Δευτέρα 21 Μαΐου 2018

Εάν ημείς σιωπήσωμεν, οι λίθοι κεκράξονται» (Λουκ. 19, 40) (Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, Κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών)



theologia
Η επίσκεψη του Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ΄ στην Πόλη και του Αρχιεπισκόπου κ. Χριστοδούλου στο Βατικανό προκά­λεσαν ποικίλα σχόλια στον Τύπο, άλλα και παραλήρημα ενθουσιασμού τόσο στους οικουμενιστικούς κύκλους, όσο και σ’ εκεί­νους των αρχιεπισκοπικών χειροκροτητών και αυλοκολάκων, που εξαρτούν από την κοσμική αίγλη και ισχύ του Μακαριωτάτου και την δική τους προβολή και κοινωνική καταξίωση.
Πριν, όμως, καταγραφεί και η δική μου ταπεινή άποψη, ως απάντηση στην απορία κάποιων για την «δήθεν» σιωπή μου —και λέγω «δήθεν», διότι δεν έλειψαν οι τηλεο­πτικές τοποθετήσεις μου— θέλω να επαι­νέσω τις σπουδαίες αναφορές στο θέμα του αγαπητού συναδέλφου και συναγωνιστού π. Θεοδώρου Ζήση, του σεβαστού μου καθηγητού κ. Ιω. Κορναράκη και του κ. Γεωργίου Ζερβού στον «Ορθόδοξο Τύπο» της 22.12.2006, αλλά και του καθηγητού κ. Χρήστου Γιανναρά στην όπως πάντα εντυ­πωσιακή επιφυλλίδα του στην «Κυριακάτι­κη Καθημερινή» της 24ης του ιδίου μηνός. Προσυπογράφω τις εύστοχες επισημάνσεις όλων των παραπάνω και δηλώνω ταυτισμένος μαζί τους στην προσπάθεια να σωθούν η αξιοπρέπεια και ο αυτοσεβασμός σ’ αυτό τον τόπο. Θα περιορισθώ γι’ αυτό σε μερικές μόνον παρατηρήσεις.
Ρωτούν πολλοί —καλοπροαίρετα, όπως πιστεύω— τι κακό γίνεται με τις συναντήσεις και επισκέψεις αυτές, ώστε να δικαιολογούνται οι διαμαρτυρίες. Επαναλαμβάνω, λοιπόν, ό,τι και μετά την επίσκεψη του Πάπα Ιωάννου — Παύλου Β’ στην Αθήνα το 2001 είχα επισημάνει. Αν οι επαφές αυτές έμεναν στο πολιτικό πλαίσιο (εφ’ όσον μάλι­στα ο Πάπας είναι «ηγεμών» του Βατικανού [«Souverain du Vatican» είναι ένας τίτλος του] και, συνεπώς, αρχηγός Κράτους), το πράγμα δεν θα ήταν τόσο σοβαρό. Οι συνα­ντήσεις, όμως, αυτές γίνονται σε πλαίσιο «εκκλησιαστικό» και αναγνωρίζεται από κο­ρυφαίους εκπροσώπους της Ορθοδοξίας ο Πάπας ως επίσκοπος της Εκκλησίας του Χριστού. Οπότε αναγνωρίζεται σιωπηρά και το Βατικανό, ή έστω η Ρωμαιοκαθολική (Παπική, ορθότερα) «Εκκλησία» ως Εκκλησία του Χριστού, αυθεντικός δηλαδή Χριστιανι­σμός, με de facto αμνήστευση των αιρέσεων και πλανών της, που είναι τόσαι πολλαί, ώστε δίκαια να χαρακτηρίζεται από μεγάλους θε­ολόγους μας ως «παναίρεση». Τι άλλο θα μπορούσε να διεκδικήσει ο Παπισμός από την αμνήστευσή του και την καταξίωσή του ως Εκκλησίας, όπως, δηλαδή, είναι τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία της Ανατολής; Για μια ακόμη, δηλαδή, φορά επιβεβαιώνεται η άμ­βλυνση των συνειδήσεων Ορθοδόξων ηγε­τών, ώστε διαγράφοντας Συνόδους, Πατέ­ρες και Κανόνες και την σωτηριολογική διδασκαλία τους, να ταυτίζουν την αίρεση με την Εκκλησία του Χρίστου και την πλάνη με τη θεολογία των Αγίων μας.
Αποδεικτικό υλικό θα αντλήσω από τα επίσημα κείμενα, που διαβάσθηκαν στη Ρώμη. Θα περιορισθώ δε σε θεολογικές επισημάνσεις.
Στο «απολυτίκιο» της τελετής για την παρα­λαβή τμήματος της αλύσεως του Απ. Παύλου, γί­νεται λόγος για «την Εκκλησία της Ρώμης» με αναφορά, όμως, στον Παπισμό, που δεν είναι φυ­σικά συνέχεια της προ του σχίσματος εκεί Εκκλη­σίας. Το ίδιο και στην ακολουθούσα Ευχή διαβάζουμε: «Τη φιλαδέλφω διαθέσει της εν Ρώμη παροικούσης Εκκλησίας σου», για την οποία φράση ισχύει το προηγούμενο σχόλιό μας. Το κτητικό μά­λιστα "σου", σχετιζόμενο με τον Ι. Χριστόν, απο­κλείει κάθε περίπτωση συγχύσεως. Η σημερινή, λοιπόν, «Εκκλησία» της Ρώμης είναι Εκκλησία του Ιησού Χριστού, με την οποία ταυτίζεται χωρίς κανένα δισταγμό και η Εκκλησία της Ελλάδος.
Για όσους έχουν αυτή την γνώμη, θα παρατηρή­σουμε, ότι οι Επίσκοποι (Μητροπολίται) της Εκκλησίας μας είναι για το πλήρωμα συνεχιστές και φορείς της Ορθοδοξίας των Αγίων Πατέρων μας. Αν, όμως, η σημερινή «Εκκλησία» της Ρώμης είναι κατά τους Επισκόπους μας και αυτή Εκκλησία του Χριστού, τότε αυτομάτως αυτοί εξισούνται με τους παπικούς «Επισκόπους» και συνεπώς δέ­χονται οι ίδιοι, ότι είναι έκτος Ορθοδοξίας… Εμείς ως κληρικοί και λαϊκοί, μέλη της «Μιας, Αγίας, Κα­θολικής (=Ορθοδόξου) και Αποστολικής Εκκλη­σίας», εκφωνώντας το «Εν πρώτοις, μνήσθητι, Κύ­ριε…», προϋποθέτουμε την Ορθοδοξία των Επισκόπων μας και όχι την ταύτισή τους με την Αίρε­ση και τον αυτοαποκλεισμό τους από την Ορθοδοξία. Άρα στον λεγόμενο οικουμενικό διάλογο το «κινδυνευόμενον» είναι η ορθόδοξη ταυτότητα.
Μια άλλη επίμαχη φράση βρίσκεται στην «Προσ­φώνηση» προς τον Καρδινάλιον W. Kasper: «του Πάπα Ρώμης και πεφιλημένου εν Χριστώ αδελφού κ. Βενεδίκτου του ΙΣΤ΄». Πρόκειται για μίμηση της καθιερωμένης από την εποχή του Πατριάρχου Αθηναγόρου γραμμής και γλώσσας, δείγματα της οποίας είχαμε και στην εδώ επίσκεψη του Πάπα Ιωάννου — Παύλου Β’ το 2001. Στην ίδια Προσφώ­νηση, εξ άλλου, η αναφορά στην άρση των αναθε­μάτων είναι μίμηση της πατριαρχικής τακτικής, χωρίς να λαμβάνεται καν υπόψη ο τρόπος της άρσεώς τους το 1965, χωρίς άρση, όμως, και των αιτιών του σχίσματος, του «Filioque» δηλαδή, του «Πρωτείου εξουσίας» κ.λπ. Υπάρχει, όμως και κά­τι εξ ίσου σοβαρό για την δική μας πλευρά. Η τρα­γική αυταπάτη, στην οποία ζούμε και ενεργούμε.
Η στοχοθεσία της συνάντησης στη Ρώμη δια­τυπώνεται σαφώς, στην «Προσφώνηση» προς τον Καρδινάλιο Κάσπερ: «Πρόθεσή μας είναι να διατρανώσουμε ενωμένοι την αντίθεσή μας στην εκκοσμίκευση του χριστιανικού μηνύματος, μέ­σα σε μια περίοδο ισοπεδωτικής Παγκοσμιοποίη­σης και πολλάκις (sic) αντίθεης χρήσης (sic) της τεχνολογίας». Θα ήταν αποδεκτό το κείμενο αυτό, με ενθουσιασμό μάλιστα, αν επρόκειτο για εξομολογητική διάθεση και ηρωική θρηνωδία για την εκκοσμίκευσή μας, που έχει αποβεί σκανδα­λιστικά αδυσώπητη. Το να μιλούμε, όμως, για κίν­δυνο «εκκοσμικεύσεως του χριστιανικού μηνύματος», αγνοώντας την ήδη από μακρού θεσμο­ποιημένη εκκοσμίκευση του Παπισμού ή την «ούπω» θεσμοποιημένη δική μας εκκοσμίκευση, εγγίζει τα όρια του παραλόγου.
Για τους ίδιους λόγους αποδυναμώνεται μέχρι δακρύων η φράση: «δια να προσφέρωμεν συνερ­γαζόμενοι πειοτικήν μαρτυρίαν προς τον Ευρωπαίον του 21ου αιώνος» (Προσφώνησις προς τον Πάπα). «Πειστική μαρτυρία», όμως, δεν προσφέρε­ται με κοσμικού —πολιτικού τύπου συσπειρώσεις και «εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας», αλλά μόνο ως καρπός της αγιοπνευματικής Αλήθειας, αν και όταν είμεθα φυσικά φορείς της και όχι, κατά τον κ. Χρ. Γιανναρά «θλιβεροί δεσμώτες των εξουσια­στικών σκοπιμοτήτων ή των ναρκισσιστικών εκζη­τήσεων της διεθνούς δημοσιότητας»! Θα προσέ­θετα ταπεινά και κινήσεως κατά το πνεύμα και τις επιταγές της Νέας Τάξης και της Νέας Εποχής…
Είναι, έτσι, ευνόητο γιατί ο διεθνής, κυρίως ο ιταλικός Τύπος, είδε με εύθυμη διάθεση την τό­σο εκθειαζόμενη από τους ημετέρους αυλοκό­λακες συνάντηση. Όλοι αντιλαμβάνονται, ότι ουδεμία σχέση έχουν αυτές οι «φιέστες» με την σώζουσα Αλήθεια, αφού είναι φανερό, ότι απο­βλέπουν σε άντληση κοσμικής δύναμης ή την τραγική εκμετάλλευση της αφελείας μας για την εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων «θρησκευτικής πο­λιτικής». Το 2001, μετά την ανάλογη «φιέστα» των Αθηνών, είχαμε δηλώσει, ότι «ο Πάπας τα πήρε όλα και έφυγε»! Διότι το ζητούμενο και τό­τε από το Βατικανό ήταν η αναγνώριση του «βα­σιλέα» του Πάπα, ως «επισκόπου της Εκκλησίας του Χριστού» και η προώθηση του παγκοσμίου πρωτείου του. Αυτό έγινε και τώρα.
Σε τελευταία, όμως, ανάλυση, όλο το θέμα είναι κριτήριο της υπάρξεως στην Εκκλησία μας συνο­δικού θεσμού και της λειτουργίας του. Υπάρχουν, βέβαια, μητροπολίται, που αντιλαμβάνονται σα­φώς τα γινόμενα, αλλά σιωπούν ή αντιδρούν χα­λαρά «για την διατήρηση της ενότητας», όπως μας λέγουν! Υπάρχουν και άλλοι, όμως, που ή δεν αντι­λαμβάνονται την βαρύτητα των ανοιγμάτων αυτών ή δέχονται και αυτοί την Παπική «εκκλησία» ως Εκκλησία του Χριστού, με μυστήρια και Χάρη. Γι’ αυτούς η ένωση έχει γίνει ή ουδέποτε έπαυσε να υπάρχει. Υπάρχουν, όμως και εκείνοι, που επι­μένουν ότι με τις συναντήσεις αυτές «δίνουμε μαρτυρία» Ορθοδοξίας. Είναι και αυτός ένας τρό­πος αυτοεφησυχασμού και καθησυχασμού των άλλων. Και όμως, ο «κατακλυσμός» έρχεται…
(Πηγή: "Ορθόδοξος Τύπος" 12 Ιαν. 2007)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου