Δευτέρα 21 Μαΐου 2018

Εις το στόχαστρον των λαϊκιστών το “μάθημα των θρησκευτικών” (Πρωτοπρ. π. Γεώργιος Μεταλληνός, Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών)


koinonia
Ανταποκρίνομαι πρόθυμα στην πρόταση κάποιων συνα­δέλφων να γράψω για το «Μάθημα των Θρησκευτικών», όχι διότι περιμένω την διάσωσή του —«ήδη εβάφη κάλαμος απο­φάσεως»— αλλά «για την ιστορία», όπως λέμε. Είναι ανάγκη να ακούονται και κάποιες φωνές (και κρύπτονται πολλές φωνές πίσω από το κείμενο αυτό), που δεν χειροκροτούν την σύμπραξη των εκσυγχρονιστών με την «συντηρητική», λεγομένη, παράταξη στην εκθεμελίωση του Έθνους. 1. Βασικό επιχείρημα για την αμφισβήτηση του «Μαθήματος των Θρησκευτικών» (Μ.τ.Θ.) είναι ο (δήθεν) «δογματικός, μονοφωνικός και υποχρεωτικός χαρακτήρας του». Βέβαια, όσοι αντιμάχονται την παρουσία του μαθήματος στο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα της Χώρας μας, ζητούν να επιβάλουν… δημοκρατικότατα τις ατομικές τους απόψεις ερήμην του Λαού, αδιαφορώντας και εδώ στην έκφραση της βούλησής του με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δημοψήφισμα. Επιθέσεις όμως δέχεται το μάθημα και «εκ των ένδον», από απροσγείωτους ονειροπόλους ενός ανερείστου φιλοσοφικού στοχασμού, αποξενωμένου από την τραγική πραγματικότητα, που δεν επιτρέπει δεοντολογίες μη πραγματοποιήσιμες «το γέ νυν», αλλά το κατά δύναμιν «λύσεις», μέσα στην υπάρχουσα πραγματικότητα, όσο ζοφερή και αν είναι. Κινούμενοι στην ουτοπία του (κατά την κρίση τους) ιδα­νικού, καταστρέφουν, γιατί δεν μπορούν—ή δεν θέλουν— να οικο­δομήσουν. Η κατεδάφιση είναι εύκολη- η οικοδόμηση όμως απαιτεί δουλειά πολλή και ιδρώτα, είναι υπόθεση ποιμαντικής πρακτικής.
Θα συμφωνήσω, βέβαια, ότι η ορθόδοξη κατήχηση μετά το βά­πτισμα ανήκει στο κέντρο της εκκλησιαστικής, ως εν Χριστώ, ζωής, ως σταθερά οικοδομή του εκκλησιαστικού σώματος σε κάθε ηλικία, για την διαμόρφωση ενιαίου εν Χριστώ φρονήματος (Ρωμ. 15, 5). Δεν είναι απλά ένα μάθημα, αλλά πάθημα, βίωμα, εμπειρία. Η μανία του εξευρωπαϊσμού τον 19ον αιώνα είδε και την πίστη ως σχολικό μάθημα, στα όρια μιας αποξενωμένης από την ελληνορθόδοξη πα­ράδοση Ελληνικής Πολιτείας. Στην δίνη της μανίας του εξευρωπαϊσμού-εκλατινισμού ζήτησαν οι εκκλησιαστικοί μια φωνή στην εκπαίδευση (για παιδεία μη μιλούμε, έχουμε πάρει οριστικό διαζύ­γιο μαζί της). Μόνο ο Καποδίστριας (1828-1831) προσπάθησε να πράξει κάτι παραδοσιακό, αλλά χλευάσθηκε και πολεμήθηκε από τους ξένους μισσιοναρίους και τους συνεργάτες τούς δικούς μας (την αφρόκρεμα της ελληνικής κοινωνίας) ως μεσαιωνικός και υπο­νομευτής της «προόδου». Γιατί; Διότι στην τράπεζα των σχολείων του (στα γεύματα) διαβάζονταν, κατά το μοναστηριακό πρότυπο, «Βίοι Πατερών και Αγίων»! Μετά έπεσαν, όχι ως μέλισσες, αλλ’ ως σφήκες, οι ευρωπαίοι και ευρωπαϊστές και εφάρμοσαν τα διαφωτι­στικά ή και ευσεβιστικά προγράμματά τους, που καταβρόχθισαν και τα «Θρησκευτικά». Από το ποιόν και το φρόνημα των διδασκόντων (αυτό ισχύει και σήμερα) εξαρτήθηκε έκτοτε η προσφορά της Πί­στης στο πλαίσιο του «Θρησκευτικού μαθήματος». Όσο περισσό­τερο αδυνατίζει η σχέση της οικογένειας (και των παιδιών) με την λειτουργική σύναξη και την εκκλησιαστική κατήχηση (όσο ισχνή και αν είναι), τόσο περισσότερο είναι αναγκαία η προσφορά της πίστε­ως με την μορφή του θρησκευτικού μαθήματος, με όλες τις ατέ­λειες, ως μια ανορθόδοξη πληροφόρηση, στο σύστημα λειτουργίας και των άλλων μαθημάτων. Το σχολικό μάθημα των Θρησκευτικών δεν είναι, συνεπώς, κατήχηση κατά κυριολεξία, αλλ’ απλή πληρο­φόρηση για την ελληνορθόδοξη παράδοσή μας.

Είναι λοιπόν, τουλάχιστον ουτοπικό να νοσταλγούμε καταστά­σεις της ιεροσολυμιτικής κοινωνίας του 1ου αιώνα και επιστροφή «στο πρωτόκτιστον κάλλος», την αυθεντικότητα δηλαδή της χρι­στιανικής ύπαρξης, στην Ελλάδα μετά το 1830, και ιδιαίτερα του σήμερα, που δεν «πάει παρακάτω», διότι «πιάσαμε πάτο». Η λύση, συνεπώς, δεν είναι «πονάει δόντι, κόβει κεφάλι» (αυτό είναι εύκο­λο), αλλά συμμάζεμα πρώτα του εαυτού μας και μετά της οικογένειας και του στενού περιβάλλοντός μας, για να αρχίσει να γίνεται κάτι προς την ποθούμενη απ’ όλους μας δυναμική «επιστροφή».
Η απόρριψη του «Μαθήματος των Θρησκευτικών», επειδή δεν διαθέτουμε τους θεολόγους, που θα θέλαμε, είναι πολύ απλοϊκή, διότι το μέτρο θα έπρεπε να εφαρμοστεί πρώτα σε μας. Επεκτείνοντάς το, μάλιστα, σε όλα τα μαθήματα, θα έπρεπε, όσα απ’ αυτά θεωρείται αναγκαίο να τα διδάσκονται οι μαθητές και στα Φροντι­στήρια, να καταργούνται στην δημόσια εκπαίδευση, διότι η διδα­σκαλία τους στα σχολεία δεν είναι επαρκής, αφού χρειάζονται τα φροντιστήρια. Η πραγματικότητα όμως είναι άλλη. Η Πολιτεία, οι πολιτικοί και οι διανοούμενοι του εκσυγχρονισμού, ούτε ορθόδο­ξη θεολογία θέλουν, ούτε πατερικά κείμενα. Διότι αναιρούν αυτο­χρήμα την Νέα Εποχή, και όλο τον αντίχριστο και απάνθρωπο πο­λιτισμό της. Η παγκοσμιοποίηση και η πανθρησκεία απαιτούν ολι­στική ισοπέδωση, πολτοποίηση (Zerquetschung) όλων των πολιτι­σμών και θρησκευμάτων σε ένα παγκόσμιο σύστημα «αξιών», που επιβάλλει τον πλανητικό ανθρωπο-χρηστικό όργανο και την πλα­νητική κοινωνία. Ό,τι δεν εξυπηρετεί αυτό τον προοδευτικά πραγματοποιούμενο στόχο είναι καθολικά απόβλητο. Το πανθρησκειακό όραμα εξορίζει και το «Μ.τ.Θ.», όχι επειδή δεν προσφέρει όσα θέλουν οι ονειροπόλοι στοχαστές μας, αλλά επειδή προσπαθεί «εκ των ενόντων», να προσφέρει κάτι από αυτά, παρά την συνεχή και ανελέητη παρακώλυση και πίεση της Πολιτείας (δομή σπουδών, σύνταξη βιβλίων βάσει των καταρτιζομένων, όχι από τους συγγρα­φείς, αλλά από τα όργανα της εκάστοτε Πολιτείας, προγραμμάτων΄ έχω συγγράψει δύο βιβλία και γνωρίζω καλά τα κρατούντα, κ.ά.
2. Βέβαια, για να περάσουμε σε άλλο χώρο, την Πολιτεία μας δια­κρίνει μόνιμα χάος ασυνέπειας μεταξύ προγραμμάτων και πράξης. Λ.χ. ο σκοπός του «Μ.τ.Θ», το 1985, ορίζεται ως εξής από την ίδια την Πολιτεία: «…Η φανέρωση των αληθειών του Χριστού για τον Θεό, για τον κόσμο και για τον άνθρωπο, η μύηση (αυτό σημαίνει: συμμετοχή) των μαθητών στις σωτήριες αλήθειες του Χριστιανι­σμού με την ορθόδοξη πίστη και ζωή… Η βίωση των αληθειών της ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως στις συγκεκριμένες περιστάσεις της καθημερινής ζωής του μαθητή, για να βελτιώνεται συνεχώς «εν σοφία, ηλικία και χάριτι (Λουκ. 2, 52), για να καταντήσει «εις άνθρωπον τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χρι­στού» (πρβλ. Εφεσ. 4,13). Αυτά, το υπογραμμίζω, ισχύουν φυσικά για τους Ορθοδόξους μαθητές, για τους οποίους —και κατά το Υπουργείο— το μάθημα είναι «υποχρεωτικό». Οι ετερόδοξοι -αλλόθρησκοι, από πολλών ετών απαλλάσσονται αυτοδικαίως, εκτός αν, όπως συμβαίνει πολλές φορές, επιθυμούν να το παρα­κολουθούν. Για να επανέλθουμε όμως στο πολιτειακό κείμενο, και μόνο η τελευταία φράση εντάσσει το μάθημα στην ποιμαντική προ­οπτική της εκκλησιαστικής κατήχησης, και το αναγνωρίζει ως προ­έκταση του κατηχητικού έργου της Εκκλησίας στον χώρο της εκπαίδευσης, με τις προϋποθέσεις και δυνατότητες του σχολείου.
Και είναι, πράγματι, μαζί με την Ιστορία (όταν και αυτή προσφέ­ρεται σωστά και όχι, όπως σήμερα) το μάθημα, που προσφέρει ερμηνευτικά κλειδιά για την κατανόηση του πολιτισμού μας (τοπω­νύμια, εορτές, πανηγύρια, έθιμα, γλώσσα και οι πάμπολλες, εμπνε­όμενες από την εκκλησιαστική λατρεία, εκφράσεις της, το περιε­χόμενο του λαϊκού βίου και συνόλου του λαϊκού πολιτισμού, που ερευνά και αναπτύσσει η Λαογραφία). Είναι το μάθημα που μαζί με την Ιστορία, βεβαιώνει την αδιάκοπη ιστορική συνέχειά μας. Να είμαστε βέβαιοι, ότι την τύχη του «Μ.τ.Θ» θα έχει και το μάθημα της Ιστορίας, ήδη δε άρχισαν και τα δύο να ακολουθούν πολιτειακά την ίδια διαδικασία αποδυνάμωσης, παράλληλα με την διαστρέβλωση, που προηγείται της περιθωριοποίησής (αχρήστευσής) τους. Το 2003 έγινε η ισχύουσα μέχρι σήμερα αναδιατύπωση του «σκο­πού» του «Μ.τ.Θ», καθοριζόμενη —και πάλι— από την Πολιτεία. (ΦΕΚ 303/13.3.2003). (Διέρρευσε, ότι ο Υπουργός ανέθεσε σε μία Επιτροπή νέο προσδιορισμό του σκοπού του μαθήματος). Διαβά­ζουμε, λοιπόν: Η διδασκαλία του «Μ.τ.Θ.» συμβάλλει: Στην από­κτηση γνώσεων γύρω από την χριστιανική πίστη και την Ορθόδοξη Χριστιανική παράδοση. Στην ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης. Στην προβολή της ορθόδοξης πνευματικότητας ως ατομικού και συλλογικού βιώματος. Στην κατανόηση της χριστιανικής πίστης, ως μέσου νοηματοδότησης του κόσμου και της ζωής. Στην παροχή ευκαιριών στους μαθητές για θρησκευτικό προβληματισμό και στο­χασμό. Στην κριτική επεξεργασία των θρησκευτικών παραδοχών, αξιών, στάσεων. Στην διερεύνηση του ρολού που έπαιξε και παίζει ο Χριστιανισμός στον πολιτισμό και την ιστορία της Ελλάδας και της Ευρώπης. Στην κατανόηση της θρησκείας ως παράγοντα, που συντελεί στην ανάπτυξη του πολιτισμού και της πνευματικής ζωής. Στην επίγνωση της ύπαρξης διαφορετικών εκφράσεων της θρη­σκευτικότητας. Στην αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων και των μεγάλων συγχρόνων διλημμάτων. Στην ανάπτυξη ανεξάρ­τητης σκέψης και ελεύθερης έκφρασης. Στην αξιολόγηση του Χρι­στιανισμού ως παράγοντα βελτίωσης της ζωής των ανθρώπων». Αυτά προσδοκά η Πολιτεία μας από το «Μ.τ.Θ.», που το θεωρεί προ­έκταση της θρησκευτικής εκπαίδευσης, που παρέχεται στην οικο­γένεια και την Εκκλησία, δεχόμενη ότι «η παροχή της στο σχολικό περιβάλλον λειτουργεί συμπληρωματικά και συντελεί στην ολοκληρωμένη μόρφωσή τους». Μόνο κακό, λοιπόν, θα προκύψει από την μη συμμετοχή των μαθητών στο μάθημα.
3. Η στάση της σημερινής Πολιτείας απέναντι στο μάθημα των Θρησκευτικών («υποχρεωτικό», αλλά με δυνατότητα επιλογής του και από τους Ορθοδόξους!) συνδέεται άμεσα με το πάγιο αίτημα των εκσυγχρονι­στών (όλων των Κομμάτων), για «χωρισμό (διαχωρι­σμό, όπως αδόκιμα λέγουν) Εκκλησίας-Πολιτείας. Χω­ρισμός όμως δεν είναι κατ’ αυτούς, όπως το κατανοούν οι πολλοί, η διάκριση διοικητικών αρμοδιοτήτων (ρόλοι διακριτοί), διότι αυτό υπάρχει, επιβάλλεται και κατοχυ­ρώνεται με τον Νόμο 590/1977, που είναι και «Κατα­στατικός Χάρτης» της Ελλαδικής Εκκλησίας (άρθρο 2 σ’ αυτό καθορίζεται η συνεργασία/συναλληλία των δύο χώρων σε τομείς, που έχουν άμεση σχέση με την διακονία του ελληνικού Λαού). Χωρισμός στο στόμα ή τα κείμενα των εκσυγχρονιστών σημαίνει: πλήρης αποσύνδεση της Ορθόδοξης Πίστης και Παράδοσης από όλους τους τομείς του εθνικού βίου. Κράτος λαϊκι­στικό (Etat laic). Αυτό σημαίνει κατά τους υποστηρι­κτές αυτού του αιτήματος: νομοθετική επιβολή του υποχρεωτικού πολιτικού γάμου· καθαίρεση νομοθετι­κά όλων των θρησκευτικών (χριστιανικών) συμβό­λων, και των εικόνων, από όλους τους δημόσιους χώ­ρους· υποχρεωτική πολιτική κήδευση και καύση νε­κρών· κατάργηση του μαθήματος των Θρησκευτικών· εξαφάνιση κάθε θρησκευτικού στοιχείου στις εθνικές εορτές· κατάργηση των θρησκευτικών αργιών· νομο­θετική εκδίωξη των Κληρικών από Νοσοκομεία, Φυλα­κές, Ένοπλες Δυνάμεις και Σώματα Ασφαλείας κ.ά.
Η κίνηση βέβαια αυτή, σχετικά με το «Μ.τ.Θ.», δεν είναι νέα. Άρχισε από τον Φεβρουάριο του 1962, επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Καραμανλή (+1998) και υπουργού Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας Γρηγορίου Κασιμάτη (+1987).Τότε αποφασίσθηκε επιλεκτικά η μονόωρη διδασκαλία του μαθήματος. Αλλά η κατα­νόηση του «πειράματος» αυτού επιτεύχθηκε από τις δηλώσεις του Πρωθυπουργού, εν όψει της ένταξής μας στην Ε.Ο.Κ. (τότε και Ε.Ε. αργότερα), ότι «δεν χρειαζόμεθα θεολόγους, αλλά τεχνοκράτες και γεωπό­νους». Αυτά τα έχω αναπτύξει στο βιβλίο μου: Θεολο­γικός Αγώνας-1962, εκδ. ΠΑΡΟΥΣΙΑ, Αθήνα 1987,το οποίο είχε την καλωσύνη το ΠΟΝΤΙΚΙ/7.8.08 να χρησι­μοποιήσει σε άρθρο του για το «Μ.τ.Θ». Επί επτά μήνες (27.2 – 27.9.1962) κλείσαμε τις Θεολογικές Σχολές Αθηνών και Θεσσαλονίκης, διεξάγοντας έναν αγώνα, με τέτοιο δυναμισμό, που συχνά ξεπερνούσε τους αγώνες τής Αριστεράς την εποχή εκείνη. Αρκεί να υπενθυμίσω, ότι στο μεγάλο συλλαλητήριό μας στις 12.4.1962, με πολλούς τραυματίες, αστυνομικούς και φοιτητές θεολόγους, ακούσθηκε για πρώτη φορά σαν σύνθημα το «1-1-4». Η καθιερωμένη έκτοτε πορεία της (εκσυγχρονιστικής) Πολιτείας είναι: από την αποδυνά­μωση και αλλοίωση του μαθήματος στην έξωσή του από την κρατική εκπαίδευση. Αυτό εφαρμόζεται με θρησκευτική ευλάβεια! Σήμερα, λοιπόν, περνάμε μία νέα φάση αυτού του εγχειρήματος, ίσως την τελευ­ταία.
Συνέχιση με έναν άλλο τρόπο, της προσπάθειας εκείνης της Πολιτείας, είναι η πρόσφατη συμπαιγνία για δήθεν υποχρεωτικότητα του μαθήματος. (Βλ. σχε­τικό άρθρο του συναδέλφου Παναγιώτη Μπούμη στην εφημερίδα «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ» / 4.9.08). Ορθά μεν οι μη Ορθόδοξοι απαλλάσσονται αυτοδίκαια. Αφού όμως και οι Ορθόδοξοι έχουν δικαίωμα υποβολής αναιτιολόγη­της αίτησης απαλλαγής, πώς το μάθημα είναι γι’ αυ­τούς «υποχρεωτικό»; Και πώς εξ άλλου, υπό το κράτος των «προσωπικών δεδομένων», μπορεί να αποδειχθεί ή όχι σε κάποιον η ιδιότητα του «Ορθοδόξου»; Ναι, πρόκειται για συμπαιγνία, για να μην πω «απάτη»! Ανά­λογη είναι και η κίνηση για μετατροπή του μαθήματος σε Θρησκειολογικό. Η μεταβολή αυτή, που προγραμ­ματίζεται μεθοδικά (ήδη επεβλήθη «άνωθεν» σχετική προεργασία στις Θεολογικές Σχολές Αθηνών και Θεσ­σαλονίκης) οδηγεί στην απονεύρωση του μαθήματος, με την διάπραξη μάλιστα ενός κολοσσιαίου επιστημονικού-παιδαγωγικού ολισθήματος: Η γνώση, κατά τον Αριστοτέλη, ενεργείται με βάση τις αρχές της ομοιότη­τας και της αντίθεσης (διαφοράς). Γι’ αυτό είναι παγκό­σμια θρησκειολογική αρχή, ότι η γνώση των άλλων θρησκευμάτων, προϋποθέτει γνώση, και μάλιστα κα­λή, του χώρου της δικής μας Πίστης. Μάθηση in absurdum δεν υπάρχει, ούτε είναι δυνατή. Η βαθμιαία σύσταση όμως δύο Θρησκειολογικών Τμημάτων (Αθήνα-Θεσσαλονίκη), με ένταξή τους στην συνέχεια στις τοπικές Φιλοσοφικές Σχολές, δηλαδή η ουσιαστική αλ­λοίωση του «Μ.τ.Θ.» (για τους Ορθοδόξους) είναι το προοίμιο για την έξωση του Μαθήματος, τελικά, από την δημόσια εκπαίδευση και την ιδιωτικοποίησή του.
Ο απώτερος στόχος μάλιστα των εκσυγχρονιστών μας είναι η έξωση και αυτών των Θεολογικών Σχολών από τα κρατικά Πανεπιστήμια, αφού δεν θα έχουν πια λόγο ύπαρξης (κατάρτιση Καθηγητών Θρησκευτικών για την δημόσια εκπαίδευση) και την ορθόδοξη θεολο­γική εκπαίδευση θα μπορούν να προσφέρουν οι 4 «Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες», τα Πανεπιστή­μια της Εκκλησίας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Βελλά-Ιωαννίνων και Κρήτη), που παρήγαγε η αγαστή συνεργασία του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου και της τέως Υπουργού Παιδείας. Ως Κοσμήτορας (2004-2007) είχα το θλιβερό προνόμιο να ζήσω εκ του σύνεγγυς τους σχεδιασμούς αυτούς και τις εξελίξεις, όλο δε το συναφές αποδεικτικό υλικό συγκέντρωσα στο βιβλίο: «Θέση και αποστολή των Θεολογικών Σχολών Αθηνών και Θεσσαλονίκης στην σύγχρονη κοινωνία. Πρακτικά Δ’ Συνεδρίου Θεολογικών Σχολών Αθηνών και Θεσσα­λονίκης, Αθήνα 24-25 Απριλίου 2007», Αθήνα 2008. Σ’ αυτή την κίνηση εκόντες-άκοντες, συμβάλλουν και όσοι ελαφρά τη καρδία απαιτούν την κατάργηση του μαθήματος των Θρησκευτικών. Πρέπει δε να δηλω­θεί, ότι στην Ευρώπη και όλο τον Χριστιανικό κόσμο, οι Θεολογικές Σχολές είναι μέσα στα κρατικά Πανεπιστή­μια ως ερευνητικά Ιδρύματα. Διερωτώμεθα, συνεπώς, ποια Ευρώπη απαιτεί τις επιχειρούμενες μεταβολές, όπως λέγεται…
Αυτό τον σκοπό εξυπηρετεί, κατά την δική μας (των μαχόμενων Θεολόγων) εκτίμηση, η ανωτατοποίηση των τεσσάρων «Ανωτέρων Εκκλησιαστικών Σχο­λών» το 2007, χωρίς αποχρώντα λόγο, αφού ήσαν κα­θαρά ιερατικές και παρήγαν κληρικούς Α’ βαθμίδας, με δικαίωμα των αποφοίτων τους μετά από (πανεύκολες) κατατακτήριες εξετάσεις, να φοιτήσουν στις Θεολογι­κές Σχολές μας και να ακολουθήσουν άλλη σταδιοδρο­μία. Οι τέσσαρες όμως «Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες» (Α.Ε.Α.), εξυπηρετούν την σχεδιαζόμενη από κάποιους ιδιωτικοποίηση του μαθήματος των Θρησκευτικών με την ανάληψή του από την ίδια την Δι­οίκηση της Εκκλησίας και τελικό στόχο την έξωσή του από τα κρατικά εκπαιδευτικά Προγράμματα.
Τις Σχολές αυτές, γέννησε η φιλοδοξία του μακαρι­στού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου να καλύψει η Εκκλησία το κενό, μετά την ιδιωτικοποίηση της θρησκευτικής εκπαίδευσης. Αυτό ακούεται από εκκλησια­στικούς κύκλους, προσκείμενους στον μακαρίτη Αρχιε­πίσκοπο. Αυτό όμως που έχει σημασία είναι, ότι ο Χριστόδουλος συνέπραξε πρόθυμα… στην εκπλήρωση των στόχων της Πολιτείας αντί να καλέσει σε «αντίστα­ση», υποστηρίζοντας την θέση των Θεολογικών Σχο­λών εκεί που ανήκουν, στα κρατικά δηλαδή Πανεπιστή­μια. Αυτό ακριβώς κάνουν σήμερα στις πρώην σοσιαλι­στικές Χώρες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες. Η Ρουμανία λ.χ. έχει 16 Ορθόδοξες Θεολογικές Σχολές, όλες εντε­ταγμένες στα κατά τόπους Κρατικά Πανεπιστήμια. Έτσι, ο προηγούμενος Αρχιεπίσκοπος συνήργησε στο να ζήσουν οι Θεολογικές Σχολές μας μέσα στην (Ενω­μένη) Ευρώπη, ό,τι έζησαν οι άλλοι Ορθόδοξοι επί σο­βιετικού καθεστώτος.

4. Σ’ αυτό το σημείο όμως πρέπει να αποσαφηνι­σθεί κάτι ουσιαστικό. Υπάρχουμε πολλοί σ’ αυτόν τον τόπο, που θα θέλαμε να φύγει η ορθόδοξη εκπαίδευ­ση από τα χέρια μιας Πολιτείας, που δεν μπορεί καν να κατανοήσει τι είναι η Ορθοδοξία και ποια η σημασία της για τον άνθρωπο, την κοινωνία, αλλά και για την ίδια μας την Πατρίδα, και να επιστρέψει στον φυσικό της χώρο, το εκκλησιαστικό σώμα. Εξομολογητικά, μά­λιστα θα πω, ότι παλαιότερα, κινούμενος και εγώ σε πλαίσιο παραδοσιακού ιδεαλισμού, που το ζωντάνευα με τα γραψίματά μου, ήμουν αμετακίνητα υποστηρικτής της συναλληλίας Εκκλησίας-Πολιτείας. Από μερι­κά χρόνια όμως, βλέποντας που οδηγεί σήμερα ο ενα­γκαλισμός με την Πολιτεία, τάσσομαι υπέρ του χωρι­σμού των δύο αυτών μεγεθών, και μάλιστα επαχθούς, αν όχι του τύπου της Αλβανίας του Χότζα, τουλάχιστον του σοβιετικού, για να επιτευχθεί η ανάνηψή μας. Βλέ­πω όμως, ότι αυτό δεν το επιθυμεί πρώτα η Πολιτεία (τα Κόμματα), που στηρίζονται, παρά τα λεγόμενα τους, στην συνεργασία με τα ηγετικά πρόσωπα της Εκκλησίας για το δικό τους συμφέρον.
Και κάτι άλλο. Υποστηρίζω εκ πεποιθήσεως και αγάπης προς την ελευθερία της ακαδημαϊκής έρευνας την παραμονή των Θεολογικών Σχολών στα κρατικά Πανεπιστήμια και την μη ιδιωτικοποίηση τους, όταν μά­λιστα διαπιστώθηκε, που μπορεί να οδηγήσει ο οικουμενιστικός οίστρος της εκκλησιαστικής Ηγεσίας. Η τυ­χόν μεταβολή των Θεολογικών Σχολών σε όργανα μιας αλλοτριωμένης συνειδησιακά εκκλησιαστικής Ηγεσίας θα είναι κάτι χειρότερο από θάνατο, θα είναι η μεγαλύτερη απειλή για την Ορθοδοξία (πρβλ. την πε­ρίπτωση της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και την σύνταξη της διαβόητης Εγκυκλίου του 1920- κατάφα­σης του Οικουμενισμού).
Το πρόβλημα που άνοιξε και πάλι σχετικά με το «Μ.τ.Θ.» είναι, όπως βλέπουμε περίπλοκο. Ας περιμέ­νουμε λοιπόν δύο πράγματα, τα: α) Την αντίδραση του Λαού στο δικαίωμα απαλλαγής των μαθητών από αυτό και β) την περαιτέρω πορεία των πραγμάτων, που θα δικαιώσουν ή θα διαψεύσουν τις ανησυχίες μας. Εύχο­μαι να συμβεί το δεύτερο.
(Πηγή: Περιοδικό «Ρεσάλτο». Οκτ. 2008)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου