– 1 –
Οἱ Ἡσυχαστικὲς Σύνοδοι τοῦ ΙΔ΄ αἰῶνος
ὡς ἡ Θ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
† Ἐπισκόπου Γαρδικίου Κλήμεντος
Γραμματέως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῶν Ἐνισταμένων
1. Εἰσαγωγικὰ
ΟΠΩΣ εἶναι γνωστόν, ἡ Ἱερὰ Σύνοδός μας τῶν Ἐνισταμένων κατὰ
τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὥρισε ἀπὸ τοῦ ἔτους 2005 ὡς
Προστάτας Ἁγίους Αὐτῆς τοὺς Τρεῖς Νέους Ἱεράρχας Φώτιο τὸν Μέγα,
Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ Μᾶρκο τὸν Εὐγενικὸ καὶ ἑορτάζει αὐτοὺς ἀπὸ
κοινοῦ τὴν πρώτη Κυριακὴ τοῦ Νοεμβρίου ἑκάστου ἔτους.
Καὶ τοῦτο, διότι οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τοποθετοῦνται
στὴν εὐθεία γραμμὴ τῆς Παραδόσεως ἀπέναντι στὴν ἀλλοτριωμένη καὶ
διεστραμμένη Δυτικὴ Χριστιανοσύνη1. Ὡς ὑπεύθυνοι καὶ θεοφώτιστοι
Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, διατηροῦν τὴν εἰρήνη καὶ τὴν
ἀγάπη τους ἔναντι τοῦ Θεοῦ, τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Συνειδήσεώς τους,
στολισμένοι δὲ μὲ τὰ ὅπλα τοῦ Πνεύματος, ἐκκόπτουν ἀποφασιστικὰ
τὴν ἀλλοτρίωσι, ἀπὸ ὅπου καὶ ἄν προέρχεται, γιὰ νὰ παραμείνη ἡ Πίστις
ἀκαινοτόμητος, ἡ Ἐλπίδα ἀδιάψευστος καὶ ἡ Ἀγάπη ἀνόθευτος.
Ὑπὸ τὴν ἔννοιαν αὐτήν, εἶναι οἱ ὄντως Εὐεργέτες τοῦ Χριστιανισμοῦ
γενικῶς καὶ τῆς Εὐρώπης εἰδικῶς 2, διότι ἀπέκρουσαν δυναμικὰ τὶς ἐκ
Δυσμῶν αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες ἐμφανίσθηκαν ἀπειλητικὲς καὶ στὴν Ἀνατολή,
καὶ ὑπέδειξαν τὴν ἀληθινὴ ὁδὸ τῆς σωτηρίας σὲ ὅλους.
Ὁ Μέγας Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, κατήγγειλε
τὴν παραχάραξι τῶν Δυτικῶν καὶ ἀντιμετώπισε αὐτὴν ρωμαλέα, ἡ
ὁποία ἀφοροῦσε στὴν Θεολογία (Filioque) καὶ στὴν Ἐκκλησιολογία
(Κανονικὴ Τάξις) 3. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Ἀρχιεπίσκοπος
Θεσσαλονίκης, πιστὸς στὴν Παράδοσι, ἐπαναδιετύπωσε τὴν Ὁμολογία
τῆς Πίστεως στὴν ἀντιμετώπισι τῆς ὀρθολογιστικῆς καὶ σχολαστικῆς
– 2 –
προκλήσεως: ἐπέμεινε στὴν διά-
κρισι Οὐσίας καὶ Ἐνεργείας στὸν
Θεό, ὡς προϋπόθεσι Θεώσεως τοῦ
ἀνθρώπου 4. Ὁ δὲ Ἅγιος Μᾶρκος
Εὐγενικός, Μητροπολίτης Ἐφέσου,
λύτρωσε τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
ἀπὸ τὴν οὐνιτικὴ ὑποταγὴ στὸ βαρὺ
παπικὸ πέλμα, διακηρύσσοντας τὴν
σαθρότητα τῆς παπικῆς τυραννίας
καὶ διασαλπίζοντας τὴν νίκη, τὴν
ἐλευθερία καὶ τὸ ἀδούλωτον τοῦ
φρονήματος, ὡς μεγέθους πνευματικοῦ
καὶ ἐσωτερικοῦ, προσιτοῦ σὲ πάντα ἄνθρωπο τῆς Ἀληθείας τοῦ
Θεοῦ.
2. Ἡ Η΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος
ΣΤΗΝ ἑόρτιο Ὁμιλία του πέρισυ, τὴν ἡμέρα αὐτή, ὁ Θεοφιλ. Ἐπίσκοπος
Ὠρεῶν καὶ Ἀναπληρωτὴς Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου μας
κ. Κυπριανός, ἀνεφέρθη εἰδικῶς στοὺς ἀγῶνες τοῦ Μεγάλου Φωτίου
καὶ στὴν σημασία τους, ὡς καὶ στὴν ἀπόδειξι ὅτι γιὰ τὴν διαχρονικὴ
Ὀρθόδοξο Συνείδησι, ἡ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ
879/880, ἡ ὁποία ὑπὸ τὴν καθοδήγησι τοῦ Μεγάλου Φωτίου ἀπέρριψε
τὴν αἵρεσι τοῦ Filioque καὶ περιέστειλε τὴν παπικὴ ἐπεκτατικότητα,
ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς τὴν Η΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλη-
σίας. Εἶναι δὲ ἐπιτακτικὸ τὸ καθῆκον τῶν Ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας,
διὰ τῆς ἐπιδοκιμασίας μάλιστα τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, νὰ προβοῦν
καὶ στὴν ἐπίσημο διακήρυξι Αὐτῆς ὡς τοιαύτης 5.
Καὶ ἔκανε μάλιστα εἰδικὴ μνεία στὴν πρωτοβουλία τινῶν ἐκ τῆς
ἱεραρχίας τῆς Καινοτόμου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρὸς αὐτὴ τὴν
κατεύθυνσι, ἡ ὁποία ὅμως συνήντησε τὴν ἄρνησι τῆς πλειοψηφίας γιὰ
ἐνασχόλησι μὲ τὸ θέμα καὶ τὴν κατ’ οὐσίαν παράκαμψι αὐτοῦ, προφανῶς
ὡς ἐνοχλητικοῦ καὶ ἀνεπιθυμήτου! Ἡ Σύνοδος ὅμως τῆς Καινοτόμου
ἱεραρχίας δὲν ἔπαυσε νὰ ἀσχολῆται μὲ δευτερεύοντα καὶ τετριμμένα
θέματα, κάθε ἄλλο παρὰ Θεολογικά, καὶ μάλιστα κυρίως Οἰκονομικά
(!), γιὰ νὰ ἀποδείξη πασιφανῶς τὴν βαθειὰ διάβρωσι καὶ ἐκκοσμίκευσί
της...
3. Πρότασις γιὰ τὴν Θ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο
Η ΣΧΕΤΙΚΗ ἀναφορὰ περιελάμβανε καὶ τὴν προσπάθεια γιὰ δια–
3 –
κήρυξι καὶ τῶν Ἡσυχαστικῶν Συνόδων τοῦ ΙΔ΄ αἰῶνος, ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου
τοῦ Παλαμᾶ, ὡς τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας 5.
Ὅμως, ἄν δὲν ὑπάρχη βούλησις καὶ διάθεσις γιὰ διακήρυξι τῆς Η΄
Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπὶ Μ. Φωτίου, πολὺ περισσότερο ἀποφεύγεται
ὑπὸ τῶν Καινοτόμων, Οἰκουμενιστικῶν καὶ Λατινοφρόνων ἐκκλησιαστικῶν
Διοικήσεων τῶν ἐπισήμων ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν, ἡ διακήρυξις
τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Καὶ τοῦτο, διότι ὅπως γίνεται ἄμεσα ἀντιληπτό, οἱ διακηρύξεις αὐτὲς
θὰ ἀποτρέψουν δραστικὰ τὴν ἐνδοτικὴ οἰκουμενιστικὴ πορεία, ἡ ὁποία
ἀκολουθεῖται ἀπὸ ἀρκετῶν δεκαετιῶν, καὶ θὰ θέσουν τὰ πράγματα σὲ
μία τελείως διαφορετικὴ προοπτική. Τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι ἀποδεκτὸ
ἤ καὶ δυνατὸν ἀπὸ τὶς ψυχρανθεῖσες στὴν Πίστι Καινοτόμες ἱεραρχίες,
στὶς ὁποῖες ὁ κατὰ Θεὸν ζῆλος ἐσβέσθη πρὸ πολλοῦ, ἐπικρατεῖ δὲ ἡ συμβατικὴ
κοσμικὴ διπλωματία καὶ διαπλοκή, γιὰ ἐξυπηρέτησι ἐγκοσμίων
ἐπιδιώξεων καὶ ὠφελειῶν.
Ἐμεῖς, οἱ ἐλέῳ Θεοῦ διακρατοῦντες τὴνΠίστιν ἀκαινοτόμητον καὶ
ἐκπροσωποῦντες τὴν Συνείδησι τῆς Ἐκκλησίας καθαρὰ καὶ ἀλύμαντο,
ἔχουμε χρέος νὰ ὑπενθυμίζουμε καὶ νὰ καλλιεργοῦμε τὸ Ὀρθόδοξο δέον
γιὰ τὴν ἐπιτακτικὴ αὐτὴ ἐκκρεμότητα, πρὸς ἐκπλήρωσιν τοῦ ἱεροῦ καθήκοντός
μας ἔναντι Θεοῦ, Ἐκκλησίας καὶ Ἱστορίας, ὥστε νὰ συμβάλουμε
μὲ τὶς ἀσθενεῖς δυνάμεις μας στὴν ἐπιτέλεσι τῆς ἐντελῶς ἀπαραιτήτου
ἐκκλησιαστικῆς ταύτης πράξεως, ὅταν οἱ συνθῆκες τὸ ἐπιτρέψουν.
4. Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
ΠΡΙΝ νὰ ἀναφερθοῦμε μὲ συντομία στὶς
Ἡσυχαστικὲς Συνόδους τοῦ ΙΔ΄ αἰ., εἶναι
ἀνάγκη νὰ ὑπενθυμίσουμε ὀλίγα στοιχεῖα
περὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολι τὸ
1296 ἀπὸ εὐγενῆ οἰκογένεια εὐλαβῶν γονέων.
Διαποτίσθηκε ἀπὸ τὴν εὐσέβεια ἐξ
ἁπαλῶν ὀνύχων καὶ ἀνέπτυξε στὸ ἔπακρο
τὰ φυσικὰ καὶ ἐπίκτητα χαρίσματά του.
Σπούδασε φιλοσοφία καὶ ἐπρόκειτο νὰ διαπρέψη
κατὰ κόσμον σὲ θέσεις ὑψηλὲς τῆς
κρατικῆς ἱεραρχίας. Ὅμως, ὁ πόθος τοῦ
Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τὸν κατέτρωγε, ὡδήγησε
τὰ βήματά του στὴν Μοναχικὴ ἀποταγή.
– 4 –
Ἀσκήθηκε μὲ αὐταπάρνησι καὶ βαθειὰ ἐπίγνωσι στὸ Παπίκιον ὄρος τῆς
Θράκης, στὸ Ἅγιον Ὄρος κυρίως καὶ στὴν Σκήτη Βεροίας. Ἔζησε μὲ
ὑπακοή, ταπείνωσι, προσευχή, μετάνοια, ἐγκράτεια, αὐτοκυριαρχία,
μελέτη καὶ διακονία. Καθάρθηκε καὶ ἐλλάμφθηκε ἀπὸ τὸ θεῖον Φῶς, τὸν
Ὁποῖον ἐκζητοῦσε ἀπὸ νεότητος μὲ ἀληθινὴ δῖψα πνεύματος («φώτισόν
μου τὸ σκότος»!). Ἔδωσε αἷμα καὶ ἔλαβε πνεῦμα 6.
Ἔλαβε τὸ χάρισμα τῆς Θεολογίας ἄνωθεν, ἔγινε Θεολόγος ἀπλανὴς
τῆς Παραδόσεως καὶ ὡς Προφήτης τῆς Νέας Χάριτος 7 ἠδύνατο νὰ εἶναι
ὄντως Στόμα Θεοῦ, Κῆρυξ τῆς Χάριτος καὶ Μάστιγα τῶν αἱρέσεων.
Ἀνεδείχθη Ὁμολογητὴς τῆς Πίστεως, φυλακίσθηκε τὸ 1343, ἀφωρίσθηκε
ἀπὸ τοὺς φιλαιρετικοὺς τὸ 1344, ἐλευθερώθηκε, δικαιώθηκε καὶ
χειροτονήθηκε Ἀρχιερεὺς τὸ 1347 καὶ ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τὸν Νοέμβριο
τοῦ 1359. Τὸ δὲ 1368 διεκηρύχθη ἡ Ἁγιότητά του μὲ ἐπίκλησι τῶν πολλῶν
καὶ ἐντυπωσιακῶν Θαυμάτων του.
5. Ἡσυχασμὸς
Ο ΑΓΙΟΣ Γρηγόριος Παλαμᾶς εἶναι γνωστὸς ὡς Ἡσυχαστὴς Θεο-
λόγος καὶ ὡς ὑπέρμαχος τοῦ Ἡσυχασμοῦ.
Ὁ Ἡσυχασμὸς δὲν ἦταν κάτι νέο στὴν Ἐκκλησία, τὸ ὁποῖο νὰ διαμορφώθηκε
ἐκ τῶν ὑστέρων καὶ μάλιστα μὲ ἐπίδρασι δῆθεν ἀλλοτρίων
ἀρχῶν, συστημάτων καὶ πηγῶν 8. Ὁ Ἡσυχασμὸς ἐνυπάρχει στὴν οὐσία
καὶ στὸν πυρῆνα τῆς Εὐαγγελικῆς Πίστεώς μας. Εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη εὐσέβεια,
ἡ ὁδὸς καὶ ἡ μέθοδος ἐσωτερικῆς καθάρσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ
ἐπανόδου του στὸν Θεό. Εἶναι ἡ ἄσκησι καὶ ὁ ἀγώνας κατὰ τῶν παθῶν
μὲ μετάνοια καὶ ἀρετή. Εἶναι ἡ προσεκτικὴ καὶ ἐπίμονη ἀποδίωξις τῶν
κακῶν λογισμῶν καὶ ἡ περιφρούρησις τῆς καρδιᾶς, γιὰ νὰ μὴ εἰσέλθουν
αὐτοὶ ἐντὸς αὐτῆς. Εἶναι ἡ νῆψις, δηλαδὴ ἡ συγκέντρωσις τοῦ νοῦ στὴν
καρδιά, κυρίως μὲ τὴν μονολόγιστη Εὐχὴ «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν
με»! Εἶναι τὸ πένθος, ἡ κατάγνωσις καὶ αὐτομεμψία, ὁ πόνος, τὸ σωματικὸ
ἄλγος, ἡ ἀλλαγὴ προσανατολισμοῦ γιὰ ὀρθὴ πορεία καὶ ἐπιλογὴ
στὴν ζωή, ὥστε νὰ ἑλκυσθῆ τὸ θεῖον Ἔλεος. Εἶναι μετοχὴ στὴν χαρὰ
τῆς Λατρείας, Εὐχαριστιακὴ λειτουργικὴ συμμετοχὴ καὶ ἕνωσις μὲ τὸν
Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἐν Ἀληθείᾳ καὶ Χάριτι. Εἶναι ὑγιὴς κοινωνικὴ
ζωὴ θυσίας καὶ προσφορᾶς.
Ἀπὸ τὴν Ἁγιοπνευματικὴ πεῖρα τους, οἱ Ἡσυχαστὲς Ἅγιοι καὶ μάλιστα
ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, γνωρίζουν ὅτι ὁ Θεός, ὅπως ὁ
Ἴδιος ὑποσχέθηκε 9, γίνεται προσιτὸς καὶ κατοικεῖ στὸν ἄνθρωπο καὶ
ἑνώνεται μαζί του καὶ τοῦ μεταδίδει τὴν θεία Ζωή Του, τὸν καθιστᾶ Θεὸ
κατὰ χάριν, τὸν θεώνει.
– 5 –
Ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ καὶ ἡ Ἐνέργειά Του, ἡ Ὁποία προέρχεται φυσικῶς
ἐκ τῆς Οὐσίας Του, εἶναι Θεία καὶ Ἄκτιστη καὶ θεώνει τὸν ἄνθρωπο,
γίνεται δὲ μεθεκτὴ ὡς Φῶς· τὸ Φῶς αὐτὸ εἶναι αὐτὸ τοῦτο τὸ Φῶς τῆς
Μεταμορφώσεως, τὸ Ὁποῖο ἔλλαμψε διὰ τοῦ Χριστοῦ στὸ Ὄρος Θαβὼρ
καὶ εἶναι ἀπείρως ἀνώτερο ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη γνῶσι καὶ κατάληψι.
Ἐκ τούτου ἐξάγεται, ὅτι στὸν Θεὸ ἔχουμε διάκρισι Οὐσίας, ἡ Ὁποία
εἶναι ἐντελῶς ἀπρόσιτη καὶ ἀμέθεκτη γιὰ τὰ δημιουργήματα, καὶ Ἐνερ-
γείας, ἡ Ὁποία εἶναι προσιτὴ καὶ μεθεκτή, θεοῦσα καὶ ἁγιάζουσα τὸν
ἄνθρωπο.
6. Ἡ ἐπίθεσις τοῦ Λατινόφρονος Βαρλαὰμ Καλαβροῦ
ΑΥΤΟΣ ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν τῆς ἐμπειρίας τῶν Ἁγίων, ὄχι μόνον
ἀμφισβητήθηκε, ἀλλὰ καὶ εὐτελίσθηκε καὶ ὑβρίσθηκε ἀπὸ ἕναν «ἕλληνα
οὐνίτη», τὸν Βαρλαὰμ Καλαβρό, σχολαστικὸ θεολόγο καὶ φιλόσοφο, ὁ
ὁποῖος ἦλθε νὰ διδάξη στὴν Ἀνατολή, χρησιμοποιώντας τὴν λογικὴ καὶ
τὸν στοχασμὸ σὲ βάρος τῆς θεοπτίας 10.
Ἡ ἐπίθεσίς του κατὰ τῶν Μοναχῶν, κατὰ τῆς προσευχῆς καὶ τῆς διακρίσεως
στὸν Θεὸ «Οὐσίας» καὶ «Ἐνεργείας», δὲν ἄργησε νὰ ἐκδηλωθῆ.
Περιέπαιξε τὴν Νοερὰ Προσευχή, ἀρνήθηκε τὴν διάκρισι Οὐσίας καὶ
Ἐνεργείας στὸν Θεὸ καὶ ὅτι ἡ Ἐνέργεια εἶναι Ἄκτιστη, ἀποκαλοῦσε
πλανεμένους ὅσους δέχονταν τὸ θεῖον Φῶς, τὸ δὲ Θαβώριον Φῶς τὸ
θεωροῦσε κατώτερο τῆς νοήσεώς μας, ἐνῶ τὰ θεωρήματα τοῦ νοῦ μας
ἀσυγκρίτως καλύτερα ἐκείνου, δίδοντας ἔτσι «λυτρωτικὴ» σημασία
στὴν φιλοσοφία 11.
Ἄν ὅμως δὲν ὑπάρχειδιάκρισις Οὐσίας καὶ Ἐνεργείας στὸν Θεό, ἄν ἡ
Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή, ὅπως ὑποστήριζε ὁ Βαρλαὰμ καὶ ὅπως
ὑποστηρίζουν οἱ Παπικοί, τότε δὲν ὑπάρχει δυνατότητα σωτηρίας.
Ἄν ὁ Νοητὸς Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης ὑπάρχει μέν, ἀλλὰ δὲν καταυγάζει
μὲ τὶς θεῖες Ἀκτῖνες Του τὸν κόσμο καὶ ἐμᾶς, γιὰ νὰ μᾶς ζωογονήση
καὶ νὰ μᾶς ἀνασύρη διὰ τῆς μετανοίας ἀπὸ τὰ βάθη τῶν πτώσεών μας
στὸ Φῶς τῆς ἁγιότητος, τότε δὲν σχετίζεται μὲ μᾶς, δὲν μᾶς ἐπηρεάζει
ἄμεσα, καὶ ἔτσι παραμένουμε ἀλύτρωτοι στὰ δεσμά μας καὶ στὸν
ἀγνωστικισμό μας 12.
Ἡ ἔλλειψις αὐτῆς τῆς διακρίσεως, ὡδήγησε τὸν Παπισμὸ στὸ Filioque,
στὸν νομικισμό, στὸν ἠθικισμό, στὴν θεώρησι τοῦ Πάπα ὡς ἐνδιαμέσου
γῆς καὶ οὐρανοῦ, στὴν διπλῆ ἐξουσία του ὡς «ὑπερεπισκόπου»
καὶ «βασιλέως-αὐτοκράτορος» κοσμικοῦ κράτους, στὴν ὑποτίμησι τοῦ
ὑλικοῦ στοιχείου, στὴν γενικὴ-ὑποχρεωτικὴ ἀγαμία τοῦ Κλήρου, στὸν
ραντισμὸ κατὰ τὴν Βάπτισι, στὴν διαφορετικὴ θεολογικὴ θεώρησι τῆς
– 6 –
Ἐνανθρωπήσεως («ἐξιλέωσις») καὶ τοῦ Σταυροῦ («δικανικὴ ἱκανοποίησις
»), στὴν ποικιλόμορφη ἐκκοσμίκευσι κλπ. 13.
Ἡ ἐκ Δυσμῶν αὐτὴ ἐπιδρομή, ἀποτελοῦσε οὐσιαστικὰ ἕνα κτύπημα
στὴν καρδιὰ τῆς Ἀνατολῆς, στὸν Ἡσυχασμό.
Ἀλλὰ ὁ Ἡσυχασμός, Προνοίᾳ Θεοῦ, εἶχε ὑπερασπιστὴ τὴν στιγμὴ τῆς
μεγάλης ἀνάγκης τὸν πλέον ἔξοχο ἐκπρόσωπό του, τὸν Ἅγιο Γρηγόριο
τὸν Παλαμᾶ. Ὁ Ἅγιος ἀνέλαβε τὸ βάρος τοῦ ἀγῶνος κατὰ τῆς ἐπιβουλῆς
καὶ πρωταγωνίστησε στὴν διὰ ἐκκλησιαστικοῦ παραδοσιακοῦ τρόπου
ἐπίλυσι τῆς διαφορᾶς. Ὁ ἀγώνας δὲν ἦταν προσωπικὸς ἤ καιρικός. Ἡ
Πίστις ἔπρεπε νὰ ὁριοθετηθῆ καὶ νὰ διασφαλισθῆ ἀπὸ κάθε παρόμοια
μελλοντικὴ ἐπίθεσι, καὶ ὁ τρόπος ἦταν ὁ γνωστὸς καὶ καθιερωμένος
στὴν Ἐκκλησία: διὰ Συνόδου Ἐκκλησιαστικῆς.
7. Ἡ ἀναγκαιότης Συνοδικῆς ἀντιμετωπίσεως
Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ Ἐκκλησία, θεωρεῖ ὡς ἀνώτερο κριτήριο ἐκκλησιαστικότητος
τὴν Μεγάλη Σύνοδο καὶ μάλιστα τὴν Οἰκουμενική, ἡ
ὁποία ἀντιμετωπίζει τὰ σοβαρὰ προβλήματα Πίστεως καὶ Τάξεως στὴν
Ἐκκλησία, ἰδίως ὅταν ἡ σωτηρία διακυβεύεται. Ἀσχολεῖται δηλαδὴ μὲ
ζωτικὰ προβλήματα, τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν ἄμεσα στὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία
τῶν ἀνθρώπων 14.
Στὴν προκειμένη περίπτωσι, ἐφ’ ὅσον μέσῳ τοῦ Βαρλαὰμ καὶ ἐν συνεχείᾳ
τῶν ὑποστηρικτῶν καὶ συνεχιστῶν του Ἀκινδύνου καὶ Γρηγορᾶ
εἴχαμε σύγκρουσι Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως 15, μὲ τὴν ἀπόπειρα μεταφορᾶς
τῆς δυτικῆς αἱρετικῆς ἀλλοτριώσεως στὴν Ἀνατολή, τὸ καίριο τοῦτο
πρόβλημα ἔχρηζε Συνοδικῆς ἀντιμετωπίσεως καὶ μάλισταδιευρυμένης.
Τὸ κύριο θέμα ἦταν δογματικὸ καὶ ἀφοροῦσε ἄμεσα στὴν σωτηρία.
Ὅπως οἱ παλαιοὶ αἱρετικοὶ Ἀρειανοὶ μία χιλιετία ἐνωρίτερα ἐπρέσβευαν
ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι κτίσμα, ἔτσι καὶ ὁ Βαρλαὰμ ἐδίδασκε ὅτι ἡ
Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή 16. Τὸ θέμα αὐτὸ ἀποτελοῦσε συνέχεια
τῆς περί Θελήσεων καὶ Ἐνεργειῶν στὸν Χριστὸ διδασκαλία τῆς ΣΤ ΄
Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὅπως ἡ ἀνθρώπινη Φύσις στὸν Χριστὸ εἶχε
Θέλησι καὶ Ἐνέργεια κτιστή, ἔτσι καὶ ἡ θεία Φύσις Του εἶχε Θέλησι
καὶ Ἐνέργεια Ἄκτιστη.
8. Ἡ πρώτη Ἡσυχαστικὴ Σύνοδος τοῦ 1341
Η ΠΡΩΤΗ Ἡσυχαστικὴ Σύνοδος 17 συνῆλθε τὴν 10η Ἰουνίου τοῦ 1341
στὸν Ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας στὴν Κωνσταντινούπολι. Συνεκλήθη
ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικο Γ ΄ τὸν Παλαιολόγο, ὁ ὁποῖος ἔλαβε
μέρος ὡς Πρόεδρος, καὶ συμμετεῖχαν ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας,
– 7 –
Ἐπίσκοποι, Ἀρχιμανδρῖται, Ἡγούμενοι, Συγκλητικοὶ καὶ ἄλλοι ἀξιωματοῦχοι,
ὡς καὶ πλῆθος λαοῦ. Οἱ Συνεδριάσεις ἦσαν δημόσιες καὶ τὸ
ἐνδιαφέρον τῆς κοινῆς γνώμης ἔντονο.
Οἱ κατηγορίες τοῦ Βαρλαὰμ κατὰ τῶν Ἡσυχαστῶν ἐστράφησαν
ἐναντίον τοῦ Θαβωρίου Φωτὸς καὶ τῆς Προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὡς Ἁγιορείτης Ἱερομόναχος καὶ ἐπὶ κεφαλῆς τῶν
Ἡσυχαστῶν, ὑπερασπίσθηκε τὴν ὀρθὴ δόξα ἐπὶ τῶν θεμάτων τούτων. Τὸ
Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως δὲν ἦταν ὑλικὸ καὶ πεπερασμένο, δὲν ἦταν
ἐξωτερικὴ δόξα τοῦ σώματος, ἀλλὰ Δόξα καὶ Λαμπρότητα τῆς ὑποστατικὰ
ἑνωμένης μὲ τὸ σῶμα Θεότητος. Ἐπίσης, δὲν ἦταν Οὐσία Θεοῦ,
ἀλλὰ Ἐνέργεια καὶ Χάρις, προσιτὴ καὶ μεθεκτὴ στοὺς ἀξίους. Ἔτσι
ἀναγνωρίσθηκε πανηγυρικὰ ἡ «ἀπόρρητος διάκρισις» καὶ «ὑπερφυὴς
ἕνωσις» Οὐσίας καὶ Ἐνεργείας στὸν Θεὸ καὶ καταρρίφθηκε ἡ κατηγορία
γιὰ δῆθεν διθεΐα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου.
Ἡ δὲ Προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἔλαβε τὴν Ἁγιογραφικὴ καὶ Πατερικὴ θεμελίωσί
της καὶ ἀπορρίφθηκε κάθε κατηγορία ἐναντίον της.
Ὁ Βαρλαὰμ εὑρισκόμενος σὲ δυσχερῆ θέσι, ἐζήτησε συγγνώμην καὶ
ἐπικαλέσθηκε ἄγνοια, ἀλλὰ ὅπως φάνηκε ἐν συνεχείᾳ, ἐφ’ ὅσον ἐξήμεσε
καὶ πάλι τὸ δηλητήριο τῆς αἱρέσεώς του καὶ κατέφυγε στὴν Ἰταλία, ὅπου
ὁ Πάπας τὸν ἐχειροτόνησε ἐπίσκοπο, ἡ μεταμέλειά του ἦταν ὑποκριτικὴ
καὶ ἐπίπλαστη.
● Μετὰ τὴν φυγὴ τοῦ Βαρλαάμ, τὸν ἀντι-ησυχαστικὸ ἀγῶνα συνέχισε
ὁ Γρηγόριος Ἀκίνδυνος, ὁ ὁποῖος ἀμφισβήτησε ὅτι εἶχε λυθῆ τὸ
δογματικὸ ζήτημα διακρίσεως Οὐσίας καὶ Ἐνεργείας στὸν Θεό. Γιὰ
τὸν λόγο αὐτό, χρειάσθηκε νὰ συγκληθῆ νέα Σύνοδος 18, ὡς συνέχεια
τῆς προηγουμένης,τὸν Αὔγουστο τοῦ 1341, στὸν Ναὸ καὶ πάλι τῆς
Ἁγίας Σοφίας, μὲ τὴν προεδρία τοῦ Μεγάλου Δομεστίκου Ἰωάννου
Καντακουζηνοῦ, προσωρινοῦ Ἐπιτρόπου τοῦ ἀνηλίκου Αὐτοκράτορος
Ἰωάννου Ε ΄ τοῦ Παλαιολόγου, ἐφ’ ὅσον στὸ μεταξὺ ὁ Αὐτοκράτορας
Ἀνδρόνικος Γ ΄ εἶχε ἀποβιώσει αἰφνιδίως ὀλίγες ἡμέρες μετὰ τὴν προηγουμένη
Σύνοδο τοῦ Ἰουνίου. Ἔλαβαν μέρος ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης
Καλέκας καὶ ὅσοι συμμετεῖχαν στὴν προηγουμένη Σύνοδο. Ἡ Σύνοδος
καταδίκασε τὸν Ἀκίνδυνο καὶ τοὺς ὁμόφρονάς του ὡς ὁμοδόξους τοῦ
αἱρετικοῦ Βαρλαάμ.
Κατόπιν αὐτοῦ, συντάχθηκε Τόμος τῆς κοινῆς θεωρουμένης Συνόδου
τοῦ Ἰουνίου καὶ τοῦ Αὐγούστου τοῦ 1341 19, τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ
ὁποίου εἶναι ἀφιερωμένο στὸ δογματικὸ ζήτημα τοῦ Θαβωρίου Φωτὸς
καὶ ἐκφράζει τὶς θέσεις τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ.
● Ἐνωρίτερα, περὶ τὰ τέλη τοῦ 1340, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς γιὰ
– 8 –
νὰ ἐνισχύση τὸν ἐπικείμενο ἀγῶνα του κατὰ τοῦ Βαρλαάμ, μετέβη ἀπὸ
τὴν Θεσσαλονίκη στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ συνέταξε τὸν περίφημο «Ἁγιο-
ρειτικὸν Τόμον ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων», ἕνα κείμενο δογματικό, τὸ
ὁποῖο εἶχε ἀποφασιστικὴ σημασία στὴν ἐξέλιξι τῆς διαμάχης, ὡς πρὸς
τὴν ἐπικράτησι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπόψεων. Ἐντὸς αὐτοῦ συνοψίζεται
ἔξοχα ἡ Ἡσυχαστικὴ Θεολογία 20.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, διεκήρυσσε ἐκ τῶν ὑστέρων, «ὅ τε γὰρ
Ἁγιορειτικὸς καὶ ὁ Συνοδικὸς Τόμος, ἡ ἡμετέρα ὁμολογία ἐστίν» 21.
Μετὰ δὲ τὴν Σύνοδο τοῦ 1341, ἅπαντες οἱ ἐκ τῶν προυχόντων, ἀποκαλοῦσαν
τὸν θεῖο Γρηγόριο «διδάσκαλον εὐσεβείας καὶ κανόνα δογμάτων
ἱερῶν καὶ στύλον τῆς ὀρθῆς δόξης καὶ πρόμαχον τῆς Ἐκκλησίας» 22.
9. Ἡ δευτέρα Ἡσυχαστικὴ Σύνοδος τοῦ 1347
ΤΗΝ ἑπομένη περίοδο, εἴχαμε ἔκρηξι θλιβεροῦ ἐμφυλίου πολέμου
στὴν Πολιτεία, μὲ ἀνάμειξι τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα καὶ μία
ἀνανέωσι τῆς λεγομένης «ἡσυχαστικῆς ἔριδος». Ὁ Πατριάρχης καὶ
ὁ Ἅγιος Γρηγόριος διεφώνησαν ὡς πρὸς τὶς ἀντιμαχόμενες παρατάξεις,
ὁ Ἀκίνδυνος ἐπανῆλθε στὸ προσκήνιο καὶ ἄρχισε καὶ πάλι ἀντι-
ησυχαστικὴ δρᾶσι μὲ τὴν κάλυψι τοῦ ἐκπεσόντος πλέον πατριάρχου 23,
ὁ δὲ Ἅγιος διακόψας τὴν κοινωνίαν μετὰ τοῦ πατριάρχου, εὑρέθη στὴν
φυλακὴ (1343) καὶ μάλιστα ὑπέστη δῆθεν ἀφορισμὸ (1344) ἀπὸ τὸν ἀκινδυνιστὴ
πατριάρχη, ὁ ὁποῖος εἶχε καταστῆ πλέον ἄκρως ἐπικίνδυνος καὶ
πολυκίνδυνος, τὸν ὁποῖον (ἀφορισμὸν) βεβαίως ὁ Ἅγιος δὲν ἔλαβε ὑπ’
ὄψιν του καὶ τὸν ἐθεώρησε, ὅπως καὶ ἦταν, ἄκυρο κατὰ πάντα.
Ὅμως, ἡ συνεχὴς ἄνοδος τοῦ γοήτρου τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖοςσυνέχισε
τὸν ἀντι-αιρετικὸ ἀγῶνα κυρίως μὲ συγγραφές, ἀλλὰ καὶ τὴν σύνταξι
ἐξόχων πνευματικῶν ἔργων, οἱ λανθασμένες καὶ ἀλλοπρόσαλλες
ἐνέργειες τοῦ Λατινόφρονος πατριάρχου καὶ ἡ τροπὴ τῶν πολιτικῶν
πραγμάτων, ὡδήγησαν στὴν σύγκλησι νέας Συνόδου στὰ Ἀνάκτορα,
στὴν Κωνσταντινούπολι, στὶς 2 Φεβρουαρίου τοῦ 1347 24. Προήδρευσε
ἡ Βασίλισσα Ἄννα Παλαιολογίνα μὲ τὸν ἀνήλικο υἱό της Ἰωάννη Ε ΄
Παλαιολόγο. Ὁ ὑπόδικος πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας δὲν ἔλαβε
μέρος, ἀλλὰ συμμετεῖχαν Ἀρχιερεῖς, Συγκλητικοί, ὁ Πρῶτος τοῦ Ἁγίου
Ὄρους, Μοναχοὶ καὶ ἀνώτεροι κρατικοὶ ὑπάλληλοι. Ὁ Τόμος τοῦ 1341
ἐπικυρώθηκε, τὰ γραπτὰ τοῦ πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα ἐξετάσθηκαν
καὶ ἀπεδείχθησαν κακόδοξα καὶ ἔτσι καταδικάσθηκε ὁριστικῶς ὁ
Ἀκίνδυνος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος εὐφημίσθηκε, ὁ δὲ κακόδοξος πατριάρχης
κηρύχθηκε ἔκπτωτος καὶ καθαιρέθηκε γιὰ ἀπόκλισι ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία
«πρὸς τὰ κακόδοξα δόγματα τῆς λατινικῆς Ἐκκλησίας, ἐν οἷς καὶ ἡ ἀναγνώ-
– 9 –
ρισις τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα» 25, ἐπίσης γιὰ
τὴν ἄδικη καταδίκη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου,
ὡς καὶ γιὰ τὸ ὅτι χειροτόνησε κληρικὸ τὸν
αἱρετικὸ Ἀκίνδυνο 26. Ἡ Σύνοδος εἶχε καὶ
ἄλλες Συνεδριάσεις καὶ ἐξέδωσε Τόμο 27,
τὸν ὁποῖον ὑπέγραψαν συνολικὰ τριάντα
Ἐπίσκοποι.
Πατριάρχης χειροτονήθηκε ὁ Ἡσυχαστὴς
Ἰσίδωρος Βουχερᾶς, ὁ δὲ Ἅγιος ἐκλέχθηκε
Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.
● Παρὰ τὸν θρίαμβο αὐτὸ τῆς Ἀληθοῦς
Πίστεως, ὑπῆρξε μεγάλη ἀντίδρασις ἀπὸ
πολλοὺς ἐπισκόπους, καὶ ὡς φαίνεται
κήρυξις σχίσματος. Διότι, 22 τουλάχιστον
ἀντιδραστικοὶ ἀρχιερεῖς, συνεκάλεσαν ἀντισύνοδο κατὰ Ἰούλιον τοῦ
1347 καὶ ἐξέδωσαν Τόμο κατὰ τῶν «Παλαμιτῶν», προέβησαν δὲ καὶ σὲ
δῆθεν καθαιρέσεις τοῦ Πατριάρχου Ἰσιδώρου καὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου
Θεσσαλονίκης, ὡς «ἀρχηγοῦ κακοδοξίας» 28!
10. Ἡ τρίτη Μεγάλη Ἡσυχαστικὴ Σύνοδος τοῦ 1351
ΜΕΤΑ τὸν θάνατο τοῦ Ἀκινδύνου καὶ τοῦ πρώην πατριάρχου Ἰωάννου
Καλέκα, τὴν σκυτάλη τοῦ ἀντι-ησυχαστικοῦ ἀγῶνος παρέλαβε
ὁ πολυμερὴς λόγιος Νικηφόρος Γρηγορᾶς, ὁ ὁποῖος ἤδη ἀπὸ τοῦ 1346
ἄρχισε νὰ γράφη ἀντιρρητικοὺς λόγους κατὰ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ.
Μετὰ μάλιστα τὴν Κοίμησι τοῦ Ἁγίου Πατριάρχου Ἰσιδώρου καὶ
τὴν ἀνάρρησι τοῦ ἐπίσης Ἡσυχαστοῦ Ἁγιορείτου Καλλίστου (1350), ὁ
ὁποῖος εἶχε προστριβὲς μὲ τοὺς Ἀκινδυνιστές, κρίθηκε ὅτι χάριν τῆς
εἰρηνεύσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως ἀπαιτεῖτο νέα Σύνοδος,
γιὰ ὁριστικὴ κατάπαυσι τῆς διαμάχης.
Ἡ τρίτη Ἡσυχαστικὴ «θεία καὶ ἱερὰ Σύνοδος» 29 συνεκλήθη στὶς 28
Μαΐου τοῦ 1351 στὰ Ἀνάκτορα τῶν Βλαχερνῶν στὴν Κωνσταντινούπολι
ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Ἰωάννη Καντακουζηνὸ καὶ τὸν Πατριάρχη Ἅγιο
Κάλλιστο. Αὐτὴ ὑπερέβαινε τὶς προηγούμενες δύο σὲ ἀριθμὸ συμμετεχόντων
Ἀρχιερέων, ὡς καὶ λογίων καὶ σοφῶν ἀνδρῶν. Συμμετεῖχαν
32 Ἐπίσκοποι, βεβαίως καὶ ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, ἐπιφανῆ μέλη
τῆς Αὐτοκρατορικῆς οἰκογενείας, μέλη τῆς Συγκλήτου, Ἄρχοντες,
Ἡγούμενοι, Ἀρχιμανδρῖτες, Ἱερεῖς, Μοναχοὶ καὶ λαϊκοί. Ἡ ἀντίπαλη
παράταξις τοῦ Νικηφόρου Γρηγορᾶ περιελάμβανε τοὺς καθαιρεθέντας
ἀπὸ τὴν Σύνοδο τοῦ 1347 μητροπολίτας Ἐφέσου Ματθαῖο καὶ Γάνου
– 10 –
Ἰωσὴφ καὶ ἄλλους κληρικούς,
στοὺς ὁποίους προσετέθη καὶ ὁ
μητροπολίτης Τύρου Ἀρσένιος,
ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ πατριάρχου
Ἀντιοχείας.
Οἱ ἀντι-ησυχαστὲς ἀρχικῶς
ἐξέφρασαν τὴν ἀντίδρασί τους
γιὰ τὴν προσθήκη ἡσυχαστικῶν
ἐκφράσεων στὴν ὁμολογία Πίστεως
τῶν νεοχειροτονουμένων
Ἀρχιερέων καὶ γιὰ ὡρισμένες
ἐκφράσεις στὰ Ἀντιρρητικὰ ἔργα
τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ,
ἀλλὰ ἀντιμετωπίσθησαν καταλλήλως. Στὴν δεύτερη Συνεδρίασι, ὁ Ἅγιος
ἐπὶ κατηγοριῶν ἐναντίον του κατέθεσε Ὁμολογία Πίστεως τῆς ἀκριβοῦς
δογματικῆς τοποθετήσεώς του, ἡ ὁποία ἐπιδοκιμάσθηκε. Στὶς ἑπόμενες
ἐπίσης δύο Συνεδριάσεις, ἡ Ἀλήθεια διέλαμψε, οἱ Τόμοι τῶν Συνόδων
τοῦ 1341 καὶ 1347 ἀπέδειξαν τὴν κακοδοξία καὶ καταδίκη τῶν ἀντι-
ησυχαστῶν καὶ σὲ μία τελευταία πέμπτη Συνεδρίασι συνεζητήθησαν καὶ
ἀπαντήθησαν ἐπιγραμματικῶς καὶ ὀρθοδόξως σὲ ἕξι δογματικὰ «Κεφάλαια
» τὰ ἐρωτήματα τῶν ἀντιπάλων, τὰ ὁποῖα συνοψίζονται ὡς ἑξῆς:
«1. Ὑπάρχει διάκρισις μεταξὺ θείας οὐσίας καὶ θείας ἐνεργείας. Διαφέ-
ρουν μεταξύ τους σ’ αὐτό, ὅτι ἡ μὲν θεία ἐνέγεια μετέχεται καὶ διαμερίζεται
ἀμερίστως καὶ ὀνομάζεται καὶ κάπως κατανοεῖται ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματά
της, ἄν καὶ ἀμυδρῶς, ἐνῶ ἠ θεία οὐσία εἶναι ἀμέθεκτος καὶ ἀμέριστος καὶ
ἀνώνυμος, δηλαδὴ ἐντελῶς ὑπερώνυμος καὶ ἀκατάληπτος.
2. Ἡ θεία ἐνέργεια εἶναι ἄκτιστος.
3. Αὐτὸ δὲν προκαλεῖ στὸν Θεὸ καμμία σύνθεσι.
4. Ἡ θεία καὶ ἄκτιστος ἐνέργεια ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους Θεότης.
5. Γνωρίζομε ὅτι ἡ θεία οὐσία καὶ ἡ θεία φυσικὴ ἐνέργεια εἶναι ἀχώριστες.
Διότι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχη ἐνέργεια χωριστὰ ἀπὸ τὴν οὐσία στὴν ὁποία
ἀνήκει.
6. Τὸ φῶς τῆς μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου εἶναι ἄκτιστο» 30.
Ἡ Σύνοδος ἐπεκύρωσε τοὺς Τόμους τῶν Συνόδων τοῦ 1341 καὶ 1347,
ἀναθεμάτισε τοὺς Βαρλαὰμ καὶ Ἀκίνδυνο καὶ ἀπέκοψε τῆς Ἐκκλησίας
τοὺς ὁμόφρονάς των, ἐπιβάλλουσα στοὺς κοινωνοῦντας ἐν γνώσει μὲ
τοὺς αἱρετικοὺς ἐπίσης τὸ ἀνάθεμα καὶ θεωροῦσα τοὺς κληρικοὺς ἐξ
αὐτῶν ἐστερημένους παντελῶς «πάσης ἱερατικῆς λειτουργίας». Τοὺς
Κληρικοὺς ὅμως ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μετενόησαν καὶ ἐδήλωσαν ὅτι εἶχαν
– 11 –
παρασυρθῆ ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, τοὺς δέχθηκε στὴν ἐκκλησιαστικὴ
κοινωνία χωρὶς νὰ θίξη τὴν ἱερωσύνη τους 31.
Μετὰ τὸ πέρας τῆς Συνόδου, συντάχθηκε Τόμος, ὁ ὁποῖος ὑπογράφθηκε
ἐν τέλει ἀπὸ τρεῖς Αὐτοκράτορες, τρεῖς Πατριάρχες, καὶ ἀπὸ 50
καὶ πλέον Ἀρχιερεῖς 32.
● Ἡ δὲ Ἡσυχαστικὴ διδασκαλία περιελήφθη στὸ Συνοδικὸν τῆς
Ὀρθοδοξίας, τὸ ὁποῖο ἀναγινώσκεται τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας
ἐκάστου
ἔτους. Οἱ κύριες δογματικὲς θέσεις, οἱ ὁποῖες περιέχονται στὸν
Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἐκφράζουν τὴν Πατερικὴ διδασκαλία τοῦ
Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, εἶναι οἱ ἀκόλουθες:
«α. Τὸ φῶς ποὺ ἔλαμψε κατὰ τὴ μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι οὔτε
κτίσμα οὔτε οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἄκτιστη καὶ φυσικὴ χάρη καὶ ἔλλαμψη
καὶ ἐνέργεια “ἐξ αὐτῆς τῆς θείας οὐσίας ἀχωρίστως ἀεὶ προϊοῦσα” (πρῶτος
ἀναθεματισμός).
β. Ὅπως ὑπάρχει στὸ Θεὸ ἀσύγχυτη ἕνωση οὐσίας καὶ ἐνεργείας, ἔτσι
ὑπάρχει καὶ ἀδιάστατη διαφορά, ἡ ὁποία συνίσταται κυρίως στὸ ὅτι ἡ οὐσία
εἶναι ἀμέθεκτη, ἐνῶ ἡ ἐνέργεια εἶναι μεθεκτὴ (δεύτερος ἀναθεματισμός).
γ. Οἱ φυσικὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστες, διότι ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι κάθε
φυσικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή, ὁδηγεῖ στὸ ἀναγκαστικὸ συμπέρασμα
ὅτι καὶ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστὴ (τρίτος ἀναθεματισμός).
δ. Ἡ θεοπρεπὴς διάκριση οὐσίας καὶ ἐνεργείας δὲν εἰσάγει καμιὰ ἔννοια
σύνθεσης στὸ Θεὸ καὶ δὲν καταστρέφει τὴ θεία ἁπλότητα, διότι ἡ ἐνέργεια
εἶναι προϊὸν τῆς φύσεως (τέταρτος ἀναθεματισμός).
ε. Ὁ ὅρος “θεότης” ἀποδίδεται ὄχι μόνο στὴ θεία φύση, ἀλλὰ καὶ στὴ θεία
ἐνέργεια, χωρὶς μ’ αὐτὸ νὰ καταστρέφεται ἡ μία θεότητα τῆς Ἁγίας Τριάδος
(πέμπτος ἀναθεματισμός).
στ. Οἱ ἰσχυριζόμενοι ὅτι ἡ θεία οὐσία εἶναι μεθεκτή, περιπίπτουν στὴν
αἵρεση τοῦ Μασσαλιανισμοῦ. Κατὰ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἡ οὐσία τοῦ
Θεοῦ εἶναι ἀμέθεκτη, ἐνῶ ἡ ἐνέργεια εἶναι μεθεκτὴ (ἕκτος ἀναθεματισμός).
Σὲ κάθε μία ἀπὸ τὶς παραπάνω θέσεις τονίζεται ὅτι αὐτὴ ἡ διδασκαλία
εἶναι σύμφωνη μὲ τὴ θεόπνευστη θεολογία τῶν ἁγίων καὶ τὸ φρόνημα τῆς
Ἐκκλησίας» 33.
11. Ἡ Σύνοδος τοῦ 1351 εἶναι Σύνοδος Οἰκουμενικὴ
ΣΕ σχετικὰ πρόσφατο κείμενότου, μητροπολίτης τῆς Καινοτόμου
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀντιμετωπίζων τὸ ἐπώδυνο φαινόμενο «κυοφορουμένης
αἱρέσεως» στὴν [Καινοτόμο] Ἐκκλησία, τίθεται ὑπὲρ τῆς
θεωρήσεως τῆς Συνόδου τοῦ 1351 ὡς Θ΄ Οἰκουμενικῆς 34, διότι
– συμπεριελήφθησαν σὲ Αὐτὴν καὶ οἱ Τόμοι τῶν προηγουμένων Ἡσυ–
12 –
χαστικῶν Συνόδων τοῦ 1341 καὶ 1347 καὶ ἔτσι δύνανται νὰ θεωρηθοῦν
ἀπὸ κοινοῦ ὡς μία Σύνοδος, καταδικάσασα τοὺς αἱρετικοὺς Βαρλαάμ,
Ἀκίνδυνο καὶ Γρηγορᾶ, καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς·
– θεωροῦσε ἑαυτὴν συνέχεια τῶν προηγουμένων Οἰκουμενικῶν Συνόδων
καὶ μάλιστα τῆς ΣΤ ΄ Οἰκουμενικῆς·
– κατέγραψε τὶς ἀπόψεις τῶν ἀνωτέρω αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται
στὴν ἄκτιστη Ἐνέργεια καὶ τὴν μέθεξι Αὐτῆς ἀπὸ τοὺς Ἁγίους
καὶ ἀπέδειξε τὸν αἱρετικὸ χαρακτῆρα τους, ἀνακηρύσσουσα τὸν Ἡσυχασμὸ
ὡς προϋπόθεσι μεθέξεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὡς καὶ γνήσιας
λειτουργικῆς θείας ἐμπειρίας·
– τεκμηρίωσε τὴν Ἡσυχαστικὴ Θεολογία στὰ κείμενα τῆς Ἁγίας
Γραφῆς καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τέλος
– ἐπικύρωσε τὰ δίκαια ἀναθέματα κατὰ τῶν αἱρετικῶν, ἐφ’ ὅσον δὲν
μετενόησαν, τοὺς δὲ ὁμόφρονάς τους θεώρησε ὡς «ἀποκηρύκτους τε καὶ
ἀποβλήτους τῆς καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας».
Ἔχει δὲ ἐκφρασθῆ καὶ ἄλλοτε ἡ σοβαρὰ ἄποψις, ὅτι ἡ Σύνοδος τοῦ
1351
«ἀξίζει νὰ συναριθμῆται εἰς τὰς Οἰκουμενικὰς Συνόδους τῆς Ὀρθο-
δόξου Ἐκκλησίας, τῶν ὁποίων δὲν ὑστερεῖ εἰς τίποτε ὡς πρὸς τὴν
σωτηριολογικὴν σημασίαν τῆς θεολογίας της. Ἡ Σύνοδος αὕτη ἀπο-
τελεῖ τὴν ἀπόδειξιν τῆς συνεχείας τῆς συνοδικότητος τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας καὶ τῆς ζώσης ἐμπειρίας καὶ θεολογίας περὶ τῆς ἐν Χριστῷ
σωτηρίας» 35.
Ἡ ὑποστήριξις περὶ τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐξεφράσθη ἤδη ἀπὸ
τοῦ ΙΔ ΄-ΙΕ ΄ αἰῶνος ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου Ρόδου Νείλου (εἰδικῶς περὶ τῆς
Συνόδου τοῦ 1341) 36, στὰ δὲ νεώτερα χρόνια ὑποστήριξαν καὶ ὑποστηρίζουν
τὴν ἄποψι αὐτὴ μεγάλοι Θεολόγοι, ὅπως ὁ μακαρίτης Καθηγητὴς
Δογματικῆς π. Ἰωάννης Ρωμανίδης καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες τὴν σκέψι
του π. Γεώργιος Μεταλληνὸς καὶ π. Ἱερόθεος Βλάχος (νῦν μητροπολίτης
Ναυπάκτου), ὁ π. Ἀθανάσιος Γιέβτιτς (νῦν ἐπίσκοπος) κ.ἄ.
Ἐφ’ ὅσον οἱ Σύνοδοι αὐτὲς συνεκλήθησαν μὲ διαταγή, παρουσία
καὶ συμμετοχὴ Αὐτοκρατόρων, ἀσχολήθηκαν μὲ θέματα δογματικὰ καὶ
ὄχι κανονιστικά, ἀφορῶντα ἄμεσα στὴν σωτηρία καὶ ὄχι θεωρητικά,
προσετέθησαν μάλιστα τὰ συμπεράσματά τους στὸ Συνοδικὸν τῆς Ὀρθο-
δοξίας καὶ διεκήρυξανκατὰ τρόπον δεσμευτικὸ τὶς ἀποφάσεις τους γιὰ
τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο ἐπιδοκίμασε αὐτές, ἐμπεριέχουν
σαφέστατα τὸν χαρακτῆρα τῆς οἰκουμενικότητος 37.
– 13 –
12. Ἡ ἀνάγκη διακηρύξεως τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Ο ΑΙΩΝΑΣ ποὺ παρῆλθε, ἦταν ὁ αἰώνας τῆς οἰκουμενιστικῆς αἰχμα-
λωσίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τὰ οἰκουμενιστικὰ δεσμά, τὰ ὁποῖα
ἐχαλκεύθησαν μετὰ μάλιστα τὴν Β ΄ Βατικανὴ Σύνοδο πρὸ 50ετίας καὶ
τὸν ἔκδηλο φιλοπαπισμὸ τῶν ἡγητόρων τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας,
ἔγιναν ἰδιαιτέρως συνθλιπτικά. Ὁ λόγος γιὰ διακήρυξι τῆς Η ΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου καὶ τῆς Θ ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ εἶναι ἄκρως ἐπίκαιρος, εἶναι σαφῶς Θέλημα
Θεοῦ, μόνον ὅμως γιὰ ὅσους ποθοῦν τὴν λύτρωσι ἀπὸ τὰ συνθλιπτικὰ
αὐτὰ δεσμά. Ἡ καταδίκη τῶν «λατινιζόντων» ἀντι-ησυχαστῶν τοῦ ΙΔ΄
αἰ. στρέφεται ἐν γένει κατὰ τῶν Λατινοφρόνων καὶ κατὰ τῆς «Λατινικῆς
Ἐκκλησίας» 38, ἡ ὁποία διακρατεῖ μέχρι σήμερα τὶς Βαρλααμιτικὲς καὶ
λοιπὲς ἀντι-ησυχαστικὲς διδασκαλίες, ὡς καὶ ὅλες τὶς πλάνες καὶ
αἱρέσεις ποὺ σχετίζονται ἄμεσα ἤ ἔμμεσα πρὸς αὐτές.
Ἡ νίκη κατὰ τοῦ Βαρλαὰμ ἦταν νίκη κατὰ τῆς Δύσεως, τὴν ὁποίαν
ἐκπροσωποῦσε ἐκεῖνος, καὶ κατὰ τοῦ Λατινισμοῦ, ἡ δὲ καταδίκη τοῦ
Βαρλαὰμ ἦταν καταδίκη «κατ’ αὐτῆς τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας», ἡ
ὁποία ἀναθεματίζεται καὶ ἀπὸ τὸ Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας 39.
Ὅμως, ἐδῶ ἔγκειται ἡ τραγικότητα τῆς σήμερον:
Οἱ Οἰκουμενισταὶ καὶ Λατινόφρονες πατριάρχαι, ἀρχιερεῖς, κληρικοὶ
καὶ ὅλοι οἱ ἀκόλουθοι αὐτῶν, προσπαθοῦν διὰ συνόδου, τῆς ἀπὸ 50ετίας
προετοιμαζομένης καὶ ὡς «Ἁγίας» καὶ «Μεγάλης» ὑπ’ αὐτῶν χαρακτηριζομένης,
νὰ ἐπιβάλουν καὶ ἐπευλογήσουν/καθιερώσουν τὰ θανατηφόρα
ἐκκλησιολογικῶς οἰκουμενιστικὰ ἀνοίγματα καὶ «ἐπιτεύγματά»
τους· καὶ ὄχι μόνον δὲν διανοοῦνται νὰ καταδικάσουν τὶς «Ἀδελφὲς
Ἐκκλησίες» τους τῆς αἱρετικῆς Δύσεως, ἀλλ’ ὅλως ἀντιθέτως ἐπιθυμοῦν
τὴν ἐπίσημη ἀναγνώρισι καὶ ἀμνήστευσί τους, καὶ τὴν παραδοχὴ
καὶ ἀποδοχὴ γενικὰ τοῦ ἀλλοτριωμένου καὶ αἱρετικοῦ χριστιανισμοῦ
ὡς αὐθεντικοῦ!
Ἐκ τούτου, εἶναι σαφὲς ὅτι ἀπωλέσθησαν ἀπὸ τοὺς φύσει καὶ θέσει
ὑπευθύνους διαχειριστὰς καὶ οἰκονόμους τῶν πραγμάτων καὶ θεμάτων
τῆς Ἐκκλησίας, τὰ αὐθεντικὰ κριτήρια τῆς Ἀληθείας, δηλαδὴ τὰ Ἡσυχα-
στικά, καὶ ἔτσι συναπωλέσθηκε ἡ αἴσθησις ἀναγνωρίσεως τῆς ἀληθινῆς
ἁγιότητος καὶ σωτηρίας, δηλαδὴ τῆς γνησίας Χάριτος, ἀπὸ τὴν νόθα
τοιαύτη, τὴν πλανερὴ καὶ σφαλερή! Εἶναι βέβαιον ὅτι γιὰ τὸν σκοτασμὸ
αὐτὸ τῶν ψυχῶν τῶν συγχρόνων «πατέρων», εὐθύνεται ἡ ἔλλειψις ταυτό-
τητος βιώματος πρὸς τοὺς Ἁγίους Πατέρας τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ ὁ
ἐπηρεασμὸς ἀπὸ τὸν συγχρωτισμὸ μὲ τοὺς πολυποικίλους αἱρετικούς,
ὡς καὶ ὁ σύγχρονος ἐκκοσμικευμένος τρόπος ζωῆς, ὁ ὁποῖος εἶναι
– 14 –
ἄκρως ἀντι-ησυχαστικός. Ὁπότε, οἱ σύγχρονοι ποιμένες τῆς ὀρθοδοξίας
ἀντὶ νὰ ἀντλήσουν ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ σωτηρίου καὶ νὰ διέλθουν
τὴν καθαρτικὴ ὁδὸ τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς ὑπακοῆς, ὡς ἀπαραιτήτων
προϋποθέσεων γιὰ ὄντως εὐχαριστιακὴ μετοχὴ καὶ ἐμπειρία, ὥστε νὰ
λάβουν Φῶς ἐκ Φωτός, καὶ νὰ μεταδώσουν αὐτὸ στοὺς ἐν σκότει καὶ
σκιᾷ καθημένους, ἐτράπησαν ἀλλοῦ γιὰ ψευδο-φωτισμό· ἐκεῖ, ὅπου δὲν
ἐκπέμπεται τὸ θεῖον καὶ ἱλαρὸν Φῶς τῆς Ἀληθείας, ἀλλὰ τὸ σκότος
τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς πλάνης τῆς αὐταρεσκείας, τῆς λογικοκρατίας
καὶ τοῦ ἰδίου θελήματος, δηλαδὴ τοῦ Βαρλααμισμοῦ, τοῦ κυρίου αὐτοῦ
ἰδιώματος τοῦ Λατινισμοῦ καὶ ὅλων τῶν ἐξ αὐτοῦ πλανῶν, ὧν τὸ ὄνομα
«λεγεών»...
Ἐνώπιον αὐτῆς τῆς θλιβερᾶς διαπιστώσεως, ἔχει ὀρθῶς ἐπισημανθῆ,
ὅτι ὁποιαδήποτε Σύνοδος -ἡ ὁποία θὰ ἤθελε νὰ χαρακτηρίζεται καὶ νὰ
εἶναι ὄντως Πανορθόδοξος-, δὲν διακηρύξη πρωτίστως τὶς Η΄ καὶ Θ΄
Οἰκουμενικὲς Συνόδους, θὰ εἶναι καὶ θὰ χαρακτηρίζεται κατὰ τοῦτο ὡς
Ψευδοσύνοδος 40! Διότι, οἱ Σύνοδοι αὐτὲς ἀποτρέπουν τὸν σχετικισμό,
τὴν πλάνη, τὴν ἐκκοσμίκευσι καὶ τὸν Οἰκουμενισμό, προτείνουν δὲ καὶ
διδάσκουν τὴν Ἀληθινὴ Ἑνότητα, Κοινωνία καὶ Σωτηρία στὸ ἕνα καὶ
μοναδικὸ Σῶμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Ἑνὸς καὶ Μοναδικοῦ
Σωτῆρος τοῦ κόσμου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὑπάρχει σήμερα μεγάλη σύγχυσις καὶ ἐκτροπὴ στὶς διαχριστιανικὲς
καὶ διαθρησκειακὲς σχέσεις τοῦ πανθομολογουμένως συγκρητιστικοῦ
Οἰκουμενισμοῦ. Ὁ παναιρετικὸς Παπισμός, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν οἰκτρὰ
ἀμετανόητο Πάπα, διεκδικεῖ νὰ ἀποτελῆ τὸ ἑνοποιητικὸ κέντρο μιᾶς
παγκοσμιοποιημένης θρησκείας ἑνὸς παγκοσμιοποιουμένου κόσμου.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἐν προκειμένῳ, ἐμπνέει διάθεσι
ὁμολογίας, ἀλλὰ καὶ μαρτυρίου. Καλεῖ σὲ
μετάνοια, ὄχι σὲ ἐπανάπαυσι. Βεβαίως
καὶ δὲν μᾶς προτείνει ἕνα αὐτάρεσκο-
ναρκισσιστικὸ κλείσιμο στὸ ἐγώ μας, προσωπικῶς
καὶ ἐκκλησιαστικῶς. Ἀλλά, μᾶς
παραδίδει τὴν μέθοδο γιὰ τὴν ἀπόθεσι τῶν
παθῶν καὶ τὴν ἀνακάλυψι τῆς κρυμμένης
Χάριτος ἐντὸς ἡμῶν, πρὸς ἐπίτευξιν ἀληθοῦς
κοινωνίας, ἐκκλησιαστικῶςδὲ μᾶς
προτρέπει σὲ παραδοσιακὴ καὶ δημιουργικὴ
ἐπανέκφρασι τῆς Πίστεως, ἀναλόγως τῶν
προκλήσεων καὶ τῶν ἀναγκῶν τοῦ σήμερα,
ὄχι ὅμως σὲ ἐπανερμηνεία ἤ νοθεία Αὐτῆς.
– 15 –
Τὸ μόνο βέβαιο πάντως εἶναι, ὅτι μὴ μετανοοῦντες καὶ μὴ κεκαθαρμένοι
ἄνθρωποι, δὲν εἶναι δυνατόν -δὲν ἔχουν εὐλογία, νὰ ἐπιφέρουν καλὰ καὶ
ἀγαθὰ στὴν Ἐκκλησία!
Ἐπίσης, ὁ Ἅγιος μᾶς ὑποδεικνύει τὴν Συνοδικὴ ὁδό, ὡς τὴν μόνη
ἁρμοδία πρὸς τελεσίδικον ἐπίλυσιν τῶν ἀντιλεγομένων ζητημάτων
καὶ μάλιστα τῶν ἑτεροδιδασκαλιῶν στὴν Ἐκκλησία. Διὰ τοῦ τρόπου
τούτου μαρτυρεῖται καὶ ὁμολογεῖται ἡ Ἀλήθεια, βάσει τοῦ κριτηρίου τῆς
Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, καὶ καλοῦνται οἱ ἐκτρεπόμενοι σὲ μετάνοια, ἤ
ἐκκόπτονται ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ καταπαύση ὁ σάλος
καὶ νὰ εἰρηνεύση τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα, ἡ δὲ Πίστις νὰ ὁριοθετηθῆ
καὶ ἡ Ἀγάπη τῆς Ἀληθείας νὰ διαλάμψη καὶ νὰ θριαμβεύση.
Εἴθε τὰ ὑγιῆ ἡσυχαστικὰ κριτήρια νὰ μὴ ἀπωλεσθοῦν ἀπὸ ὅσους τουλάχιστον
ἐκπροσωποῦν τὴν Συνείδησι τῆς Ἐκκλησίας στὴν μεγάλη σύγχρονη
ἀποστασία, ἀλλὰ νὰ ἀποτελέσουν τὴν βάσι γιὰ τὶς ἀναμενόμενες
διακηρύξεις τῶν Η ΄ καὶ Θ ΄ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, γιὰ τὴν μαρτυρία
τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Ἐλπίδος καὶ τὴν καταδίκη κάθε ἑτεροδιδασκαλίας.
Ἀμήν!
Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίων Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης
Φυλὴ Ἀττικῆς
Νοέμβριος 2012
– 16 –
1. Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς Πατέρας τῆς Θ΄ Οἰκου-
μενικῆς Συνόδου, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου, 2009, σελ. 10.
2. Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, «Τὸ Μήνυμα τῆς Διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου
Παλαμᾶ εἰς τὴν Ἐποχήν μας» (Μάϊος 2010), βλ. www.impantokratoros.gr/grigoriospalamas-
metallinos.el.aspx
3. Αὐτόθι.
4. Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς..., ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 21.
5. Ἐπισκόπου Ὠρεῶν Κυπριανοῦ, Ἀναπληρωτοῦ Προέδρου, «Ὁ Μέγος Φώτιος καὶ ἡ Η΄
Οἰκουμενικὴ Σύνοδος – Πατερικὴ Συνοδικότης καὶ Παπισμός», στὸ περιοδ. «Ὀρθόδοξος
Ἔνστασις καὶ Μαρτυρία», Περ. Γ΄, Ἀριθ. 5/Δεκέμβριος 2011, σσ. 40-48.
6. Περὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ἐγράφησαν πολλὰ ἔργα· ἐνδεικτικῶς, βλ.
Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου, Ὁ Κῆρυξ τῆς Χάριτος καὶ τοῦ
Φωτός, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ Κουφαλίων Θεσσαλονίκης,
1984, σσ. 146, καὶ Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς,
ἔκδ. β΄, Ἅγιον Ὄρος – Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 290.
7. Ἐπισκόπου Γαρδικίου Κλήμεντος, «Οἱ Ἅγιοι Τρεῖς Νέοι Ἱεράρχαι ὡς νέοι Προφῆται
τῆς Χάριτος», στὸ περιοδ. «Ὀρθόδοξος Ἔνστασις καὶ Μαρτυρία», Περ. Γ΄, Ἀριθ. 4/
Δεκέμβριος2010, σσ. 55-58.
8. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, «Μία κυοφορούμενη αἵρεση στὴν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία», βλ. www.romfea.gr (Τετάρτη, 13 Ἰουλίου 2011). Περὶ τοῦ Ἡσυχα-
σμοῦ, βλ. ἐνδεικτικὰ κείμενο τοῦ ἰδίου συγγραφέως: www.paterikiorthodoxia.
com/2012/05/663. html
9. Βλ. Ἰωάν. ιδ΄ 23: «ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει
αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν».
10. Βλ. Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Σ. Βλάχου, «Τὸ “Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας”», στὸ Ἐκκλησία
καὶ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας),
Λεβάδεια 1990, σελ. 270.
11. Γενικά, οἱ ἀντι-ησυχαστὲς «ἐπίστευον ὅτι μόνον ἡ φυσικὴ γνῶσις τῶν ὄντων
ὁδηγεῖ εἰς τὴν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι αὕτη λειτουργεῖ ὡς ὄργανον ἀπαραίτητον
εἰς τὴν λύτρωσιν τοῦ ἀνθρώπου» (Χαραλάμπους Γ. Σωτηροπούλου, «Οἱ καταδικα-
σθέντες αἱρετικοὶ ὑπὸ τῶν Ἱερῶν Συνόδων πολέμιοι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ»,
στὸν Τόμο Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὴν Ἱστορία καὶ τὸ Παρόν, ἔκδ. Ἱερᾶς
Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2000, σελ. 575).
12. Βλ. Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, «Τὸ Μήνυμα τῆς Διδασκαλίας...», ἔνθ’ ἀνωτ.
13. Αὐτόθι.
14. Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς..., ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 13-14·
ἐπίσης, Ἀθανασίου Γιέβτιτς, «Παράδοσις καὶ Ἀνανέωσις ἐν τῷ θεσμῷ τῶν Οἰκουμε-
νικῶν Συνόδων», στὸ Χριστὸς Ἀρχὴ καὶ Τέλος, ἔκδ. Ἱδρύματος Γουλανδρῆ-Χόρν,
Ἀθήνα 1983, σσ. 149-199.
15. Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς..., ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 18.
Ἐπίσης, Χρήστου Γιανναρᾶ, Ὀρθοδοξία καὶ Δύση στὴ Νεώτερη Ἑλλάδα, ἐκδ. Δόμος,
Ἀθήνα 1996, σελ. 79.
16. Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Σ. Βλάχου, «Τὸ “Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας”», ἔνθ’ ἀνωτ., σελ.
258.
17. Βλ. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, Οἱ Ἡσυχαστικὲς Ἔριδες κατὰ τὸν ΙΔ΄ αἰῶνα, ἐκδ.
«Παρατηρητής», Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 49-56.
– 17 –
18. Αὐτόθι, σελ. 56-60.
19. Βλ. Ἰωάννου Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς
Ἐκκλησίας, τ. Ι, ἐν Ἀθήναις 1960, σελ. 354-366.
20. Βλ. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἐνθ’ ἀνωτ., σελ. 43· ἀνάλυσι αὐτοῦ βλ. Μοναχοῦ
Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 152-162.
21. Βλ. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἐνθ’ ἀνωτ., σελ. 63 («Ἀναίρεσις Γράμματος Καλέκα»,
45, Συγγράμματα, Β΄, σελ. 621).
22. Βλ. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἐνθ’ ἀνωτ., σελ. 66 (PG 151, στλ. 600Α).
23. Σὲ πρόσφατο ἄρθρο του («Διαστρεβλώσεις θέσεων τοῦ ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλε-
ως, Ἀρσενίου Καππαδόκου καὶ Γρηγορίου Παλαμᾶ ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς καὶ τοὺς
Ἀποτειχισμένους Ζηλωτές», 19.11.2012, Ἱστολόγιο «Ἀκτῖνες»), ὁ πρωτ. Ἄγγελος
Ἀγγελακόπουλος ἐκ Πειραιῶς, σκιαμαχῶν κατὰ τῶν συνεπῶν Ἀντι-οικουμενιστῶν
καὶ ὑποθέτων λανθασμένως ὅτι αὐτοὶὑποστήριξαν τὸ ἀνιστόρητον, ὅτι ὁ Ἅγιος
Γρηγόριος Παλαμᾶς διέκοψε κοινωνία μετὰ τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα
πρὸ τῆς Συνόδου τοῦ 1341, προσπαθεῖ νὰ ἀποδείξη ὅτι δὲν συνέβη οὕτως! Καὶ
βεβαίως ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δὲν διέκοψε τὸ μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου πρὸ τῆς
Συνόδου, διότι τέτοιο θέμα δὲν ὑφίστατο. Ὁ Πατριάρχης ἀκόμη ὠρθοφρονοῦσε
καὶ προέστη τῆς Συνόδου τοῦ 1341 στὶς δύο φάσεις της (Ἰουνίου καὶ Αὐγούστου).
Ὅμως, ἤδη στὴν Σύνοδο τοῦ Αὐγούστου ὁ Πατριάρχης ἐνεφάνισε κάποια ὑποχωρητικότητα
καὶ κατώρθωσε νὰ ἐπιβάλη ὅπως ὁ Ἀκίνδυνος μὴ καταδικασθῆ
ἀνοικτὰ-ὀνομαστικά, ἐπίσης δὲ συνέταξε μετὰ τοῦ Ἁγίου τὸν Τόμο τῆς Συνόδου,
προκειμένου νὰ συμπεριλάβη σὲ ὡρισμένα τμήματα δική του θεώρησι (βλ. τὰ σχετικὰ
στὸ Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 61-63). Ὅταν ἀργότερα, μετὰ
τὴν ἔναρξι τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, ὁ πατριάρχης γιὰ ἐκπλήρωσι τῶν πολιτικῶν
φιλοδοξιῶν του ἔλαβε ὡς σύμμαχό του τὸν Ἀκίνδυνο (βλ. αὐτόθι, σελ. 72), τότε
ὁ Ἅγιος διέκοψε τὴν κοινωνία μετ’ αὐτοῦ, ἐφ’ ὅσον κατέστη πλέον ἀκοινώνητος-
πεπτωκός, χωρὶς ἀκόμη ὁ πατριάρχης νὰ ἔχη κριθῆ καὶ κατακριθῆ ἀπὸ Σύνοδο.
Αὐτὸ εἶναι τὸ σημαντικὸ καὶ οὐσιῶδες, καὶ ὄχι τὸ ὑποστηριζόμενο λανθασμένως ὑπὸ
τοῦ π.Ἀ.Ἀ., ὅτι δῆθεν «ἡ ἀποτείχιση τοῦ Ἁγίου δὲν ἔγινε πρὸ συνοδικῆς κρίσεως, ἀλλὰ
μὲ βάση τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου» (τοῦ 1341). Ἐφ’ ὅσον ὁ πατριάρχης παλινδρόμησε,
ὁ Ἅγιος ἦταν ἀπολύτως φυσικὸ καὶ ἀναμενόμενο νὰ τοῦ τὸ καταλογήση,
γιὰ νὰ ἀποδειχθῆ πασιφανῶς ἡ ἀσυνέπεια καὶ ἡ αὐτοκαταδίκη του. Τὸ ὅτι ὅμως
ὁ Ἅγιος τονίζει τὸ γεγονὸς τοῦτο, σημαίνει ἆρά γε ὅτι ἐὰν δὲν προηγεῖτο ἡ Σύνοδος
τοῦ 1341, θὰ κοινωνοῦσε ἄνευ ἐνδοιασμοῦ μὲ τὸν πατριάρχη, ἐνῶ ἐκεῖνος
θὰ «ἀκινδύνιζε», διότι δὲν θὰ ὑπῆρχε προηγουμένως Συνοδικὴ καταδίκη τοῦ
ἀντι-ησυχασμοῦ; Τότε, γιατί ἐγράφη σαφέστατα στὸν Ἁγιορειτικὸ Τόμο πρὸ πάσης
Συνόδου (τέλη τοῦ 1340): «τὸν μὴ συμφωνοῦντα τοῖς Ἁγίοις καθὼς καὶ ἡμεῖς καὶ
οἱ μικρῷ πρὸ ἡμῶν Πατέρες ἡμῶν, ἡμεῖς τὴν αὐτοῦ κοινωνίαν οὐ παραδεξόμεθα»;
Ἐπρόκειτο γιὰ «ἐκβιασμό», προκειμένου ἡ μελλοντικὴ Σύνοδος νὰ ἐπικυρώση
τοὺς Ἡσυχαστάς, ἤ γιὰ σαφῆ προειδοποίησι, ὅτι ἄν ἡ Σύνοδος ἤ ὁ Πατριάρχης ἤ
ὁ οἱοσδήποτε δὲν θὰ συμφωνοῦσε μὲ τοὺς Ἁγίους, ὡς πρὸς τὰ ἐπίμαχα θέματα,
θὰ ἀπεκηρύσσετο; Λοιπόν, δὲν τίθεται θέμα προηγουμένης Συνοδικῆς καταδί-
κης γιὰ διακοπὴ κοινωνίας μὲ ἐκτρεπομένους στὴν Πίστι. Γιὰ νὰ συμβῆ τοῦτο,
ἀρκεῖ ἡ διακηρυγμένη καὶ μάλιστα ἐπίμονη καὶ ἀνυποχώρητη, λόγοις καὶ ἔργοις,
μὴ συμφωνία τῶν ἐκτρεπομένων πρὸς τοὺς Ἁγίους στὴν Πίστι. Αὐτὴ εἶναι ἡ
«χρυσὴ μεσότητα τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας», καὶ ὄχι ἡ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς
Οἰκουμενιστὰς τῆς σήμερον, οἱ ὁποῖοι διαφωνοῦν μὲ τοὺς Ἁγίους στὴν Πίστι,
– 18 –
ἔστω καὶ ἄν δὲν ἔχουν ἀκόμη καταδικασθῆ Συνοδικῶς· ἀντιθέτως, ὁ π.Ἄ.Ἀ. καὶ
οἱ σὺν αὐτῷ ἀντι-οικουμενισταὶ ἐν τοῖς λόγοις μόνον, προτιμοῦν τὴν κοινωνία
μὲ τοὺς αἱρετικούς, παρὰ τὴν δῆθεν μὴ συμφωνία τους πρὸς τὴν ἀσυμφωνία τῶν
Οἰκουμενιστῶν πρὸς τοὺς Ἁγίους! Σὲ αὐτὴ τὴν τραγικὴ ἀντιφατικότητα τοὺς ὁδηγεῖ
ἡ δῆθεν διακριτικὴ στάσις τους!...
24. Βλ. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἐνθ’ ἀνωτ., σελ. 75-79.
25. Κατὰ τὸν ἐπιφανῆ Καθηγητὴ Γρηγόριο Παπαμιχαὴλ (βλ. Μοναχοῦ Θεοκλήτου
Διονυσιάτου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 229).
26. Χαραλάμπους Γ. Σωτηροπούλου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 589· βλ. ἐπίσης, Ἀριστείδη Πα-
παδάκη-John Meyendorff, Ἡ Χριστιανικὴ Ἀνατολὴ καὶ ἡ Ἄνοδος τοῦ Παπισμοῦ - Ἡ
Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ 1071 ὥς τὸ 1453, Κεφ. Ζ΄: «Ἡ Ἡσυχαστικὴ Ἔριδα», σελ. 437,
ἔκδ. Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 2003. Σημειωτέον, ὅτι ὁ
πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας εἶχε ἀποκηρυχθῆ ἀπὸ Σύνοδο στὴν Ἀδριανούπολι
τὸν Μάϊο τοῦ 1346, γιὰ τὴν ἀντικανονικὴ χειροτονία τοῦ Ἀκινδύνου (Βλασίου
Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία – Πανεπιστημιακαὶ Παραδόσεις, τ. Β΄, Ἀθῆναι 1972,
σελ. 509).
27. Βλ. Ἰωάννου Καρμίρη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 366-374.
28. Βλ. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 80-81.
29. Βλ. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 85-99.
30. Παν. Χρήστου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 126-127.
31. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 98-99· Ναυπάκτου Ἱεροθέου, «Μία κυ-
οφορούμενη αἵρεση...», ἔνθ’ ἀνωτ.
32. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 100· τὸν Τόμο, βλ. Ἰωάννου Καρμίρη,
ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 374-410.
33. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 101.
34. Ναυπάκτου Ἱεροθέου, «Μία κυοφορούμενη αἵρεση...», ἔνθ’ ἀνωτ.
35. Ἀθανάσιος Γιέβτιτς, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 195.
36. Βλ. Γ. Ῥάλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων..., τ. Α΄, Ἀθήνησιν
1852, σελ. 394-395· ἐπίσης, Ἰωάννου Καρμίρη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 351, καὶ Παναγιώτου
Ν. Τρεμπέλα, Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Α΄, ἔκδ. γ΄, «Ὁ
Σωτήρ», Ἀθῆναι 1997, σελ. 136.
37. Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Σ. Βλάχου, «Τὸ “Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας”», ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 259.
● Εἶναι σημαντικὰ καὶ τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικὰ περὶ τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου:
«Οἰκουμενικὸ χαρακτῆρα ἔχουν καὶ οἱ Κανόνες τῆς Ἡσυχαστικῆς Συνόδου,
ποὺ συνῆλθε κι αὐτὴ στὴν Κωνσταντινούπολη (1351 μ.Χ.). Σ’ αὐτὴ τὴ Σύνοδο
ὑπεράσπισαν τὴ θεϊκὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περὶ τοῦ ἀκτίστου Θαβωρίου
Φωτός· αὐτὸ σημαίνει περὶ τῶνἀϊδίων Θείων Ἐνεργειῶν, μὲ τὶς ὁποῖες ὁ Τρι-
αδικὸς Θεὸς πραγματικὰ εἶναι Παρὼν στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώ-
που. Προφυλάσσοντας τὴν ὀρθὴ πίστη ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Βαρλααμίτες καὶ
μαρτυροῦντες τὴν ἀλήθεια τῆς διαφορᾶς μεταξὺ θείας Οὐσίας καὶ θείας Ἐνέρ-
γειας, οἱ Πατέρες αὐτῆς τῆς Συνόδου, μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ,
ὑπερασπίστηκαν ὅλη τὴν Ἀποκάλυψη καὶ τὸν αἰώνιο θησαυρὸ ἐμπειρίας τῆς
Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ τὴ δυνατότητα τῆς πραγματικῆς κοινωνίας μεταξὺ Θεοῦ
καὶ ἀνθρώπου. Μ’ αὐτὰ ὑπερασπίστηκαν τὴν μόνη ἐλπίδα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν
δυνατότητα τῆς δικῆς του ἀσύνορης ἀνάπτυξης μὲ τὴν αἰώνιο καὶ ἄκτιστη Χάρη
τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ἀποφάσεις αὐτῆς τῆς Συνόδου εἶναι σὰν ἡ κορυφὴ καὶ τὸ κλείσιμο
ὅλων τῶν Κανόνων, ὅλων τῶν μέχρι τότε Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων.
– 19 –
Αὐτὲς οἱ Σύνοδοι φανερὰ ἀποκαλύπτουν τὰ αἰώνια θεμέλια στὸν ὅλο κόσμο καὶ
στὸν ἄνθρωπο, τὴν ἄκτιστη ὡραιότητα στὴν Ἐκκλησία, σὰν Θεανθρώπινο καὶ
Πνευματοφόρο Ἐργαστήρι Σωτηρίας, Θεώσεως καὶ Θαβωρικῆς Μεταμορφώσε-
ως» (Μητροπολίτου Μαυροβουνίου Ἀμφιλοχίου-Ἐπισκόπου Βουδαπέστης [Βουδιμίου]
Δανιήλ, Ὀρθόδοξη Παιδαγωγία, μτφρ.-ἐπιμ. Ἀλεξίου Παναγοπούλου, ἐκδ. «Διψῶ»,
Πάτρα 1995, σελ. 86-87). ● Πραγματικά, ἐὰν δὲν κατωχυρώνετο τὸ Δόγμα περὶ
τῶν Ἀκτίστων Ἐνεργειῶν, ἡ μὲν σωτηριολογικὴ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας θὰ ἐσχε-
τικοποιεῖτο, «ὁ δὲ ἄνθρωπος, ὡς πλάσμα Θεοῦ, θὰ ἐχάνετο εἰς τὸ κενόν, ἐφ’ ὅσον
ὁ συνδετικὸς ἱστὸς Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, αἱ θεῖαι ἐνέργειαι, δὲν θὰ ὑπῆρχον»
(Χαραλάμπους Γ. Σωτηροπούλου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 591).
38. Ἰωάννου Καρμίρη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 348.
39. Κατὰ τὸν ἐπιφανῆ Καθηγητὴ Γρηγόριο Παπαμιχαὴλ (βλ. Ἰωάννου Καρμίρη, ἔνθ’
ἀνωτ., σελ. 353).
40. Βλ. Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς..., ἔνθ’ ἀνωτ., σελ.
29· Τοῦ αὐτοῦ, «Τὸ Μήνυμα τῆς Διδασκαλίας...», ἔνθ’ ἀνωτ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου