Σεργίου Μπουλγκάκοφ : Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (4)
Συνέχεια από : Πέμπτη, 24 Φεβρουαρίου 2011
Σεργίου Μπουλγκάκοφ Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
Δεύτερο κεφάλαιo.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ.
Οι τρεις αδιαίρετες και ασύγχυτες δυνάμεις της ουσίας (Substanz) και της ουσιώδους σχέσης: υπόσταση (Hypostase) – αντικείμενο της πρότασης, προσδιορισμός – φύση – κατηγορούμενο και ύπαρξη (είναι) – πραγματικότητα – συνδετικό ρήμα είμαι (Kopula), που εξαντλούν και ορίζουν στην ιδιάζουσα σχέση τους την ουσιαστικότητα, έχουν μονίμως και αναντίρρητα είτε χωρισθή η μια απ’ την άλλη ή συγχυσθή η μια με την άλλη στην ιστορία της φιλοσοφίας· ως επί το πλείστον έχει συνεπαχθή εξάλλου το ένα το άλλο. Τα συστήματα της φιλοσοφίας εκκινούσαν από μια απ’ αυτές τις τρεις δυνάμεις, για να συναγάγουν μετά απ’ αυτήν όλες τις υπόλοιπες – και προέκυπτε ένας ιδιαζόντως πλασμένος μονταλισμός, σαβελλιανισμός (Ο μονταλισμός περικλείει, γνωστότερο απ’ όλα στη διδασκαλία του Σαβέλλιου – σαβελλιανισμός - , τα τρία θεϊκά πρόσωπα ως διαφορετικές εμφανίσεις ενός και του ίδιου Θεού). Αποδεικνύονται έτσι τα φιλοσοφικά συστήματα, αντί να είναι μια φιλοσοφική μεταγραφή ή, αν θέλη κανείς, μια σχηματική επεξεργασία των μοτίβων της Αγίας Τριάδας, ως παραλλαγές μιας φιλοσοφίας της ταυτότητας ή, κάτι που είναι το ίδιο, μιας φιλοσοφίας του μονισμού (Monismus), όπου προστίθεται ως ένα δευτερεύον, συμπληρωματικό χαρακτηριστικό, ποια απ’ τις δυνάμεις λαμβάνεται ως σημείο εκκίνησης. Προκύπτουν μ’ αυτόν τον τρόπο τρία δυνατά είδη μιας φιλοσοφικής αιρεσιολογίας (Häresiologie), ενός μονιστικού μονταλισμού, και τα συστήματα της φιλοσοφίας μπορούν άρα να διαιρεθούν σε τρείς εκτενείς ομάδες: α) τα συστήματα, που εκκινούν απ’ το αντικείμενο της πρότασης ή το υποκείμενο, το Εγώ, - ή τα ι δ ε α λ ι σ τ ι κ ά συστήματα· β) τα συστήματα, που εκκινούν απ’ το κατηγορούμενο, - ή τα π α ν λ ο γ ι σ τ ι κ ά συστήματα· γ) τα συστήματα, που εκκινούν απ’ το συνδετικό ρήμα είμαι, απ’ το απρόσωπο δηλ. είναι (ή: ύπαρξη), - ή τα ρ ε α λ ι σ τ ι κ ά συστήματα, όπου αυτός ο ρεαλισμός μπορεί να προσλάβη διαφορετικόν χαρακτήρα: έναν μυστικο-εκστατικό, έναν εμπειρικό, έναν υλιστικό.
Ας καταλάβουμε τώρα ακριβέστερα αυτούς τους διαφορετικούς τύπους.
Α. ΤΑ ΙΔΕΑΛΙΣΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ.
Εκπλήττεται προπάντων εδώ η φιλοσοφική σκέψη με κείνη την αδιαφιλονίκητη δήλωση (μαρτυρία) της αυτοσυνείδησής μας, συγκινημένη από φιλοσοφικό θαυμασμό, ότι κάθε τι που υπάρχει βρίσκεται στο Εγώ, μπροστά στο Εγώ και για το Εγώ: ο κόσμος ως θέαμα (Spectaculum) για έναν θεατή ή ως παράσταση ενός υποκειμένου. Ο κόσμος είναι υποκειμενικός, είναι μια υποκειμενική θέα – θεωρία,, χωρίς το υποκείμενο δεν υπάρχει τίποτα. Ας αφήσουμε τώρα να πάρη τον λόγο ο Σοπενάουερ, που έχει θέσει, ως γνωστόν, αυτήν τη σκέψη ως βάση της διδασκαλίας του για τον κόσμο ως παράσταση.
Υ π ο κ ε ί μ ε ν ο ( υ π ό σ τ α σ η ) κ α ι α ν τ ι κ ε ί μ ε ν ο τ η ς γ ν ώ σ η ς :
«Καμμιά αλήθεια δεν είναι λοιπόν πιο βέβαιη, πιο ανεξάρτητη απ’ όλες τις άλλες και δεν έχει λιγότερη ανάγκη μιας αποδείξεως, απ’ αυτήν, ότι όλα, όσα υπάρχουν για τη γνώση, ολόκληρος λοιπόν ο κόσμος, δεν είναι παρά αντικείμενο σε σχέση προς το υποκείμενο, θέα του θεατή, με μια λέξη, παράσταση ( ; ! ). Και ισχύει αυτό φυσικά όπως για το παρόν, έτσι και για κάθε παρελθόν και κάθε μέλλον, για το πιο απομακρυσμένο και το εγγύς: γιατί ισχύει και για τον ίδιο τον χώρο και τον χρόνο, στα οποία και μόνο διαφέρουν όλα αυτά. Όλα, όσα τυχόν ανήκουν και μπορούν να ανήκουν στον κόσμο, είναι αναπόφευκτα βεβαρημένα μ’ αυτήν την εξάρτηση μέσω του υποκειμένου, και υπάρχουν μόνο για το υποκείμενο. Ο κόσμος είναι παράσταση ( ; ! )… Εκείνο, που τα γνωρίζει όλα και δεν γνωρίζεται από κανένα, είναι το υποκείμενο. Είναι κατόπιν αυτού ο φορέας του κόσμου, ο γενικός (καθολικός), πάντοτε προϋποτιθέμενος όρος κάθε εμφανιζόμενου, κάθε αντικειμένου: γιατί μόνο για το υποκείμενο υπάρχει, το οτιδήποτε υπάρχει. Ο καθένας ανακαλύπτει τον εαυτό του ως αυτό το υποκείμενο, μόνον εφόσον ωστόσο γνωρίζει, κι όχι εφόσον είναι αντικείμενο της γνώσης. Αντικείμενο είναι όμως ήδη το σώμα του, το οποίο και ονομάζουμε γι’ αυτό, απ’ αυτήν την άποψη, παράσταση (ιδέα). Γιατί το σώμα είναι αντικείμενο μεταξύ αντικειμένων και υπόκειται στους νόμους των αντικειμένων… υπάρχει (βρίσκεται)… στις μορφές κάθε γνώσης, σε χρόνο και χώρο, μέσω των οποίων υπάρχει η πολλαπλότητα. Το υποκείμενο όμως, το γνωρίζον, και ποτέ γνωστό, δεν βρίσκεται και (καν) σ’ αυτές τις μορφές, απ’ τις οποίες προϋποτίθεται πολύ περισσότερο πάντοτε ήδη αυτό το ίδιο: δεν του απόκειται (ανήκει) λοιπόν ούτε πολλαπλότητα, ούτε το αντίθετό της, ενότητα. Δεν το γνωρίζουμε ποτέ, αλλά είναι αυτό ακριβώς, το οποίο γνωρίζει, όπου γνωρίζεται κάτι. Ο κόσμος ως παράσταση (ιδέα) έχει λοιπόν… δυό ουσιαστικά, αναγκαία και αδιάσπαστα ημίσεα. Το πρώτο είναι το αντικείμενο: η μορφή του είναι χώρος και χρόνος, και μέσω αυτών η πολλαπλότητα. Το άλλο ήμισυ όμως, το υποκείμενο, δεν βρίσκεται σε χώρο και χρόνο: γιατί υπάρχει ολόκληρο και αμέριστο σε κάθε αυτοσυστηνόμενη ύπαρξη· γι’ αυτό και συμπληρώνει ένα και μοναδικό απ’ αυτά, εξίσου πλήρες όσο τα διαθέσιμα (υπάρχοντα) εκατομμύρια, μαζί με το αντικείμενο τον κόσμο ως παράσταση: αν εξαφανιζόταν όμως εκείνο το μοναδικό, τότε δεν θα υπήρχε κι ο κόσμος πια ως παράσταση» (Schopenauer, Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση, τόμ. 1, Frauenstädtsche Ausgabe, σ. 3-6).
Αυτός ο υ π ο κ ε ι μ ε ν ι σ μ ό ς του κόσμου, ότι ο κόσμος είναι το κατηγορούμενο σ’ ένα αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο) κι ότι η ύπαρξη καθεαυτή είναι ταυτόχρονα και μια ύπαρξη για τον εαυτό της, εξηγείται συχνά ως υποκειμενικότητα του κόσμου κι αυτό πάλι ως κάτι απατηλό, σκιώδες (ανύπαρκτο), παραπλανητικό. Πρόκειται για ένα πολύ διαδεδομένο μοτίβο στην ινδική φιλοσοφία, στην οποίαν εμφανίζεται ο κόσμος ως μια οπτασία μπροστά στον παρατηρητή, τον Άτμαν. Για λόγους, που δεν θα εξετασθούν εγγύτερα εδώ, έχει διαρρεύσει αυτή η υποκειμενική ονειροπόληση απ’ την Ινδία και στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα την αισθανόμαστε στην εποχή της ατομικιστικής αποσύνθεσης, στη σκέψη (Skepsis) των σοφιστών με τον υποκειμενικό τους σχετικισμό (το πρωταγόρειο «ο άνθρωπος είναι το μέτρο των πραγμάτων»). Αν κατέχη στην Ινδία έναν μυστικό και εκστατικό χαρακτήρα, αν υποδηλώνη έναν πόθο, να εμβαθύνη κανείς στις σκοτεινές, υποσυνείδητες, αόρατες και αχαρακτήριστες ρίζες της ύπαρξης, ένα δημιουργικό Πέθανε και Γίνου, ένα βύθισμα προς τα κάτω στο κοσμικό τίποτα του Νιρβάνα, με την ελπίδα, «να βρης στο τίποτά σου τα πάντα», είναι στην Ελλάδα ένα σημείο της παρακμής, το σημείο μιας κανονικοποιημένης επιφανειακής διάθεσης (στάσης) προς την ζωή. Ο χριστιανισμός έχει υποτάξει (υπερνικήσει) αυτόν τον υποκειμενισμό, όχι στη θεωρία, αλλά στην ζωή, γιατί η φερμένη απ’ αυτόν καινούργια ζωή στον Θεό, το εμβαθυμένο αίσθημα πραγματικότητας έχει εξασθενήσει και εξαλείψει εντελώς αφ’ εαυτού τον παρακμιακό υποκειμενισμό. Απ’ τον χριστιανισμό έχει αναφανή μετά την ισχυρή έξαψη της σκέψης στα χρόνια των οικουμενικών συνόδων η χριστιανική θεολογία της Ανατολής και της Δύσης (ο σχολαστικισμός), στην οποία δεν είχε ένας υποκειμενικός ρεαλισμός κανέναν χώρο, και η οποία κυριαρχούνταν μάλλον πλήρως από έναν θρησκευτικό ρεαλισμό, που έχει βρη μόνο διαφορετική φιλοσοφική έκφραση. Μπορούν να διαπιστωθούν βεβαιότατα στο φως της περαιτέρω ιστορικής εξέλιξης ακόμα και στην πατερική θεολογία (και τόσο περισσότερο στον σχολαστικισμό) ενδιάμεσα στρώματα ενός ορθολογισμού, που απειλούσαν ν’ αφήσουν ελεύθερο τον δρόμο σ’ έναν υποκειμενικό ιδεαλισμό. Αλλά για να μπορέση να συμβή αυτό, έπρεπε να προηγηθή ακόμα μια βαθειά αποσύνθεση του βασικού πετρώματος. Συνέβη ένας πνευματικός σεισμός στον ίδιον τον χριστιανισμό – ανύψωσε στον προτεσταντισμό η ατομικιστική αρχή, η οποία άρχισε να επιβάλλεται αμέσως και στη φιλοσοφική σκέψη, την κεφαλή της. Εμφανίστηκε πρωΐμότερα από παντού στην Αγγλία, στις διδασκαλίες του Artur Collier και του Berkeley, που δοκίμασαν να ανυψώσουν το Εγώ, το οποίο ήταν αποξενωμένο σ’ αυτούς από κάθε πραγματικότητα της ύπαρξης, σε μοναδική και παγκόσμια αρχή τού φιλοσοφείν. Άνοιξε μ’ αυτό αμέσως η παραμονεύουσα για τον ιδεαλισμό άβυσσος του σολιψισμού (σ.μ.: φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει τίποτα πέρα απ’ την ατομική σκέψη…). Αν είναι ο κόσμος μια πράξη του Εγώ, μια θέση του Εγώ ή της παράστασής του, υπάρχει τότε κάτι έξω απ’ αυτό το Εγώ, υπάρχει τότε μια δυνατότητα, να πάη κανείς έξω απ’ το Εγώ, πέρα απ’ το Εγώ, ή μένει αυτό πάντα στον ενικό, solus ipse (αυτό το ίδιο μόνο), περιβαλλόμενο από έναν αδιάρρηκτο δακτύλιο; Υπάρχει ένα οποιοδήποτε άλλο Εγώ, υπάρχει ένα Εσύ και υπάρχει κάτι καθ’ εαυτό, χωρίς την παραστατική δύναμη του Εγώ; Αρκεί να σχίσουμε αιρετικά την τριάδα του πνεύματος, να απομακρύνουμε στοχαστικά την υπόσταση απ’ τις υπόλοιπες δυνάμεις της ζωής και να την καταστήσουμε τη μοναδική μονοϋποστατική δύναμη (ροπή), που στοιχειοθετεί μέσα απ’ τον εαυτό της τις υπόλοιπες – κι αποδεικνύεται αμέσως, ότι μόλις αποσπαστή το Εγώ απ’ την πραγματικότητα ή τη φύση, απ’ το κατηγορούμενό του, έχει αποκοπή απ’ όλες τις πηγές της ζωής, υποφέρει πάνω σ’ ένα ακατοίκητο νησί, κι ότι απλώς δεν υπάρχει. Και εμφανίζονται αβεβαιότητα και ατολμία στη θέση των τιτανικών απαιτήσεων. Το Εγώ δοκιμάζει να σώση και να συμπεριλάβη στον εαυτό του κάθε τι, το οποίο μπορεί πάντως να κατορθώση απ’ τη χαμένη πληρότητα της ζωής, και πάνω απ’ την άβυσσο ταλαντεύεται η ιδεαλιστική γέφυρα esse=percipi (είμαι=αντιλαμβάνομαι), η αρχή της εμπειρικής φιλοσοφίας, για την οποίαν η ύπαρξη είναι πλήρως εμπειρική στη συνείδηση, στην οποία συγχωνεύεται δηλ. το καθ’ εαυτό είναι με το είναι (την ύπαρξη) για τον εαυτό του ή για το υποκείμενο. Το υποκείμενο δεν είναι τώρα πια χωρισμένο από κάθε πραγματικότητα, δεν είναι κενό, άδειο, κανένα αφηρημένο σημείο, που δεν του ανήκει καμμιά θέση στον πραγματικό χώρο, έχει ενωθή μάλλον με την πραγματικότητα, γιατί έχει προσθέσει στο όνειρό του, στη σκέψη του μιαν άμεση δημιουργική δύναμη: - να δημιουργή την πραγματικότητα, το είναι (την ύπαρξη). Μόνον το φάντασμα του σολιψισμού δεν έχει εξαφανιστή, αναδύεται απλώς σε μιαν άλλη θέση: δεν πρόκειται πια εδώ για την υπερνίκηση του σολιψισμού, αλλά για την υπερνίκηση του υποκειμενισμού, για τη φύση και την πραγματικότητα, στην οποία η αρχή esse=percipi, εκείνη δηλ. η θεμελιακή αρχή της ιδεαλιστικής γνωσιολογίας, για την οποία η ύπαρξη είναι συνώνυμη με τη συνείδηση, με τη λογική διάκριση, δεν φθάνει ακόμα κατά κανέναν τρόπο. Γνωρίζει κάθε εξοικειωμένος με τις τύχες της φιλοσοφίας, τί είδους κατάρα σημαίνει αυτό το ερώτημα για την αντικειμενικότητα, για το «αντικείμενο» της γνώσης, για την πραγματικότητα κ.τ.λ. για ολόκληρη την ιδεαλιστική φιλοσοφία. Ο ευσεβής Berkeley αναγνώρισε ολόκληρο το άλυτο αυτού του ερωτήματος, αφού επικαλέστηκε σε βοήθεια το μόνιμο θαύμα της θεϊκής εμπλοκής, που προσαρμόζει τις σκέψεις μας στις ανάγκες μας, και μας υποβάλλει τρόπον τινά υπνωτιστικά τον συνειρμό των ιδεών – πραγμάτων. Ο Berkeley κατέστρεψε στον ιδεαλισμό του τον κόσμο, τον μετέτρεψε σε ιδέες, έστρεψε τον άνθρωπο άμεσα στον Θεό. Αλλά κι ο Θεός μπορεί ν’ αποκαλύψη στον άνθρωπο την ύπαρξή Του μόνο μέσω της φύσεως του ανθρώπου· στον άνθρωπο ωστόσο, που έχει απανθρωπιστή, που προφυλάσσει μόνον το Εγώ, τη μονάδα (Monade) χωρίς φύση – πώς μπορεί να επιτελέση σ’ αυτόν αυτήν την θεΐκή επίδραση;
Είναι οπωσδήποτε σαφές, ότι ο Berkeley έδωσε στην τοποθετημένη απ’ αυτόν φιλοσοφική ερώτηση μιαν εντελώς μη φιλοσοφική απάντηση, που δεν μπορούσε να επιδράση γι’ αυτό και σε κανέναν πειστικά και έμεινε απαρατήρητη, ενώ ο ριζοσπαστικός ιδεαλισμός του βρήκε ανταπόκριση και μπόρεσε ν’ αφήση πίσω του μια μεγάλη εντύπωση. Αρκεί να θυμηθούμε, πως ο Καντ πολέμησε πάντοτε εκ νέου ενάντια στις επικίνδυνες συμμαχίες και έπρεπε να κάνη το παν, για να καθαρισθή και να προφυλαχθή απ’ την υποψία, ότι είναι μπερκλεϊανός.
Ο θεμελιωτής της νέας φιλοσοφίας, ο Ντεκάρτ (Descartes), είναι αφετηριακά (αν και όχι στην περαιτέρω εξέλιξη της διδασκαλίας του) επίσης ένας αντιπρόσωπος του υποκειμενικού ιδεαλισμού. Στη μεθοδολογική του αμφιβολία, που δεν σταματά μπροστά σε τίποτα και που του δίνει τη δυνατότητα να υποθέση, πως δεν υπάρχει «κανένας Θεός, κανένας ουρανός», «καθόλου σώματα» κ.τ.λ., μένει να στέκεται μοναδικός και μόνος μπροστά στο cogito ergo sum (σκέφτομαι άρα υπάρχω) ή το sum cogitans (υπάρχω σκεπτόμενος). (σ.σ.: Λέει στις «Αρχές της φιλοσοφίας» ο Ντεκάρτ: «Καθώς απορρίπτουμε έτσι κάθε τι που είναι τυχόν μόνον αμφίβολο και του επιτρέπουμε να ισχύη ως λανθασμένο, μπορούμε εύκολα να υποθέσουμε, πως δεν υπάρχει κανένας Θεός, κανένας ουρανός, κανένα σώμα· πως δεν έχουμε εμείς οι ίδιοι ούτε χέρια ούτε πόδια, και γενικά κανένα σώμα· δεν μπορούμε όμως να υποθέσουμε, ότι εμείς, που τα σκεφτόμαστε αυτά, δεν είμαστε τίποτα· γιατί είναι μια αντίφαση, ότι αυτό, το οποίο σκέφτεται, τη χρονική στιγμή, όπου σκέφτεται, δεν υπάρχει. Η πρόταση άρα: Σκέφτομαι, άρα υπάρχω – ego cogito, ergo sum – είναι η πρώτιστη και ασφαλέστατη απ’ όλες τις γνώσεις, που προσφέρεται σε καθέναν που φιλοσοφεί κανονικά. Και είναι κι ο καλύτερος δρόμος, για να γνωρίσης τη φύση του πνεύματος και τη διαφορά του απ’ το σώμα. Γιατί αν εξετάση κανείς, ποιοι είμαστε, εμείς που θεωρούμε όλα τα διαφορετικά από εμάς ως λανθασμένα, τότε βλέπουμε σαφώς, ότι ούτε η επέκταση, ούτε η μορφή, ούτε η τοπική κίνηση, ούτε κάτι παρόμοιο, το οποίο αποδίδουμε στο σώμα, δεν ανήκει στη φύση μας, παρά μόνον η σκέψη. Αυτή γνωρίζεται γι’ αυτό καλύτερα και βεβαιότερα απ’ τα σωματικά αντικείμενα· γιατί την καταλαβαίνει κανείς ήδη, ενώ αμφιβάλλει για όλα τα άλλα».) Αυτό δεν είναι στον Ντεκάρτ ένα λογικό συμπέρασμα, ένας συλλογισμός (Syllogismus), αλλά η διαπίστωση του γεγονότος της αυτοσυνείδησης. (σ.σ.: Λέει εντελώς κατηγορηματικά ο Ντεκάρτ, ότι cogito ergo sum δεν είναι κανένας συλλογισμός. Τα σημεία αυτά βρίσκονται στο Respons. ad II object. De Methodo IV. Ep. I 118. Ο Ντεκάρτ λέει κατ’ αρχάς, ότι είμαστε σκεπτόμενες υπάρξεις, sei prima quaedam notio quae ex nullo syllogismo concluditur, και συνεχίζει: neque cum quis dicit: ego cogito, ergo sum sive existo, existentiam ex cogitatione per syllogismus deducit …) Το Εγώ, η υπόσταση, γίνεται το μοναδικό σημείο προσανατολισμού, ένας πυρσός της συνείδησης, που φωτίζει τη σκοτεινή νύχτα της αμφιβολίας. Η ορθολογική αμφιβολία, που απαιτεί λογικές αποδείξεις, που είναι ανίσχυρη να δώση με τις αποδείξεις της η λογική, αποδείξεις δηλ. όχι μόνο για τα μεμονωμένα είδη της ύπαρξης, αλλά και γενικώς για την ύπαρξη, κλίνει την κεφαλή μπροστά στο γεγονός της ύπαρξης του Εγώ στη συνείδηση, παρόλο που, κατά βάση, αυτή η ύπαρξη του Εγώ δεν κατέχει καθεαυτή περισσότερη αυτοπροφάνεια – αν και ούτε λιγότερη – απ’ τους προσδιορισμούς της – αναφορικότητα (κατηγορηματικότητα) και ύπαρξη. Η ιδιορρυθμία και η προτεραιότητα (υπεροχή) του Εγώ βασίζονται στην υποστατική του μορφή, που έχει ως συνέπειά της να είναι αυτό πάντα αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο) και ποτέ κατηγορούμενο. Η διδασκαλία του Ντεκάρτ είναι κατά τα άλλα τόσο πολυσήμαντη και ασαφής, ώστε μπορεί να έχη για μας κυρίως ιστορικό μόνον ενδιαφέρον με την ώθηση, που έδωσε στην ευρωπαϊκή σκέψη, η οποία προωθήθηκε τώρα πια περισσότερο ή λιγότερο αποφασισμένη περαιτέρω στην κοίτη του ιδεαλισμού και του εμπειρισμού.
Σεργίου Μπουλγκάκοφ Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
Δεύτερο κεφάλαιo.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ.
Οι τρεις αδιαίρετες και ασύγχυτες δυνάμεις της ουσίας (Substanz) και της ουσιώδους σχέσης: υπόσταση (Hypostase) – αντικείμενο της πρότασης, προσδιορισμός – φύση – κατηγορούμενο και ύπαρξη (είναι) – πραγματικότητα – συνδετικό ρήμα είμαι (Kopula), που εξαντλούν και ορίζουν στην ιδιάζουσα σχέση τους την ουσιαστικότητα, έχουν μονίμως και αναντίρρητα είτε χωρισθή η μια απ’ την άλλη ή συγχυσθή η μια με την άλλη στην ιστορία της φιλοσοφίας· ως επί το πλείστον έχει συνεπαχθή εξάλλου το ένα το άλλο. Τα συστήματα της φιλοσοφίας εκκινούσαν από μια απ’ αυτές τις τρεις δυνάμεις, για να συναγάγουν μετά απ’ αυτήν όλες τις υπόλοιπες – και προέκυπτε ένας ιδιαζόντως πλασμένος μονταλισμός, σαβελλιανισμός (Ο μονταλισμός περικλείει, γνωστότερο απ’ όλα στη διδασκαλία του Σαβέλλιου – σαβελλιανισμός - , τα τρία θεϊκά πρόσωπα ως διαφορετικές εμφανίσεις ενός και του ίδιου Θεού). Αποδεικνύονται έτσι τα φιλοσοφικά συστήματα, αντί να είναι μια φιλοσοφική μεταγραφή ή, αν θέλη κανείς, μια σχηματική επεξεργασία των μοτίβων της Αγίας Τριάδας, ως παραλλαγές μιας φιλοσοφίας της ταυτότητας ή, κάτι που είναι το ίδιο, μιας φιλοσοφίας του μονισμού (Monismus), όπου προστίθεται ως ένα δευτερεύον, συμπληρωματικό χαρακτηριστικό, ποια απ’ τις δυνάμεις λαμβάνεται ως σημείο εκκίνησης. Προκύπτουν μ’ αυτόν τον τρόπο τρία δυνατά είδη μιας φιλοσοφικής αιρεσιολογίας (Häresiologie), ενός μονιστικού μονταλισμού, και τα συστήματα της φιλοσοφίας μπορούν άρα να διαιρεθούν σε τρείς εκτενείς ομάδες: α) τα συστήματα, που εκκινούν απ’ το αντικείμενο της πρότασης ή το υποκείμενο, το Εγώ, - ή τα ι δ ε α λ ι σ τ ι κ ά συστήματα· β) τα συστήματα, που εκκινούν απ’ το κατηγορούμενο, - ή τα π α ν λ ο γ ι σ τ ι κ ά συστήματα· γ) τα συστήματα, που εκκινούν απ’ το συνδετικό ρήμα είμαι, απ’ το απρόσωπο δηλ. είναι (ή: ύπαρξη), - ή τα ρ ε α λ ι σ τ ι κ ά συστήματα, όπου αυτός ο ρεαλισμός μπορεί να προσλάβη διαφορετικόν χαρακτήρα: έναν μυστικο-εκστατικό, έναν εμπειρικό, έναν υλιστικό.
Ας καταλάβουμε τώρα ακριβέστερα αυτούς τους διαφορετικούς τύπους.
Α. ΤΑ ΙΔΕΑΛΙΣΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ.
Εκπλήττεται προπάντων εδώ η φιλοσοφική σκέψη με κείνη την αδιαφιλονίκητη δήλωση (μαρτυρία) της αυτοσυνείδησής μας, συγκινημένη από φιλοσοφικό θαυμασμό, ότι κάθε τι που υπάρχει βρίσκεται στο Εγώ, μπροστά στο Εγώ και για το Εγώ: ο κόσμος ως θέαμα (Spectaculum) για έναν θεατή ή ως παράσταση ενός υποκειμένου. Ο κόσμος είναι υποκειμενικός, είναι μια υποκειμενική θέα – θεωρία,, χωρίς το υποκείμενο δεν υπάρχει τίποτα. Ας αφήσουμε τώρα να πάρη τον λόγο ο Σοπενάουερ, που έχει θέσει, ως γνωστόν, αυτήν τη σκέψη ως βάση της διδασκαλίας του για τον κόσμο ως παράσταση.
Υ π ο κ ε ί μ ε ν ο ( υ π ό σ τ α σ η ) κ α ι α ν τ ι κ ε ί μ ε ν ο τ η ς γ ν ώ σ η ς :
«Καμμιά αλήθεια δεν είναι λοιπόν πιο βέβαιη, πιο ανεξάρτητη απ’ όλες τις άλλες και δεν έχει λιγότερη ανάγκη μιας αποδείξεως, απ’ αυτήν, ότι όλα, όσα υπάρχουν για τη γνώση, ολόκληρος λοιπόν ο κόσμος, δεν είναι παρά αντικείμενο σε σχέση προς το υποκείμενο, θέα του θεατή, με μια λέξη, παράσταση ( ; ! ). Και ισχύει αυτό φυσικά όπως για το παρόν, έτσι και για κάθε παρελθόν και κάθε μέλλον, για το πιο απομακρυσμένο και το εγγύς: γιατί ισχύει και για τον ίδιο τον χώρο και τον χρόνο, στα οποία και μόνο διαφέρουν όλα αυτά. Όλα, όσα τυχόν ανήκουν και μπορούν να ανήκουν στον κόσμο, είναι αναπόφευκτα βεβαρημένα μ’ αυτήν την εξάρτηση μέσω του υποκειμένου, και υπάρχουν μόνο για το υποκείμενο. Ο κόσμος είναι παράσταση ( ; ! )… Εκείνο, που τα γνωρίζει όλα και δεν γνωρίζεται από κανένα, είναι το υποκείμενο. Είναι κατόπιν αυτού ο φορέας του κόσμου, ο γενικός (καθολικός), πάντοτε προϋποτιθέμενος όρος κάθε εμφανιζόμενου, κάθε αντικειμένου: γιατί μόνο για το υποκείμενο υπάρχει, το οτιδήποτε υπάρχει. Ο καθένας ανακαλύπτει τον εαυτό του ως αυτό το υποκείμενο, μόνον εφόσον ωστόσο γνωρίζει, κι όχι εφόσον είναι αντικείμενο της γνώσης. Αντικείμενο είναι όμως ήδη το σώμα του, το οποίο και ονομάζουμε γι’ αυτό, απ’ αυτήν την άποψη, παράσταση (ιδέα). Γιατί το σώμα είναι αντικείμενο μεταξύ αντικειμένων και υπόκειται στους νόμους των αντικειμένων… υπάρχει (βρίσκεται)… στις μορφές κάθε γνώσης, σε χρόνο και χώρο, μέσω των οποίων υπάρχει η πολλαπλότητα. Το υποκείμενο όμως, το γνωρίζον, και ποτέ γνωστό, δεν βρίσκεται και (καν) σ’ αυτές τις μορφές, απ’ τις οποίες προϋποτίθεται πολύ περισσότερο πάντοτε ήδη αυτό το ίδιο: δεν του απόκειται (ανήκει) λοιπόν ούτε πολλαπλότητα, ούτε το αντίθετό της, ενότητα. Δεν το γνωρίζουμε ποτέ, αλλά είναι αυτό ακριβώς, το οποίο γνωρίζει, όπου γνωρίζεται κάτι. Ο κόσμος ως παράσταση (ιδέα) έχει λοιπόν… δυό ουσιαστικά, αναγκαία και αδιάσπαστα ημίσεα. Το πρώτο είναι το αντικείμενο: η μορφή του είναι χώρος και χρόνος, και μέσω αυτών η πολλαπλότητα. Το άλλο ήμισυ όμως, το υποκείμενο, δεν βρίσκεται σε χώρο και χρόνο: γιατί υπάρχει ολόκληρο και αμέριστο σε κάθε αυτοσυστηνόμενη ύπαρξη· γι’ αυτό και συμπληρώνει ένα και μοναδικό απ’ αυτά, εξίσου πλήρες όσο τα διαθέσιμα (υπάρχοντα) εκατομμύρια, μαζί με το αντικείμενο τον κόσμο ως παράσταση: αν εξαφανιζόταν όμως εκείνο το μοναδικό, τότε δεν θα υπήρχε κι ο κόσμος πια ως παράσταση» (Schopenauer, Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση, τόμ. 1, Frauenstädtsche Ausgabe, σ. 3-6).
Αυτός ο υ π ο κ ε ι μ ε ν ι σ μ ό ς του κόσμου, ότι ο κόσμος είναι το κατηγορούμενο σ’ ένα αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο) κι ότι η ύπαρξη καθεαυτή είναι ταυτόχρονα και μια ύπαρξη για τον εαυτό της, εξηγείται συχνά ως υποκειμενικότητα του κόσμου κι αυτό πάλι ως κάτι απατηλό, σκιώδες (ανύπαρκτο), παραπλανητικό. Πρόκειται για ένα πολύ διαδεδομένο μοτίβο στην ινδική φιλοσοφία, στην οποίαν εμφανίζεται ο κόσμος ως μια οπτασία μπροστά στον παρατηρητή, τον Άτμαν. Για λόγους, που δεν θα εξετασθούν εγγύτερα εδώ, έχει διαρρεύσει αυτή η υποκειμενική ονειροπόληση απ’ την Ινδία και στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα την αισθανόμαστε στην εποχή της ατομικιστικής αποσύνθεσης, στη σκέψη (Skepsis) των σοφιστών με τον υποκειμενικό τους σχετικισμό (το πρωταγόρειο «ο άνθρωπος είναι το μέτρο των πραγμάτων»). Αν κατέχη στην Ινδία έναν μυστικό και εκστατικό χαρακτήρα, αν υποδηλώνη έναν πόθο, να εμβαθύνη κανείς στις σκοτεινές, υποσυνείδητες, αόρατες και αχαρακτήριστες ρίζες της ύπαρξης, ένα δημιουργικό Πέθανε και Γίνου, ένα βύθισμα προς τα κάτω στο κοσμικό τίποτα του Νιρβάνα, με την ελπίδα, «να βρης στο τίποτά σου τα πάντα», είναι στην Ελλάδα ένα σημείο της παρακμής, το σημείο μιας κανονικοποιημένης επιφανειακής διάθεσης (στάσης) προς την ζωή. Ο χριστιανισμός έχει υποτάξει (υπερνικήσει) αυτόν τον υποκειμενισμό, όχι στη θεωρία, αλλά στην ζωή, γιατί η φερμένη απ’ αυτόν καινούργια ζωή στον Θεό, το εμβαθυμένο αίσθημα πραγματικότητας έχει εξασθενήσει και εξαλείψει εντελώς αφ’ εαυτού τον παρακμιακό υποκειμενισμό. Απ’ τον χριστιανισμό έχει αναφανή μετά την ισχυρή έξαψη της σκέψης στα χρόνια των οικουμενικών συνόδων η χριστιανική θεολογία της Ανατολής και της Δύσης (ο σχολαστικισμός), στην οποία δεν είχε ένας υποκειμενικός ρεαλισμός κανέναν χώρο, και η οποία κυριαρχούνταν μάλλον πλήρως από έναν θρησκευτικό ρεαλισμό, που έχει βρη μόνο διαφορετική φιλοσοφική έκφραση. Μπορούν να διαπιστωθούν βεβαιότατα στο φως της περαιτέρω ιστορικής εξέλιξης ακόμα και στην πατερική θεολογία (και τόσο περισσότερο στον σχολαστικισμό) ενδιάμεσα στρώματα ενός ορθολογισμού, που απειλούσαν ν’ αφήσουν ελεύθερο τον δρόμο σ’ έναν υποκειμενικό ιδεαλισμό. Αλλά για να μπορέση να συμβή αυτό, έπρεπε να προηγηθή ακόμα μια βαθειά αποσύνθεση του βασικού πετρώματος. Συνέβη ένας πνευματικός σεισμός στον ίδιον τον χριστιανισμό – ανύψωσε στον προτεσταντισμό η ατομικιστική αρχή, η οποία άρχισε να επιβάλλεται αμέσως και στη φιλοσοφική σκέψη, την κεφαλή της. Εμφανίστηκε πρωΐμότερα από παντού στην Αγγλία, στις διδασκαλίες του Artur Collier και του Berkeley, που δοκίμασαν να ανυψώσουν το Εγώ, το οποίο ήταν αποξενωμένο σ’ αυτούς από κάθε πραγματικότητα της ύπαρξης, σε μοναδική και παγκόσμια αρχή τού φιλοσοφείν. Άνοιξε μ’ αυτό αμέσως η παραμονεύουσα για τον ιδεαλισμό άβυσσος του σολιψισμού (σ.μ.: φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει τίποτα πέρα απ’ την ατομική σκέψη…). Αν είναι ο κόσμος μια πράξη του Εγώ, μια θέση του Εγώ ή της παράστασής του, υπάρχει τότε κάτι έξω απ’ αυτό το Εγώ, υπάρχει τότε μια δυνατότητα, να πάη κανείς έξω απ’ το Εγώ, πέρα απ’ το Εγώ, ή μένει αυτό πάντα στον ενικό, solus ipse (αυτό το ίδιο μόνο), περιβαλλόμενο από έναν αδιάρρηκτο δακτύλιο; Υπάρχει ένα οποιοδήποτε άλλο Εγώ, υπάρχει ένα Εσύ και υπάρχει κάτι καθ’ εαυτό, χωρίς την παραστατική δύναμη του Εγώ; Αρκεί να σχίσουμε αιρετικά την τριάδα του πνεύματος, να απομακρύνουμε στοχαστικά την υπόσταση απ’ τις υπόλοιπες δυνάμεις της ζωής και να την καταστήσουμε τη μοναδική μονοϋποστατική δύναμη (ροπή), που στοιχειοθετεί μέσα απ’ τον εαυτό της τις υπόλοιπες – κι αποδεικνύεται αμέσως, ότι μόλις αποσπαστή το Εγώ απ’ την πραγματικότητα ή τη φύση, απ’ το κατηγορούμενό του, έχει αποκοπή απ’ όλες τις πηγές της ζωής, υποφέρει πάνω σ’ ένα ακατοίκητο νησί, κι ότι απλώς δεν υπάρχει. Και εμφανίζονται αβεβαιότητα και ατολμία στη θέση των τιτανικών απαιτήσεων. Το Εγώ δοκιμάζει να σώση και να συμπεριλάβη στον εαυτό του κάθε τι, το οποίο μπορεί πάντως να κατορθώση απ’ τη χαμένη πληρότητα της ζωής, και πάνω απ’ την άβυσσο ταλαντεύεται η ιδεαλιστική γέφυρα esse=percipi (είμαι=αντιλαμβάνομαι), η αρχή της εμπειρικής φιλοσοφίας, για την οποίαν η ύπαρξη είναι πλήρως εμπειρική στη συνείδηση, στην οποία συγχωνεύεται δηλ. το καθ’ εαυτό είναι με το είναι (την ύπαρξη) για τον εαυτό του ή για το υποκείμενο. Το υποκείμενο δεν είναι τώρα πια χωρισμένο από κάθε πραγματικότητα, δεν είναι κενό, άδειο, κανένα αφηρημένο σημείο, που δεν του ανήκει καμμιά θέση στον πραγματικό χώρο, έχει ενωθή μάλλον με την πραγματικότητα, γιατί έχει προσθέσει στο όνειρό του, στη σκέψη του μιαν άμεση δημιουργική δύναμη: - να δημιουργή την πραγματικότητα, το είναι (την ύπαρξη). Μόνον το φάντασμα του σολιψισμού δεν έχει εξαφανιστή, αναδύεται απλώς σε μιαν άλλη θέση: δεν πρόκειται πια εδώ για την υπερνίκηση του σολιψισμού, αλλά για την υπερνίκηση του υποκειμενισμού, για τη φύση και την πραγματικότητα, στην οποία η αρχή esse=percipi, εκείνη δηλ. η θεμελιακή αρχή της ιδεαλιστικής γνωσιολογίας, για την οποία η ύπαρξη είναι συνώνυμη με τη συνείδηση, με τη λογική διάκριση, δεν φθάνει ακόμα κατά κανέναν τρόπο. Γνωρίζει κάθε εξοικειωμένος με τις τύχες της φιλοσοφίας, τί είδους κατάρα σημαίνει αυτό το ερώτημα για την αντικειμενικότητα, για το «αντικείμενο» της γνώσης, για την πραγματικότητα κ.τ.λ. για ολόκληρη την ιδεαλιστική φιλοσοφία. Ο ευσεβής Berkeley αναγνώρισε ολόκληρο το άλυτο αυτού του ερωτήματος, αφού επικαλέστηκε σε βοήθεια το μόνιμο θαύμα της θεϊκής εμπλοκής, που προσαρμόζει τις σκέψεις μας στις ανάγκες μας, και μας υποβάλλει τρόπον τινά υπνωτιστικά τον συνειρμό των ιδεών – πραγμάτων. Ο Berkeley κατέστρεψε στον ιδεαλισμό του τον κόσμο, τον μετέτρεψε σε ιδέες, έστρεψε τον άνθρωπο άμεσα στον Θεό. Αλλά κι ο Θεός μπορεί ν’ αποκαλύψη στον άνθρωπο την ύπαρξή Του μόνο μέσω της φύσεως του ανθρώπου· στον άνθρωπο ωστόσο, που έχει απανθρωπιστή, που προφυλάσσει μόνον το Εγώ, τη μονάδα (Monade) χωρίς φύση – πώς μπορεί να επιτελέση σ’ αυτόν αυτήν την θεΐκή επίδραση;
Είναι οπωσδήποτε σαφές, ότι ο Berkeley έδωσε στην τοποθετημένη απ’ αυτόν φιλοσοφική ερώτηση μιαν εντελώς μη φιλοσοφική απάντηση, που δεν μπορούσε να επιδράση γι’ αυτό και σε κανέναν πειστικά και έμεινε απαρατήρητη, ενώ ο ριζοσπαστικός ιδεαλισμός του βρήκε ανταπόκριση και μπόρεσε ν’ αφήση πίσω του μια μεγάλη εντύπωση. Αρκεί να θυμηθούμε, πως ο Καντ πολέμησε πάντοτε εκ νέου ενάντια στις επικίνδυνες συμμαχίες και έπρεπε να κάνη το παν, για να καθαρισθή και να προφυλαχθή απ’ την υποψία, ότι είναι μπερκλεϊανός.
Ο θεμελιωτής της νέας φιλοσοφίας, ο Ντεκάρτ (Descartes), είναι αφετηριακά (αν και όχι στην περαιτέρω εξέλιξη της διδασκαλίας του) επίσης ένας αντιπρόσωπος του υποκειμενικού ιδεαλισμού. Στη μεθοδολογική του αμφιβολία, που δεν σταματά μπροστά σε τίποτα και που του δίνει τη δυνατότητα να υποθέση, πως δεν υπάρχει «κανένας Θεός, κανένας ουρανός», «καθόλου σώματα» κ.τ.λ., μένει να στέκεται μοναδικός και μόνος μπροστά στο cogito ergo sum (σκέφτομαι άρα υπάρχω) ή το sum cogitans (υπάρχω σκεπτόμενος). (σ.σ.: Λέει στις «Αρχές της φιλοσοφίας» ο Ντεκάρτ: «Καθώς απορρίπτουμε έτσι κάθε τι που είναι τυχόν μόνον αμφίβολο και του επιτρέπουμε να ισχύη ως λανθασμένο, μπορούμε εύκολα να υποθέσουμε, πως δεν υπάρχει κανένας Θεός, κανένας ουρανός, κανένα σώμα· πως δεν έχουμε εμείς οι ίδιοι ούτε χέρια ούτε πόδια, και γενικά κανένα σώμα· δεν μπορούμε όμως να υποθέσουμε, ότι εμείς, που τα σκεφτόμαστε αυτά, δεν είμαστε τίποτα· γιατί είναι μια αντίφαση, ότι αυτό, το οποίο σκέφτεται, τη χρονική στιγμή, όπου σκέφτεται, δεν υπάρχει. Η πρόταση άρα: Σκέφτομαι, άρα υπάρχω – ego cogito, ergo sum – είναι η πρώτιστη και ασφαλέστατη απ’ όλες τις γνώσεις, που προσφέρεται σε καθέναν που φιλοσοφεί κανονικά. Και είναι κι ο καλύτερος δρόμος, για να γνωρίσης τη φύση του πνεύματος και τη διαφορά του απ’ το σώμα. Γιατί αν εξετάση κανείς, ποιοι είμαστε, εμείς που θεωρούμε όλα τα διαφορετικά από εμάς ως λανθασμένα, τότε βλέπουμε σαφώς, ότι ούτε η επέκταση, ούτε η μορφή, ούτε η τοπική κίνηση, ούτε κάτι παρόμοιο, το οποίο αποδίδουμε στο σώμα, δεν ανήκει στη φύση μας, παρά μόνον η σκέψη. Αυτή γνωρίζεται γι’ αυτό καλύτερα και βεβαιότερα απ’ τα σωματικά αντικείμενα· γιατί την καταλαβαίνει κανείς ήδη, ενώ αμφιβάλλει για όλα τα άλλα».) Αυτό δεν είναι στον Ντεκάρτ ένα λογικό συμπέρασμα, ένας συλλογισμός (Syllogismus), αλλά η διαπίστωση του γεγονότος της αυτοσυνείδησης. (σ.σ.: Λέει εντελώς κατηγορηματικά ο Ντεκάρτ, ότι cogito ergo sum δεν είναι κανένας συλλογισμός. Τα σημεία αυτά βρίσκονται στο Respons. ad II object. De Methodo IV. Ep. I 118. Ο Ντεκάρτ λέει κατ’ αρχάς, ότι είμαστε σκεπτόμενες υπάρξεις, sei prima quaedam notio quae ex nullo syllogismo concluditur, και συνεχίζει: neque cum quis dicit: ego cogito, ergo sum sive existo, existentiam ex cogitatione per syllogismus deducit …) Το Εγώ, η υπόσταση, γίνεται το μοναδικό σημείο προσανατολισμού, ένας πυρσός της συνείδησης, που φωτίζει τη σκοτεινή νύχτα της αμφιβολίας. Η ορθολογική αμφιβολία, που απαιτεί λογικές αποδείξεις, που είναι ανίσχυρη να δώση με τις αποδείξεις της η λογική, αποδείξεις δηλ. όχι μόνο για τα μεμονωμένα είδη της ύπαρξης, αλλά και γενικώς για την ύπαρξη, κλίνει την κεφαλή μπροστά στο γεγονός της ύπαρξης του Εγώ στη συνείδηση, παρόλο που, κατά βάση, αυτή η ύπαρξη του Εγώ δεν κατέχει καθεαυτή περισσότερη αυτοπροφάνεια – αν και ούτε λιγότερη – απ’ τους προσδιορισμούς της – αναφορικότητα (κατηγορηματικότητα) και ύπαρξη. Η ιδιορρυθμία και η προτεραιότητα (υπεροχή) του Εγώ βασίζονται στην υποστατική του μορφή, που έχει ως συνέπειά της να είναι αυτό πάντα αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο) και ποτέ κατηγορούμενο. Η διδασκαλία του Ντεκάρτ είναι κατά τα άλλα τόσο πολυσήμαντη και ασαφής, ώστε μπορεί να έχη για μας κυρίως ιστορικό μόνον ενδιαφέρον με την ώθηση, που έδωσε στην ευρωπαϊκή σκέψη, η οποία προωθήθηκε τώρα πια περισσότερο ή λιγότερο αποφασισμένη περαιτέρω στην κοίτη του ιδεαλισμού και του εμπειρισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου