Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Σεργίου Μπουλγκάκοφ: Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (27)

Σεργίου Μπουλγκάκοφ: Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (27)
Συνέχεια από: Παρασκευή, 30 Δεκεμβρίου 2011

      ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΙΙ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΕΓΚΕΛ

1. Η ΧΕΓΚΕΛΙΑΝΗ ΛΟΓΙΚΗ ΩΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

1. Η ΙΔΡΥΣΗ (Η ΣΥΣΤΑΣΗ…) ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ

 Αυτή η αντιλογία θα μπορούσε να έχη ένα οντολογικό κι όχι ένα διαλεκτικό νόημα, αν την εκλάμβανε κανείς σ’ ολόκληρη την οντολογική της βαρύτητα και οξύτητα, ως μιαν αντινομία (Antinomie) της δημιουργικότητας: ως το Είναι απ’ το Μη-Είναι και στο Μη- Είναι, ως τη δημιουργία του κόσμου απ’ το Τίποτα, ως το μυστήριο (Mysterium) της δημιουργίας (για το οποίο φτάνει να μιλά εξάλλου, σε πολύ ακατάλληλο όμως χρόνο, ο Χέγκελ· βλέπε στην υποσημείωση περαιτέρω), δεν μπορεί να λυθή εντούτοις τότε αυτή η αντινομία, αλλά μόνο να διαπιστωθή με τη σκέψη. Αν αμβλύνη αντίθετα κανείς αυτήν την αντινομία, υποχωρώντας απ’ το άκρο (το χείλος, την εσχατιά…) του Είναι, απ’ τη λογική άβυσσο και στρεφόμενος στη σφαίρα του ήδη υπάρχοντος Είναι, τότε αποκτά μιαν ευτυχή (αίσια, ευοίωνη…) διαλεκτική (Dialektik): είναι απ’ τη μια μεριά omnis definitio negatio (όλοι οι όροι ή τα όρια της απόφασης ή της άρνησης…), είναι όμως απ’ την άλλη εκείνο το Τι, που δεν έχει έχει ακόμα προσδιοριστή, είναι σ’ αυτήν την απροσδιοριστία του ακόμα ένα Τίποτα, δηλ. ένα Κάτι: Τίποτα=Κάτι· μόλις όμως διαθέτει η διαλεκτική ένα Κάτι, τα διαθέτει όλα, όσα χρειάζεται, ένα εφαλτήριο δηλ., το οποίο δεν διαπιστούται στον καθαρά λογικό προσδιορισμό του Είναι. Και μπορεί να ξεκινήση τώρα η παράσταση και να ευδοκιμήση σώος και αβλαβής ο διαλεκτικός όφις μέχρι τον σκοπό. 

     Εντυπωσιάζει προπάντων η ορολογική αμέλεια και ανακρίβεια του Χέγκελ. Υπάρχουν δυό ζεύγη αλληλο-αντιστοιχούντων καταφάσεων και αρνήσεων: 

1.     Είναι – Μη-Είναι. 

2.     Κάτι (του Εγώ του Böhme) – Τίποτα. 

      Έχουμε εντούτοις στον Χέγκελ την αντιπαραβολή Είναι (1) και Τίποτα (2), των οποίων το πρώτο μέλος εκλαμβάνεται λοιπόν απ’ το πρώτο, το δεύτερο αντίθετα απ’ το δεύτερο ζεύγος  (( σ.σ.: Ο Χέγκελ το αισθάνεται αυτό κι ο ίδιος, παραμερίζει εντούτοις με μιαν άκρως ανεπαρκή σκέψη, την οποία παραθέτουμε εδώ κατά λέξιν, κάθε αμφιβολία: «Το Τίποτα συνηθίζει να αντιπαραβάλλεται στο Κάτι· το Κάτι είναι όμως ήδη ένα ορισμένο Υπάρχον, που διακρίνεται απ’ το άλλο Κάτι· είναι άρα έτσι και το αντιπαραβαλλόμενο στο Κάτι Τίποτα, το Τίποτα του οιουδήποτε Κάτι, ένα ορισμένο Τίποτα. Πρέπει να εκλάβουμε όμως εδώ στην απροσδιόριστη απλότητά του το Τίποτα. -  Αν ήθελε να θεωρήση κανείς ορθότερο, να αντιπαραβληθή αντί για το Τίποτα το Μη-Είναι στο Είναι, δεν θα υπήρχε απ’ την άποψη του αποτελέσματος καμμιά αντίρρηση, γιατί περιέχεται η σχέση προς το Είναι στο Μη-Είναι· εκφράζονται Αμφότερα, το Είναι και η άρνησή του, σε Ένα, που είναι, όπως στο Γίγνεσθαι, Τίποτα. Δεν έχει όμως κατ’ αρχήν να κάνη με τη μορφή της αντιπαραβολής, που σημαίνει ταυτόχρονα της σχέσης, αλλά με την αφηρημένη, άμεση άρνηση, το Τίποτα καθαρά καθ’ εαυτό, την άσχετη απάρνηση, - που θα μπορούσε να το εκφράση, αν θέλη κανείς, και με το απλό: Μη» (Ουσ. τ. Λογ. Ι, 1, σ. 79) – Κι αυτό είναι όλο. Είναι εκπληκτικό, πόσο τυφλά αντιπαρέρχεται ο Χέγκελ τον πυρήνα του προβλήματος, στο οποίο βλέπει μόνον τη «μορφή της αντιπαραβολής» (όχι όμως την ουσία), και πόσο είναι ήδη εντελώς θαμπωμένος απ’ το γίγνεσθαι, προς το οποίο και κατευθύνεται. Αν το λάβη κανείς υπ’ όψιν του αυτό, γίνεται και κατά πρώτον κατανοητό, πώς είναι γενικώς δυνατή αυτή η (όσο αξιοσημείωτο κι αν μπορή να ακούγεται αυτό για τον Χέγκελ) εκπληκτικά απερίσκεπτη πρόταση για το Τίποτα ως μιας άσχετης απάρνησης, ως ενός απλού Μη (και τί σημαίνει εδώ πάλι το «απλό»;). Το Μη ως α privativum (α στερητικό…) καταστρέφει (καταργεί…) απλώς τη σκέψη, και δεν φτάνει γενικώς σε κανένα «Γίγνεσθαι». Ολόκληρο αυτό το χωρίο είναι γενικώς άκρως ασαφές, μη καθαρό και ατελές στον Χέγκελ, κι είναι εντούτοις το μοναδικό, στο οποίο επιλαμβάνεται ο Χέγκελ αυτού του πρωταρχικού γι’ αυτόν ερωτήματος, για να εμβαθύνη αμέσως πάλι μετά σε λεπτομέρειες ή μερικότητες. )) Αυτή η σύγχυση δεν είναι ουδόλως ορολογικής μόνο φύσεως και κατά κανέναν τρόπο τόσο αθώα όσο θα μπορούσε να φανή, γιατί λαμβάνεται έτσι από όλο το πολυσήμαντο των κατηγοριών του Είναι εκ των προτέρων η απόφαση προς χάριν μιας απ’ αυτές τις σημασίες, η οποία διεκπεραιώνεται μεν μέσα απ’ όλες τις ταλαντεύσεις των αποχρώσεων και μέσα απ’ όλες τις ασάφειες, μεταφέρει όμως εντούτοις τελικά τον χεγκελιανό ειρμό των ιδεών οριστικά σε μιαν άλλην τροχιά, απ’ το λογικό Είναι στην περιοχή της πραγματικότητας και της ύπαρξης. Και το αποφασιστικό κλειδί βρίσκεται ακριβώς εδώ, στη μετάβαση απ’ το Είναι στο Τίποτα, και μπορεί να προλεχθή ήρεμα, ότι αντί να περιπέση και να εκτροχιασθή σε μια νεκρή τροχιά, θα φθάση σώο και αβλαβές στον σταθμό «γίγνεσθαι» το τραίνο και θα συνεχίση από εκεί περαιτέρω το ταξίδι του. Ας δούμε λοιπόν τώρα από κάπως πλησιέστερα αυτό το λεπτό κλειδί.  

     «Μόνο σ’ αυτήν και προς χάριν αυτής της καθαρής απροσδιοριστίας είναι (το καθαρό Είναι – Μπ.) Τίποτα· - ένα Άφατο· η διαφορά του απ’ το Τίποτα είναι μια απλή γνώμη» (Εγκυκλ. πργρφ. 87, σ. 169-170)  (( σ.σ.: Βρίσκουμε εδώ και τα εξόχως χαρακτηριστικά για τον χεγκελιανό πανλογισμό λόγια: «Ο διαλογισμός, ο οποίος βρίσκει βαθύτερους προσδιορισμούς γι’ αυτά (το Είναι και Τίποτα – Μπ.), είναι η λογική σκέψη, με την οποία τους παράγουν δι’ εαυτά, όχι όμως μ’ έναν τυχαίο, αλλά  αναγκαίον τρόπο. -  Πρέπει να θεωρήσουμε γι’ αυτό κάθε επόμενη σημασία που λαμβάνουν, μόνον ως έναν εγγύτερο προσδιορισμό και αληθή ορισμό του απολύτου» (ό.π. σ. 170). Χαρακτηρίζεται άρα εδώ το Είναι ως ένας προσδιορισμός τού απολύτου, το οποίο ταυτίζεται έτσι με τον Κόσμο (Kosmos), δηλ. με το Είναι. ))  Οι προσπάθειες του Χέγκελ, να φέρη αυτήν τη μετάβαση απ’ το «Άφατο» στο Τίποτα εγγύτερα στη σκέψη, μας ανοίγουν δυό διαφορετικές δυνατότητες, να εξηγήσουμε το «Άφατο»: είτε είναι ένα καθαρό μηδέν της σκέψης, και βρίσκεται τότε πέρα απ’ τα όριά της και δεν μπορεί να είναι η αρχή της λογικής· ή δεν είναι όμως ένα καθαρό μηδέν για τη σκέψη, γιατί προϋποθέτει γενικώς το άφατο και φθάνον εντούτοις πάντοτε να δηλωθή η σκέψη – είναι τότε ένα συνώνυμο (Synonym) μόνον ουσιαστικά η χεγκελιανή έννοια του «αφάτου» γι’ αυτό, που δεν έχει φτάσει ακόμα να εκφραστή. Αν αποδεχθούμε την πρώτη, πανλογιστική εξήγηση, βλέπουμε να τοποθετούμεθα μπροστά σ’ έναν παραλογισμό. Αν αποδεχθούμε αντίθετα τη δεύτερη, έχουμε να κάνουμε εδώ με μιαν απομάκρυνση απ’ τον πανλογισμό και με μιαν εντελώς άλλη αντίληψη της λογικής, που θα αντιστοιχούσε περίπου στις αναπτύξεις του Caird, ο οποίος λέει: «Το γενικό σχεδιάγραμμα της λογικής είναι περίπου το εξής: η ίδια πραγματικότητα, που εμφανίζεται πρώτα-πρώτα από εμάς (; - ή: μπροστά μας…) ως το Είναι ανεξάρτητων αναμεταξύ τους πραγμάτων, που προσδιορίζονται απ’ την άποψη της ποιότητάς τους, δεν βρίσκονται εντούτοις σε καμμιάν αναγκαία  αναμεταξύ τους σχέση, διαγινώσκεται σταδιακά στη λειτουργία της εξέλιξης της σκέψης ως ένα σώρευμα της ύπαρξης» (Edw. Caird, Hegel). Αν έχη κανείς ήδη μπροστά του τον κόσμο (Kosmos), τότε είναι το φιλοσοφείν περί αυτού εντελώς φυσικό και κατανοητό, ενώ η απόπειρα, και να τον δημιουργήσης ακόμα πρώτα, ουδόλως. 

     Το Είναι και το Τίποτα είναι κατά τον Χέγκελ το καθαρό απροσδιόριστο και κενό, είναι άρα και «το καθαρό Είναι και το καθαρό Τίποτα… το ίδιο». «Δεν είναι όμως εξίσου πολύ η αλήθεια η διαφορετικότητά της, αλλ’ ότι δεν είναι… το ίδιο, ότι είναι… απολύτως διαφορετικά, και εξαφανίζεται άμεσα το καθένα στο αντίθετό του» (Επιστ. τ. Λογ., Ι, 1, 78-79). «Η αλήθεια της είναι άρα η κίνηση της άμεσης εξαφάνισης του ενός στο άλλο· το γίγνεσθαι» (79). Αυτό μπορεί να έχη τη μιαν και μόνον έννοια: το καθαρό Είναι, το εντελώς απροσδιόριστο Κάτι, είναι σ’ αυτήν την απροσδιοριστία του ακόμα Τίποτα, όχι δηλ. ένα Μη-Κάτι, αλλά ένα μη γεγενημένο ακόμα στον εαυτό του, μη επιτυχόν τον προσδιορισμό του Τι, ένα άρα Ακόμα-Μη-Τι. Το καθαρό Είναι είναι γενικώς Τι, το καθαρό Τίποτα – ένα γενικώς Ακόμα-Μη-Τι· στον αρχόμενο προσδιορισμό γίνεται, προσδιορίζεται δηλ. το Τι, το οποίο δεν είναι ταυτόχρονα (ακόμα) Τι (Κάτι…): η αφετηρία σ’ αυτόν τον προσδιορισμό είναι το απροσδιόριστο Τι («Είναι-Τίποτα»), και η κίνηση πηγαίνει στην άνοδό της προς το γίγνεσθαι. – Δεν έχει καμμιάν άλλην έννοια η διαλεκτική και είναι εκτός αυτής της έννοιας (όπως ήδη απεδείχθη) απλώς αδύνατη. 

     Λείπει κάθε περαιτέρω εξήγηση αυτού του αποφασιστικού σημείου στον Χέγκελ. Ακολουθούν βέβαια στην Επιστ. τ. Λογ. μακρές παρατηρήσεις σ’ αυτό το πρόβλημα (σ. 79-108), που το στρέφουν προς διαφορετικές πλευρές πέρα δώθε, δεν αποφέρουν εντούτοις καμμιά βασική και θεμελιακή κατ’ ουσίαν διευκρίνηση, παράγουν και αποκαλύπτουν μάλιστα εν μέρει ακόμα και σύγχυση, καθώς ταλαντεύεται πέρα δώθε αναποφάσιστος ανάμεσα στις διαφορετικές αποχρώσεις των θεμελιωδών του εννοιών ο ίδιος ο Χέγκελ. Και νά το πιο ακραίο και πιο σημαντικό στη βασική του σημασία παράδειγμα: ο Χέγκελ αναφέρει το καθαρό Είναι στον Παρμενίδη, το Τίποτα του Βουδισμού και τελικά το αιώνια Γίγνεσθαι στον Ηράκλειτο, και συνεχίζει μετά: «Αυτές όμως οι εκφράσεις (τα ανατολικά αποφθέγματα για τη μετάβαση απ’ την ζωή στον θάνατο – Μπ.) έχουν ένα υπόστρωμα, στο οποίο συμβαίνει η μετάβαση· Είναι και Τίποτα διαχωρίζονται (διακρίνονται…) στον χρόνο, καθώς παρουσιάζονται  εναλλασσόμενα σ’ αυτόν, όχι εννοημένα όμως στην αφαίρεσή τους, και γι’ αυτό ούτε και έτσι, ώστε να είναι αυτά καθ’ εαυτά το ίδιο» (80). Ένα «υπόστρωμα» προϋποθέτει όμως, έστω κι αν όχι στη χρονική αλληλουχία, και το «βασίλειο των σκιών» - μια σύγκριση (ένας συμβιβασμός…), που περιέχει και μιαν αυτοκριτική του Χέγκελ, γιατί μια σκιά είναι πάντοτε μια σκιά του οποιουδήποτε ή οτιδήποτε

     Ακολουθεί μετά μια πολύ σημαντική παρατήρηση, με την οποίαν πείθεται ο ίδιος ο Χέγκελ: «Ex nihilo nihil fit (τίποτα δεν γίνεται απ’ το τίποτα…) – είναι μια απ’ τις προτάσεις, στις οποίες έχει αποδοθή μεγάλη σημασία στη μεταφυσική. Μπορεί είτε να δη κανείς σ’ αυτό μόνον την ασήμαντη ταυτολογία (Tautologie): Τίποτα είναι Τίποτα· ή αν έπρεπε να έχη πραγματική σημασία σ’ αυτό το Γίγνεσθαι, τότε δεν υπάρχει μάλλον στην πραγματικότητα, αφού γίνεται μόνον Τίποτα απ’ το Τίποτα, κανένα Γίγνεσθαι σ’ αυτό, γιατί το Τίποτα μένει σ’ αυτό Τίποτα. Το Γίγνεσθαι περιέχει, ότι δεν μένει το Τίποτα Τίποτα, αλλά μεταβαίνει στο Άλλο του (στο Έτερό του…), στο Είναι. – Όταν απέρριψε η μεταγενέστερη, προπαντός χριστιανική μεταφυσική την πρόταση, απ’ το Τίποτα γίνεται Τίποτα, διαφύλαξε (διαβεβαίωσε, απέδειξε…) μια μετάβαση απ’ το Τίποτα στο Είναι· όσο συνθετικά ή απλώς παραστατικά και να πήρε αυτήν τη φράση, περιέχεται εντούτοις και στην πιο ατελή ένωση ένα σημείο, όπου Είναι και Τίποτα συναντώνται, και εξαφανίζεται η διαφορά τους. – Την πραγματική της σημασία την έχει η πρόταση: Απ’ το Τίποτα γίνεται Τίποτα, Τίποτα είναι ακριβώς Τίποτα, με την αντίθεσή της απέναντι στο Γίγνεσθαι γενικώς και αντίθετα έτσι και στη δημιουργία του κόσμου απ’ το Τίποτα (80). Σ’ αυτό βλέπει ο Χέγκελ έναν «πανθεϊσμό» (Pantheismus). Αυτό είναι όμως τότε μια ακραίως χαρακτηριστική σύγχυση, που αποκαλύπτει το αληθινό πρόσωπο του πανλογιστικού εμπειρισμού, του χεγκελιανού δηλ. ακριβώς πανθεϊσμού. Η χριστιανική ιδέα (Idee) της δημιουργίας του κόσμου απ’ το Τίποτα δεν έχει την παραμικρή, ούτε καν καθαρά εξωτερική ομοιότητα με τη χεγκελιανή λογική γένεση, γιατί εδώ έχουμε βέβαια μιαν αντιπαραβαλλόμενη αλληλουχία ενώπιόν μας: Τίποτα – Είναι, κι όχι: Είναι – Τίποτα. Κι έχουμε μετά να κάνουμε εδώ, που είναι ακόμα πιο σημαντικό, με μια δημιουργία, κι όχι με μια λογική, εμπειρική (μη μεταφυσική…) γένεση (ή: αρχή…). Δεν συναντούμε οπωσδήποτε εδώ τις «σκιώδεις εικόνες» της λογικής, αλλά της παν-πραγματικής και πραγματικότατης πραγματικότητας και της παν-συγκεκριμένης και συγκεκριμενότατης συγκεκριμενότητας, μια γένεση του Παντός, ή εντούτοις δυνητικά: του χάους (Chaos) απ’ το Τίποτα. Ο Χέγκελ προειδοποιεί διαρκώς, να μην ανακατέψουμε το αφηρημένο και το συγκεκριμένο, πέφτει εδώ εντούτοις, όπου χρησιμοποιεί άμεσα τις πρώτιστες κατηγορίες της λογικής για την εξήγηση της δημιουργίας του κόσμου, ο ίδιος στο πταίσμα αυτής της σύγχυσης και αποκαλύπτει έτσι ταυτόχρονα, ότι το Είναι του σημαίνει πράγματι, εξίσου όπως και το Τίποτα, παρ’ όλο που είναι λογικά κενό, ήδη στα μάτια του το κοσμικό χάος, που κρύβει όλες τις δυνατότητες στον εαυτό του, είναι δηλ. το ήδη γεγενημένο απ’ το Τίποτα Κάτι (Τι) του κόσμου, δηλ. Όλα (τα Πάντα…). Η απείρως μεγάλη και βασική διαφορά μεταξύ του χριστιανικού δόγματος και της χεγκελιανής διδασκαλίας συνίσταται στο ότι περιέχει το χριστιανικό δόγμα μιαν αντινομία (Antinomie) στον εαυτό του, διαρρηγνύει τη σκέψη και είναι στο μέτρο αυτό υπερ-λογικό: κατασκευάζει μια μεταφυσική απ’ το ούκ όν, απ’ το απόλυτο Μη-Είναι στο (χεγκελιανό) μή όν-Είναι – και δεν υπάρχει καμμιά γέφυρα ανάμεσα σ’ αυτές τις αρχές, η λογική δεν τη βλέπει και δεν μπορεί καν να τη δη, γιατί υπάρχει εδώ ένα νεύμα του δακτύλου του Θεού, ένα δημιουργικό «γενηθήτω» του Θεού και Κυρίου, και δεν είναι δοσμένο στο δημιουργημένο πλάσμα, να εννοήση τη δημιουργία του – και δεν μπορεί και να εννοήση απολύτως τίποτα, αν δεν λάβη υπ’ όψιν του αυτήν την «πλασματικότητά» του (ότι έχει πλασθή…). Βρίσκεται έτσι λοιπόν η χριστιανική δημιουργία απ’ το Τίποτα (εκ του μηδενός…) πέρα απ’ τη χεγκελιανή διαλεκτική, προϋποτίθεται ως ένα τετελειωμένο απ’ αυτήν, ενώ βρίσκεται η διαλεκτική του Είναι ήδη εντεύθεν, στο Είναι. Αυτό είναι που δεν καταλαβαίνει ο ίδιος ο Χέγκελ, που είναι, αφού αναλύει (ανάγει…) τη δημιουργία με την αντινομία της στη διαλεκτική του Είναι, φυσικά πανθεϊστής. Το Τίποτα-ούκ όν και το Τίποτα-μή όν όχι μόνο δεν ταυτίζονται, αλλά και αντιτάσσονται ως Τίποτα και Κάτι (Τι) το ένα στο άλλο· δεν μπορούν να οδηγηθούν έτσι ούτε και σε μια διαλεκτική σχέση αναμεταξύ τους και συνιστούν ένα αδιαπέραστο μυστικό για την ορθολογική σκέψη. Η διαλεκτική είναι άρνηση των μυστικών, είναι κατ’ αρχήν αποκάλυψη όλων των μυστικών. Οι αντινομίες συγκεντρώνουν τη λογική στο περιθώριο (στο άκρο, την εσχατιά…), της δείχνουν την άβυσσο, που ανοίγεται μπροστά στη σκέψη· η διαλεκτική εγείρει αντίθετα παντού γέφυρες. Υπάρχει μεταξύ της αντινομίας και της χεγκελιανής διαλεκτικής αντιλογίας μια ουσιαστική διαφορά, και είναι κατά την έννοιά τους ακόμα και αντιτασσόμενες.

       Το ότι πρέπει να εννοηθούν το χεγκελιανό Είναι και Τίποτα πανθεϊστικά, δηλ. κοσμικά, σ’ αυτό παραπέμπουν τα λόγια, «ότι δεν μπορεί να υπάρχη πουθενά στον ουρανό και πάνω στη γη κάτι, που δεν τα περιέχει Αμφότερα, Είναι και Τίποτα, στον εαυτό του» (Ι, 1, 81). 

        Η ανάλυση του καντιανού παραδείγματος για τα εκατό τάληρα (Ι, 1, 84) καθώς και όλες οι επακολουθούσες αναπτύξεις δεν συνεισφέρουν τίποτα στην εξήγηση αυτού του αποφασιστικού (κρίσιμου…) προβλήματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου