Δευτέρα 21 Μαΐου 2018

Η Καταγωγή του Ιησού Χριστού (5)


Η Καταγωγή του Ιησού Χριστού (5)

Η συνέχεια του κεφαλαίου: «Η Καταγωγή του Ιησού Χριστού» μέσα από το βιβλίο μας: «Ιησούς Χριστός: Ελληνισμός-Χριστιανισμός», όπου οι φίλες και οι φίλοι της ιστοσελίδας μας θα διαβάσουν σήμερα για το ελληνικό όνομα της Παναγίας μας – και όχι μόνο!.. Διαβάστε το κείμενο που ακολουθεί!..
«ΚΥΡΙΑ» ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ» !..
Το γενεαλογικόν δένδρον της Θεοτόκου κατά τον Ιωάννην Δαμασκηνόν.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ιερομόναχος της περίφημης μονής του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου εις την Παλαιστίνην, του οποίου την μνήμην εορτάζει τη εκκλησία εις τας 4 Δεκεμβρίου, συγκαταλέγεται μεταξύ των περιφανέστερων Πατέρων του ογδόου μ.Χ. αιώνος, του οποίου η συμβολή εις την θεολογικήν και λειτουργικήν παράδοσιν της Εκκλησίας υπήρξε τεράστια.
Πρώτος αυτός εσυστηματοποίησε την αγιοπατερικήν δογματικήν, δια του περίφημου έργου του «Πηγή Γνώσεως» εις το οποίον συμπεριέλαβε και τα βασικά στοιχεία της θύραθεν (ελληνικής) σοφίας, ενώ η υμνογραφική και μελοποιητική του δραστηριότης αποτέλεσεν την βάσιν της μέχρι τούδε επικρατούσης λειτουργικής παραδόσεως της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας. Ιδιαιτέρας σημασίας υπήρξεν η έγκριτος απάντηση του εις τα δύο κύρια προβλήματα της εποχής του το της εικονομαχίας και το του ισλαμισμού.
Ο άγιος ούτος πατήρ εγεννήθη και ηνδρώθη εις Δαμασκόν, εξ ου και η επωνυμία Δαμασκηνός. Κατήγετο εξ επιφανούς οικογενείας ονομαζόμενης Μανσούρ, η οποία έδωκεν εις την Δαμασκόν, την Ρωμαϊκήν και την Αραβικήν τους γενικούς Διοικητάς της επί σειράν γενεών, ανέδειξε δε δύο Πατριάρχας της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, τον Σέργιον τον Α΄ (842- 858) και τον Ηλίαν το Γ’ (878 – 907). Κατά την πληροφορίαν του «Χρονικού» του Ευτυχούς Αλεξανδρείας (2:5) ο πάππος του αγ. Ιωάννου, ο Μανσούρ Μπεν Σαργκούμ, ήνοιξε τας πύλας της Δαμασκού εις τα αραβικά Μουσουλμανικά στρατεύματα (635) και διωρίσθη αργότερον εις την νέαν διοίκησιν ανερχόμενος τελικώς εις το υπούργημα του «Μεγάλου Λογοθέτου» του Χαλιφάτου (661). Τούτον διεδέχθη μετά τον θάνατόν του (695- 705) ο υιός του, Ιμπν Μανσούρ και εν συνεχεία ο εγγονός του, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Το θαυμαστόν είναι ότι ουδείς εξ αυτών προέβη εις οιονδήποτε συμβιβασμόν όσον αφορά την Χριστιανικήν αυτών πίστιν.
Η πρώτη εκπαίδευσις του Δαμασκηνού ήτο εις την αραβικήν γλώσσαν και σοφίαν των Σαρακηνών. Όμως νεαρός εισέτι, εδιδάχθη και την ελληνική εγκύκλιον παιδείαν και την Χριστιανικήν θεολογικήν παράδοσιν υπό αρίστου και «ασυγκρίτου» τινός Σικελού διδασκάλου, Κοσμά ονομαζόμενου, όστις είχε οδηγηθή αιχμάλωτος εις την Δαμασκόν (περί το 664 π.Χ.) υπό των Αράβων επιδρομέων της Σικελίας. Εις την δευτέραν ταύτην φάσιν της εκπαιδεύσεως είχεν ο Ιωάννης παρά το πλευρόν του ως συμμαθητήν και συναγωνιστήν του τον εξ υιοθεσίας αδελφόν του Κοσμάν, τον αργότερον επίσκοπον Μαϊουμά (περί το 743 μ.Χ.) και επίσης γνωστόν ως Κοσμάν τον Μελωδόν.

Ανελθών κατ’ αρχήν εις ανώτερον διοικητικόν αξίωμα, από εκείνο του πατρός του, το αξίωμα του «πρωτοσυμβούλου» του Χαλιφάτου, απεσύρθη αργότερον, κατά πάσα πιθανότητα μετά την έναρξιν της εικονοκλαστικής πολιτικής του αυτοκράτορος Λέοντος του Ισαύρου, ίσως δε και εξαιτίας ρήξεώς του μετά του Χαλίφου, προκληθείσαν υπό των αντιπάλων του εικονοκλαστών του Βυζαντίου, εις την Μονήν του αγ. Σάββα του Ηγιασμένου πλησίον των Ιεροσολύμων όπου είχε ήδη καταφύγει ο αδελφός του Κοσμάς.
Αφιερωθείς κατ’ αρχήν εις την ασκητικήν ζωήν εισήλθεν εν συνεχεία ο Ιωάννης εις τα τάξεις της ιερωσύνης χειροτονηθείς υπό του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Ιωάννου του Ε΄ (706-735). Ως ιερομόναχος αφιερώθη πλήρως εις την συγγραφήν θεολογικών έργων και εκκλησιαστικών ύμνων εξαιτίας των οποίων και κατέστη παγκοσμίως γνωστός. Πολλοί εκ των ύμνων αυτών χρησιμοποιούνται και σήμερον υπό μη Ορθοδόξων Δυτικών.
Τα παραπάνω ανήκουν εις τον Πρωτοπρεσβύτερον Γεώργιον Δ. Δράγαν, διδάκτορα θεολογίας και καθηγητού της Πατερικής Θεολογίας του πανεπιστημίου Durham της Αγγλίας, ο οποίος συνεχίζοντας, γράφει:
«Έναντι της εικονομαχίας υπερασπίσθη ο άγιος πατήρ το ενδεδειγμένον της χρήσεως των ιερών εικόνων μετά τοσαύτης δυνάμεως και ευγλωττίας ώστε να καταδικασθή προσωπικώς υπό της εικονοκλαστικής συνόδου της Ιερείας (754) την οποίαν συνεκάλεσεν ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Ε΄ ο υπό των αντιπάλων του καλούμενος Κοπρώνυμος, αναθεματισθείς δια τριπλού αναθέματος, έναντι του ενός αναθέματος κατά των ομοδόξων του, του Πατριάρχου Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως και του Γεωργίου Κωνσταντινίας του Κυπρίου.
Κατά τους συναξαριστάς ήτο προκεχωρημένης ηλικίας, ίσως 104 ετών, ότε τον ηύρεν ο θάνατος, ο οποίος επιστεύετο από τους παλαιότερους ερευνητάς ότι συνέβη περί το 754, δηλαδή το έτος καταδίκης του από την σύνοδον της Ιερείας, ενώ κατά τους νεώτερους ειδικούς, π.Χ. τον Vaihe, τον Nasrallah, τον Tsirpanlis και τον Sahas το έτος αυτό ήτο το 749 ή 750. Αυτό βεβαίως σημαίνει ότι το έτος γεννήσεώς του πρέπει να τοποθετηθεί εις την περίοδον 655-600.
Η μετέπειτα καταδίκη της εικονομαχίας επέφερε και την αποκατάστασιν της φήμης του πρώτου τούτου μεγάλου υπερασπιστού των ιερών κανόνων εν τη Εκκλησία. Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας (787) ανεγνώρισε την ανεκτίμητον θεολογικήν συμβολήν του. Μεταγενέστεραι γενεαί τον ωνόμασαν «Χρυσορρόα» (Πρβλ. την «Χρονογραφίαν» του Θεοφάνους) εξαιτίας του θησαυρού της αγιοπατερικής πολυμαθείας του και του θεολογικού βάθους της σκέψεώς του όπως προδίδουν οι πάμπολλοι θεόπνευστοι ύμνοι του.
Το πολύπλευρον συγγραφικόν έργον του αγίου Δαμασκηνού επετελέσθη εις την Ιεράν Μονήν του Αγίου Σάββα όπου σώζεται και το κελλίον μέχρι της σήμερον. Βάσεις του έργου τούτου υπήρξαν τα συγγράμματα των προγενέστερων πατέρων της Εκκλησίας τα οποία επεξεργάσθη ο άγιος μετ’ ιδιαιτέρας μεθοδικότητος και πρωτοτυπίας. Η σημασία του φαίνεται από την παγκόσμιον προβολήν του και από το γεγονός ότι αποτέλεσεν κανόνα, τρόπον τινά, θεολογικής συγγραφής δια τους μεγάλους της Δύσεως (π.χ. τον Πέτρον Αβελάρδον και τον Θωμάν τον Ακουινάτην) και δι’ όλους τους συστηματικούς θεολόγους της ανατολής. Περιλαμβάνει δε έργα δογματικά, αντιαιρετικά, ηθικο-ασκητικά, ερμηνευτικά, ιστορικά, ομιλίας και ύμνους…»
Το γενεαλογικόν δένδρον της Θεοτόκου
Ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, Μοναχός και Πρεσβύτερος Ιεροσολύμων, σε ένα σύγγραμμά του υπό τον τίτλον: «Περί της γενεαλογίας του Κυρίου, και περί της αγίας Θεοτόκου» που ευρίσκομεν εις τον 94ον Τόμον της «Ελληνικής Πατρολογίας» του J.P.Migne, μεταξύ άλλων γράφει και τα εξής:
«Περί της αγίας και υπερυμνήτου Αειπαρθένου και Θεοτόκου Μαρίας εν τοις προλάβουσι μετρίως διαλαβόντες, και το καιριώτατον παραστήσαντες, ως κυρίως και αληθώς Θεοτόκος έστι τε και ονομάζεται, νυν τα λείποντα προσαναπληρώσωμεν.
Αύτη γαρ τη προαιωνίω προγνωστική βουλή του Θεού προορισθείσα, και διαφόροις είκοσι και λόγοις προφητών δια Πνεύματος αγίου εικονισθείσα τε και προκηρυχθείσα εν τω προωρισμένω καιρώ εκ Δαυϊτικής ρίζας εβλάστησε, δια τας προς αυτόν γενομένας επαγγελίας. Ώμοσε γαρ Κύριος, φησί, τω Δαβίδ αλήθειαν, και ου μη αθετήσει αυτόν εκ καρπού της κοιλίας σου θήσομαι επί του θρόνου σου. Και πάλιν Άπαξ ώμοσα εν τω αγίω μου, ει τω Δαβίδ ψεύσομαι˙ το σπέρμα αυτού εις τον αιώνα μενεί˙ και ο θρόνος αυτού, ως ήλιος εναντίον μου, και ως σελήνη κατηρτισμένη, εις τον αιώνα, και ο μάρτυς εν τω ουρανώ πιστός. Και Ησαϊας˙ Εξανατελεί ράβδος εξ Ιεσσαί, και άνθος εκ της ρίζας αναβήσεται.
Ότι μεν ουν ο Ιωσήφ εκ Δαυϊτικής φυλής κατάγεται, Ματθαίος και Λουκάς, οι ιερώτατοι Ευαγγελισταί διαρρήδην υπέδειξαν˙ αλλ’ ο μεν Ματθαίος εκ Δαβίδ δια του Σολομώντος κατάγει τον Ιωσήφ, ο δε Λουκάς, δια Νάθαν. Της δε αγίας Παρθένου την γέννησιν αμφότεροι περεσιώπησαν.
Χρη ουν ειδέναι, ως ουκ ην έθος Εβραίοις, ουδέ τη θεία Γραφή, γενεαλογείσθαι γυναίκας˙ νόμος δε ην μη μνηστεύεσθαι φυλήν εξ ετέρας φυλής˙ ο δε Ιωσήφ εκ Δαυϊτικού καταγόμενος φύλου και δίκαιος υπάρχων (τούτο γαρ αυτώ μαρτυρεί το θείον Ευαγγέλιον) ουκ αν παρανόμως την αγίαν Παρθένον εις μνηστείαν ηγάγετο, ει μη εκ του αυτού σκήπτρου κατήγετο. Δείξας τοίνυν το του Ιωσήφ καταγώγιον, ηρκέσθη.
Χρη δε και τούτο ειδέναι ως νόμος ην, αγόνου ανδρός τελευτώντος, τον τούτου αδελφόν, την του τετελευτηκότος γαμετήν προς γάμον άγεσθαι, και εγείρειν σπέρμα τω αδελφώ. Τον ουν τικτόμενον, κατά φύσιν μεν, του δεύτερου, ήτοι του γεγεννηκότος ην, κατά δε νόμον, του τετελευτηκότος.
Εκ της σειράς τοίνυν του Νάθαν του υιού του Δαβίδ, γεννηθείς Λευί εγέννησε τον Μελχί και τον Πάνθηρα˙ ο Πάνθηρ εγέννησε τον Βαρπάνθηρα, ούτως επικληθέντα. Ούτος ο Βαρπάνθηρ εγέννησε τον Ιωακείμ˙ ο Ιωακείμ εγέννησε την αγίαν Θεοτόκον.
Εκ δε της σειράς Σολομώντος του υιού Δαβίδ, Ματθάν έσχε γυναίκα, εξ ης εγέννησε τον Ιακώβ. Τελευτήσαντος δε του Ματθάν, Μελχί ο εκ της φυλής του Νάθαν, ο υιός μεν Λευί, αδελφός δε του Πάνθηρος, έγημε την γυναίκα του Ματθάν, μητέρα δε του Ιακώβ, και εξ αυτής εγέννησε τον Ηλεί. Εγένοντο ουν αδελφοί ομομήτριοι Ιακώβ και Ηλεί˙ εκ φυλής Νάθαν. Ετελεύτησε δε ο Ηλεί, ο εκ της του Ναθάν φυλής, άπαις˙ και έλαβεν Ιακώβ ο αδελφός αυτού, ο εκ της φυλής του Σολομώντος, την γυναίκα αυτού, και ανέστησε σπέρμα τω αδελφώ αυτού, και εγέννησε τον Ιωσήφ. Ο ουν Ιωσήφ, φύσει μεν έστιν υιός Ιακώβ, εκ του καταγωγίου Σολομώντος, κατά δε νόμον, Ηλεί του εκ Νάθαν».
Κυρία το όνομα της Μαρίας;
Στη συνέχεια ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός γράφει κάτι εκπληκτικό:
«Ιωακείμ τοίνυν την σεμνήν τε και αξιέπαινον Άνναν προς γάμον ηγάγετο. Αλλ’ ώσπερ η πάλαι Άννα στειρεύουσα, δι’ ευχής και επαγγελίας τον Σαμουήλ εγέννησεν ούτω και αύτη δια λιτής και επαγγελίας προς Θεού την Θεοτόκον κομίζεται, ίνα καν τούτω μηδενός των περιφανών καθυστερίζοιτο˙ τίκτει τοιγαρούν η χάρις (τούτο γαρ η Άννα ερμηνεύεται) την Κυρίαν˙ τούτο γαρ της Μαρίας σημαίνει το όνομα˙ Κυρία γαρ όντως γέγονε πάντων των ποιημάτων, του Δημιουργού χρηματίσασα Μήτηρ. Τίκτεται δε εν τω της προβατικής του Ιωακείμ οίκω και τω ιερώ προσάγεται. Είτα εν τω οίκω του Θεού φυτευθείσα τε και πιανθείσα τω Πνεύματι, ωσεί ελαία κατάκαρπος, πάσης αρετής καταγώγιον γέγονε, πάσης βιωτικής και σαρκικής επιθυμίας τον νουν αποστήσασα και ούτω παρθένον την ψυχήν συντηρήσασα συν τω σώματι, ως έπρεπε, την Θεόν εγκόλπιον υποδέχεσθαι μέλλουσαν˙ άγιος γαρ ων, εν αγίοις αναπαύεται˙ ούτω τοίνυν αγιωσύνην μετέρχεται, και ναός άγιος και θαυμαστός του υψίστου Θεού αναδείκνυται άξιος…»
Το παρόν κείμενο δημοσιεύεται δια να αποδειχθεί ότι ο συγγραφεύς του άρθρου αυτού, έχων προ οφθαλμών την αντικειμενικότητα με την οποίαν πρέπει να οδηγείται η όποια επιστημονική έρευνα (θεολογική, ιστορική, αρχαιολογική κ.λ.π.) καταχωρεί ανεπηρέαστος τις απόψεις, εκτιμήσεις και αντιλήψεις υπερνέφελων προσώπων της Εκκλησίας μας, ως του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού που, όπως καταδεικνύεται, υπερασπίζεται την εκ του γένους Δαυίδ καταγωγήν του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού.
Πλην, όμως ο καλοπροαίρετος αναγνώστης προβληματίζεται δια τ’ ακόλουθα ερωτήματα:
α) Διατί οι Ευαγγελιστές Ματθαίος και Λουκάς παρεσιώπησαν την γέννησιν της Παρθένου Μαρίας, παρά το γεγονός ότι: «ουκ ην έθος Εβραίοις, ουδέ τη θεία Γραφή, γενεαλογείσθαι γυναίκας» όπως γράφει ο Ιωάννης Δαμασκηνός;
β) Να υποθέσωμεν, σύμφωνα με τα ήθη και έθιμα των Εβραίων ότι ο Ιωσήφ εμνηστεύθη συγγενήν του, εάν λάβωμεν υπ' όψιν το γενεαλογικόν δένδρον που καταχωρεί ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός;
γ) Τελικώς «Κυρία» όπως ισχυρίζεται ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, «τούτο γαρ της Μαρίας σημαίνει το όνομα;»
κλείνοντας θα παραθέσωμεν ένα ερωτηματικό, που εύλογα γεννιέται στα χείλη παντός αναγνώστου και πάνω από όλα πιστού Έλληνος Ορθοδόξου Χριστιανού: Ο Ιησούς Χριστός δεν εγνώριζε το γενεαλογικόν Του δένδρον όταν υπεστήριζε τρεις (3) φορές μέσα στο Ευαγγέλιο ότι είναι ο Ιησούς ο Ναζωραίος (Ιω 18,5, Ιω.18,7 , Πρ. 22,8), άρα Γαλιλαίος και όχι ο Ιησούς ο Ιουδαίος;
Ιδού το ερώτημα».
Στα παραπάνω ερωτήματα μπορεί να τεθή και το παρακάτω:
δ) Γιατί ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ηναγκάσθη να «απολογηθή» δια την καταγωγήν της Αειπαρθένου Μαρίας; Ποιος «αμφισβητούσε» το γεγονός αυτό, ότι η Μαρία κατήγετο «εξ οίκου Δαβίδ»;
Και, ασφαλώς, ως Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί που είμεθα, αντιπαρερχόμεθα τις όποιες κακοήθειες ορισμένων που δεν θέλουν να πιστέψουν ότι η Άννα «στειρεύουσα, δι’ ευχής και επαγγελίας … προς Θεού την Θεοτόκον κομίζεται…», μιας και εκ Θεού τα πάντα είναι δυνατά (τα αδύνατα παρά τοις ανθρώποις, δυνατά παρά τω Θεώ).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου