Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΗΣ Β΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΣΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΗΣ Β΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΣΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ



Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ
ΤΗΣ Β΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΣΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Αρχιμανδρίτου Θεοφίλου Λεμοντζή Δρ. Θ
Αρχιερατικού Επιτρόπου Καμπανίας
 
 
    Η Ορθόδοξη Θεολογία δεν αποτελεί αυτόνομη στοχαστική λειτουργία για την κατανόηση, την ανάπτυξη και τη διατύπωση των αληθειών της πίστεως, αλλά συνδέεται στενά με την πνευματική εμπειρία, τη λατρεία και τη ζωή. Κάθε προσπάθεια αλλοίωσης του περιεχομένου της ορθόδοξης Θεολογίας από τους διάφορους αιρετικούς μέσα στην ιστορία θεωρείται από τους Πατέρες της Εκκλησίας ως προσπάθεια αλλοίωσης της πνευματικής εμπειρίας και ζωής1. Το δόγμα δεν είναι μια θεωρητική σύλληψη, μια ιδεολογία αλλά μια πρόταση ζωής και οι Πατέρες αντιμετώπισαν τόσο τις τριαδολογικές όσο και τις χριστολογικές αιρέσεις επισημαίνοντας κατά κύριο λόγο τις αρνητικές συνέπειες που είχαν για την πραγμάτωση της σωτηρίας και της θεώσεως του ανθρώπου2.
Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος3, που συγκλήθηκε από τον Μέγα Θεοδόσιο στην Κωνσταντινούπολη το 381 και συμμετείχαν 150 Πατέρες, κατεδίκασε τους οπαδούς του Μακεδονίου, οι, οποίοι αμφισβητούσαν τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος («πνευματομάχοι») αλλά και τους οπαδούς του Απολλιναρίου, συμπληρώνοντας το Σύμβολο της Νικαίας (325)4. Από τη σύνοδο αυτή προέρχεται και το γνωστό ως «Σύμβολο Νικαίας–Κωνσταντινουπόλεως»5.
Το σύμβολο της Νίκαιας-Κωνσταντινούπολης, επικυρώθηκε από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο6 και απέβη ο «αυθεντικότατος και επισημότατος όρος πίστεως και το αλάθητον κριτήριον και ο απλανής και ακριβής γνώμων της Ορθοδοξίας»7. Το Σύμβολο της Πίστεως «Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως» χρησιμοποιήθηκε ως βαπτιστήριο σύμβολο από όλες τις τοπικές εκκλησίες και κατέστη ενιαία ομολογία πίστεως και οικουμενικό8. Το σύμβολο χρησιμοποιείται από τον 6ο αιώνα στη Θεία Λειτουργία9, τη διδαχή και τον εν γένη χριστιανικό βίο και αποτελεί τον απόλυτο κανόνα της ορθοδόξου πίστεως.
Οι προσθήκες στο Σύμβολο της Νικαίας από τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο είναι οι εκφράσεις «σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου», «σταυρωθέντα υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου», «καθεζόμενον εκ δεξιών του Πατρός», «ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος», «……τὸ κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν», «εις μίαν αγίαν καθολικήν και αποστολικήν εκκλησίαν, ομολογούμεν εν βάπτισμα εις άφεσιν αματιών, προσδοκώμεν ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος»10. Κύριος στόχος των φράσεων αυτών ήταν να δοθούν απαντήσεις σε καίρια θεολογικά ερωτήματα και να αποκλειστούν εκπεφρασμένες κακοδοξίες, όπως του Μακεδονίου, του Απολλιναρίου και των Πνευματομάχων.
Αφορμή για την ανάπτυξη της εκκλησιαστικής διδασκαλίας σχετικά με το Άγιο Πνεύμα έδωσε η αμφισβήτηση της θεότητάς του από τους Πνευματομάχους. Ο Άρειος δεν αμφισβήτησε μόνο τη θεότητα του Υιού του Θεού αλλά και του Αγίου Πνεύματος. Και το Άγιο Πνεύμα αποτελούσε γι’ αυτόν κτίσμα και μάλιστα το πρώτο κτίσμα του Υιού. Είναι όμως γνωστό ότι το ενδιαφέρον του στράφηκε στην αμφισβήτηση της κατά φύση θεότητας του Λόγου του Θεού. Με την άρνηση της θεότητας του Λόγου η άρνηση της θεότητας του Αγίου Πνεύματος ήταν φυσικό επακόλουθο. Γι’ αυτό ακριβώς και οι Πατέρες που πολέμησαν τον Αρειανισμό έστρεψαν την προσοχή τους στη διασφάλιση της θεότητας του Λόγου. Έτσι εξηγείται γιατί στο σύμβολο της Νικαίας δεν περιλήφθηκε τίποτε που να εκφράζει την πίστη της Εκκλησίας σχετικά με τη θεότητα του αγίου Πνεύματος και τη σχέση του με τον Πατέρα και τον Υιό παρά μόνο η φράση: «Και εις το Άγιον Πνεύμα». Από την στιγμή όμως που ο Μακεδόνιος, ομοιουσιανός επίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως, χαρακτήρισε το Άγιο Πνεύμα σαν αγγελοειδές κτίσμα και σαν πρώτο και μείζον δημιούργημα του Υιού, το ζήτημα για τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος άρχισε να απασχολεί ζωηρότερα την Εκκλησία11.
Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος διετράνωσε την αλήθεια περί της θεότητος του Αγίου Πνεύματος και η αφετηρία της θεολογικής σκέψεως των Πατέρων έναντι των πνευματομάχων συνδέεται στενά με την προσπάθειά τους να διασφαλίσουν την πραγματικότητα της σωτηρίας και θεώσεως του ανθρώπου. Η άρνηση της θεότητος του Αγ. Πνεύματος αποτελεί ουσιαστικά άρνηση της σωτηρίας και θεώσεως του ανθρώπου12. Η εναντίον των πνευματομάχων επιχειρηματολογία των Πατέρων στηρίζεται όχι μόνον επί της Γραφής, αλλά και επί της εν τη Εκκλησία βιώσεως της ανακαινιστικής και θεωτικής δυνάμεως του Πνεύματος, όπως επισημαίνει ο μακαριστός Π. Χρήστου13.
Το Άγιο Πνεύμα είναι το μέσον αγιασμού και τελειώσεως των λογικών όντων, αγγέλων και ανθρώπων. Οι αιρετικοί Ευνόμιος, Άρειος και Μακεδόνιος, με το να δέχονται ως κτίσματα τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα στερούσαν τη δυνατότητα θεώσεως διότι πώς θα μπορούσαν να θεώσουν τον άνθρωπο, αν ήσαν κτίσματα, αφού και αυτά θα είχαν ανάγκη θεώσεως, όπως επιγραμματικά και προκλητικά διετύπωσε για το Άγιο Πνεύμα ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγοντας τα εξής: «ει μη Θεός το Πνεύμα το Άγιον, θεωθήτω πρώτον και ούτω θεούτω με τον ομότιμον»14, δηλαδή, εάν δεν είναι το Άγιο Πνεύμα Θεός και είναι κτίσμα, ας θεωθεί πρώτα αυτό και ύστερα να θεώσει και εμένα που είμαι και εγώ κτίσμα. Πάλι επίσης λέγει τα εξής: «Ει τέτακται μετ' εμού πώς εμέ ποιεί Θεόν, ή πώς συνάπτει Θεότητι»15, δηλαδή, εάν το Άγιο Πνευμα είναι κτίσμα όπως εγώ, πως είναι δυνατόν να μου δίνει τη δυνατότητα της θεώσεως; Εάν, λέγει ο Μέγας Βασίλειος, κατά χάριν θεούς ονομάζουμε αυτούς που τελειοποιούνται στην αρετή, η τελείωσις αυτή γίνεται δια του Αγίου Πνεύματος, πως είναι δυνατόν, συνεχίζει ο άγιος Πατέρας, αυτό που θεοποιεί τους αγίους να μην είναι Θεός; «Και, ει θεούς ονομάζομεν τους κατ’ αρετήν τελείους, η δε τελείωσις διά του Πνεύματος, πώς το ετέρους θεοποιούν αυτό της θεότητος απολείπεται16.
Όλη η λατρευτική ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι μία διαρκής επίκλησις του Αγίου Πνεύματος. Τα μυστήρια δεν είναι απλή ανάμνηση λόγων και πράξεων του Χριστού, ηθική υπενθύμιση των λόγων του Ιησού αλλά αυτή η άκτιστος Χάρις του Αγίου Πνεύματος η οποία κατέρχεται «εφ’ ημάς και επί των τιμίων δώρων», μας αγιάζει και μας θεώνει. Διά τούτο διαρκώς στην ορθόδοξη λατρεία γίνεται επίκληση της παρουσίας και της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος.
Εφόσον το Άγιο Πνεύμα είναι Θεός, όπως διεκήρυξε η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος, εμείς οι πιστοί λατρεύοντας το Άγιο Πνεύμα δεν οδηγούμαστε στην ειδωλολατρεία αλλά στη λατρεία του αληθινού Θεού. Εφόσον το Άγιο Πνεύμα είναι Άκτιστος Θεός, κατά συνέπεια η διά των μυστηρίων παρεχομένη χάρις του Αγίου Πνεύματος είναι άκτιστος διότι η κοινωνία με κτιστή χάρη, έστω και αν χαρακτηρίζεται ως υπερφυσική, δεν δημιουργεί κοινωνία με τον Άκτιστο Θεό καθώς το κτιστό δεν έχει τη φυσική δύναμη να ενώσει τον άνθρωπο με τον Άκτιστο Θεό. Εάν το Άγιο Πνεύμα είναι κτίσμα, τα Μυστήρια της Εκκλησίας δεν θα ήταν σημεία της παρουσίας του Ακτίστου στην Εκκλησία, θα ήταν απλές συμβολικές επαναλήψεις κάποιων γεγονότων του παρελθόντος που συνέβησαν στο παρελθόν, όπως η Σταύρωση και η Ανάσταση του Ιησού, και όχι δυναμική εισβολή του Ακτίστου εντός του κτιστού ανθρώπου μέσω της οικειώσεως της σωτηρίας που προσεφέρθη από τον Ιησού Χριστό διότι η κατεξοχήν ενέργεια του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία είναι η οικείωση από τα μέλη της Εκκλησίας του σωτηριώδους έργου του Ιησού. Άνευ της θεωτικής δράσεως του Αγίου Πνεύματος η υπό του Χριστού πρόσληψη, ανακαίνιση, αφθαρτοποίηση και θέωση της ανθρωπίνης φύσεως, δεν θα είχε κάποιο σωτηριώδες αντικρύσμα.
Οι αγώνες της ασκητικής ζωής αποβλέπουν στο να αποκτήσει ο άνθρωπος τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος. Η μέθεξη του Αγίου Πνεύματος καθιστά τους πιστούς δεκτικούς του Θεού Λόγου, επειδή «το Πνεύμα χρίσμα και σφραγίς εστιν εν ω χρίει και σφραγίζει πάντας ο Λόγος... η δε σφραγίς την μορφήν του σφραγίζοντος έχει, και ταύτης οι σφραγιζόμενοι μετέχουσι, μορφούμενοι κατ' αυτήν», αναφέρει ο Μέγας Αθανάσιος17. Έτσι οι πιστοί σφραγισμένοι από το Λόγο με τη σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος που αποτελεί ταυτόχρονα και το χρίσμα τους γίνονται κοινωνοί θείας φύσεως18 και συνάπτονται μέσω του Αγίου Πνεύματος με το Θεό Πατέρα, την παρουσία του οποίου μαρτυρεί στην καρδιά τους το Άγιο Πνεύμα(Γαλ.4,6)19. Εάν το Άγιο Πνεύμα δεν είναι Θεός τότε η άσκηση εκπίπτει σε ηθικό αγώνισμα άνευ της εμπειρίας της Ακτίστου Χάριτος, και κατά συνέπεια δεν θεάται ο άνθρωπος το άκτιστο, θαβώρειο Φως, δεν μετέχει στην δόξα, στην λαμπρότητα και στην Βασιλεία του Τριαδικού Θεού.
Οι συνέπειες από την απομάκρυνση από τη ορθή πνευματολογία της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου φαίνονται από την εισαγωγή του Filioque στο Σύμβολο της Πίστεως στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, δηλαδή ότι το Άγιο Πνεύμα δεν εκπορεύεται μόνο από τον Πατέρα αλλά και εκ του Υιού. Το Filioque εισάγει διαρχία στην Θεότητα, υποδηλώνει μείωση του Αγίου Πνεύματος και την υπαγωγή του στην υπηρεσία του συνδέσμου των δύο άλλων προσώπων, επισημαίνει ο καθηγητής Γ. Μαντζαρίδης20. Αυτή η μείωση του Αγίου Πνεύματος έχει ως συνεπακόλουθο την συνολική υποβάθμιση της αγιοπνευματικής εμπειρίας και Χάριτος στην ζωή της Εκκλησίας. Αυτή η μείωση έχει συνέπειες επί της εκκλησιολογίας καθώς στην διαλεκτική μεταξύ «πρωτείου»-«συνοδικότητας» η πλάστιγγα σαφώς γέρνει υπέρ του πρωτείου διότι η ρωμαιοκαθολική εκκλησιολογία αναπτύσσεται επί της γραμμής Χριστός - Πέτρος - πάπας, κατά συνέπεια ο πάπας είναι ο αντιπρόσωπος του Χριστού επί της γης, το αλάθητο κριτήριο της Εκκλησίας, ως διάδοχος του Πέτρου, και όχι επί της γραμμής Χριστός  Άγιο Πνεύμα – Απόστολοι, κατά συνέπεια η σύνοδος των επισκόπων, ως διάδοχοι των Αποστόλων που τους μεταδόθηκε δια της επιθέσεως των χειρών το Άγιο Πνεύμα, λαμβάνει αποφάσεις για την πίστη και την τάξη της Εκκλησίας, όπως συμβαίνει στην ορθόδοξη Εκκλησία. Κατά την παρατήρηση του Ρώσου θεολόγου Παύλου Ευδοκίμωφ, «ενώ η Ορθοδοξία βιώνεται ως συνεχιζομένη Πεντηκοστή, αντλώντας από αυτό την αρχή μιας εξουσίας συλλογικής, συνοδικής, στη Δύση η Ρώμη αυτοβεβαιώνεται ως συνεχιζόμενος Πέτρος, μόνος ηγεμών και αντιπρόσωπος όλων των εξουσιών του Χριστού»21. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Γ. Μαντζαρίδης με το Filioque έχουμε την υποταγή του προσώπου και της κοινωνίας στο θεσμό και τη θεοποιημένη αυθεντία22 .
Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος, ιχνηλατώντας στα βήματα των μεγάλων Πατέρων μας, προσέφερε στην Οικουμένη την αποσαφήνιση της πίστεως στην Υπερούσια Αγία Τριάδα μη επιτρέποντας περαιτέρω αμφισβητήσεις. Η πίστη αυτή διαφοροποιεί τον Χριστιανισμό «από πάσαν άλλην μορφήν θρησκευτικής σκέψεως». Το «Μονάς εν Τριάδι και Τριάς εν Μονάδι» αποτελεί αλήθεια την οποία ο Θεός αποκάλυψε στον άνθρωπο23. Το Τριαδικό δόγμα δεν αποτελεί θεωρητική πίστη, αλλά αλήθεια που προσδιορίζει αποφασιστικά τη ζωή των πιστών ως μελών της Εκκλησίας. Άνευ της περί Αγίας Τριάδος διδασκαλίας δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να υψωθεί ο άνθρωπος, έστω και αμυδρά, στην κατανόηση εννοιών όπως η αγάπη και το πρόσωπον24.
Ο Τριαδικός Θεός αποτελεί μια ουσία με τρεις υποστάσεις-πρόσωπα σε σχέση αγάπης. Τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος δεν είναι άτομα αλλά πρόσωπα σε μια κοινωνία αγάπης. Υπάρχει σημαντική διαφορά ανάμεσα στο άτομο και το πρόσωπο, ανάμεσα στην συλλογικότητα ως άθροισμα ατόμων και την κοινωνία προσώπων. Σε κοινωνικό επίπεδο το άτομο είναι η βιολογική ύπαρξη, υποταγμένο στην απρόσωπη συλλογική αναγκαιότητα του είδους. Αντίθετα, κάθε πρόσωπο είναι μοναδικό, με τα ιδιαίτερα φυσικά και πνευματικά χαρακτηριστικά του. Κάθε πρόσωπο, με τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αποτελεί μία ανεπανάληπτη συγκεκριμένη ψυχοσωματική και πνευματική οντότητα.  Αυτή η ετερότητα, το ιδιάζον και ανεπανάληπτο του κάθε προσώπου δεν μπορεί να προσδιοριστεί με τρόπο αφηρημένο ως θεωρητική έννοια, αλλά μόνο να βιωθεί ως σχέση η οποία ουσιαστικά πραγματώνεται στην αγάπη που είναι ο τρόπος άσκησης της ελευθερίας γιατί η κοινωνία των προσώπων είναι η βίωση όχι του περιορισμού, αλλά της ελευθερίας25.
Η ενότητα του Τριαδικού Θεού αποτελεί το πρότυπο για την πραγμάτωση της εκκλησιολογικής ενότητας των πιστών26, ταυτόχρονα είναι το μυστήριο της αγαπητικής ενότητας των πολλών που συντελείται δια της Θείας Ευχαριστίας μέσα στην Εκκλησία. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο η Εκκλησία έχει ως πρότυπο της ενότητάς της το μυστήριο του εν Τριάδι Θεού. Η τριαδική ενότητα αποτελεί γενικότερα και πρότυπο ενότητας για όλους τους ανθρώπους αφού όλοι οι άνθρωποι είναι ομοούσιοι μεταξύ τους και συγκροτούν έτσι μια ενότητα κατά φύση, ενώ ταυτόχρονα διατηρούν την μοναδικότητα και ιδιαιτερότητα του προσώπου τους, όπως και ο Τριαδικός Θεός είναι ένας κατά την ουσία του και τριαδικός όσον αφορά τις υποστάσεις του. Οι πιστοί καλούνται να ζουν κατά το πρότυπο της τριαδικής ενότητας και να εκφράζουν με τον τρόπο της ζωής τους την κοινωνία και μετοχή τους στη ζωή του Τριαδικού Θεού. Η πατερική σκέψη σαφώς επισημαίνει ότι η κοινωνικότητα του ανθρώπου εκδηλώνεται στην πιο αυθεντική της μορφή με την υπέρβαση της ατομικότητάς του.  Αυτό επιτυγχάνεται με την έκφραση της ανιδιοτελούς αγάπης προς τον Θεό και τον πλησίον. Η αγάπη πραγματικά ξεπερνά τα όρια του ατόμου. Είναι εκείνη που σπρώχνει τον άνθρωπο με ορμή σε μια συνάντηση με τον άλλο, χωρίς οποιεσδήποτε προϋποθέσεις και με πλήρη αποδοχή. Εμείς οι άνθρωποι, κατά συνέπεια, καλούμαστε σε ηθικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο να μιμηθούμε τον τρόπο ύπαρξης της Αγίας Τριάδος και να υπερβούμε τον ατομισμό μας. Απέναντι στην πόλωση που παρατηρείται στο σύγχρονο κοινωνικό προβληματισμό ανάμεσα στο άτομο και την συλλογικότητα, ανάμεσα στον ατομικιστικό οικονομικό φιλελευθερισμό και στον κολεκτιβισμό, το μυστήριο της ταυτόχρονης παρουσίας της ενότητας και της ιδιαιτερότητας των προσώπων που παρουσιάζει ο τρόπος ζωής της Αγίας Τριάδος υπερβαίνει αυτού του είδους τα διλήμματα.
Η ενότητα των μαθητών του Χριστού και κατά συνέπεια όλων των πιστών κατά μίμηση της τριαδικής ενότητας, που ζητείται στην προσευχή του Ιησού στην Γεθσημανή (Ιω.17,21)27, αποτελεί έργο της ενοποιού χάρης του Αγίου Πνεύματος. Μόνο η μετοχή στην προσφερόμενη αυτή χάρη του Αγίου Πνεύματος μας ενοποιεί κατά το πρότυπο της ενότητας των Θείων προσώπων. Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος στους πιστούς σημαίνει ταυτόχρονη παρουσία μέσα τους του Θεού Λόγου και του Θεού Πατέρα. Σημαίνει δηλαδή παρουσία του όλου Τριαδικού Θεού σε όλους τους πιστούς, οι οποίοι συγκροτούν έτσι ακατάλυτη ενότητα κατά το πρότυπο της ενότητας των Θείων προσώπων28.
Η χαρισματική αυτή ενότητα φανερώνεται στην πράξη με τη συμφωνία της γνώμης και την ύπαρξη ενιαίου φρονήματος σ' αυτούς. Σε εκκλησιολογικό επίπεδο εκφράζεται μέσα από την σύνοδο των επισκόπων όπου διαφορετικοί άνθρωποι καλούνται με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος να ομονοήσουν σε δογματικά και κανονικά ζητήματα. Σε λατρευτικό επίπεδο εκφράζεται μέσα από τη σύναξη γύρω από την ευχαριστιακή τράπεζα όπου διαφορετικά πρόσωπα γινόμαστε ένα Σώμα, το Σώμα του Χριστού (Α΄ Κορ.10,16-17 και 12,14) μέσω της μετοχής στο μυστήριο της Θείας Κοινωνίας.
Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος δεν διετράνωσε μόνο την αλήθεια περί της Θεότητος του Αγίου Πνεύματος αλλά απάντησε και σε ένα βασικό ερώτημα σχετικά με την πληρότητα και τελειότητα της ανθρωπίνης φύσεως του Ιησού Χριστού. Η φράση του 3ου άρθρου του Συμβόλου «σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου» διατρανώνει την αλήθεια ότι ο Υιός του Θεού έγινε πραγματικός άνθρωπος και αναιρεί την θέση του Απολλιναρίου29, ο οποίος κήρυττε ότι κατά την ενσάρκωσή του ο Θεός Λόγος δεν προσέλαβε λογική ψυχή και ανθρώπινο νού30.  Ο ανθρώπινος νους κατά τον Απολλινάριο είναι τελείως διεφθαρμένος εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος. Έτσι σημείωνε ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού κατά την ενανθρώπηση προσέλαβε μόνο σώμα και άλογη ψυχή ενώ τη θέση της λογικής ψυχής ή του νού κατέλαβε ο Θείος Λόγος31.  Η θεολογική αυτή άποψη του Απολλιναρίου δημιουργεί σοβαρότατα σωτηριολογικά προβλήματα διότι η θέωση σύνολης της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού αποτελεί προϋπόθεση της θέωσης του ανθρώπου. Η άρνηση πρόσληψης πλήρους ανθρωπίνης φύσεως από το Χριστό καθιστά αδύνατη την πραγματικότητα της σωτηρίας διότι παραμένει αθεράπευτο οτιδήποτε δεν ενώνεται με το Θεό σύμφωνα με τον Γρηγόριο Θεολόγο ο οποίος τόνισε τα εξής: «τὸ γὰρ ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον, ὅ δὲ ἥνωται τῷ Θεῷ, τούτο καί σώζεται»32, δηλαδή, οποιοδήποτε στοιχείο της ανθρωπίνης φύσεως που δεν έχει προσληφθεί από τον Θεό Λόγο παραμένει ανευ σωτηρίας, διότι μόνο αυτό το οποίο έχει ενωθεί με το Θεό μπορεί και να σωθεί33. Όπως ακριβώς ο Λόγος για να αγιάσει την σάρκα προσέλαβε σάρκα, για να αγιάσει την ψυχή προσέλαβε ψυχή, έτσι για να αγιάσει τον νου έπρεπε να προσλάβει και νου. Μάλιστα ο νους, επειδή ακριβώς ήταν πρωταίτιος και πρώτο θύμα της αμαρτίας, ήταν το κυριότερο ανθρώπινο στοιχείο, το οποίο είχε ανάγκη σωτηρίας 34.
Ο Χριστός είναι ο τέλειος Θεός, ο οποίος γίνεται άνθρωπος, προσλαμβάνοντας τέλεια ανθρώπινη φύση. Είναι αυτός που ενσαρκώθηκε για να θεραπεύσει την ανθρώπινη φύση και να την αφθαρτοποιήσει διότι η σωτηρία και η λύτρωση του ανθρώπου είναι η θεραπεία της ανθρώπινης φύσης του. Η σωτηριολογική αυτή θέση προϋποθέτει την αντίληψη ότι η αμαρτία είναι ασθένεια της ανθρώπινης φύσης. Το κακό είναι νόσος και διάβρωση της κτιστής πραγματικότητας35∙ κατά συνέπεια ο Ιησούς είναι αυτός ο οποίος θεραπεύει και αποκαθιστά την ανθρώπινη φύση στην αρχική της κατάσταση, έτσι όπως δημιουργήθηκε από το Θεό36. Η θεραπεία και η αποκατάσταση της ανθρώπινης φύσης συντελείται μέσα στην ίδια την ύπαρξη του Χριστού. Ο Ιησούς φέρει την πραγματική ανθρώπινη φύση την οποία θεραπεύει. Η αποδοχή της πληρότητας και τελειότητας της ανθρώπινης φύσης του Ι. Χριστού αποτελεί την εγγύηση για τη διαφύλαξη του μυστηρίου της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους.
Για την Εκκλησία μας η σωτηρία δεν είναι μια ηθική καλυτέρευση του ανθρώπου διότι ο Χριστός δεν είναι ένας φιλόσοφος ή ένα ηθικό πρότυπο, όπως οι διδάσκαλοι άλλων θρησκειών. Εάν ο Χριστός ήταν απλά ένας ηθικός διδάσκαλος θα μπορούσε να ευσταθήσει η διδασκαλία του Απολλιναρίου, η χριστιανική ζωή θα μπορούσε να περιοριστεί στην τήρηση ενός κώδικα ηθικής χωρίς την ανάγκη της ανακαινιστικής ενεργείας του Αγίου Πνεύματος η οποία ενώνει τον πιστό με τον Χριστό και η λατρεία μας θα μπορούσε να περιοριστεί σε προσευχή και κήρυγμα, όπως πράττουν οι προτεστάντες, χωρίς ανάγκη των μυστηρίων, και ειδικά της Θείας Ευχαριστίας, τα οποία ενώνουν την κοινή ανθρώπινη φύση με την θεωμένη ανθρωπίνη φύση του Ιησού. Όμως ο Ιησούς είναι ένα απολυτρωτικό πρότυπο και η σωτηρία που προσέφερε είναι η θεραπεία, ανακαίνιση και αφθαρτοποίηση σύνολης της ανθρωπίνης φύσεως από την αμαρτία και τις συνέπειες της και γι’ αυτό οι Πατέρες μας τονίζουν την πληρότητα και την ακεραιότητα της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού37. Ο Χριστός είναι ο πλήρης και τέλειος άνθρωπος. Η θεωμένη ανθρώπινη φύση του Χριστού είναι ανεξάντλητη πηγή αγιασμού και χάρης. Στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας ο άρτος και ο οίνος μεταβάλλονται σε Σώμα και Αίμα Χριστού, που μεταδίδουν τις άκτιστες Θείες ενέργειες στους μετέχοντες στο Μυστήριο.
Τελειώνοντας, θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι η B’ Οικουμενική Σύνοδος δεν παρήγαγε μόνο δογματικό έργο αλλά και νομοκανονικό. Η συγκεκριμένη Σύνοδος, με εξαίρεση την οριστική διατύπωση του Τριαδικού δόγματος, έχει μείνει στην ιστορία εξαιτίας της εκκλησιολογικής ριζοσπαστικότητάς της, όπως αυτή διατυπώθηκε στον επί αιώνες αμφιλεγόμενο 3ο Κανόνα της38, με τον οποίο επετράπη στον «της  Κωνσταντινουπόλεως επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης επίσκοπον, διά το είναι αυτήν νέαν Ρώμην»39.
Η Νέα Ρώμη ή Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο ως αυτοκρατορική πρωτεύουσα και απέκτησε μεγάλη σπουδαιότητα ως διοικητικό κέντρο. Οι αυτοκράτορες τής έδωσαν όλα εκείνα τα προνόμια που κατείχε η Παλαιά Ρώμη. Η μεταφορά της πρωτεύουσας από την Παλαιά Ρώμη στη Νέα Ρώμη θα δημιουργήσει αλλαγές στην εκκλησιαστική διοίκηση καθώς αρχίζει να δημιουργείται ένα νέο πολιτικό, διοικητικό και οικονομικό κέντρο και συνάμα ένα νέο εκκλησιαστικό κέντρο στα παράλια του Βοσπόρου40.
Η πολιτική ανάπτυξη της πόλης είχε επιπτώσεις στην εκκλησιαστική διοίκηση. Κατά τον 4ο αιώνα, ο επίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως είναι υπό την εποπτεία του επισκόπου Ηρακλείας, ο οποίος ήταν αυτός που εγκατέστησε τον Δημόφιλο, τον προκάτοχο του Γρηγορίου Θεολόγου, στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως καθώς πίστευε ότι αυτός κατέχει κανονικό δικαίωμα41. Η συγκεκριμένη κανονική κατάσταση ανατράπηκε διότι η Β΄ Οικουμενική σύνοδος παρείχε το κανονικό υπόβαθρο για την βαθμιαία ανύψωση του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως καθώς ο 2ος κανόνας42 απαγορεύει κάθε υπερόρια εκκλησιαστική χειροτονία των επισκόπων κάθε περιφέρειας43 και με τον 3ο κανόνα, δόθηκαν «τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης επίσκοπον, διά το είναι αυτήν νέαν Ρώμην»44. Κατά συνέπεια, η Β΄ Οικουμενική σύνοδος παρείχε το κανονικό υπόβαθρο για την βαθμιαία ανύψωση του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως45. Αυτή η βαθμιαία ανύψωση του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως ολοκληρώθηκε με τις αποφάσεις της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία αφού συγκεκριμενοποίησε στον 17ο Κανόνα της, ότι «τοις πολιτικοίς και δημοσίοις τύποις και των εκκλησιαστικών παροικιών η τάξις ακολουθείτω», με τον 28ο Κανόνα της επεξέτεινε την εκκλησιολογική αυτή ρύθμιση ακόμη παραπέρα, απονέμοντας «τα ίσα πρεσβεία …τω της Νέας Ρώμης αγιωτάτω θρόνω», που από αιώνες ίσχυαν «τη πρεσβυτέρα βασιλίδι Ρώμη»46. Έτσι στην Β΄ Οικουμενική Σύνοδο αρχίζει να διαμορφώνεται το διοικητικό σύστημα της μιάς, ενιαίας και αδιαίρετης Εκκλησίας το οποίο πήρε την οριστική του μορφή στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Σύμφωνα με αυτό το διοικητικό σύστημα, το θεσμό της πενταρχίας47, η Εκκλησία μας διοικείται συνοδικώς για αιώνες μέχρι σήμερα. Παράλληλα, ο θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως, καθόλη τη διάρκεια των αιώνων υπήρξε διοικητικό και πνευματικό κέντρο του χριστιανισμού και του ελληνισμού, ανέδειξε πνευματικές φυσιογνωμίες μεγάλου αναστήματος και διεφύλαττε το γένος μας όταν αντιμετώπιζε την απειλή του αφανισμού.
Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος διετράνωσε, αποσαφήνισε, διετύπωσε, ερμήνευσε, διεκήρυξε στην Οικουμένη την πίστη της Εκκλησίας και αποτελεί αιώνιο ορόσημο για την χριστιανική πίστη αλλά και για την νομοκανονική εκκλησιαστική τάξη, όπως είπαμε παραπάνω. Οι συνέπειες των αποφάσεών της βιώνονται στη λατρεία της Υπερουσίου Αγίας Τριάδος, στην επίκληση του Παναγίου και Τελεταρχικού Πνεύματος κατά την μεταβολή των τιμίων Δώρων αλλά και σε κάθε λατρευτική πράξη, στα αγιοπνευματικά χαρίσματα των αγίων, στον εγκεντρισμό μας, μέσω του Βαπτίσματος και της Θείας Ευχαριστίας, στο Σώμα του Χριστού ο οποίος είναι τέλειος Θεός που έγινε τέλειος και πλήρης άνθρωπος, στην αναγνώριση των πρεσβείων τιμής στο Οικουμενικό μας Πατριαρχείο. Τις συνέπειες των αποφάσεών της τις ομολογούμε κάθε φορά που απαγγέλουμε το Σύμβολο της Πίστεως και διακηρύσσουμε την πίστη μας στον εν Τριάδι Θεό.
 
Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας
 




1 Γ. Μαρτζέλου, Ιστορία της ορθόδοξης θεολογίας και πνευματικότητας (ανατύπωση), Θεσσαλονίκη 19911992, σελ.4.
2 Γ. Μαρτζέλου, Ιστορία της ορθόδοξης θεολογίας, ο.π., Θεσσαλονίκη 19911992, σελ.5
3 Περισσότερα για τη γένεση και τη δημιουργία του συνοδικού θεσμού στην Εκκλησία βλ. Β. Σταυρίδου, Ο Συνοδικός Θεσμός και αι αρχαί αυτού, στο «Μνήμη Β' Οικουμενικής Συνόδου», Τόμος Α', Εκδότης: Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, 1983, σελ.251266.
4 Παραθέτουμε το Σύμβολο της Νικαίας το οποίο συνέταξαν οι 318 θεοφόροι Πατέρες που συμμετείχαν στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο που συγκάλεσε το 325 ο Μέγας Κωνσταντίνος. Το Σύμβολο έχει ως εξής:
«Πιστεύομεν εἰς ἕνα Θεὸν Πατέρα παντοκράτορα, πάντων ὁρατῶν τε και ἀοράτων ποιητήν.
Και εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, γεννηθέντα ἐκ τοῦ Πατρὸς μονογενῆ, τουτέστιν ἐκ τῆς ουσίας τοῦ Πατρός, Θεὸν εκ Θεοῦ, φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού, γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῳ Πατρί, δι' οὗ τὰ πάντα ἐγένετο, τά τε ἐν τῳ ούρανῳ καὶ τα εν τη γη∙ τὸν δι' ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα καὶ σαρκωθέντα και ενανθρωπήσαντα, παθόντα, καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτη ἡμέρᾳ, ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς.
Καὶ εἰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
Τοὺς δὲ λέγοντας, “ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν”, καὶ “πρὶν γεννηθῆναι οὐκ ἦν”, καὶ ὅτι “εξ ουκ όντων” εγένετο, ἢ “ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως” ἢ “οὐσίας” φάσκοντας εἶναι, “ἢ κτιστόν”, ἢ “τρεπτὸν”, ἢ “ἀλλοιωτὸν” τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ἀναθεματίζει ἡ Καθολικὴ καὶ Αποστολικὴ Εκκλησία».
5 Ι. Αναστασίου, H B' Οικουμενική Σύνοδος  Το Σύμβολο της Πίστεως σημείο ενότητος και χωρισμού, στο «Μνήμη Β' Οικουμενικής Συνόδου», Τόμος Α', Εκδότης: Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, 1983, σελ. 320.
6 Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Α', Αθήνα 1994, σελ.536.
7 Ι. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμος Α΄, Αθήνα 1960, σελ. 88.
8 Περισσότερα για το συγκεκριμένο θέμα βλ. Χαρκιανάκη Στυλιανού, Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας, Αξιωματικαί προϋποθέσεις και συνέπειαι του ενιαίου Συμβόλου της Πίστεως, στο «Μνήμη Β' Οικουμενικής Συνόδου», Τόμος Α', Εκδότης: Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, 1983, σελ. 267276.
9 Ι. Αναστασίου, H B' Οικουμενική Σύνοδος  Το Σύμβολο της Πίστεως σημείο ενότητος και χωρισμού, στο «Μνήμη Β' Οικουμενικής Συνόδου», Τόμος Α', Εκδότης: Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, 1983, σελ. 324.
10 Περισσότερα βλ. Σ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία Β΄, Αθήνα 1990, σελ. 451.
11 Γ. Μαρτζέλου, Ιστορία της ορθόδοξης θεολογίας, ο.π., Θεσσαλονίκη 19911992, σελ.34.
12 Γ. Μαρτζέλου, Ιστορία της ορθόδοξης θεολογίας, ο.π., Θεσσαλονίκη 19911992, σελ.40.
13  Βλ. Η περί του Αγίου Πνεύματος διδασκαλία του Μεγάλου Βασιλείου, Θεσσαλονίκη 1965, σελ. 3, 6.
14  Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 34, 12, PG 36, 252
15 Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Θεολογικός 5, 4, PG 36, 137.
16 Βλ. Γ. Μαρτζέλου, Ιστορία της ορθόδοξης θεολογίας, ο.π., Θεσσαλονίκη 19911992, σελ.40.
17  Προς Σεραπίωνα 1, 23, ΒΕΠ 33, σελ. 112 .
18 Μ.Αθανασίου, Προς Σεραπίωνα 1, 23, ΒΕΠ 33, σελ. 112: «Ούτω δε σφραγιζόμενοι, εικότως και κοινωνοί θείας φύσεως γινόμεθα».
19 Γαλ.4,6 :«ὅτι δέ ἐστε υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ἡμῶν, κρᾶζον Αββά ὁ πατήρ».
20 Γ. Μαντζαρίδη, Κοινωνιολογία του Χριστιανισμού, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 152.
21 P. Evdokimov,  Η Ορθοδοξία, Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 41.
22 Γ. Μαντζαρίδη, Ορθόδοξη πνευματική ζωή, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 2122.
23  Σ. Χαρκιανάκη, Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας, Αξιωματικαί προϋποθέσεις και συνέπειαι του ενιαίου Συμβόλου της Πίστεως, ο.π., σελ.269.
24  Σ. Χαρκιανάκη, Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας, Αξιωματικαί προϋποθέσεις και συνέπειαι του ενιαίου Συμβόλου της Πίστεως,ο.π., σελ.270.
25 Όλγα Στασινοπούλου, Από το άτομο στο ανθρώπινο πρόσωπο  Η συμβολή της πατερικής σκέψης στην υπέρβαση διλημμάτων της κοινωνικής πολιτικής, στο http://www.apostolikidiakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata.asp?cat=dogma&NF=1&main=texts&file=9.htm
26 Κ. Καρακόλη, Η Εκκλησιολογία του Μ. Αθανασίου, Θεσσαλονίκη 1968, σελ. 48.
27 Ιω. 17, 2123 :«Οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευσόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ,   ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σύ με ἀπέστειλας.   Καὶ ἐγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν,   ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν, καὶ ἵνα γινώσκῃ ὁ κόσμος ὅτι σύ με ἀπέστειλας καὶ ἠγάπησας αὐτοὺς καθὼς ἐμὲ ἠγάπησας».
28 Δ. Τσελεγγίδη, Η τριαδική ενότητα και η ενότητα των πιστών κατά το Μ. Αθανάσιο, στο http://www.impantokratoros.gr/triadikh_enothta.el.aspx
29 Ο Απολλινάριος γεννήθηκε το 315 και ήταν τόσο μορφωμένος όσο και οι Καππαδόκες Πατέρες. Ο Απολλινάριος στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τη διδασκαλία του Αρείου προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα του τρόπου ενώσεως των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Η θεολογική του διδασκαλία στηρίχτηκε στην φιλοσοφική άποψη του Αριστοτέλη ότι είναι αδύνατον δύο τέλεια όντα να ενωθούν και να γίνουν ένα. Επομένως κατά τον Απολλινάριο ο Χριστός δεν μπορούσε να έχει δύο φύσεις, Θεία και ανθρωπίνη, τέλειες και πλήρεις διότι τότε δεν θα είχαμε πραγματική ένωση των δύο φύσεων και κατά συνέπεια θα είχαμε δύο Χριστούς και δυο Υιούς, τον Υιό του Θεού και τον Υιό της Μαρίας και όχι έναν. Στο πρόβλημα αυτό βρήκε λύση υποστηρίζοντας ότι η ανθρώπινη φύση του Ιησού δεν ήταν τέλεια και πλήρης. Η άποψη αυτή ποτέ δεν έγινε αποδεκτή από την ορθόδοξη Θεολογία καθώς η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος διετράνωσε την αλήθεια περί της τελειότητας και πληρότητας των δύο φύσεων του Ιησού Χριστού. Περισσότερα για το χριστολογικό ερώτημα βλ. Γ. Μαρτζέλου, Ιστορία της ορθόδοξης θεολογίας, ο.π., Θεσσαλονίκη 19911992, σελ.5590, Γένεση και πηγές του Όρου της Χαλκηδόνας. Συμβολή στην ιστορικοδογματική διερεύνηση του Όρου της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου, εκδ. Πουρνάρας, Θεσσαλονίκη 1986 και Η Χριστολογία του Βασιλείου Σελευκείας και η οικουμενική σημασία της, εκδ. Πουρνάρας, Θεσσαλονίκη 1990.
30 Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β', ο.π., σελ. 533.
31 Βλ. Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Α', Αθήνα 1992, σελ. 585.
32 Κατὰ Απολιναρίου, πρὸς Κληδόνιον πρεσβύτερον επιστολὴ Α΄, PG 37, 181C184Α.
33 Περισσότερα βλ. Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 246248,266.
34 Γ. Μαρτζέλου, Ιστορία της ορθόδοξης θεολογίας, ο.π., σελ.64.
35  Η αντίληψη αυτή αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία της ορθόδοξης σωτηριολογίας. Βλ. Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄, ο.π., σελ. 211. Βλ. επίσης B. Meunier, Le Christ de Cyrille d’Alexandrie. L’humanité, le Salut et la question Monophysite, (Théologie historique 104), Paris 1997, σελ. 49.
36 Βλ. Ιγνατίου Αντιοχείας, PG 5, 737C: “Ἔχομεν ἱατρόν καί τόν Κύριον ἡμῶν Θεόν Ἰησοῦν τόν Χριστόν, τὸν πρὸ αἰώνων Υἱὸν μονογενῆ καὶ Λόγον, ὕστερον δὲ καὶ ἄνθρωπον ἐκ Μαρίας τῆς Παρθένου. Ὁ Λόγος γὰρ σὰρξ ἐγένετο ∙ ὁ ἀσώματος ἐν σώματι, ὁ ἀπαθὴς ἐν παθητῷ σώματι, ὁ ἀθάνατος ἐν θνητῷ σώματι, ἡ ζωή ἐν φθορᾶ, ὅπως θανάτου καί φθορᾶς ἐλευθερώσῃ καί ἰατρεύσῃ τάς ψυχάς ἡμῶν καί ἱάσηται αὐτάς νοσηλευθείσας ἐν ἀσεβείᾳ καί πονηραῖς ἐπιθυμίαις”, Γρηγορίου Θεολόγου, Κατὰ Ἀπολιναρίου, πρὸς Κληδόνιον πρεσβύτερον ἐπιστολὴ Α΄, PG 37, 181C184Α: “Τό γάρ ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον˙ ὃ δὲ ἤνωται τῷ Θεῷ, τοῦτο καὶ σώζεται”, Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ερμηνεία εἰς τό κατά Ἰωάννην,VII, PG 74, 89CD: “Ὅλην τοίνυν τῶν ἀνθρώπων φύσιν ἤνωσεν ἑαυτῷ ὁ του Θεός Λόγος ἵνα ὅλον σώσῃ τόν ἄνθρωπον. Ὅ γάρ μή προσείληπται, οὐδέ σέσωσται”, Θεοδότου Αγκύρας, Ὁμιλία εἰς τὴν γέννησιν τοῦ Σωτῆρος, PG 77, 1372B: “Ὁ κριτὴς ἐπέστη οὐ κρίνων, ἀλλὰ διδάσκων∙ οὐ καταδικάζων, ἀλλ’ ἰατρεύων”.
37 Βλ. Βασιλείου Σελευκείας, Λόγος ΛΘ΄, εἰς τὸν εὐαγγελισμὸν τῆς Παναγίας Θεοτόκου, PG 85, 432C: “ Ἀνακαθᾶραι τοίνυν θελήσας τὴν εἰκόνα καὶ βουληθείς ἀθανατίσαι τὴν σάρκα, περιβάλλεται σάρκα, τῷ συγγενεῖ τὸ συγγενὲς θεραπεύων”.
38 Ε. Φωτιάδου , Ο τρίτος κανών της Αγίας Β' Οικουμενικής Συνόδου και η κατ' αυτού αντίδρασις των Εκκλησιών Ρώμης και Αλεξανδρείας, στο «Μνήμη Β' Οικουμενικής Συνόδου», Τόμος Α', Εκδότης: Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, 1983, σελ. 403441. Όσον αφορά την ερμηνεία του κανόνα βλ. Π. Μπούμη, ‘’Τα πρεσβεία τιμής των θρόνων Ρώμης  Κων/πολης”, στο Θεολογία 53,3(1982), σελ. 715εξ.
39  Π. Βασιλειάδη, Η Β’ Οικουμενική Σύνοδος και η διαλεκτική Συνοδικότητας –Πρωτείου στην Καινή Διαθήκη, Ομιλία στο επιμορφωτικό θεολογικό σεμινάριο του Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμορφώσεως της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών που έγινε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης με θέμα: «Η περίοδος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου», στο http://blogs.auth.gr/moschosg/2013/03/07/. Όσον αφορά τον κανόνα βλ. Π. Ακανθόπουλου, Κώδικας Ιερών Κανόνων και Εκκλησιαστικών Νόμων, εκδ. Αφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 19912 , σελ.64. Κατά την άποψη του μητροπολίτη Γενναδίου η φράση “πρεσβεία τῆς τιμῆς” του συγκεκριμένου κανόνα σημαίνει πρωτοκαθεδρία. Βλ. Ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τ.Α΄, Αθήνα 1953, σελ. 160. Περισσότερα για την ερμηνεία του κανόνα βλ. Π. Μπούμη, Τα πρεσβεία τιμής των θρόνων Ρώμης  Κων/πολης, ο.π., σελ. 715εξ.
40  Βλ. G. Dargon, Naissance d’ une capitale Constantinople et ses institutions de 330 a 451, (Etudes  7), Paris 1974.
41 Βλ. Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, IX,ι΄,PG 65, 576C: “Ὄτι Δημόφιλος, φησίν, ἐγκαθίσταται τῇ Κωνσταντινουπόλει ὑπό Θεοδώρου μάλιστα τοῦ Ἡρακλείας ἐπισκόπου. Ἐδόκει γάρ τό προνόμιον οὗτος ἔχειν τῆς τοιαύτης ἱερουργικῆς ἐνεργείας”.
42 Ο 2ος κανόνας της Β’ Οικουμενικής συνόδου αναφέρει τα εξής: “Τούς ὑπέρ διοίκησιν ἐπισκόπους ταῖς ὑπερορίοις ἐκκλησίαις μή ἐπιέναι, μηδέ συγχέειν τάς ἐκκλησίας∙ ἀλλά κατά τούς κανόνας, τόν μέν Ἀλεξανδρείας ἐπίσκοπον, τά ἐν Αἰγύπτῳ μόνον οἰκονόμεῖν∙ τούς δέ τῆς Ἀνατολήν ἐπισκόπους, τήν Ἀνατολήν μόνην διοικεῖν∙ φυλαττομένων τῶν ἐν τοῖς κανόσι τοῖς κατά Νίκαιαν πρεσβείων τῇ Ἀντιοχέων Ἐκκλησίᾳ∙ καί τούς τῆς Ἀσιανής διοικήσεως ἐπισκόπους, τά κατά τήν Ἀσιανήν μόνον διοικεῖν ∙καί τούς τῆς Ποντικῆς, τά τῆς Ποντικῆς μόνον∙ καί τούς τῆς Θράκης τά τῆς Θρακικῆς μόνον οἰκονομεῖν. Ἀκλήτους δέ ἐπισκόπους ὑπέρ διοίκησιν μή ἐπιβαίνειν ἐπί χειροτονίᾳ, ἤ τισιν ἄλλαις οἰκονομίας ἐκκλησιαστικαῖς. Φυλαττομένου δέ τοῦ προγεγραμμένου περί τῶν διοικήσεων κανόνας, εὔδηλον ὡς τά καθ' ἑκάστην ἐπαρχίαν ἡ τῆς ἐπαρχίας σύνοδος διοικήσει, κατά τά ἐν Νικαίᾳ ὡρισμένα. Τάς δέ ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς ἔθνεσι τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίας, οἰκονομεῖσθαι χρή κατά τήν κρατήσασαν συνήθειαν τῶν Πατέρων”.Βλ.Π.Ακανθόπουλου,ο.π., σελ.6264.
43 Β. Φειδά, Εκκλησιαστική, ο.π., τ. Α΄, σ. 532.
44  Π. Βασιλειάδη, Η Β’ Οικουμενική Σύνοδος και η διαλεκτική Συνοδικότητας –Πρωτείου στην Καινή Διαθήκη, Ομιλία στο επιμορφωτικό θεολογικό σεμινάριο του Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμορφώσεως της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών που έγινε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης με θέμα: «Η περίοδος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου», στο http://blogs.auth.gr/moschosg/2013/03/07/.
45 Περισσότερα βλ. Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Α', ο.π., σελ. σελ.824 εξ.
46 Βλ. Π. Βασιλειάδη, Η Β’ Οικουμενική Σύνοδος και η διαλεκτική Συνοδικότητας –Πρωτείου στην Καινή Διαθήκη, Ομιλία στο επιμορφωτικό θεολογικό σεμινάριο του Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμορφώσεως της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών που έγινε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης με θέμα: «Η περίοδος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου», στο http://blogs.auth.gr/moschosg/2013/03/07/.
47 Περισσότερα βλ. Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Α', Αθήνα 1994, σελ.854 εξ.
 

Η Γ΄ Γενική Ιερατική Σύναξη της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, για το Εκκλ/κό έτος 2013-2014, πραγματοποιήθηκε στο Συνεδριακό Κέντρο Θεσσαλίας τη Δευτέρα 16/12/2013, υπό την προεδρεία του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου και τη συμμετοχή του συνόλου των Κληρικών της Τοπικής Εκκλησίας. Το θέμα της Συνάξεως ήταν «Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος»
Δελυτερος ομιλητής ήταν ο Αρχιμ. Θεόφιλος Λεμοντζής, Κληρικός της Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας, ο οποίος μίλησε με θέμα «Οι συνέπειες της Θεώσεως του ανθρώπινου λόγου για τη ζωή και τα Μυστήρια της Εκκλησίας»


Read more: http://www.egolpion.com/simasia_becum.el.aspx#ixzz2nxhvCcl9

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου