Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Σεργίου Μπουλγκάκοφ : Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (17)

Σεργίου Μπουλγκάκοφ : Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (17)
Συνέχεια από Παρασκευή, 9 Σεπτεμβρίου 2011
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ
Πρώτο κεφάλαιο
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ

    Είπαμε, πως η γνώση της παν-ενότητας εκτελείται με την αγάπη∙ στην αγάπη και στο αντίθετό της, την αυτο-αγάπη, που εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους – απ’ την ψυχρότητα μέχρι την εχθρότητα και μέχρι το μίσος – υπάρχει η γνωσιολογία του υποκειμένου. Εφ’ όσον καθορίζεται η αληθινή ύπαρξη απ’ το υποκείμενο, εξαρτάται ο δρόμος προς αυτό απ’ αυτήν ακριβώς την κατάσταση της υπόστασης, που μπορεί να δηλώνη είτε έναν αυτοαποκλεισμό της υπόστασης στην εγωϊστική μονο-υποστατικότητα, ή την ανάπτυξή της όμως στην παν-ενιαία, πτερωμένη απ’ την αγάπη προς την αλήθεια υποστατική παν-ενότητα. Γι’ αυτό είναι ο Σατανάς, αυτή η καθαρή μονο-υποστατικότητα, αυτός ο μεταφυσικός εγωϊσμός, ένας «φονέας εξαρχής» κι ένας «πατέρας του ψεύδους»  ((  σ.σ.:  «εκείνος ανθρωποκτόνος ήν απ’ αρχής και εν τη αληθεία ουχ έστηκεν, ότι ουκ έστιν αλήθεια εν αυτώ∙ όταν λαλή το ψεύδος, εκ των ιδίων λαλεί, ότι ψεύστης εστί και ο πατήρ αυτού» - Ιωάν. 8, 44  )) , και τα παιδιά του, ένα γέννημα του εγωϊσμού, επίσης παιδιά του ψεύδους. Γιατί η άρνηση της παν-ενότητας, όπου βρίσκεται θεμελιωμένη η αυτοδιαφύλαξη του εγωϊσμού – ενός εγωϊσμού, που δεν προέρχεται από αδυναμία ή από ψυχική διαταραχή, αλλά είναι νοούμενος (noumenal), και κατάγεται απ’ τη θεμελιώδη αυτοδιάθεση -, είναι μια συκοφαντία της δημιουργίας του Θεού, μια συκοφαντία του Εγώ, το οποίο δεν είναι εγωϊστικό, αλλά σύμφωνα με τη φύση του παν-ενιαίο, και είναι μια πλήρης μίσους ανικανότητα στην αγάπη και μια βλασφημία του Αγίου Πνεύματος, και ένα ψέμμα, η αρχή του ψέμματος, γιατί όλη η γνώση και όλη η ζωή εκπορεύεται (εκκινά…) απ’ το υποκείμενο, και δεν απορρέει κανένα υγιές και καθαρό νερό απ’ τη δηλητηριασμένη πηγή. Από ’δώ αποκτά ο θαυμαστός ύμνος της αγάπης, που τραγουδά ο Απόστολος Παύλος στο 13ο κεφάλαιο της πρώτης προς Κορινθίους επιστολής, μια μεταφυσική έννοια.  «και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμι.» Υπάρχει συνεπώς σε μιαν εντελή, περιεκτική (ευρισκόμενη στην πλευρά του κατηγορουμένου, του αντικειμένου) πληρότητα της αυτοσυνειδησίας άλλη μια ιδιαίτερη  π ο ι ό τ η τ α  αυτής της γνώσης, που προέρχεται απ’ το υποκείμενο, απ’ την υγεία ή τη μη υγεία του, με την οποία μπορεί να απαξιωθή και αποδυναμωθή, να προσλάβη έναν αρνητικό συντελεστή. Κι αυτή η ποιότητα είναι η έλλειψη της παν-ενιαίας αυτοσυνειδησίας, η άρνηση της αγάπης. Και η γνώση της αλήθειας, ως το Είναι όλων στην ενότητα, αντικαθίσταται με την ψυχρή κατοχή του κόσμου ως ιδιοκτησίας του, που δεν υφίσταται στην πραγματικότητα απολύτως.

      Δεν είναι λοιπόν το υποκείμενο, η υπόσταση, ένας κενός τόπος, ένα μεταφυσικό σημείο χωρίς καμμιάν απόχρωση. Μπορεί να το χαρακτηρίση μάλλον κανείς μαζί με τον Καντ και τον Σοπενάουερ ως τον νοούμενο (noumenal) χαρακτήρα, που αποτελεί τη βάση όλων των εμπειρικών αυτοπροσδιορισμών, ολόκληρης δηλ. της πρακτικής γνώσης και πράξης. Ο νοητός χαρακτήρας, η φύση δηλ. της υπόστασης στη σχέση της, στη θέση της και στο αυτο-βίωμά της στην παν-ενότητα δεν είναι, ως μια εξωχρονική και στο κατώφλι της δημιουργίας αναπαυόμενη ενέργεια, μια ενέργεια της ελευθερίας, αλλά γίνεται αισθητή από εμάς ως μια  π ρ ά ξ η  της ελευθερίας μας, για την οποία είμαστε εμείς (όπως το εξέθεσε πειστικά ο Σοπενάουερ) υπεύθυνοι. Αυτή η πράξη δεν  επιτελέστηκε στο Είναι, αλλά  π ρ ι ν  απ’ το Είναι, στο αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο…) δηλ. κι όχι στο κατηγορούμενο, πριν απ’ το κατηγορούμενο, πριν απ’ τη γένεσή του. Σημαίνει λοιπόν αυτό, πως είναι η πράξη του νοητού αυτοπροσδιορισμού του υποκειμένου αμετάβλητη και οριστική, πως δηλώνει το πεπρωμένο του, τον προορισμό του, όπως το δίδαξαν ο ίδιος ο Σοπενάουερ και πριν απ’ αυτόν ο Καλβίνος; Θα ήταν έτσι, αν ήταν ο χρόνος μόνο μια εμφάνιση του εξωχρονικού και δεν περιείχε στον εαυτό του, στη μορφή της επίγειας ζωής, την αιωνιότητα, αν ήταν μεταφυσικά άδειος, δίχως σκοπό και σημασία. Δεν συμβαίνει όμως έτσι, ριζώνει στην αιωνιότητα ο χρόνος, είναι και αιωνιότητα, έστω και στη μορφή της επίγειας ζωής, και γι’ αυτό στερείται και ο φαταλισμός (η μοιρολατρεία…) το λιγότερο κάθε βάση. Είναι δυνατόν ένα εργάζεσθαι με τον εαυτό μας στον χρόνο, ένα εργάζεσθαι,

που έχει μια σημασία για την αιωνιότητα, - σ’ αυτό ακριβώς υφίσταται μάλιστα το νόημα της εφήμερης (εγκόσμιας…) ζωής, σ’ αυτό μόνο βασίζεται μάλιστα η μεταφυσική δυνατότητα της Δευτέρας Παρουσίας με την κρίση της για την αιωνιότητα. Είναι εντελώς σωστό, πως ο προϊστορικός αυτοπροσδιορισμός είναι ένα δεδομένο για το υποκείμενο, πως σημαίνει μια μοίρα, ένα ορισμένο μεταφυσικό κάρμα, και πως το δέντρο της ζωής δεν εκφύεται από ένα κενό· όμως η ζωή, το πράττειν του υποκειμένου στο κατηγορούμενο δεν μπορεί να εννοηθή ως μια μηχανική εκροή, αλλά προϋποθέτει ελευθερία, γιατί πράττειν είναι ελευθερία, ελευθερία στην αναγκαιότητα.

       Είχα ήδη την ευκαιρία  (( σ.σ.: Στην πραγματεία μου “Lux aeterna” και στο βιβλίο μου «Φιλοσοφία της οικονομίας» )) να επισημάνω, ότι ελευθερία και αναγκαιότητα είναι συσχετικές έννοιες κι ότι συνδέονται οι δυό τους στην ζωή του πνεύματος αντινομικά (antinomisch) μεταξύ τους. Το πνεύμα είναι η αιωνίως ζωντανή και αιωνίως δραστήρια (ενεργητική…) αρχή, γι’ αυτό είναι η ουσία του ελευθερία. Αυτή η ελευθερία είναι ωστόσο ελευθερία τού πράττειν και κατ’ αυτό το μέτρο και της αυτοδιαμόρφωσης, όχι όμως ελευθερία μιας απόλυτης δημιουργικότητας και μιας παντοδυναμίας, για την οποία δεν υπάρχει τίποτα έξω απ’ αυτήν και η οποία δεν γνωρίζει όρια και φραγμούς. Αυτή η δημιουργική ελευθερία έχει μέσω των ορίων της συνείδηση του εαυτού της, και αποκτά σ’ αυτά και την αίσθηση αυτής της ίδιας (όπως το φιχτιανό πρακτικό Εγώ, το οποίο προσπαθεί αδιάκοπα, να υπερβή τον φραγμό, το όριο τού Μη-Εγώ, χρειάζεται όμως ταυτόχρονα κι αυτόν τον φραγμό προς την υπέρβαση). Η αντινομία ελευθερίας και αναγκαιότητας αναπτύσσεται σε δύο κατευθύνσεις ταυτόχρονα: κατά πρώτον στο ίδιο το υποκείμενο, και κατά δεύτερον στη σχέση του προς το αντικείμενο, σε  ό λ η  την κρίση, στην ζωή. Στο υποκείμενο, στην αυτοσυνειδησία της υπόστασης, που είναι εξάλλου για την υπόσταση και κατηγορούμενο, συναντώνται και αντιπαλεύουν η νοητή τους (noumenal) ουσία ως δεδομένο και η νοητή τους ελευθερία ως δημιουργικότητα, η οποία δεν μπορεί να συμβιβαστή με το δεδομένο και θέλει να τα αρχίση όλα απ’ τον εαυτό της. Το αποτέλεσμα είναι ένα  ε ρ γ ά ζ ε σ θ α ι   στην ίδια μας τη φύση, του οποίου το ολοκλήρωμα δεν μπορούμε να το δούμε, εφ’ όσον είναι κλειστά τα μάτια μας μέσω του χρόνου. Η σχέση υποκειμένου και αντικειμένου, αντικειμένου της πρότασης (υποκειμένου…) και κατηγορούμενου, δηλ. το Είναι, η ζωή, είναι επίσης μια αδιαλείπτως υπάρχουσα αντινομία. Το ίδιο το Εγώ ρέπει εύκολα, να περιπέση στις φιχτιανές αλαζονείες, να εγείρη την απαίτηση για απολυτότητα και, κατά συνέπεια επίσης, για παντοδυναμία. Αλλά το αντικείμενό του, η φύση του, το κατηγορούμενό του τού έχει  δ ο θ ή · είναι πράγματι το όριό του, μολονότι είναι ταυτόχρονα και η φύση του. Έξω απ’ αυτήν τη φύση, χωρίς αυτήν, είναι καταδικασμένο το υποκείμενο στο κενό της ανυπαρξίας – ο χωρισμός απ’ αυτήν, ο διαχωρισμός αντικειμένου της πρότασης και κατηγορουμένου, η καταστροφή του συνδετικού ρήματος «είναι» (Kopula) σημαίνει για το υποκείμενο θάνατο, λιποθυμία, ταυτόχρονα όμως και μια λιποθυμία της φύσης, που δεν μπορεί επίσης να υπάρξη χωρίς υποκείμενο, έτσι ώστε να κατεβαίνουν και τα δυό στην κατάσταση της δυνητικότητας. Χρειάζεται έτσι το Εγώ την αναγκαιότητα, που βρίσκεται στη σφαίρα του κατηγορουμένου του, και χρειάζεται εξίσου αυτό το τελευταίο την ελευθερία, που ανήκει στο αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο…). Η ζωή δεν μπορεί να είναι ποτέ μόνον παθητική, να προσδιορίζεται μόνο με την αναγκαιότητα. Αυτή η ενεργούσα στο έδαφος της αναγκαιότητας δημιουργική ελευθερία είναι η βάση του χρονικού (εγκόσμιου…) Είναι, είναι η ζωή αυτού του κόσμου.

      Μια χαρακτηριστική ιδιότητα του Είναι είναι η μονο-υποστατική φύση (ουσία…) του. Απ’ τη μια πλευρά είναι το Είναι ένας ωκεανός, στον οποίον εκβάλλουν όλοι οι ποταμοί, το ενιαίο, αδιαφοροποίητο, ακίνητο ουσιώδες Είναι, που αναλαμβάνει τα πάντα στον εαυτό του. Απ’ την άλλη μεριά ανήκει το Είναι σε κάθε υπόσταση, κι αυτή το έχει για τον εαυτό της, το περιέχει στον εαυτό της, αφήνει την επικαιρότητά της και την ελευθερία της να συρρεύσουν στο Είναι, που δεν είναι τώρα πια ακίνητο και ενιαίο, αλλά πολλαπλό και κυμαινόμενο – ένα γίγνεσθαι, έτσι ώστε να αποδεικνύεται τελικά ότι έχουν τόσο ο Παρμενίδης όσο κι ο Ηράκλειτος δίκαιο. Η ένωση των δυό μορφών τού Είναι, του υποκειμένου και του αντικειμένου, που ανταποκρίνεται στην ενότητα ελευθερίας και αναγκαιότητας, αποτελεί τη βάση αυτής της διπλής προσωποποίησης του Είναι, το οποίο είναι η ένωση υποκειμένου και αντικειμένου, η αδιαλείπτως πραγματοποιούμενη Kopula. Η ακινησία και ενότητα του Είναι είναι αναγκαιότητα, όπως έχει δειχθή με κάθε σαφήνεια στον μεταφυσικό ντετερμινισμό (προσδιορισμό…) του Σπινόζα και στη διαλεκτική παράλληλο προς τη διδασκαλία του, στον Χέγκελ. Η πολλαπλότητα, η δημιουργική εξέλιξη (“levolution créatrice”) είναι συνδεδεμένη αντίθετα στην (με την…) αντίληψη του κόσμου στις κατηγορίες της ελευθερίας και του περσοναλισμού, όπως συμβαίνει στον J. G. Fichte, τον Renouvier, τους πραγματιστές (Pragmatisten). Έχουν και τα δυό μέρη δίκαιο, όχι εκλεκτικά (eklektisch), αλλά αντινομικά. Αυτή είναι ακριβώς η αντινομία του αντικειμένου της πρότασης (υποκειμένου…) και του κατηγορούμενου, η οποία και τίθεται αλλά και αίρεται απ’ το Είναι, την Kopula (το συνδετικό ρήμα…).
  
      Η κρίση περιλαμβάνει λοιπόν το τριαδικό είδος (Eidos) της ουσίας στον εαυτό της, και το όνομα αυτού του είδους είναι – άνθρωπος. Η ουσία είναι άνθρωπος, αληθώς υπάρχουσα υπόσταση, που έχει στον κόσμο το Είναι της, είναι αντικείμενο της πρότασης, που αποκτά το κατηγορούμενό του, με το οποίο συνδέεται μέσω της Kopula. Ο άνθρωπος είναι μια ζωντανή κρίση, ή ακριβέστερα: στην κρίση, ως την αρχικά φαινομενική και στοιχειώδη πράξη γνώσης, περιέχεται το σχήμα της ουσίας, σ’ αυτήν εκφράζεται η διάρθρωσή της, γιατί κάθε κρίση είναι μια ζωντανή πράξη εντός της ουσίας – στον άνθρωπο. Εντελώς αδιάφορο, αν είναι η κρίση ένα γινώσκειν ή ένα βούλεσθαι, ένα θεωρείν ή ένα πράττειν, αντιγράφει πάντοτε το τριαδικό πρόσωπο του Είναι.

       Γνωρίζουμε βέβαια, πως έχουμε προκαλέσει ήδη προ πολλού με την μη καθαρή ορολογία την αγανάκτηση των λογικών (Logiker). Για ποιάν κρίση μιλάμε εδώ, και με ποιάν έννοια; Γιατί οι κρίσεις είναι βέβαια εντελώς διαφορετικές από την άποψη της «ποσότητας και ποιότητάς» τους, της «σχέσης και του τρόπου» τους, μπορούν να είναι εκ των προτέρων (apriorisch) και εκ των υστέρων (aposteriorisch), αναλυτικές και συνθετικές, και πολλά άλλα ακόμα, όπως αυτό διδάσκεται συνήθως στην τυπική Λογική και στη Γνωσιολογία στο κεφάλαιο για την κρίση. Όμως όλα αυτά τα είδη κρίσεων, που η ακριβέστερη εξέτασή τους δεν μπορεί να αποτελέση το καθήκον της προκείμενης έρευνας, είναι μόνο  μ ο ρ φ έ ς  τ η ς  κ ρ ί σ η ς , προσωποποιήσεις της, ψυχολογικές και λογικές όψεις της. Κατανοούνται απ’ την ίδια τη φύση της κρίσης, απ’ τον τριμελή τύπο της τριαδικότητάς της. Οι λογικές μορφές της κρίσης και η ίδια η γνωσιολογική της έννοια στηρίζονται στο οντολογικό δεδομένο της κρίσης. Και η έσχατη έννοιά της, το μυστικό της κρίσης, δεν μπορεί να αναζητηθή φυσικά στη λογική, αλλά στη μεταφυσική, που εκβάλλει στη θρησκεία και έχει σ’ αυτήν την πηγή της. Μπορέσαμε να ανακαλύψουμε εν τούτοις σε όλα τα είδη της κρίσης, όχι μόνο στα προσωπικά, αλλά και στα απρόσωπα, μόνον αναρίθμητες μορφές της μιάς κρίσης, η οποία έχει την υπόσταση ή το Εγώ ως υποκείμενο, ως αντικείμενο όμως κάθε τυχόν περιεχόμενο ή όλα (τα πάντα…): (Εγώ…) είμαι τα πάντα ή ο κόσμος. Μόνον αυτός ο πυρήνας της κρίσης έχει για μας εδώ ενδιαφέρον. Αλλά μ’ αυτήν την έννοια δεν ενδιαφέρει η κρίση ούτε τη λογική, που εξετάζει το σχήμα της, τη μορφή της, τα είδη της πραγματοποίησής της, ούτε τη γνωσιολογία, που αποσυνθέτει (αναλύει…) τα ίδια στοιχεία και τα βλέπει ως «κατηγορίες» (“Kategorien”). Κι ωστόσο εκφράζεται στην κρίση η φύση του πνεύματος, δηλ. της ουσίας. Κι αυτή η φιλοσοφική στάση φέρνει αμέσως φως στα ανησυχητικά και συγκεχυμένα προβλήματα της μεταφυσικής τού αληθώς υπάρχοντος και του Είναι, και μας επιτρέπει να γνωρίσουμε το αληθινό νόημα, τη θέση και τη σημασία των διαφόρων φιλοσοφικών σχολών και «κατευθύνσεων» (το οποίο σημαίνει εννοιολογικά μια φιλοσοφική μόνο μεταγραφή της χρησιμοποιημένης, όπως έχει ήδη βέβαια εξηγηθή, με μιαν ουδέτερη έννοια, ως απόφαση-κρίση χάριν μιας καθοδηγητικής αρχής έκφρασης «αίρεση» - “Hȁresie”). Είναι όμως πολύ πιο σημαντικό, ότι φωτίζεται αστραπιαία στην κρίση ολόκληρο το βάθος του πνεύματός μας και, κατά συνέπεια, η φύση του ανθρώπου. Γιατί, το επαναλαμβάνουμε ακόμα μια φορά, είναι ο άνθρωπος μια ζωντανή κρίση, μια ζωντανή πρόταση, κι είναι η ζωή η πραγματοποιούμενη (εκτελούμενη…) στον χρόνο λειτουργία της. Το πρόβλημα της κρίσης εξελίσσεται σε ένα ανθρωπολογικό πρόβλημα, σε πρόβλημα του ανθρώπου ως ουσίας. Γιατί η μοναδική γνώση για την ουσία και περί την ουσία είναι για τον άνθρωπο ο ίδιος ο άνθρωπος ή αυτό, το οποίο υπάρχει στον άνθρωπο, το ανθρώπινο. Το ανθρώπινο δεν σημαίνει καθόλου, εξάπαντος και μόνον κάτι υποκειμενικά ψυχολογικό, που μπορεί και πρέπει να αποπλυθή ακριβώς μάλλον με την ποτάσσα (το δηκτικό αλάτι…) της γνωσιολογίας, αλλά είναι και ουσιώδες. Με άλλα λόγια: μόνο σε μας τους ίδιους και μέσω ημών των ιδίων έχουμε πρόσβαση στην ουσία, γνωρίζουμε γι’ αυτήν˙ κι αν δεν είμαστε ακόμα στο Είναι μας ουσία, είμαστε ωστόσο το μοναδικό παράθυρο προς την ουσία. Γι’ αυτό γίνεται η διδασκαλία για την ουσία αναπόφευκτα μια φιλοσοφική ανθρωπολογία, ενώ δεν είναι η ουσία – κι αυτό είναι το οποίο αποδεικνύεται, ευθέως ή πλαγίως, άμεσα ή έμμεσα, τελικά – τίποτε άλλο παρά εμείς. Έτσι συμβαίνει βασικά και στον Σπινόζα, στον οποίον μπορεί να βυθισθή ο άνθρωπος, παρ’ όλο που είναι γι’ αυτόν ένας τρόπος μόνον της ουσίας, με την αγάπη προς τον Θεό στην ουσία, να αφιερωθή σ’ αυτήν, να γίνη δηλ. ουσία, όπου και γίνεται μόνο μ’ αυτό το Προς-αυτήν-Γίγνεσθαι δυνατή κατ’ αρχάς η περί αυτήν γνώση. Στη διδασκαλία του Πλωτίνου, όπου γίνεται η ουσία, το  Έ ν , σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό μεταφυσική απ’ ό,τι στον Σπινόζα, συμβαίνει βασικά ακριβώς το ίδιο, γιατί είναι κι εδώ ο άνθρωπος, καθώς εξέρχεται στην κατάσταση της έκστασης (Ekstase) απ’ τον εαυτό του και ενώνεται με το  Έ ν , γι’ αυτήν τη στιγμή ουσία, και μόνο γι’ αυτό μπορεί να γνωρίζη εν γένει γι’ αυτήν. Δεν μπορεί να υπάρχη καμμιά απολύτως φιλονικεία (αμφισβήτηση…) για το ότι είναι καθ’ οιανδήποτε έννοια ουσία ο άνθρωπος. Μπορεί μόνο να συζητηθή, πώς πραγματοποιεί αυτό τη συμμετοχή του στην ουσία και με ποιον τρόπο. Είμαστε επιρρεπείς, να βλέπουμε στην κρίση τα  ι ε ρ ο γ λ υ φ ι κ ά   τ η ς   ο υ σ ι α σ τ ι κ ό τ η τ α ς , τη σφραγίδα του μυστικού του ανθρωπίνου πνεύματος, και θέλουμε μόνο να αποπειραθούμε να θραύσουμε εδώ τη σφραγίδα και να αποκρυπτογραφήσουμε αυτά τα ιερογλυφικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου