ΣΕΡΓΙΟΥ ΜΠΟΥΛΓΚΑΚΟΦ, «Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ» (29)
Συνέχεια από: Παρασκευή, 20 Ιανουαρίου 2012
ΙΙΙ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΙΧΤΕ
1. Παρουσίαση των ιδεών τής επιστημονικής διδασκαλίας
Στο κείμενό του «Θεμέλιο της σύνολης επιστημονικής διδασκαλίας» παρουσιάζει ο Φίχτε ένα σχεδιάγραμμα της διδασκαλίας του για το Εγώ. Και λαμβάνει ως την «απολύτως πρώτη, και ούτως ειπείν απροϋπόθετη αρχή» όχι τη σκέψη, αλλά την «πράξη», η οποία «δεν προκύπτει απ’ τον εμπειρικόν προσδιορισμό τής συνείδησής μας, και ούτε και μπορεί να προκύψη, αλλά βρίσκεται μάλλον στη βάση κάθε συνείδησης, την οποίαν και καθιστά, μόνη αυτή, δυνατή» (Fichte, W.W. Bd. I, σ. 91).
Τον συλλογισμό, απ’ τον οποίον προέρχεται η ύπαρξη αυτού τού γεγονότος ως μια αυταπόδεικτη φράση, τον βασίζει ο Φίχτε στην πρόταση «το Α είναι Α (όπως ακριβώς Α=Α, γιατί αυτή είναι και η σημασία τής λογικής Kopula – του συνδετικού δηλ. ρήματος ‘είναι’…) », την οποίαν και εκλαμβάνει, «χωρίς κανέναν περαιτέρω διαλογισμό… ως εντελώς σίγουρη και βεβαιωμένη». Αυτή η ‘βεβαίωση’, και ιδίως η εξίσωση του «Α είναι Α» με το «Α=Α» ενέχει τη σοβαρή υπόνοια, ότι η κρίση που εξάγει εδώ για την Kopula ο Φίχτε δεν είναι τόσο διαφανής, ενώ υποκρύπτει ίσως και το κεντρικό ακριβώς πρόβλημα, για ποιον λόγο αποδέχηκε, με τη θέλησή του (αυθαιρέτως!...), μιαν τέτοια βεβαιότητα και έχτισε έτσι ολόκληρο το οικοδόμημά του πάνω στην άμμο. Με την αναγκαία ακριβώς αυτή συνάρτηση, που «έχει τεθή απόλυτα και χωρίς κανέναν λόγο», και είναι σίγουρη και ασφαλής, ακόμα κι αν δεν υπάρχη το Α (η Kopula δηλ., η σύνδεση, πριν αλλά και χωρίς αυτό που είναι προς σύνδεση!). Και απ’ αυτόν τον υποτιθέμενον λόγο αναρτάται κατόπιν, όπως από μιαν κλωστή, ο κόσμος και το Εγώ, με δυό και τρεις περιστροφές: α) το Χ (η απαραίτητη δηλ. συνάρτηση ή σχέση) έχει τεθή τουλάχιστον στο Εγώ, και μέσω τού Εγώ – γιατί είναι το Εγώ (ποιό όμως; - Μπ.), το οποίο και κρίνει στην παραπάνω πρόταση, και μάλιστα σύμφωνα με το Χ ως έναν νόμο· το οποίο Χ έχει δοθή άρα στο Εγώ και, καθώς παρουσιάζεται απόλυτο και χωρίς κανέναν περαιτέρω λόγο, πρέπει να έχη δοθή μέσω τού ίδιου τού Εγώ στο Εγώ». Κι αφού τοποθέτησε το Χ στο Εγώ (από πού και πώς;), σύρει τώρα και το Α εκεί μέσα, το οποίο και το θεμελιώνει ως εξής: «Το Χ μπορεί να υπάρχη σε σχέση μόνον προς ένα Α· έχουμε όμως ήδη θέσει πραγματικά (;) το Χ στο Εγώ: πρέπει άρα να τεθή και το Α στο Εγώ, εφ’ όσον το Χ συσχετίζεται με το Α». Και μέσα απ’ την επόμενη ‘περιστροφή’ αφαιρούνται απ’ την Kopula το αντικείμενο της πρότασης (το υποκείμενο…) και το κατηγορούμενο, και τοποθετούνται στις θέσεις τους, για να αναγγείλη θριαμβευτικά ο ‘μεγάλος μάγος’ ότι: «Μπορούμε άρα να διατυπώσουμε και ως εξής την παραπάνω φράση: Αν έχη τοποθετηθή το Α στο Εγώ, τότε έχει τοποθετηθή (( Σημ. τ. μετ.: Πάει και τελείωσε… )) · ή – έτσι είναι (τα πράγματα…)». Και μ’ αυτό το γελοίο και απλοϊκό ‘ταχυδακτυλουργικό κόλπο’ ολοκληρώθηκε η (λογική…) «απαγωγή», ώστε να μπορέσουμε να πληροφορηθούμε, με πανηγυρικόν μάλιστα τρόπο, ότι: «Τίθεται άρα, εξασφαλισμένο απ’ το Εγώ, το Χ: το Α υπάρχει για το Εγώ που κρίνει (το κριτικό Εγώ…), αυτόχρημα και απλούστατα λόγω τού ότι έχει γενικώς τοποθετηθή (τεθή, καθοριστή…) στο Εγώ· που σημαίνει πως καθορίζεται, ότι υπάρχει κάτι στο Εγώ, το οποίο και είναι πάντοτε όμοιο με τον εαυτό του, πάντοτε Ένα και το αυτό· οπότε μπορούμε να εκφράσουμε και ως εξής αυτό το Εγώ: Εγώ=Εγώ· Εγώ είμαι Εγώ» (( ! )) . Και προσθέτει ο Φίχτε: «Και φτάσαμε έτσι, μ’ αυτήν την επέμβαση, ήδη ανεπαίσθητα (bravo! – Mπ.) στη φράση: Εγώ είμαι ή Εγώ υπάρχω». Πρόκειται φυσικά για κάτι εντελώς παράλογο, και μάλιστα από διπλήν άποψη: δεν μπορούμε να μιλήσουμε βέβαια εδώ παντελώς για (λογική…) απαγωγή, ενώ και η φράση Εγώ είμαι Εγώ (που δεν ταυτίζεται σε καμμιάν περίπτωση με τη φράση Εγώ είμαι) είναι δίχως νόημα, καθώς σημαίνει την εφαρμογή τής Kopula (του συνδετικού ρήματος…) ή της μορφής μιας κρίσης σε κάτι, στο οποίο δεν μπορεί όμως παντελώς να εφαρμοσθή, αποκλειστικά δηλ. στο υποκείμενο (το οποίο και είναι πάντοτε το Εγώ). Το να αποκλείσουμε το Εγώ σ’ ένα δωμάτιο με καθρεφτένιους τοίχους, όπου και μπορεί να κοιτάζεται, και να πολλαπλασιάζεται στις άπειρες επαναλήψεις τού Εγώ είμαι Εγώ – αυτό προϋποθέτει μια βίαιη αφαίρεση, στην οποία στηρίζεται βέβαια και ολόκληρο το σύστημα του Φίχτε, καθορίζοντας την εσωτερική του (εντός αυτού του συστήματος δηλ….) εργασία. Η οποία εργασία συνίσται τώρα στο εξής: να προκύψη απ’ το Εγώ, απ’ το υποκείμενο, το κατηγορούμενο ως Μη-Εγώ, και να προσπορισθή έτσι στο Εγώ και η κατηγοριοποίηση, ολόκληρη δηλ. η κρίση και ο αυτοπροσδιορισμός· και σ’ αυτήν ακριβώς τη μονο-υποστατικότητα, και ταυτόχρονα αφαίρεση, ‘κρύβεται’ και όλη η ουσία τού ‘φιχτεανισμού’, που χρησιμοποιεί εδώ ως μέσον την κατάχρηση της Kopula, η οποία και εννοείται πριν πραγματοποιηθή η όποια κρίση, και προσάπτεται (η Kopula…) στο Εγώ ως ένας καθρέφτης τού Εγώ, προκύπτοντας έτσι η ανόητη ταυτολογία (Tautologie) Εγώ είμαι Εγώ, με την οποίαν και παραλληλίζεται, συνειδητά λανθασμένα, το Εγώ=Εγώ, σαν να έχη το ρήμα «είμαι» την ίδια σημασία με το (μαθηματικό σύμβολο…) = . Και ‘επιβεβαιώνεται’ έτσι η φράση Εγώ είμαι (ή: Εγώ υπάρχω…) , οπότε ανοίγει και ο δρόμος για τη φιλοσοφία τού Εγώ, επειδή «πριν από κάθε άλλη τοποθέτηση στο Εγώ» πρέπει «να τεθή ή να τοποθετηθή προηγουμένως το ίδιο το Εγώ».
«Ο αυτο-καθορισμός τού Εγώ (μέσω τού εαυτού του…) αποτελεί λοιπόν και την καθαρή του δράση. – Το Εγώ θέτει τον εαυτό του, και είναι, υπάρχει, σύμφωνα μ’ αυτόν τον ‘απλόν’ αυτο-καθορισμό· και αντίστροφα· το Εγώ είναι, υπάρχει, και θέτει το Είναι του, την Ύπαρξή του, σύμφωνα μ’ αυτό το ‘απλό’ του Είναι. – Είναι λοιπόν ταυτόχρονα αυτό που πράττει, αλλά και το προϊόν της πράξης· αυτό που ενεργεί, αλλά και το αποτέλεσμα της ενέργειας· όπου πράξη και ενέργεια αποτελούν ένα και το αυτό· και γι’ αυτό εκφράζει το Εγώ είμαι μιαν ενεργητικήν πράξη».
Και ξεκινά τώρα η εμφάνιση μέσα απ’ το καπέλλο τού θαυματοποιού, μέσα απ’ τη φράση: Εγώ είμαι Εγώ, όλων εκείνων, τα οποία και εισήχθησαν προηγουμένως μέσα εκεί. Όπου διακρίνεται κατ’ αρχάς το «αυτόχρημα τοποθετημένο και καθορισμένο Εγώ» (το υποκείμενο δηλ.) απ’ το «υπάρχον Εγώ» (το κατηγορούμενο). Εφ’ όσον όμως «το Εγώ υπάρχει, επειδή έχει αυτο-τοποθετηθή», πρέπει «να είναι και οι δυό παραπάνω σημασίες τού Εγώ εντελώς ίδιες». (Ο ισχυρισμός αυτός είναι κατ’ αρχάς εντελώς ανόητος, επειδή τα δυό Εγώ δεν είναι ποτέ ίδια, καθώς το «είναι» δεν ταυτίζεται με το = , ενώ είναι και παντελώς άχρηστος, γιατί η ορθότητα όσων ακολουθούν είναι αφ’ εαυτής προφανής και δεν χρειάζεται καμμιά λογικήν απαγωγή.) «Μπορεί και να αντιστρέψη άρα κανείς την ανωτέρω φράση και να πη: το Εγώ θέτει τον εαυτό του, ακριβώς επειδή είναι (υπάρχει…). Θέτει δηλ. τον εαυτό του μέσα απ’ το ‘απλό’ του Είναι, και είναι μέσα απ’ την ‘απλήν’ του αυτο-τοποθέτηση».
Και ακολουθεί τώρα ο ορισμός τού Εγώ ως «απολύτου υποκειμένου»: «Εκείνο, του οποίου η ύπαρξη (η ουσία) συνίσταται απλώς και μόνο στο ότι θέτει, ως υπάρχον, τον εαυτό του, είναι το Εγώ, ως απόλυτο υποκείμενο. Έτσι όπως αυτο-καθορίζεται, έτσι και υπάρχει· και έτσι όπως υπάρχει, αυτο-καθορίζεται· και το Εγώ είναι άρα παντελώς αναγκαίο για το Εγώ. Κι αυτό που δεν υπάρχει για τον εαυτό του, δεν είναι Εγώ». Υπογραμμίζει εδώ, εντελώς σωστά, ο Φίχτε την αυτο-θεμελίωση, τον αυτο-καθορισμό και την απολυτότητα του Εγώ, γιατί η φύση τού Εγώ σ’ αυτήν την αυτο-θεμελίωση είναι μια ενεργητική πράξη, στην οποίαν και συμπίπτουν Είναι και συνείδηση σε κάποιο σημείο. Γι’ αυτό όμως δεν είναι καθόλου απαραίτητη όλη αυτή η ‘δυσκίνητη’ και λανθασμένη απαγωγή, η οποία και ‘ζημιώνει’ μόνον την απολυτότητα του Εγώ. «Δεν μπορεί να σκεφτή τίποτα κανείς, χωρίς το Εγώ του, παρά να συμπεριλάβη σ’ αυτήν τη σκέψη, με αυτοσυνείδηση, και τον εαυτό του· δεν μπορεί να αφαιρεθή ποτέ κανείς απ’ την αυτο-συνειδησία του». «Ο αυτο-καθορισμός και η ύπαρξη είναι, καθώς τα χρειάζεται και τα μεταχειρίζεται το Εγώ, εντελώς ίδια. Και η φράση: Εγώ είμαι, επειδή έχω αυτο-τοποθετηθή, μπορεί να διατυπωθή και ως εξής: Εγώ είμαι και υπάρχω ακριβώς, επειδή είμαι. Πέραν τούτου, το αυτό-καθοριζόμενο και το υπάρχον Εγώ είναι απολύτως ίδια, όμοια, Ένα και το αυτό. Το Εγώ είναι εκείνο, το οποίο και τοποθετείται· και τοποθετείται, τίθεται ως εκείνο, το οποίο είναι. Και μπορούμε άρα να πούμε, πως είμαι ακριβώς αυτό που είμαι. Και να διατυπώσουμε με αμεσότητα την ενεργητικήν πράξη που αναπτύχθηκε ως εξής: Εγώ αυτόχρημα υπάρχω, υπάρχω δηλ. ακριβώς επειδή υπάρχω· και είμαι ακριβώς αυτό που είμαι· και τα δυό για το Εγώ… Το Εγώ θέτει εξαρχής αυτόχρημα (παντελώς…) την ίδιαν του την ύπαρξη και το Είναι».
Σε μιαν παρατήρηση πάνω σ’ αυτό συναντάμε και την εξής διευκρίνηση (εκ μέρους τού Φίχτε…): «Το Εγώ αποτελεί αναγκαίως μιαν ταυτότητα υποκειμένου και αντικειμένου: υποκείμενο- αντικείμενο· και μάλιστα χωρίς καμμιάν περαιτέρω διαμεσολάβηση». Και είναι σωστά όλα αυτά, καθ’ όσον αποκαλύπτουν την αυτο-θεμελίωση του Εγώ· λανθασμένα ωστόσο, και μάλιστα μοιραία λανθασμένα, καθ’ όσον επεκτείνουν στο Εγώ την αρχή τής ταυτότητας, απονέμοντάς του Είναι, ενώ δεν είναι παρά κάτι που υπάρχει, και καθ’ όσον επιχειρούν μάλιστα να συσκοτίσουν απολύτως το γεγονός, ότι το Εγώ δεν διαθέτει, έξω απ’ την κατηγορηματικότητα, κανένα Είναι.
«Παρουσιάζεται κάτι, απ’ το οποίο και παράγεται η κάθε κατηγορία (Kategorie): το Εγώ, ως απόλυτο υποκείμενο. Και για κάθε άλλο πιθανό, στο οποίο πρέπει να εφαρμοσθή αυτή η κατηγορία, πρέπει να αποδειχθή ότι μεταφέρεται σ’ αυτό πραγματικότητα απ’ το Εγώ: - ότι πρέπει να υπάρχη, εφ’ όσον (και μόνον…) υπάρχει το Εγώ» (( ! )) .
Τη σχέση του προς τον Καντ και τον Ντεκάρτ (Descartes) τη χαρακτηρίζει ο Φίχτε ως εξής: «Τη δική μας (αυτή…) φράση, ως την απόλυτην αρχή (κανόνα και αξίωμα…) κάθε γνώσης, προεμήνυσε και ο Καντ στη δική του ‘Απαγωγή τών κατηγοριών’· χωρίς όμως να τη διατυπώση ποτέ ως αρχή ή κανόνα. Πριν απ’ αυτόν, μας παρουσίασε και ο Καρτέσιος μιαν παρόμοιαν πρόταση: cogito, ergo sum, που δεν αποτελεί ωστόσο το συμπέρασμα ενός συλλογισμού (Syllogismus), που να ξεκινά απ’ το: quodcumque cogitat, est· αλλά που μπορεί να τη θεωρούσε κι ο ίδιος ως ένα άμεσο γεγονός τής συνείδησης. Οπότε και θα σήμαινε ότι: cogitans sum, ergo sum (είμαι διανοούμενος, άρα είμαι…) – (όπως θα λέγαμε: sum, ergo sum). Η προσθήκη cogitans είναι όμως τότε εντελώς περιττή· γιατί δεν σκέφτεται κανείς αναγκαίως, όταν είναι ή υπάρχη, αλλά είναι ή υπάρχη κανείς αναγκαίως, όταν σκέφτεται. Η σκέψη δεν αποτελεί καθόλου την ουσία, αλλά έναν ιδιαίτερο και μόνον προσδιορισμό τού Είναι».
Όσον αφορά τώρα στον Σπινόζα: «Σ’ αυτόν δεν είναι, δεν υπάρχει το Εγώ (εκείνο, το οποίο και ονομάζει δικό του Εγώ, ή εκείνο που εγώ ονομάζω δικό μου Εγώ) αυτόχρημα, επειδή (ακριβώς…) υπάρχει· αλλά επειδή είναι κάτι άλλο. – Το Εγώ είναι βέβαια κατ’ αυτόν Εγώ για το Εγώ, αναρωτιέται όμως, τί θα ήταν εκτός τού Εγώ. (Ε, λοιπόν…) ένα τέτοιο Εγώ ‘εκτός τού Εγώ’ θα ήταν επίσης ένα Εγώ, του οποίου το τοποθετημένο Εγώ (το δικό μου π.χ. Εγώ), καθώς και και κάθε πιθανό, τοποθετούμενο Εγώ θα αποτελούσαν (απλώς…) τροποποιήσεις. Διαχωρίζει (ο Σπινόζα…) την καθαρήν απ’ την εμπειρική συνείδηση. Και θέτει την πρώτη στον Θεό, που δεν τη συνειδητοποιεί όμως ποτέ, καθώς η καθαρή συνείδηση δεν φτάνει ποτέ στη συνείδηση· και τη δεύτερη στις ιδιαίτερες τροποποιήσεις (περιορισμούς ή μετριασμούς…) της θεότητας. Και το σύστημά του καθίσταται έτσι εντελώς συνεπές και ακαταμάχητο, καθώς βρίσκεται σε μιαν περιοχή, όπου δεν μπορεί να τον παρακολουθήση περαιτέρω η λογική· είναι όμως ανυπόστατο και αθεμελίωτο· γιατί τί τού επιτρέπει να επεκταθή πέρα απ’ τη δεδομένη στην εμπειρική συνείδηση καθαρή συνείδηση;… Και έχω επίσης να παρατηρήσω, ότι υπερβαίνοντας κανείς το Εγώ είμαι (( Εγώ ειμί… )) , θα φτάση αναγκαστικά στον σπινοζισμό (και το ότι το σύστημα του Λάιμπνιτς δεν είναι τίποτε άλλο, στην ολοκλήρωσή του, από σπινοζισμός, το δείχνει… ο S. Maimon)· αλλά και ότι δεν υπάρχουν παρά μόνο δύο εντελώς συνεπή συστήματα: το κριτικό, το οποίο και αναγνωρίζει αυτά τα όρια, και το σπινοζικό, το οποίο τα υπερβαίνει».
Όσον αφορά στο Μη-Εγώ: «Κάθε τι το Αντίθετο είναι αυτόχρημα αντίθετο, δυνάμει μιας πράξεως του Εγώ, και για κανέναν άλλον λόγο». «Τίποτα δεν έχει τεθή εξαρχής, παρά το Εγώ, το οποίο και είναι το μόνο που έχει αυτόχρημα (εντελώς…) τεθή. Δεν μπορεί άρα παρά να αντιτεθή κάτι στο Εγώ. Κι αυτό που αντιτίθεται στο Εγώ ισοδυναμεί (=) με το Μη-Εγώ». «Με την ίδιαν απροϋπόθετη και απόλυτη βεβαιότητα, υπό το πρίσμα της εμπειρικής συνείδησης, ότι το - Α δεν είναι = Α, βεβαιώνεται και πως στο Εγώ αντιτίθεται αυτόχρημα ένα Μη-Εγώ». Και ο Φίχτε εξηγεί περαιτέρω, ότι για να μπορώ να διαβεβαιώσω ένα οποιοδήποτε αντικείμενο (την ύπαρξη ενός οποιουδήποτε αντικειμένου…), πρέπει ήδη να το γνωρίζω, ότι πρέπει δηλ. να περιέχεται σε μένα, που το παρουσιάζω, εξαρχής και πριν από κάθε πιθανήν εμπειρία. Και είναι τόσο σίγουρο αυτό, ώστε ο καθένας που δεν το αντιλαμβάνεται και δεν ανυψώνεται από εδώ μέχρι τον μεταφυσικόν ιδεαλισμό, είναι αναπόφευκτα, πνευματικά τυφλός. «Καθ’ όσον τίθεται το Μη-Εγώ, δεν τίθεται το Εγώ· γιατί ακυρώνεται εντελώς με το Μη-Εγώ το Εγώ. Το Μη-Εγώ τίθεται όμως στο Εγώ, γιατί είναι το αντίθετό του· και κάθε τι που αντιτίθεται προϋποθέτει την ταυτότητα του Εγώ, στο οποίο και τίθεται, αλλά και αντιτίθεται σ’ αυτό που έχει (ήδη…) τεθή» (( ! )) . Το Εγώ δεν τίθεται εξάλλου στο Εγώ, εφ’ όσον τίθεται εκεί το Μη-Εγώ. Το οποίο Μη-Εγώ μπορεί όμως να τεθή μόνον εφ’ όσον έχει τεθή ένα Εγώ στο Εγώ (στην ταυτόσημη συνείδηση), στο οποίο και μπορεί να αντιτεθή το Μη-Εγώ. Πρέπει λοιπόν να τεθή στην ταυτόσημη συνείδηση το Μη-Εγώ. Στην οποίαν και πρέπει να έχει τεθή επομένως, εφ’ όσον έχει τεθή εκεί το Μη-Εγώ, και το Εγώ». «Τόσο το Εγώ όσο και το Μη-Εγώ είναι και τα δυό προϊόντα (παράγωγα…) πρωτογενών ενεργειών τού Εγώ, ενώ και η ίδια η συνείδηση είναι ένα τέτοιο προϊόν της πρωταρχικής ενέργειας του Εγώ, δηλ. της αυτο-τοποθέτησής του». Το Εγώ και το Μη-Εγώ αλληλοπεριορίζονται όμως, και ο περιορισμός αυτός σημαίνει, όπως παντού, μιαν εν μέρει αναίρεση της πραγματικότητας αυτού που περιορίζεται. Και εισάγεται έτσι η έννοια του μερισμού τού Εγώ, οπότε και «τίθενται ως διαιρούμενα, τόσο το Εγώ όσο και το Μη-Εγώ».
«Τώρα μπορούμε, για πρώτη φορά να πούμε και για τα δυό, πως είναι κάτι. Το απόλυτο δηλ. Εγώ τής πρώτης βασικής πρότασης δεν είναι κάτι (δεν έχει, και δεν μπορεί να έχη κανένα κατηγορούμενο)· είναι απολύτως, αυτό το οποίο είναι, χωρίς καμμιάν περαιτέρω εξήγηση (( Σημ. τ. μετ.: Ένα Εγώ θεοποιημένο!... )) . Και μέσα απ’ αυτήν την έννοια, υπάρχει στη συνείδηση όλη η πραγματικότητα· απ’ την οποίαν πραγματικότητα ανήκει μεν στο Μη-Εγώ η πραγματικότητα που δεν ανήκει στο Εγώ, και αντίστροφα. Αντιτιθέμενο στο απόλυτο Εγώ… είναι το Μη-Εγώ αυτόχρημα Τίποτα· ενώ αντιτιθέμενο στο περιοριζόμενο Εγώ αποτελεί (το Μη-Εγώ…) ένα αρνητικό μέγεθος».
Απ’ το απόλυτο Εγώ προέρχεται λοιπόν το διαιρούμενο Εγώ, το «Κάτι», που μοιράζεται το Είναι του με το Μη-Εγώ και εξαρτάται απ’ αυτό στον ανακλαστικό ή αυτοπαθή του προσδιορισμό: χωρίς το Μη-Εγώ δεν υπάρχει κατά βάσιν ούτε το Εγώ ως συνείδηση ή ως υποκείμενο, και δεν υπάρχει και ο κόσμος (( ! )) . Η μετάβαση στο Μη-Εγώ είναι όμως γεμάτη ασάφεια και αμφιλογία, επειδή προς χάριν αυτού τού Μη-Εγώ καθίσταται το απόλυτο Εγώ, το οποίο και δεν έχει κανένα κατηγορούμενο, ή πιο σωστά: κανέναν λόγο (Logos), και είναι άρα απολύτως μη-λογικό και εκτός τής λογικής, καθίσταται λοιπόν, με την ‘προηγούμενη χρήση’ τού χεγκελιανού Salto mortale του πνεύματος, μια ετερότητα (ένα Άλλως-είναι…), μετασχηματιζομένης τής φύσεως σ’ ένα Εγώ-υποκείμενο και εφοδιασμένης (πλέον…) μ’ ένα κατηγορούμενο, το οποίο και συνίσταται ωστόσο αρχικά μόνο σε μιαν αντίθεση, δεν είναι δηλ. παρά ένα απλό Μη ή πλην (-Α)· αλλά ακόμα κι αυτό είναι αδύνατο (να συμβή…), αναφορικά προς το απροσδιόριστο, ανέκφραστο και λογικά μεταφυσικό Εγώ, και δεν μπορεί να προέλθη μέσα απ’ το απόλυτο, αλλά απλώς και μόνο μέσα απ’ το σχετικό Εγώ. Απ’ το απόλυτο προς το σχετικό Εγώ δεν υπάρχει τώρα καμμιά μετάβαση, υφίσταται ανάμεσά τους ένα χάσμα, όπως το παρατηρεί πολύ σωστά και με μεγάλη λεπτότητα ο Iljin στην εξαιρετικήν του πραγματεία για την «Κρίση τής ιδέας τού υποκειμένου στη διδασκαλία τής επιστήμης τού όψιμου Φίχτε» (“Die Krise der Idee des Subjekts in der Wissenschaftslehre des ӓlteren Fichte”): «Ανάμεσα στην πρώτην ενεργητικήν πράξη τής ‘αυτο-τοποθέτησης’ (του Εγώ…) και τη δεύτερη της ‘ετεροποίησης’ υπάρχει μια τοσο μεγάλη διαφορά, όπως ανάμεσα στον Θεό πριν τη Δημιουργία τού πεπερασμένου κόσμου και τον Θεό μετά τη Δημιουργία… Ενώ ολόκληρο το πρόβλημα της διδασκαλίας τής επιστήμης προέρχεται απ’ την εμφάνιση, δίπλα στο απόλυτο, ενός άλλου και μη-απόλυτου ‘Εγώ’. Και το ζήτημα που πρέπει εδώ να λυθή είναι η κατασκευή μιας τέτοιας σχέσης ανάμεσα στο απόλυτο και το σχετικό ‘Εγώ’, ώστε να εμφανιστούν και τα δυό ‘Εγώ’ ενωμένα. Ας θυμηθούμε όμως εδώ, ότι τίποτα δεν μπορεί να εξισωθή ή να αντιπαρατεθή στο απόλυτο ‘Εγώ’. Και παρ’ όλ’ αυτά παράγεται το ‘Μη-Εγώ’ ως ένα αντιτιθέμενο ‘Εγώ’. Είναι άρα φανερό, ότι δεν αντιπαρατίθεται (πλέον…) στο ίδιο ‘Εγώ’, μέσα απ’ το ποίο και ετέθη πρωταρχικά». (Αλλά και το πρόβλημα της διαιρετότητας του ‘Εγώ’, καθώς και του ορισμού τής σχέσης μεταξύ ‘Εγώ’ και ‘Μη-Εγώ’, της σχέσης δηλ. μεταξύ υποκειμένου και κατηγορουμένου, τίθεται λανθασμένα και παράλογα, και αποτελεί ένα πρώτον ψεύδος απ’ τη μεριά τού Φίχτε, για το οποίο και θα μιλήσουμε όμως αργότερα.)
Λέει ο ίδιος ο Φίχτε: «Τίθεται όμοια (εξισώνεται…) προς το ίδιο το Εγώ ένα Μη-Εγώ, που αντιτίθεται ταυτόχρονα στο Εγώ, όχι όμως με μιαν υψηλότερην έννοια (που θα τα περιείχε π.χ. αμφότερα στον εαυτό της και θα προϋπέθετε άρα μιαν υψηλότερη σύνθεση – Synthesis – ή τουλάχιστον θέση – Thesis -), έτσι όπως συμβαίνει σε όλες τις άλλες συγκρίσεις, αλλά με μιαν κατώτερη. Το Εγώ υποβιβάζεται το ίδιο σε μιαν κατώτερην έννοια, εκείνην της διαιρετότητας ή του μερισμού, ώστε να μπορέση να εξισωθή με το Μη-Εγώ… Δεν υπάρχει άρα εδώ καμμιά άνοδος, αλλά αντίθετα κάθοδος. Τόσο το Εγώ όσο και το Μη-Εγώ, εξισούμενα και αντιπαρατιθέμενα μέσα απ’ την έννοιαν του αλληλοπεριορισμού τους, αποτελούν αμφότερα κάτι (που υπάρχει…) μέσα στο Εγώ, ως μεριζόμενη ουσία· η οποία και τίθεται απ’ το (απόλυτο…) Εγώ, ως απόλυτο και απεριόριστο υποκείμενο, προς το οποίο δεν υφίσταται τίποτα το όμοιο και δεν μπορεί τίποτα να αντιπαρατεθή».
Αυτή όμως η μυστηριώδης «κάθοδος» και ο «υποβιβασμός», σε μιαν κατώτερην έννοια, του απολύτου Εγώ αποτελεί μια μεταφυσική καταστροφή (Katastrophe), που διαρρηγνύει εντελώς ολόκληρο το «σύστημα» του Φίχτε, για το οποίο και τόσο υπερηφανεύεται: «Σ’ αυτό συνίσταται λοιπόν και η ουσία τής κριτικής φιλοσοφίας, στη διατύπωση ενός απολύτου Εγώ, απροϋπόθετου, που δεν προσδιορίζεται από τίποτα το υψηλότερο… Ενώ δογματική είναι αντίθετα εκείνη η φιλοσοφία, που εξισώνει και αντιπαραθέτει κάτι στο καθ’ εαυτό Εγώ· όπως συμβαίνει στην ‘υψηλότερην’ έννοια του πράγματος (λατινικά: Ens – το όν), που ορίζεται ταυτόχρονα και εντελώς αυθαίρετα, ως το αυτόχρημα πιο υψηλό (απ’ όλα…). Στο κριτικό σύστημα, αποτελεί το πράγμα αυτό που έχει τεθή στο Εγώ· στο δογματικό αντίθετα, εκείνο στο οποίο έχει τεθή το ίδιο το Εγώ: και γι’ αυτό είναι ο κριτικισμός (Kritizismus) εμπειρικός ή ενυπάρχων (immanent), επειδή θέτει τα πάντα στο Εγώ· ενώ ο δογματισμός (Dogmatismus) μεταφυσικός, γιατί πηγαίνει και πέραν τού Εγώ». Και: «Στον βαθμό που ο δογματισμός μπορεί να είναι συνεπής, αποτελεί και ο σπινοζισμός το συνεπές προϊόν του».
Απ’ τον διαμερισμόν αυτόν τού Εγώ, σε Εγώ και Μη-Εγώ, παράγει ο Φίχτε τη φύση τών συνθετικών κρίσεων και το αδιαχώριστο θέσης και αντίθεσης, προκαταλαμβάνοντας έτσι τη χεγκελιανή «διαλεκτική μέθοδο», διαπιστώνοντας, εντελώς ορθά, την απόλυτή της ‘αθωότητα’: «Δεν είναι δυνατή καμμιά αντίθεση χωρίς μια σύνθεση· γιατί η αντίθεση συνίσταται ακριβώς στο ότι αναζητείται στα Όμοια το αντίθετο χαρακτηριστικό· τα οποία Όμοια δεν θα ήταν όμως όμοια, αν δεν είχαν εξομοιωθή κατ’ αρχάς μέσα από μια συνθετικήν πράξη… - Έτσι δεν είναι, αντίστροφα, και καμμιά σύνθεση δυνατή χωρίς μιαν αντίθεση. Τα αντιτασσόμενα πρέπει να ενωθούν· δεν θα είχαν όμως αντιπαρατεθή, αν δεν είχε συμβή αυτό μέσα από μιαν πράξη τού Εγώ…». Και από εδώ εξάγει ο Φίχτε το συμπέρασμα, ότι «δεν υπάρχουν άρα παντελώς καθόλου αναλυτικές απλώς, κατά το περιεχόμενό τους, κρίσεις». Διαπιστώνοντας ωστόσο ταυτόχρονα την ύπαρξη «θετικών» κρίσεων, κρίσεων δηλ., στις οποίες και περιέχεται ο πυρήνας τού οντολογικού και κριτικού προβλήματος. «Μια θετική κρίση θα ήταν όμως εκείνη, στην οποίαν κάτι δεν θα εξομοιώνονταν και δεν θα αντιπαρατάσσονταν σε τίποτα άλλο, αλλά θα εξισώνονταν απλώς και μόνο με τον εαυτό του». Και ως υψίστη κρίση τέτοιου είδους εκλαμβάνεται το Εγώ είμαι, ακόμα κι αν «δεν θα είχαν» αυτές οι κρίσεις (ή: γνώμες…) «πάντοτε το Εγώ ως λογικό υποκείμενο. Όπως π.χ. (στη φράση…), ο άνθρωπος είναι ελεύθερος». Πρόκειται ωστόσο για μια θεμελιακήν και χαρακτηριστικήν πλάνη, γιατί το Εγώ είμαι δεν αποτελεί παντελώς μιαν κρίση, το απόλυτο Εγώ δεν διαθέτει κανένα κατηγορούμενο, κι αυτή η σύγχυση αποδεικνύει για μιαν ακόμα φορά την ασάφεια των αξιωμάτων, απ’ τα οποία και ξεκινά ο Φίχτε.
Αναπτύσσοντας πάλι εδώ τη «σύνθεση» Εγώ και Μη-Εγώ, υποδεικνύει ο Φίχτε μερικά χαρακτηριστικά της στη φράση: «Το Εγώ τίθεται, προσδιορισμένο απ’ το Μη-Εγώ», τονίζοντας τρεις δυνάμεις: «Το Εγώ τίθεται, προσδιορισμένο απ’ το Μη-Εγώ» (επανάληψη της ανωτέρω φράσης…), «το Μη-Εγώ προσδιορίζει… το Εγώ», και «το Εγώ προσδιορίζει τον εαυτό του – ή αυτο-προσδιορίζεται (μέσα από μιαν απόλυτη δράση)». - (( Σημ. τ. μετ.: Ας προσέξουμε εδώ, ότι το Μη-Εγώ τού Φίχτε ταυτίζεται με τη σύγχρονη «ετερότητα» όλων τών «θεολογούντων» και ψευδο-θεολογούντων τής λαίλαπας της «αγάπης», που αντιστρέφει -!- την εντολή τού Θεού: «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν», ως όμοιόν μας δηλ. άνθρωπο και συνάνθρωπο, καθιστώντας τον «έτερον» και… μακρυνόν! Οι σύγχρονοι «θεολογούντες» και ψευδο-θεολογούντες συνεχίζουν στην πραγματικότητα τον Φίχτε! … )) .
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου