Δευτέρα 21 Μαΐου 2018

Ορθόδοξη Οικουμενικότητα και Παγκοσμιοποίηση (Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, Κοσμήτωρ Θεολογικής Σχολής Αθηνών)


theologia
1. Οι Ορθόδοξοι ζούμε σήμερα μία από τις ση­μαντικότερες μετεξελίξεις της ιστορίας μας: από την ορθόδοξη οικουμενικότητα μεθιστάμεθα, ή ορθότερα εξιστάμεθα, στην νεοεποχίτικη παγκοσμιοποίηση. Η αυθεντική διαχρονικά κίνηση του Ελληνισμού στην συνάντησή του με τους «άλλους», την πολιτιστική ε­τερότητα, είναι καταφατική και αλληλοπεριχωρητική και ποτέ εξουσιαστική και δυναστικά αφομοιωτική. Δια της Εκκλησίας, ως σώματος Χριστού και εν Χρι­στώ κοινωνίας, διευρύνθηκε μετά τον Αλέξανδρο, η ελληνική οικουμενική συνείδηση. Η Πεντηκοστή οδήγησε σε ενότητα καθολική και πνευματική. την υ­πέρβαση κάθε διαίρεσης (φυλετικής, ταξικής, πολιτι­κής), με βάση την ισοτιμία και εν Χριστώ ισότητα ό­λων των ανθρώπων.

Τον δεύτερο αιώνα ο όρος οικουμένη εκκλησιοποιήθηκε. Ο Χριστός ονομάζεται «ποιμήν της κατά την Οικουμένην Καθολικής Εκκλησίας»1. Οι έννοιες οικουμενικός (γεωγραφικά) και καθολικός (πνευματικά) ταυτίζονται νοηματικά, σχετιζόμενες με την πλη­ρότητα και παγκοσμιότητα της εν Χριστώ σωτηρίας2. Η Εκκλησία απ’ αρχής έλαβε τον χαρακτήρα μιας Κοινοπολιτείας3, όχι όμως ως παγκόσμιος-συμπαγής οργανισμός (όπως ο Παπισμός), αλλ’ ως γαλαξίας το­πικών εκκλησιών, ως αστερισμών. Σ’ αυτό το πλαίσιο λειτουργεί και η ιεραποστολή, ως διαρκής κλήση στην «ενότητα της πίστεως και την κοινωνίαν του α­γίου Πνεύματος». Η εθνικότητα, ως συνείδηση της καταγωγής, δεν λειτούργησε διασπαστικά, διότι ιε­ραρχείται στο αιώνιο, την Πίστη. Δεν έμεινε, έτσι, χώρος στην ανάπτυξη ρατσιστικής συνειδήσεως. Μία διαχρονική ευθύγραμμη συνέχεια συνδέει την Πεντη­κοστή με την ορθόδοξη απόφαση της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου του 1872 (καταδίκη του εθνοφυλετισμού στη ζωή της Εκκλησίας). Μόνο μετά την εκφράγκευση της χριστιανικής Δύσεως η ιεραποστολή συμπορεύεται εκεί με την κατάκτηση και υποταγή, την αποικιοκρατία.
Η οικουμενική αυτή συνείδηση καθιερώθηκε και πολιτειακά μέσα στην αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, την Ρωμανία. Ο Μ. Κωνσταντίνος (337) από «ρω­μαίος» έγινε ο πρώτος «ρωμηός» αυτοκράτορας, που εγκαινίασε και κρατικά την ρωμαϊκή οικουμενικότη­τα και παγκοσμιότητα, ως «επώνυμον του Χριστού πολιτείαν». Μέσω της Ορθοδοξίας συντελέσθηκε η μετάβαση από το «έθνος άγιον» της Α’ Πέτρου (2, 9) στο «Γένος των Ρωμαίων», των πολιτών της ελληνορ­θόδοξης Ρωμανίας4. Μία νέα οικουμενική συγγένεια διαμορφώθηκε, η εν Χριστώ συγγένεια των ορθοδό­ξων πολιτών της Νέας Ρώμης5. Κρατικό θεμέλιο δεν ήταν πια η εξουσία, αλλά η Ορθοδοξία. Η έννοια του «λαού του Θεού» (του οικουμενικού σώματος) συ­νιστά την αυθεντική έκφραση της ισονομίας του σώ­ματος του Χριστού.
Αυτή η συνείδηση συνεχίζεται στην Ορθοδοξία. Όπου βιώνεται η ορθόδοξη πίστη, εκεί σώζεται και η ρωμαίικη οικουμενικότητα και παναδελφότητα. Το εκκλησιαστικό σώμα, όταν μένει πατερικά ορθόδοξο, διασώζει την οικουμενικότητα της Ρωμανίας, με ενω­τικό σύνδεσμο την Πίστη. Το από τον ιγ’ αιώνα σύμ­βολό της, ο δικέφαλος αετός, είναι το σύμβολο και της ιδέας της οικουμενικότητας.
2. Κυρίαρχο φαινόμενο των καιρών μας είναι η παγκοσμιοποίηση, ως αντιπρόταση μάλιστα οικουμε­νικότητας6. Είναι ο κόσμος της ΡΑΧ ΑΜΕRICAΝΑ, που εντάσσει στανικά σύνολη την ανθρωπότητα σε έ­να παγκόσμιο σύστημα πολιτικής και αξιών, που ε­λέγχει και διαμορφώνει καθολικά, μέσω της πολιτι­στικής αφομοίωσης, τον άνθρωπο και την κοινωνία, για την δημιουργία του πλανητικού ανθρώπου και της πλανητικής κοινωνίας. Ο δρόμος αυτός περνά από την παγκόσμια ισοπέδωση και τον εξουθενωτικό έ­λεγχο, που ασκεί η Υπερδύναμη με τους μηχανισμούς της. Αυτή η όψη της παγκοσμιοποίησης, η πνευματική-πολιτιστική, απασχολεί περισσότερο τον Ορθόδοξο, διότι σ’ αυτήν φαίνεται και η δαιμονικότητά της. Γι’ αυτό και ο όρος «παγκοσμιοποίηση» έ­γινε terminus technicus, για να δηλώνεται το πνεύμα και η σάρκα της Νέας Εποχής (New Age) και των στοχοθεσιών της.
Η παγκοσμιοποίηση στο πολιτιστικό επίπεδο α­νατρέπει τα συστατικά της χριστιανικής οικουμένης. Διατηρεί φαινομενικά μια επίφαση ιστορικής συνέ­χειας, στην ουσία όμως σήμερα την θέση της ρωμαϊ­κής οικουμένης έλαβε η εξουσία της Υπερδύναμης. την θέση του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού το φραγκοτευτονικό παράδειγμα του Χάντιγκτον και την θέση του Χριστιανισμού μία νέα παγκόσμια θρη­σκεία, η εξαπλούμενη ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑ, με σαφή πανθεϊστικό και αποκρυφιστικό χαρακτήρα. Το ου­σιώδες σ’ αυτή την συνάφεια είναι, ότι μέσα στην πο­λυωνυμία του αναμενόμενου υδροχοϊκού Μεσσία, α­θετείται η μοναδικότητα και αποκλειστικότητα στην σωτηρία (για μας θέωση, πρβλ. Πράξ. 4, 23) του ενανθρωπήσαντος Θεού-Λόγου και επιβάλλεται η ισοπε­δωτική εξίσωση όλων των θρησκευμάτων, ως ισόκυρων δυνατοτήτων σωτηρίας!
Όχι άστοχα νοείται η παγκοσμιοποίηση ως πολτοποίηση των πάντων, «πλανητική λεηλασία» και «γενικευμένη εμπορευματοποίηση προσώπων και πραγμάτων». Εξ άλλου, στον μητροπολιτικό της χώ­ρο, τις ΗΠΑ, ανανεώθηκε η φραγκική-μεσαιωνική φεουδαρχία,  με  την  ανάδυση  της  συνειδήσεως  μιας «φυσικής» αριστοκρατίας πολιτών πρώτης κατηγο­ρίας (των Αμερικανών), προορισμένων να εξουσιά­ζουν τον κόσμο. Οι άλλοι Λαοί γίνονται έτσι μια παγ­κόσμια κοινωνία υποτελών (subjects), στά όρια ενός γενικευμένου ολοκληρωτισμού, που εκφράζεται στρατιωτικοπολιτικά με τον όρο «ΝΕΑ ΤΑΞΗ». Ή φράγ­κικη ολοκληρωτική νοοτροπία του δυτικοευρωπαϊκού μεσαίωνα αναβιώνει, ενδεδυμένη μεταφυσικά με τον αυγουστίνειο «προορισμό» (Praedestinatio). Την ρα­τσιστική φραγκοτευτονική συνείδηση συνεχίζει η μονοκρατορία των ΗΠΑ, ενσαρκώνοντας την απαίτηση για «παγκόσμιο πρωτείο εξουσίας» και αλάθητη ηγε­σία. Μετά από μακρούς αγώνες το παπικό μεσαιωνικό πνεύμα τού διαβόητου «dictatus Papae»7 σφετερίσθηκε η παγκόσμια πολιτική ηγεσία8, έστω και αν δεν το αρνήθηκε ποτέ και ο Πλανητάρχης Νο 2, όπως διε­θνώς καλείται από την δεκαετία του 1990, ο Πάπας.
Με την ενσάρκωση του Θεού-Λόγου «υπό μίαν βασιλείαν εγκόσμιον τα έθνη εγένοντο» (Κασσιανή υ­μνογράφος, Θ’ αι.). Αλλά και σήμερα τα «έθνη» γίνονται υπό μίαν «παγκόσμιον δεσποτείαν», εντασσό­μενα όμως σε ένα ειδικά προσαρμοσμένο παγκόσμιο πολιτικό και οικονομικό σύστημα, υπό τον μόνιμο και ολοκληρωτικό έλεγχο της κοσμοκράτειρας δύνα­μης. Έτσι, ο κόσμος όλος εντάσσεται μεν προοδευτι­κά σε «μία ποίμνη» (Ιω. 10, 16), «ποιμήν» όμως της ο­ποίας δεν είναι ο Χριστός. Το πρόβλημα για μας τους Ορθοδόξους γίνεται ακόμη συνθετότερο, αν αναλογισθούμε, ότι στους μηχανισμούς της Νέας Εποχής, ε­μπλέκονται και ο Παπισμός και οι Προτεσταντισμοί. Η Οικουμενική Κίνηση αποδείχθηκε προοδοποίηση της Πανθρησκείας, του «Ευαγγελίου» της «Νέας Επο­χής»9. Απτές επιβεβαιώσεις της Πανθρησκείας είναι οι διαθρησκειακές συναντήσεις10, όχι ως επιστημονι­κοί θρησκειολογικοί διάλογοι, νομιμοποιούμενοι οπωσδήποτε, αλλ’ ως συμπροσευχές και εκφράσεις ενότητος υπό την ηγεσία του Πάπα και a priori καταξίω­ση των διαφόρων θρησκευμάτων ως εκφάνσεων της μιας σωστικής Αλήθειας.
Σ’ αυτή την διάστασή της, η νεοεποχίτικη παγκο­σμιοποίηση συνιστά, αδιαμφισβήτητα, πρόκληση ι­σχυρή για την Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό, που έχει συνδεθεί ιστορικά μαζί της. Όποια, συνεπώς, υπο­χώρηση στις παπικές και προτεσταντικές αξιώσεις, (όπως συνέβη και εδώ στην Ελλάδα το 2001 και το 2005)11 , αποκαλύπτει ή άγνοια των πραγμάτων (κάτι απίθανο) ή θλιβερή άμβλυνση των συνειδήσεων και απροκάλυπτη ταύτιση με την πλάνη, που φθάνει μέ­χρι την έμπρακτη απεμπόληση της πατερικότητας, δηλαδή της Ορθοδοξίας.
Η Πανθρησκεία δημιουργεί πλαστή συνείδηση ε­νότητας, είναι όμως αναίρεση της μοναδικότητας της Ορθοδοξίας ως δυνατότητας σωτηρίας. Η Παγκο­σμιοποίηση, στην πνευματική της διάσταση, σημαί­νει πλήρη απο-ορθοδοξοποίηση και ολοτελή εκφράγκευση-εκδυτικισμό, που δεν επέρχεται με την τεχνο­λογία, αλλά με την αποδοχή ενός τρόπου δήθεν χρι­στιανικής υπάρξεως, που δεν μπορεί να σώσει. Όπως έλεγε σε ανάλογη περίπτωση ο ορθόδοξος πολιτικός του ΙΘ’ αι. Γεώργιος Τυπάλδος – Ιακωβάτος για την Γερμανία της εποχής του: «πολλή θρησκεία, αλλά κα­θόλου Χριστός»! 3. Η πατερική Ορθοδοξία είναι η μόνη ανάσχεση σ’ αυτή την αλλοτριωτική κίνηση και γι’ αυτό η Νέα Εποχή ζητεί να την εξουθενώσει ή αχρηστεύσει, ή με την φυσική καταστροφή της (π.χ. Σερβία) ή με την εσωτερική άλωσή της, δια της εξαγοράς και εξουδετερώσεως των Ηγετών της. Η Δυτική προπαγάνδα δια­τηρεί και συνεχίζει τις ίδιες μεθόδους12.
Στους βασικούς στόχους της Παγκοσμιοποίησης και της Νέας Εποχής καταλέγεται η εξαφάνιση κάθε εθνικής ιδιοπροσωπίας. Οι δυνάμεις, που τον ΙΘ’ αι. δημιούργησαν το πρόβλημα των εθνοτήτων, έφθασαν σήμερα, μέσω του μαρξιστικού διεθνισμού, στην νεοεποχίτικη ανεθνικότητα, που ομοιάζει μεν επιφανειακά με την ρωμαίικη υπερεθνικότητα, αλλά δεν ταυτίζεται μαζί της, διότι δεν ιεραρχεί την εθνικότητα στην υπε­ρεθνικότητα, αλλά ισοπεδώνει τις εθνικότητες και τις καταργεί. Νεκρώνονται έτσι οι αξίες της πατρίδας, του έθνους, του κοινού προγονικού πολιτισμού, για την κυριάρχηση και επιβολή του παραδείγματος των ΗΠΑ: έθνος ανεθνικό και γένος άπατρι, με συνδετική δύναμη οικονομικές αξίες (το δολλάριο ή το ευρώ), δηλ. τον οικονομισμό. Σ’ αυτό το πρότυπο ανταποκρί­νεται και το διαβόητο πια βιβλίο ιστορίας, της ΣΤ’ Δημοτικού. Εν τούτοις, όπως ορθά ομολογείται, μόνο μέσα από την εθνικότητα βιώνεται ομαλά η υπερεθνι­κότητα13. Η προπαγανδιζόμενη από τις εκσυγχρονι­στικές ομάδες όλων των πολιτικών παρατάξεών μας «πολυπολιτισμικότητα» είναι στην ουσία νεοεποχίτικου τύπου ανεθνικότητα, που γεννά συνείδηση απάτριδος, για να γίνουμε «υπήκοοι» δηλ. υποκείμενοι της Υπερδύναμης και της Νέας Τάξης. Στην Οθωμανική δουλεία μέσα στο ρωμαίικο μιλλέτι (Rum Milleti), συνεχίσαμε την οικουμενική μας συνείδηση της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης ως «πρωτότοκοι εν πολλοίς αδελφοίς» (Ρωμ. 8, 29) μεταξύ των λοιπών Ορθοδόξων λαοτήτων. Στην κατά τον μακαριστόν Μάνο Χατζιδάκη «νέα μας τουρκοκρατία»14 σήμερα γινόμασθε πάλι ραγιάδες, χωρίς όμως προσωπικότητα και συνείδηση ενότητος, λόγω της απώλειας της εθνι­κής μας ταυτότητας. 4. Με την παγκοσμιοποίηση (την απειλή μας από το μέλλον), συνδέεται άμεσα στον χώρο μας ο νεοπαγανισμός (απειλή από το παρελθόν), ως σύμπτωμα της Νέας Εποχής. Δεν πρόκειται για ένα ρεύμα στα όρια έστω ενός «ιδιότυπου εθνικισμού και προγονοπληξίας», αλλά για μια «καθαρά νεοεποχίτικη μόδα», «ένα καινοπαγές εισαγμένο είδος, που δεν εκφράζει την λαϊκή ψυχή και δεν έχει σχέση με την λαϊκή παράδο­ση, αλλά με μια παγανιστική διεθνή». Οι νεοπαγανιστές μας, συνδεόμενοι με ξένα κέντρα και παράκεντρα νεοεποχίτικης εξουσίας, «εργάζονται αντεθνικά και ανθελληνικά»15. Μόνο ο πατερικά ορθόδοξος, ο «κα­θαρός τη καρδία» (Ματθ. 5, 8), αποκτά συνείδηση αυ­τής της καταλυτικής πορείας. Ο οικουμενιστής «ορθόδοξος» όχι, διότι έχει ήδη αιχμαλωτισθεί στα δί­κτυα της Νέας Εποχής μέσω του διαχριστιανικού και διαθρησκειακού οικουμενισμού. Σε κάποιους βέβαια, υπάρχει η αισιόδοξη εντύπωση δυνατότητας μετάβα­σης «από την παγκοσμιοποίηση στην παγκοσμιότη­τα». Μόνο όμως ευχετικά μπορεί να διατυπώνεται αυτός ο λόγος, διότι φρονούμε ταπεινά, ότι τα δύο αυτά μεγέθη είναι «άλλο και άλλο» και γι’ αυτό αλληλοαποκλειόμενα. Η Νέα Εποχή, σε όλες της τις εκφάν­σεις, είναι ισοδύναμη πτώση με εκείνη του Παπισμού, που γέννησε τον σημερινό δυτικό κόσμο16. Αυτό, βέ­βαια, δεν σημαίνει άρνηση μιας ορθόδοξης ιεραπο­στολής σ’ αυτόν τον νέο κόσμο, που έχει ανοιχθεί μπροστά μας. Η ιεραποστολή όμως προϋποθέτει επανεύρεση της οικουμενικότητάς μας, κάτι που δεν μπο­ρεί φυσικά να γίνει με την κατ’ επίφαση Οικουμενική Κίνηση και τους κατευθυνόμενους διαχριστιανικούς διάλογους. Το αποστολικό θαύμα, που νοσταλγούν οι καλοπροαίρετοι Οικουμενιστές μας, είναι δυνατό φυ­σικά και στην εποχή μας, όπως και στην εποχή των Αποστόλων, αλλά μόνο με τις αγιοπνευματικές προϋ­ποθέσεις εκείνων (Πεντηκοστή). Έτσι η ΡΑΧ RΟΜΑΝΑ μεταστοιχειώθηκε σε ρωμαίικη οικουμενικό­τητα. Αυτό όμως δεν είναι δυνατόν σήμερα, με την ΡΑΧ ΑΜΕRICΑΝΑ, όταν εμείς έχουμε εκκοσμικευθεί και το «άλας έχει μωρανθή» (Ματθ. 5, 13). Ας μην αυταπατώμεθα! Η Παγκοσμιοποίηση σε όλες τις εκφάνσεις της είναι το «νέο», που καταβροχθίζει και αφομοιώνει την Ορθοδοξία, δεν την αναδεικνύει. Η νεοεποχίτικη πανθρησκεία δεν είναι η αναζητούμενη υπέρβαση, αλλά μετάβαση σε αδιέξοδα, ενδοκοσμικά και αιώνια.
Η Ορθοδοξία πορεύεται πάντα διαλεκτικά στην ιστορία. Αυτό σημαίνει, αντιθετικά και συνθετικά. Σύνθεση εδώ θα ήταν μόνο η μεταλλαγή της δαιμονικότητας της παγκοσμιοποίησης σε εν Χριστώ οικου­μενικότητα. Αυτό όμως έχει σχέση με την ορθοδοξία των Ορθοδόξων και μάλιστα των Ποιμένων. Από την ηγεσία πάντα αρχίζει το πρόβλημα! Πόσο ορθόδοξοι δηλαδή είναι οι Ποιμένες και πόσο ορθόδοξα είναι τα κριτήρια τους. Σ’ αυτό το σημείο διαπράττεται ένα τρομερό λάθος. Από την εκκλησιαστική ηγεσία τα πράγματα κρίνονται, κατά κανόνα, με μέτρο τις αποορθοδοξοποιημένες συνειδήσεις και όχι τα αυθεντικά οικουμενικά πρότυπα, τους Αγίους μας. Δεν πρόκει­ται, όπως πιστεύεται, για διαφορά συντηρητικών-φιλελευθέρων, που είναι μόνο ποσοτική. Αυτή η διάκρι­ση γινόταν παλαιά και σήμαινε ποια πλευρά απορρί­πτει περισσότερα ή λιγότερα από την παράδοση. Η διαφορά σήμερα είναι μεταξύ παραδοσιακών και αντιπαραδοσιακών, πατερικών δηλαδή και αντιπατερικών. Η σχέση με την αποστολική και πατερική παράδοση βαρύνει. Και το μόνο κριτήριο στη στάση μας απένα­ντι στις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, στους διαθρησκειακούς ή διαχριστιανικούς διάλογους, είναι α­κριβώς αυτό. Πόσο πατερικοί είμασθε! Αν δηλαδή στα πρόσωπά μας διαλέγονται οι Άγιοί μας και όχι η δική μας αλλοτρίωση με την ετερόδοξη αλλοτρίωση. Οι «ορθόδοξοι» έχουμε αγγίξει τα όρια του γενικευμένου χριστιανισμού της ετεροδοξίας και γι’ αυτό έχου­με ταυτισθεί, ως ηγεσία περισσότερο, με τον παπισμό και τους προτεσταντισμούς, καταργώντας στην ουσία τον διάλογο μαζί τους. Η εκ μέρους μας ιδεολογικοποίηση και θρησκειοποίηση της πίστεως σε διαλό­γους όχι ταυτότητας και υπαρκτικότητας, αλλά συν­αλλαγής, οδηγεί συνήθως στο να παρασυμβαλλόμεθα με τους φορείς της παγκοσμιοποίησης και να ομοιούμεθα αυτοίς (πρβλ. Ψαλμ. 48, 13). Χάνεται όμως, έτσι, κάθε έννοια αληθινού διαλόγου Ορθοδοξίας και Ετεροδοξίας, αλλά και κάθε ελπίδα συναντήσεως στα ό­ρια της παραδόσεως και εμπειρίας των Αγίων, που εί­ναι η Ορθοδοξία. Θέσεις, όπως η εκκλησιαστικότητα του Παπισμού, η εξισωτική και η ισοπεδωτική «βαπτισματική θεολογία» στον οικουμενικό διάλογο, η δυνατότητα σωτηρίας στα διάφορα θρησκεύματα και η πρακτική εξίσωση της Ορθοδοξίας με αυτά, απλώς επιβεβαιώνουν την αποξένωση μας από την Πίστη και Παράδοση των Πατέρων μας, που όχι μόνο μας στερούν το δικαίωμα να εκπροσωπούμε την Ορθοδο­ξία των Αγίων μας, αλλά και μας καθιστούν υπευθύ­νους για την αύξηση του υπάρχοντος σκότους (Ματθ. 6, 23). Η υπέρβαση της Παγκοσμιοποίησης μόνο αγιοπνευματικά είναι δυνατή, αλλ’ αυτό προϋποθέτει ζωή εν Αγίω Πνεύματι, δηλαδή Ορθοδοξία.
____________________________________
1. Μαρτύριον Πολυκάρπου, κεφ. XIX.
2.Ο Θεός θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμ. 2, 4).
3. Βλ. Χρ. Επ. Βούλγαρη, Η ενότης της Αποστολικής Εκ­κλησίας, Αθήναι 1974. Για τις μετέπειτα εξελίξεις βλ. Dimitri Obolensky, The Byzantine Commonwealth (Eastern Europe, 500-1453). Ν. York 1974.
4. Βλ. Π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Από την αυτοκρατορική ιδέα στην εθνική ιδέα, στο: Ελληνισμός Μετέωρος, Αθήνα 1992, σ. 7-29.
5. Στο ίδιο.
6. Βλ. Ούλριχ Μπεκ (μετάφρ. Γ. Παυλόπουλος), Τί είναι παγ­κοσμιοποίηση, Αθήνα 1999.
7. Είναι η πιστότερη έκφραση του παπικού πνεύματος. Το ι­σχύον μέχρι σήμερα στην Παπική Εκκλησία κείμενο, κατά πνεύ­μα τουλάχιστον, συνέταξε ο Πάπας Γρηγόριος Ζ’ ο Ιλδεβράνδης (1073-1085) και θεμελιώνει την παγκόσμια πολιτική και πνευματι­κή εξουσία του Παπισμού. Βλ. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, Εκκλη­σιαστική Ιστορία, Αθήναι 1958, σ. 488 έ.έ. Χρ. Γιανναρά, Αλή­θεια και ενότητα της Εκκλησίας, Αθήνα 1979, σ. 137, σημ. 75.
8. Το 1999, μετά την σερβική τραγωδία, δηλώθηκε από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ κ. Μπιλ Κλίντον και την υπουργόν των εξω­τερικών κ. Μ. Ολπράιτ, ότι «για πρώτη φορά ουδεμία πλέον διαφορά υπάρχει μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ» και ότι «η επιχείρηση Κόσοβο αποτελεί προμήνυμα απο­στολών, που θα αναλάβει το ΝΑΤΟ κατά τον 21ον αιώνα πέρα α­πό τα εδάφη των χωρών-Μελών του»…
9. Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος πρώην Αμερικής κυρός Ιάκωβος σε συνέντευξή του στην δημοσιογράφο κ. Μαίρη Πίνη (Περιοδικό «Νέμεσις» Νοέμβριος 1999), είχε δηλώσει με κάθε ευθύτητα και ειλικρίνεια: «Πρώτον, με πίκραναν οι πόλεμοι και δεύτερον η σχετική αποτυχία του Οικουμενικού Διαλόγου, ο οποίος απέβλεπε στην ένωση ή την προσέγγιση των Εκκλησιών και κα­τόπιν γενικότερα όλων των θρησκειών».
10. Άρχισαν επίσημα το 1986 στην Ασίζη της Ιταλίας και συνεχίζονται μέχρι σήμερα, αποδυναμώνοντας το φρόνημα και τις αντιστάσεις των μετεχόντων σ’ αυτές Ορθοδόξων με την έμπρακτη καταξίωση του παπικού πρωτείου.
11. Το 2001 έγινε η επίσκεψη του Πάπα στην Ελλάδα για πρώτη φορά, με πρόσκληση -όπως απεδείχθη- του Προκαθημένου και της ιδίας της ιεράς Συνόδου. Ο Πάπας έγινε δεκτός ως γνήσιος επίσκοπος της Εκκλησίας
και κατ’ επέκταση ο Παπι­σμός ως Εκκλησία. Το 2005 η Εκκλησία της Ελλάδος για πρώτη φορά εδέχθη να λάβει χώρα στην Αθήνα η Συνέλευση του «Παγ­κοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών» (Π.Σ.Ε.) ως αναγνώριση -στην πράξη- του εκκλησιαστικού χαρακτήρα του.
12. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Το ζήτημα της Μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την Νεοελληνικήν κατά τον ΙΘ’ αιώνα, Α­θήνα 20042.
13. Plus c’ est local et plus c’ est universel» (Όσο πιο τοπικό είναι, τόσο είναι και πιο παγκόσμιο), είναι μια εύστοχη δήλωση του γάλλου κινηματογραφιστή Renoir. Βλ. Κώστα Γ. Ζουράρι, Βέβηλα-Κίβδηλα-Σκύβαλα, Αθήνα 2007, σ. 99. Πρβ. σ. 22 ε. (από­ψεις σχετικές του ιστορικού Braudel).
14. Δήλωση του στο περιοδικό «Εικόνες» λίγο προ του θανά­του του.
15. Βλ. το σπουδαίο άρθρο του Κ. Αθανασίου, Ο ανθελληνισμός του Νεοπαγανισμού, περιοδικό ΡΕΣΑΛΤΟ, τ. 19, Ιούλιος 2007, σ. 48-50. Πρβλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία; Αθήνα 2003, σ. 43 ε.
16. Ο παπικός σχολαστικισμός είναι η μήτρα, που διεμόρφωσε την μεταγενέστερη Ευρώπη. Βλ. Χρ. Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, Αθήνα 1992, σ. 21 ε.ε.
(«ΟΦΕΙΛΗ ΑΓΑΠΗΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»)
(Πηγή: Ι.Μ. Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου