικής συναίσθησης με τα αποτελέσματα των υπολοίπων κριτικών), αλλά αν λάβη κανείς το συγκεκριμένο Εγώ, το οποίο δεν πραγματοποιείται μόνο στη σκέψη, αλλά και στη θέληση-βούληση, στη δημιουργική θεωρία, τότε μπορεί να πη γενικά, πως ανήκει κάθε πράξη της ζωής, κάθε ζωτικό περιεχόμενο του Εγώ στην «ενότητα της μεταφυσικής συναίσθησης». Ολόκληρη η ζωή αποκορυφώνεται στο Εγώ, είναι ένα κατηγορούμενο στο Εγώ, κι ολόκληρος ο κόσμος είναι έτσι μια ζωντανή πρόταση, είναι ένα αναπτυσσόμενο Εγώ, το κατηγορούμενό του.

Αλλά δεν είναι, ταυτόχρονα, αυτό το Εγώ, όπως παρατήρησε σωστά ο Καντ, το συγκινησιακό-τρεπτό, ρέον, προσιτό απ’ την εμπειρία για τη γνώση μας Εγώ μας, η ψυχή (Psyche), «η δέσμη των ιδεών-παραστάσεων», το κατοικόν στο σώμα «ψυχολογικό υποκείμενο», ο σωματικός οργανισμός κ.τ.λ. Σε σχέση προς τη «μεταφυσική ενότητα της συναίσθησης», με την οποία δηλώνεται αυτό το απόλυτο Εγώ, βρίσκεται το ψυχολογικό Εγώ σε ένα επίπεδο μ’ ολόκληρον τον κόσμο των φαινομένων και είναι στον ίδιον βαθμό κατηγορούμενο όπως αυτά. Το απόλυτο Εγώ είναι μόνον αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο), ποτέ κατηγορούμενο, είναι ένα υποκείμενο, το οποίο δεν μπορεί να γίνη ποτέ αντικείμενο. Αυτήν την ιδιάζουσα φύση του Εγώ ως ενός απολύτου υποκειμένου, αντικειμένου της πρότασης, χαρακτήρισε πολύ στο περίπου, και επιπλέον, εντελώς αντίθετα στη συνήθειά του, χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις και προσδιορισμούς, ως «σκέψη» ο Καντ: «έχω αντίθετα… στη συνθετική, πρωτογενή ενότητα της συναίσθησης συνείδηση του εαυτού μου, όχι όπως φαίνομαι σε μένα, ούτε όπως είμαι στον ίδιον τον εαυτό μου, αλλά μόνον, ό τ ι είμαι. Αυτή η ιδέα είναι μια σ κ έ ψ η, κι όχι μια θ ε ω ρ ί α» (157) (σ.σ.: «Το: Εγώ σκέπτομαι, εκφράζει την ενέργεια-την τελετή, Aktus, να ορίσω την ύπαρξή μου. Η ύπαρξη είναι μ’ αυτό λοιπόν ήδη δεδομένη, αλλ’ ο τρόπος πώς πρέπει να την ορίσω, να καθορίσω δηλ. σε μένα το πολυσχιδές, που ανήκει στην ίδια, δεν είναι μ’ αυτό ακόμα δεδομένος. Στον σκοπό αυτόν ανήκει η αυτοθεώρηση… Με οδηγεί ωστόσο αυτός ο αυθορμητισμός – της σκέψης μου – , στο να ονομαστώ ν ο η μ ο σ ύ ν η»). «Και δεν έχω άρα σύμφωνα μ’ αυτά καμμιά γνώση για μένα, πώς ε ί μ α ι, αλλ’ απλώς, πώς φ α ί ν ο μ α ι σε μένα τον ίδιον… Και υπάρχω ως νοημοσύνη, που έχει απλώς συνείδηση της ικανότητάς της προς σχέση» (158) (σ.σ.: Λέει ο Χέγκελ για τη διδασκαλία του Καντ που μας απασχολεί εδώ: «Ανήκει στις πιο βαθειές και πιο σωστές παρατηρήσεις, που υπάρχουν στην κριτική της λογικής, ότι η ενότητα, που αποτελεί την ουσία της έννοιας, αναγνωρίζεται ως η πρωταρχική-συνθετική ενότητα της συναίσθησης, ως ενότητα του: (Εγώ) σκέπτομαι, ή της αυτοσυνειδησίας». – Hegel, “Wissenschaft der Logik”/ «Επιστήμη της λογικής», W.W. Bln. 1832 ff., Bd. V, S. 15 - . Ερμηνεύει εδώ φυσικά ο Χέγκελ την καντιανή διδασκαλία εντελώς με τη δική του έννοια: «Η κατανόηση ενός αντικειμένου δεν συνίσταται στην πράξη σε τίποτα άλλο, απ’ το ότι κάνει το Εγώ το αντικείμενο δικό του, το διαπερνά, και το φέρνει στο δικό του σχήμα, δηλ. στη γενικότητα, η οποία είναι άμεσα βεβαιότητα, ακρίβεια…» - ό.π., S. 16 - . Είναι σαφές, ότι αυτός ο συλλογισμός του Χέγκελ βρίσκεται εντελώς μακριά απ’ τον Καντ. Λέει ο ίδιος ο Καντ: «Στη συνείδηση του εαυτού μου κατά την απλή σκέψη είμαι η ίδια η ουσία, απ’ την οποία όμως δεν μου έχει δοθή βέβαια μ’ αυτό ακόμα τίποτα προς σκέψη» - Kr. d. r. V., S. 429 - . Θεωρεί εδώ ο ίδιος ο Καντ το καρτεσιανό cogito ergo sum=sum cogitans είτε για μιαν άνευ περιεχομένου ταυτολογία – για μιαν «αναλυτική κρίση» - ή για ένα σόφισμα, για μιαν υποκατάσταση της υποστασιοποιημένης συνείδησης).

Δεν είναι λοιπόν απ’ τη μια πλευρά η μεταφυσική ενότητα της συναίσθησης στον Καντ, το Εγώ ως λογική λειτουργία, ουδόλως ένα καθαρό μηδέν, γιατί είναι με μιαν οποιαδήποτε, μη προσδιορίσιμη έννοια ο ίδιος εξαναγκασμένος, να παραδεχτή γι’ αυτό μιαν ύπαρξη – κι αυτό δεν είναι περαιτέρω καθόλου εκπληκτικό, γιατί είναι αυτό το Εγώ ο κοσμικός ήλιος, γύρο απ’ τον οποίον περιστρέφεται ολόκληρος ο κόσμος του νέου Κοπέρνικου, συγκρατεί αυτό το Εγώ τις κατηγορίες, στις οποίες δημιουργεί και θεμελιώνει τον κόσμο· πρέπει με την ακύρωσή του να ανατραπούν όλα και να στριφογυρίσουν σε άγριο χορό. Απαγορεύει όμως ταυτόχρονα απ’ την άλλη πλευρά ο αυστηρός νόμος των κατηγοριών, να δηλώσης, να γνωρίσης κάτι απ’ αυτό το Εγώ. Μπορεί να γνωρίση όλα τα άλλα το Εγώ (κι ανάμεσα σ’ αυτά τα άλλα και το ίδιο του το εφήμερο, ψυχικό Εγώ) – μόνο να κοιτάξη τριγύρο για τον ίδιο του τον εαυτό δεν δύναται. Είναι η «απλή και για τον εαυτό της εντελώς άδεια σε περιεχόμενο ιδέα-παράσταση: Εγώ, για την οποία δεν μπορεί ούτε να πη καν κανείς, πως είναι μια έννοια, αλλά μια απλή συνείδηση, που συνοδεύει όλες τις έννοιες. Μ’ αυτό το Εγώ ή Αυτός ή Αυτό (το πράγμα) δεν σημαίνεται λοιπόν τίποτα περισσότερο από ένα μεταφυσικό υποκείμενο της σκέψης = x , το οποίο γνωρίζεται μόνο μέσω των σκέψεων, που είναι κατηγορούμενά του, και για το οποίο δεν μπορούμε να έχουμε απομονωμένα ουδέποτε την ελάχιστη έννοια» (404). Η σκέψη αυτή επαναλαμβάνεται, χωρίς να διευκρινιστή, διεξοδικά και κουραστικά στην ανάλυση των «ψυχολογικών παραλογισμών (Paralogismen)», όπου φτάνει να συζητηθή η μεταφυσική ενότητα του Εγώ σε συνάρτηση με τις διδασκαλίες της ορθολογικής ψυχολογίας για την ουσιαστικότητα της ψυχής, το απλό (απέρριτο) κ.τ.λ. Και είναι εδώ το βασικό έρεισμα του Καντ ένας ιδιόμορφος αγνωστικισμός (Agnostizismus), που δεν μπορεί να υπάρξη ως συνέπειά του καμμιά γνωστική πράξη (ενέργεια) του Εγώ. Στην πρώτη, μη συγκαλυμμένη δημοσίευση καταφεύγει μ’ αυτό ενίοτε ο Καντ σε άκρως αξιοσημείωτη επιχειρηματολογία, όπως π.χ.: παρ’ όλο που «το Εγώ…» υπάρχει «βέβαια σ’ όλες τις σκέψεις», «δεν θα μπορούσαμε» ωστόσο «να εξηγήσουμε με καμμιάν ασφαλή παρατήρηση μιαν τέτοια επιμονή, σταθερότητα (αυτού του υποκειμένου)». «Μπορεί λοιπόν να αντιληφθή βέβαια κανείς, πως αυτή η ιδέα-παράσταση (του Εγώ) εμφανίζεται πάντοτε εκ νέου σε κάθε σκέψη, όχι όμως πως είναι μια μόνιμη και διαρκής θεωρία, μέσα στην οποία θα μεταβάλονταν (ως μεταβλητές) οι σκέψεις» (350). Δεν θέλουμε να κρίνουμε, αν εννοείται σοβαρά ή ειρωνικά η προθυμία του Καντ, να χαρακτηρίση «το μόνιμο λογικό υποκείμενο της σκέψης» ως «μιαν ουσία στην ιδέα (Idee), όχι όμως στην πραγματικότητα» (351). Όλη αυτή η συνάθροιση από πλάνες δεν μας προάγει παντελώς στην απάντηση του ερωτήματος: πώς πρέπει να κατανοηθή λοιπόν πραγματικά αυτός ο γνωσιολογικός μοχλός, πάνω στον οποίον στηρίζεται ολόκληρο το καντιανό κοσμικό οικοδόμημα, «ο κόσμος» δηλ. «των φαινομένων»; Δεν είναι ένα Μηδέν, αλλά και δεν υπάρχει· δεν είναι ένα ατομικό Εγώ, γιατί τίθεται σε μιαν αναντίρρητη αντίθεση προς το Εγώ ως εσωτερική εμπειρία, το οποίο έχει τις δικές του «θεωρήσεις», αλλά δεν είναι και ένα υπερατομικό Εγώ, τ ο Εγώ, γιατί δεν γίνεται για ένα τέτοιο καν ο λόγος. Είναι ένα στο είδος του μοναδικό ή μόνον ένα μεμονωμένο Εγώ; Δεν υπάρχει προφανώς κανένας δρόμος και καμμιά δυνατότητα, να επαναλάβουμε τη λογική λειτουργία, να παρατηρήσουμε δηλ. απ’ το ίδιο το δικό μας Εγώ, μέσα απ’ τη δική του «ενότητα της μεταφυσικής συναίσθησης» την ίδια λογική λειτουργία σε μιαν άλλη συνείδηση, γιατί αυτό θα ήταν ήδη εμπειρία. Δεν υπάρχει επομένως φαινομενικά καμμιά δυνατότητα, να υπερνικήσουμε τον γνωσιολογικό σολιψισμό (Solipsismus) και να βρούμε την έξοδο απ’ τη λαμπρή του απομόνωση (splendid isolation). Μιλάει βεβαιότατα ο Καντ μια φορά κατά προσέγγιση, αν και με εξαιρετικά μικρή επιτυχία, για τη μεταφυσική συνείδηση απ’ την άποψη του παρατηρητή (1. Έκδ. 363), αλλά το κάνει χωρίς κανέναν λόγο, και μπορεί να πη κανείς αναμφίβολα, ότι καταστρέφει ταυτόχρονα με τον «παραλογισμό» (“Paralogismus”) της ορθολογικής ψυχολογίας και τη γνωσιολογική δυνατότητα μιας αναγνώρισης ή γνώσης άλλων γνωσιολογικών υποκειμένων και διαμφισβητεί επομένως εδώ τη δυνατότητα του καθορισθέντος απ’ αυτόν τον ίδιον κριτηρίου μιας αντικειμενικής γνώσης. Η πολυ-υποστατικότητα του γνωσιολογικού Εγώ βρίσκεται σε μιαν αντίφαση προς τη μονο-υποστατικότητα του Εγώ ως λογικής λειτουργίας, που είναι παντελώς απρόσιτη στην ιδέα της πολλαπλότητας ή της επανάληψης. Δεν οδηγεί καμμιά γνωσιολογική γέφυρα απ’ το Εγώ προς το Εσύ, γιατί το ερώτημα δεν λύνεται ούτε απ’ τον κυκλοτερή δρόμο μέσω της ψυχολογίας. Δεν μπορεί να υπάρχη εδώ ένα Εσύ, ένα άλλο δηλ. Εγώ, ένα άλλο κι ωστόσο ταυτόσημο, ένα γνωσιολογικό σημείο έξω από μένα κι ωστόσο ταυτόχρονα και σε μένα. Αυτό δεν σημαίνει αυτονόητα ουδόλως καθεαυτό μιαν αντίρρηση (ένσταση), οφείλει να διαπιστωθή μάλλον εδώ μια αντίφαση απλώς στη διδασκαλία του Καντ και μια ανεπάρκεια των αρχών του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου