ΔΙΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ
γράφει η Άννα Μαργαρίτη
«Μη νομίσετε ότι ήρθα να καταργήσω το νόμο και τους προφήτες,
δεν ήρθα να τα καταργήσω αλλά να τα συμπληρώσω,
να τα φέρω στην πνευματική τους διάσταση». Ματθαίος 5. 17.
Το Ευαγγέλιο διδάσκει την αλλαγή της ζωής, την θεληματική αποξένωση της ψυχής από το σώμα και την έναρξη της θεϊκής μεταμορφώσεως, δια της αποκαλύψεως της άλλης εκείνης πραγματικότητας που γίνεται αισθητή με τρόπο διαφορετικό από την πραγματικότητα που βιώνουμε. Kαι βέβαια δεν θα ήταν παραδοξολογία αν πιστεύαμε ότι μια μόνο πραγματικότητα υπάρχει και ότι δεν χρειαζεται να γίνεται διαχωρισμός της εδώ πραγματικότητας με την εκεί, γι αυτό ο διαχωρισμός που κάνουμε δεν έχει την έννοια ενός φυσικού και ενός υπέρ φυσικού κόσμου, αλλά την έννοια ότι η μεν μια πραγματικότητα, αυτή δηλαδή που βιώνει ο καθημερινός άνθρωπος, γίνεται αντιληπτή δια των αισθήσεων ως έχουν, ενώ η άλλη είναι «κρυμμένη» και αποκαλύπτεται με προσωπική αποκάλυψη η με Θεϊκό μήνυμα, πάντοτε όμως γίνεται γνωστή διαισθητικά, όχι με την λογική, αλλά μόνο με την εμπειρία, την εσωτερική πνευματική εμπειρία.
Η λογική ως εξελικτικό προϊόν της ανθρώπινης προόδου λειτουργεί σαν φραγμός στη διαισθητική γνώση, αν και εφ' όσον ο άνθρωπος εξακολουθεί να εμπιστεύεται μόνο τη λογική του, σαν τον παράγοντα εκείνο που θα τον οδηγήσει στην αποκάλυψη. Όταν ο άνθρωπος αρχίζει να αντιλαμβάνεται και να συνειδητοποιεί ότι πέραν της υπολογιστικής και κριτικής λογικής που στρέφεται κυρίως προς τα έξω και ασχολείται με τον κόσμο των εννoιών και των πραγμάτων, υπάρχει κάτι διαφορετικό, πολύ πιο σημαντικό από τη λογική και πάψει πλέον να εμπιστεύεται τη απόλυτα στη δική του λογική, τότε η ίδια η λογική θα τον οδηγήσει στη γνώση της υπερτέρας πραγματικότητος και στην πίστη. Αυτό είναι μια λελογισμένη χρήση της λογικής.
Όταν κανείς προσεγγίζει τα όρια που μπορεί να τον οδηγήσει η λογική και αρχίζει να αντιλαμβάνεται το πεπερασμένο, το οριακό, τις περιορισμένες δυνατότητες συλλήψεως του υπάρχοντος από τον ανθρώπινο νου και την αδυναμία του να ξεπεράσει τους φραγμούς του χρόνου και του τόπου και να διεισδύσει πέραν αυτών των ορίων, να ατενίσει δηλαδή, τους άγνωστους κόσμους που βρίσκονται πέρα από τα όρια αυτά, αναγκαστικά προσπαθεί να προσεγγίσει αυτή την Πραγματικότητα με τη διαίσθηση και μέσω αυτής να αποκτήσει τη δυνατότητα διόδου στον άγνωστο Κόσμο.
Η λογική μας φέρνει μέχρις ενός ορισμένου σημείου. Για να προχωρήσουμε πέρα από το σημείο αυτό, θα δεχθούμε βοήθεια από τη διαίσθηση. Και μέχρις ότου μπορέσουμε να αναπτύξουμε αυτή τη διαίσθηση οφείλουμε, ως προς τα ζητήματα που δεν μπορεί να τα προσεγγίσει η λογική, όπως την πίστη, ή το κατανυκτικό και ευλαβικό συναίσθημα κ.λ.π. να βασιζόμαστε στη διαίσθηση και τις εσωτερικές εμπειρίες εκείνων που ήδη έχουν αποκτήσει αυτή την ικανότητα και έχουν διαπιστώσει, με τις δικές τους κεραίες συλλήψεως, αυτό που εμείς αδυνατούμε να αντιληφθούμε. Μα πάνω από όλα να εμπιστευτούμε τα λόγια του Κυρίου μας και τα λόγια των Αγίων, γιατί κανένας δεν κατόρθωσε μέχρι σήμερα να διεισδύσει στον άγνωστο Κόσμο με μόνη τη διαδικασία της λογικής και ιδιαίτερα της δικής του λογικής.
Ο ορθολογιστής αποκρούει την εξ' αποκαλύψεως Αλήθεια, αγνοεί την εσωτερική εμπειρία και γενικά αποκλείει κάθε γνώση που δεν είναι προϊόν της νοήσεως. Ως μοναδικό μέτρο μέτρησης έχει τη λογική και αγνοεί μονίμως ότι ο ανθρώπινος νους είναι περιορισμένος μέσα σ' ένα ορισμένο κύκλο, τον κύκλο τον κύκλο του χωροχρόνου, που δεν μπορεί να υπερβεί. Όμως, πέρα από τον κύκλο αυτό, βρίσκεται ο απέραντος κόσμος και όχι μόνο απέραντος, αλλά και αληθινός, πέρα από τον κύκλο αυτό βρίσκεται ότι πολυτιμότερο μπορεί να αποκτήσει ο άνθρωπος.
Ότι είναι σπουδαίο, σημαντικό και αξιόλογο στην ανθρώπινη φύση στηρίζεται σε βάσεις που έχουν τεθεί από αμνημονεύτων χρόνων από «νομοθέτες», που δεν είχαν καμιά σχέση με την κοινή λογική. Όλη η ανθρώπινη δράση και σκέψη, όλες οι ελπίδες μας για ένα καλύτερο αύριο στηρίζονται σε γνώση που δεν αποκτήθηκε σε κανένα σχολείο, σε κανένα πανεπιστήμιο, σε γνώσεις που δεν είχαν δάσκαλο τη λογική.
Η ιστορία μας διδάσκει ότι αυτό που ο άνθρωπος θεωρεί σήμερα ιερό, παρεδόθη σ' αυτόν από πηγές πέραν της λογικής, πηγές που οι πιο πολλοί δεν ήταν και δεν είναι σε θέση να ερμηνεύσουν. Σε ποια σχολεία φοίτησαν όλοι οι μικροί και μεγάλοι Άγιοι και Προφήτες; Όλοι αυτοί και οι επώνυμοι και ανώνυμοι όμοιοι τους, δέχτηκαν τη γνώση όταν ο νους τους είχε γίνει δεκτικός για κάτι τέτοιο, σαν ανταύγεια από την μεγάλη Πραγματικότητα, την πραγματικότητα που βρίσκεται και συναντιέται σε περιοχές πέραν του χώρου και του χρόνου, αυτήν την πραγματικότητα που εμείς οι άνθρωποι αποκαλούμε Θεό.
Φυσικά, δεν στρεφόμεθα εναντίον της λογικής ή ότι η γνώση αντιτίθεται στην λογική. Κάτι τέτοιο θα ήταν παράλογο. Απλώς η λογική μας οδηγεί δια της εξελίξεως της νοήσεως και φυσικά του ανθρώπου, μέχρις ενός ορισμένου σημείου και το σημείο αυτό είναι, τα όρια που θέτει ο χωροχρόνος. Πέρα από αυτά τα όρια λειτουργεί σαν οδηγός η διαίσθηση. Με άλλα λόγια, η γνώση για την οποία μιλάμε δεν έρχεται να καταργήσει την λογική, αλλά να την συμπληρώσει. Ματθαίος 5.17.
Αν αυτά που διδάχτηκε ο άνθρωπος από τη Θεία παρουσία του Ιησού, που είναι σίγουρα πέραν της λογικής, δεν εκπροσωπούν τη μια και μοναδική γνώση που αποκαλείται Αλήθεια, γιατί τότε να προσπαθούμε, γιατί να αγαπάμε, γιατί να προτρέπουμε τους άλλους και τα παιδιά μας προς αυτήν την κατεύθυνση; Μήπως για να διδάξουμε και να διδαχτούμε ότι το κάθε τι μας είναι επιτρεπτό εφ' όσον δεν μπορεί να μας σταματήσει ο χωροφύλακας, δεν μπορεί να επέμβει ο νόμος; Μήπως αυτό που αποκαλούμε Ηθικό Νόμο, να το θέσουμε εκ ποδών και να περιοριστούμε στις επιταγές ή απαγορεύσεις του κοινού νομοθέτη;
Φυσικά όχι. Το νόμιμο ταιριάζει μόνο με τη λογική. Όμως ο νόμος και η λογική είναι εκείνα που δημιουργούν τους ανελέητους ανθρώπους, αυτές τις φοβερές ανισότητες και τις φρικαλέες αδικίες, τους μικρούς και τους μεγάλους εκμεταλλευτές, διαφεντευτές και δήθεν προστάτες της ελευθερίας, της αξιοπρέπειας και του ανθρώπινου μόχθου.
Η λογική και ο κοινός νομοθέτης παραχώρησαν το έδαφος για να τραφούν όλες οι απάνθρωπες ενέργειες και φρικαλεότητες που διεπράχθησαν σύμφωνα με τη λογική και το δικό τους νόμο και από την άποψη αυτή ήταν σωστές, λογικές, αφού απέβλεπαν τόσον στο προσωπικό τους συμφέρον, όσο και στον συμφέρον, κατά κάποιο τρόπο, αυτής της αφηρημένης έννοιας που ονομάζουμε κράτος. Αν δεν υπήρχε πέραν της λογικής και του κοινού νόμου αλήθεια, αν δεν υπήρχαν οι λεγόμενες ηθικές αξίες και τα ιδανικά, δεν θα μπορούσε να βρει κανείς κανένα λόγο να σταματήσει τη βία, την απανθρωπιά, την εκμετάλλευση, τους πολέμους, όλες τις ανθρώπινες συμφορές, γιατί και ο πόλεμος και η εκμετάλλευση είναι λογικά και νόμιμα για όσους τα ασκούν, όσο παράλογο κι αν φαίνεται σε μας που τα υφιστάμεθα.
Ο άνθρωπος ανέκαθεν ονειρευόταν και ονειρεύεται ακόμα την εξίσου κατανομή του πλούτου και αυτό είναι λογικό. Όμως εξίσου λογική είναι και η κατακράτηση του πλούτου απ' αυτούς που τον έχουν. Για ποιο λόγο λοιπόν να διαμαρτυρηθεί κανείς για την αδικία, την απανθρωπιά, την εκμετάλλευση, όταν όλα αυτά διαπράττονται στα πλαίσια του νόμου και της λογικής; Έτσι σαν αρωγός στην αδικία, την καταπίεση και την εκμετάλλευση έρχεται η πέραν του νόμου και της λογικής επιταγή του Ηθικού Νόμου, του Νόμου εκείνου που διδάχθηκε και διδάσκεται από εκείνους που μπόρεσαν διαισθητικά να προσεγγίσουν αυτό που υπάρχει. Τη μεγάλη πραγματικότητα που διέπει τα πάντα, την Υπερδύναμη που ονομάζουμε Θεό, που ούτε με συλλογισμούς ούτε με διανοητικές συζητήσεις μπορούμε να αντιληφθούμε.
Ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος, μέχρι να επιτύχει τη διαισθητική διείσδυση στον κόσμο που τον περιβάλλει, να εμπιστευθεί την Ανώτατη Δύναμη, το Θεό, να πιστέψει. Η πίστη αυτή και μόνη ανεβάζει την ψυχή από τον ορατό κόσμο στα ύψη του αοράτου και την πείθει ότι ο Θεός που «δημιούργησε» τα πάντα, Αυτός είναι που προνοεί για όλα και σ' Αυτόν να εναποθέτει τις ελπίδες του.
Ας κάνουμε λοιπόν το πρώτο βήμα προς τον εσωτερικό μας άνθρωπο, και ας ενσωματώσουμε στην ψυχή μας όλες τις εξωτερικές εμπειρίες. Ας τις χαράξουμε όχι απλά στην μνήμη μας αλλά βαθιά στην ψυχή μας. Να γίνουμε λίγο όσο χρειάζεται αδιάφοροι για τα ανθρώπινα, κατανοώντας την ματαιότητά τους. Να προσπαθήσουμε να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και εν συνεχεία τα πέρα απ' αυτόν. Να γίνουμε άνθρωποι που θα ενδιαφέρονται για αξίες ιδανικά πέραν των υλικών και των καθημερινών κοινών ιδεωδών και επιδιώξεων. Ας μάθουμε να μην περιστοιχιζόμαστε από ανόητους και φλύαρους ανθρώπους και ας γνωρίσουμε το πρώτο σκαλοπάτι προς την ωρίμανση, που είναι η γόνιμη βεβαίως αυτή μόνωση στον ιδιαίτερο δικό μας κόσμο και μέσω αυτού ας προσπαθήσουμε να έρθουμε σε επικοινωνία με τον άλλο Κόσμο, που μας περιβάλλει.
Ας προσέξουμε όμως αυτή τη σιγή, την ηρεμία που μας προσδίδει η μοναχικότητα αυτή, τότε μόνο θα επιφέρει καρπούς, όταν μάθουμε, όσο διαρκεί αυτή, να μην ασχολούμεθα με πράγματα ασήμαντα, τυπικά, αλλά με την ουσία των πραγμάτων. Ο άνθρωπος με τη σωστή λογική βλέπει μέσα από όλα αυτά που λέγονται πόνος και απόλαυση και γνωρίζει ότι όλα αυτά συμβαίνουν σε όλους κι ότι δεν είναι τίποτα άλλο από φυσική κίνηση της δομικής ύλης, που είναι φτιαγμένο το ανθρώπινο σώμα, ένα σώμα που είναι μια προσωρινά μια εξατομικευμένη κατάσταση της ύλης, όπως η ύλη αυτή απέρρευσε από τη Θεία Δύναμη, το Θεό.
Γιατί όπως μας βεβαιώνει ο Μέγας Μάξιμος ο Ομολογητής «Ο Θεός είναι Εκείνος που συνένωσε τις επιστήμες και τις τέχνες προς εξεύρεση των σχημάτων και έδωσε στη φύση τη δύναμη και την ενέργεια με την οποία δημιουργούνται από μόνες τους οι διάφορες μορφές και στην ουσία, δηλαδή στη ψυχή, έδωσε την ύπαρξη, όπως είναι αυτή».Φιλοκαλία Τομ. Β' 146. αριθμ. 6.
Υπάρχει μια αέναος κίνηση άπωση και αδράνεια, που συνδυαζόμενες δίνουν τις διαφορετικές συναισθηματικές καταστάσεις, με συνέπεια να ακολουθούν οι άνθρωποι σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής τους μια προκαθορισμένη πορεία, υπό την έννοια ότι δεν πετυχαίνουν ποτέ τους στόχους τους, δεν εκπληρώνουν τις επιθυμίες τους, παρά μόνο φευγαλέα.
Το εκπληκτικό για μας τους ανθρώπους είναι ότι την ίδια στιγμή που βλέπουμε γύρω μας τον κόσμο να πεθαίνει, νομίζουμε ότι εμείς θα έχουμε διαφορετική τύχη. Διαπιστώνουμε πάντοτε την άγνοια και τη βλακεία του άλλου, ποτέ τη δική μας. Την ίδια στιγμή που διαπιστώνουμε ότι τίποτα γύρω μας δεν παραμένει σταθερό, θεωρούμε τα δικά μας αισθήματα μόνιμα. Μιλάμε και σκεφτόμαστε πάντα την αιώνια αγάπη, τον αιώνιο έρωτα, ενώ πάντοτε διαπιστώνουμε την παροδικότητα των πάντων, την ματαιότητά τους.
Είναι ο εγωισμός και οι διάφορες εγωιστικές τάσεις που μας κάνουν να λειτουργούμε έτσι. Είναι η υπερηφάνεια είναι που δεν μας επιτρέπει να παραδεχθούμε την αδυναμία μας, την ματαιότητα των πραγμάτων του κόσμου που ζούμε. Κάποια ευλογημένη στιγμή αρχίζουμε να βλέπουμε ότι όλα είναι παροδικά, πρόσκαιρα, φευγαλέα, μάταια, όλα τα ανθρώπινα. Και όχι μόνο αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε ότι ο κόσμος είναι ένας κόσμος φθοράς και οδύνης που περιέχει το θάνατο, την αρρώστια και όλα τα άλλα, αλλά αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε ότι έτσι θα γίνεται, γιατί ο κόσμος ποτέ δεν υπήρξε στατικός, ούτε ποτέ θα υπάρξει. Η παρακμή αρπάζει τα πάντα, τους ανθρώπους, τις ομάδες, τα έθνη.
Και όταν αυτό αρχίζει να γίνεται αντιληπτό, ο άνθρωπος διαπιστώνει πόσο μάταιο είναι να υπηρετεί κανείς με προσήλωση και εμπάθεια κάθε ανθρώπινη κατάσταση. Πόσο μάταιο είναι να εντάσσεται και να πολεμά με πάθος κάτω από σημαίες που στηρίζουν ιδανικά πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, κ.λ.π. Τρομάζει κανείς και θλίβεται για το που και για το ποιόν τόσο επιπόλαια και μάταια αφιέρωσε τη ζωή του και στερήθηκε την ελευθερία του. Όταν ο άνθρωπος διαπιστώνει ότι όλα τα ερείσματα πάνω στα οποία στηρίχθηκε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, γκρεμίζονται το ένα μετά το άλλο, νιώθει απορία και ξαφνικά βρίσκεται στο χάος και την απόγνωση.
Αν αγαπήσαμε το χρήμα και τη δύναμη που συνεπιφέρει, αν αγαπήσαμε τη δόξα και την κοινωνική προβολή, ή αγαπήσαμε το σώμα μας ή το σώμα κάποιου άλλου, θα έρθει η ώρα και η ώρα αυτή έρχεται πάντοτε, που θα διαπιστώσουμε πόσο ματαιοπονούσαμε. Και έρχεται η στιγμή της αλήθειας, που τη συλλαμβάνουμε σαν αναλαμπή και αρχίζουμε να επιθυμούμε τη φυγή. Την απάρνηση. Και αυτό βαθμιαία μας οδηγεί σε έναν άλλο κόσμο, μια άλλη πραγματικότητα, αιώνια άφθαρτη. Ένα κόσμο που είναι κρυμμένος μέσα μας, αλλά δεν είχε μέχρι τώρα την δυνατότητα να εκδηλωθεί. Ένα κόσμο που βρίσκεται μέσα σε όλους σαν δυνατότητα, αλλά ενεργοποιείται μόνο από εκείνους που απέβαλαν θεληματικά όλη τη φυσική ζωή της ψυχής και απέκτησαν τη ζωή του πνεύματος ενεργοποιείται μόνο σε εκείνους που απεκδύθηκαν τον εγωισμό και την υπερηφάνειά τους.
Αυτή είναι η στιγμή που αρχίζουμε να ξεφεύγουμε από το προσωπικό πεπρωμένο μας, από το πεπρωμένο που δημιουργήσαμε εμείς και όχι κανένας άλλος, δημιουργήσαμε με όσα σκεφτήκαμε, με όσα είπαμε, με όσα πράξαμε και αρχίζουμε να ελπίζουμε πραγματικά ότι αυτό που θα συμβαίνει σε μας από δω και πέρα δεν θα είναι παροδικό και δεν θα περιέχει οδύνη και φθορά, γιατί όλα αυτά ανήκουν στον κόσμο που θεληματικά αφήσαμε, διότι αφήσαμε τον παλαιό άνθρωπο και τον παλαιό κόσμο που περιέχει μόνο φθορά, οδύνη και θάνατο να σβήσει, θεληματικά.
Η ψυχή επανέρχεται στην αρχαία αγνότητά της, καθαίρεται, προσεγγίζει τη φύση από άλλη διάσταση Και αρχίζει να κατανοεί τους λόγους (αιτίες) που βρίσκονται μέσα στη φύση λόγοι που καταμαρτυρούν τον Ποιητή της. Αρχίζει με τη γλυκύτητα αυτής της φύσης και την αρμονία να παιδαγωγείται και να στρέφεται προς την αρετή. Κατανοεί το φυσικό νόμο και διδάσκεται από το νόμο αυτό, να μην πλεονεκτεί εις βάρος του λογικού και πείθεται χωρίς ιδιαίτερη διδασκαλία να αγαπά όλους τους συνανθρώπους της, έχοντας δάσκαλο την ίδια την ανθρώπινη φύση και οδηγείται στην ομόρρυθμη σχέση όλων προς όλους. Γιατί εκείνοι που είναι προικισμένοι με τη λογική, εκ φύσεως έχουν μια κοινή θέση, μια κοινή διάθεση μια συμπεριφορά και ένα τρόπο ζωής. Έχουν τον ίδιο δεσμό μεταξύ τους που τους οδηγεί όλους σε μια γνώση προς το Λόγο, το Θεό, στον οποίο δεν υπάρχει καθόλου διαίρεση.
Υπάρχει μια αναγκαιότητα της καθόδου της ψυχής στην ύλη και τη σύζευξή της μ' αυτήν. Και η αναγκαιότητα αυτή συνίσταται στο ότι η ψυχή ενσαρκώνεται για να μπορέσει, κατά την διάρκεια της παραμονής της στη γη, να γνωρίσει και να αφομοιώσει το ανθρώπινο γίγνεσθαι σε όλα τα επίπεδά του και αυτό το επιτυγχάνει μέσω των μερικοτέρων εμπειριών, καλών ή κακών, ευχάριστων ή δυσάρεστων. Οι εμπειρίες αυτές δεν είναι δυνατόν να βιωθούν παρά μόνο μέσω της μορφοποιημένης ύλης, μόνο μέσω του ανθρώπινου σώματος και των αισθήσεών του, στο οποίο σώμα και παρέρχεται η αναγκαία ενέργεια για τη δράση του μέσω της ψυχής, όσο αυτό είναι αναγκαίο δηλαδή μέχρις ότου όχι μόνο βιωθούν οι εμπειρίες, αλλά μέχρι να κατορθώσουμε να τις ξεπεράσουμε και να αποκτήσουμε πάλι την ελευθερία μας.
Η ψυχή αντίθετα με το ανθρώπινο σώμα, δεν υπήρξε ποτέ δέσμια κάποιου νόμου. Ποτέ η φύση δεν υπήρξε καθοριστική για την ψυχή. Ποτέ δεν υπήρξε δεσμευτική. Απλώς η ταύτιση του νου, από λανθασμένη, παρά φύση, πορεία με τον υλικό κόσμο που την περιβάλλει και ο εντεύθεν σχηματισμός της λανθασμένης αντίληψης, δημιουργεί την εντύπωση ότι το όνομα και η μορφή μας, ή τα διάφορα άλλα ονόματα και μορφές που γίνονται άμεσα αντιληπτά από τις αισθήσεις, είναι η πραγματικότητα.
Από τη στιγμή που ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την αλήθεια και την πλάνη του, στρέφεται προς τον εσωτερικό κόσμο, που είναι μέσα του και εκεί ανακαλύπτει αυτό που μας διδάσκει ο Ηλίας ο Πρεσβύτερος, η γλυκύτατη αυτή μορφή του ενδέκατου αιώνα ότι: «Άλλο είναι το περιεχόμενο του πράγματος, άλλο η έννοιά του και άλλο εκείνο που γίνεται αντιληπτό με την αίσθηση. Το πρώτο είναι ουσία, το δεύτερο συμβεβηκός (δηλαδή κάθετι που υπάρχει σε κάτι, είτε κατά ποιότητα, είτε κατά τυχαία ιδιότητα, χωρίς να εισέρχεται στην ουσία του πράγματος, ενώ αναγκαίως εξ' αυτού επακολουθεί) και το τρίτο είναι η διαφορά του υποκειμένου, δηλαδή η αίσθηση που παραλλάσσει ανάλογα με το δέκτη αντικείμενο. Φιλοκαλία τομ. Β.,σελ 43, αριθμ. 5.
Εκείνος που συγκεντρώνεται από τη διαίρεση που προκάλεσε η διαίρεση της ψυχής στην ύλη, πρώτα χωρίζεται από τα πάθη, έπειτα από τους εμπαθείς λογισμούς, κατόπιν από τη φύση και τους λόγους της φύσεως. Στη συνέχεια από τα νοήματα και τη σχετική προς αυτά γνώση. Και τελευταία αφού προσπεράσει την ποικιλία των λόγων της πρόνοιας καταλήγει στο λόγο της μονάδος για της αναγωγής. Μάξιμος Ομολογητής, Φιλοκαλία τομ. Β. σελ.124, αριθμ.8.
Σχετικά ο Άγιος Διάδοχος 5ος αιώνας, ένας από τους σημαντικότερους νηπτικούς πατέρες, γράφει:
«Η ψυχή, ως ασώματη, επιθυμεί τα ουράνια αγαθά, ενώ το σώμα επιθυμεί την επίγεια απόλαυση. Αυτή την πνευματική αίσθηση κανείς δεν μπορεί να την γνωρίσει εκτός από εκείνους που έχουν ελευθερωθεί από τα καλά του βίου. Μόνο σ' αυτούς ο νους κινείται και η ψυχή αισθάνεται με τρόπο ανέκφραστο και ανάλογα με την προετοιμασία ο νους μεταδίδει αυτή τη μακαριότητα και στο σώμα.
Η χαρά, που έρχεται από αυτή την πηγή, είναι μια αλάνθαστη υπενθύμιση της αθανασίας της ζωής». Φιλοκαλία Τομ. Α' Τα εκατό κεφάλαια, αριθμ. 24,25.
Όταν η ψυχή έχει επιτύχει τα ελπιζόμενα, αποθέτει χωρίς λύπη το σώμα και προχωρεί ειρηνική προς το ιλαρό άγγελο που έρχεται από ψηλά. Μαζί μ' αυτόν διασχίζει ανεμπόδιστα τον αέρα, χωρίς να ενοχληθεί από τίποτε. Ανεβαίνει με χαρά και θάρρος μέχρις ότου φθάσει και προσκυνήσει τον Ποιητή και δεχθεί την απόφασή Του. Όσιος Θεόγνωστος Φιλοκαλία Τομ. Β' σελ. 340 αριθμ.61.
Φεύγοντας, αφήνει κανείς εδώ τις καλές πράξεις και τα έργα του και δεν παίρνει τίποτα άλλο μαζί του, εκτός από την εσωτερική του καλλιέργεια και τη βελτίωση του ίδιου του εαυτού του, ανάλογα με την πορεία που ο ίδιος έχει χαράξει στον ψυχικό του βίο.
Το πλησίασμα στο τέλος ας μην ενοχλεί. Είναι ένα ακόμα λιθάρι στο πνευματικό οικοδόμημα της καλλιέργειας ενός ευγενικού κόσμου μέσα μας, ένα ακόμα φύλλο σε κάποιο στεφάνι που πλέκεται, ένα ακόμη μαργαριτάρι που συνθέτει το περιδέραιο για κάποια μελλοντική ζωή, ένα ακόμα βήμα προς την κατεύθυνση ενός άλλου, προς την επαλήθευση τόσων υψηλών και ευγενικών προσδοκιών και τόσων ωραίων ονείρων.
Να μην ξεχνάμε ότι κάποια μέρα όλα εδώ στη γη θα τελειώσουν, όταν στο έργο θα έχει μπει και η τελευταία πινελιά, και ότι κάθε μέρα που ξημερώνει μας φέρνει πιο κοντά σ'εκείνο το σημείο. Όμως γιατί να ενοχληθούμε αφού γνωρίζουμε ότι τίποτα δεν τελειώνει με τον θάνατο. Απλώς κλείνει κάποιος κύκλος, μα ο επόμενος κύκλος θα είναι ψηλότερα και ωραιότερα, γιατί έτσι έχει προετοιμαστεί να είναι, σ' εκείνο τον καιρό, όπου θα βιώνουμε σαν ηθικές και πνευματικές οντότητες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου