Κεφάλαιο Δ΄, Προλέγει τήν κοίμησή του
Μετά
ἀπό λίγο καιρό στίς 25 Σεπτεμβρίου τοῦ 1969 ὁ παππούς Χατζηφλουρέντζος
ἐπιστρέφοντας ἀπό τό περβόλι, ἐπισκέφθηκε τή νύμφη του Σαλώμη λέγοντας
ὅτι εἶναι ἄρρωστος καί ἐνίωθε ἐνοχλήσεις στό στομάχι. Ἐν τῷ μεταξύ ὁ
γιός του ὁ Γιακουμής εἶχε ἐμφανίσει ἕνα ἐξόγκωμα στό λαιμό καί οἱ
γιατροί πίστευαν πώς ἦταν ὄγκος, γι’ αὐτό καί ὁ Γιακουμής μετέβηκε στήν
Ἀγγλία γιά ἐγχείρηση, χωρίς νά τό ποῦν κανένας στόν πατέρα του γιά νά
μήν τόν στεναχωρήσουν. Τότε ὁ παππούς λέει στά παιδιά του: «Δέν μοῦ
ἔχετε πεῖ τίποτα, ὅμως γνωρίζω πώς ὁ γιός μου ὁ Γιακουμής εἶναι στήν
Ἀγγλία γιά νά ἐγχειρήσει τό ἐξόγκωμα πού ἔχει. Μάθετε πώς τό ἐξόγκωμα
αὐτό δέν εἶναι τίποτε. Εἰδοποιεῖστε τόν λοιπόν νά ἔρθει, γιατί θά τόν
περιμένω μέχρι τήν Παρασκευή.1 Θά φύγω ἀπό αὐτό τόν κόσμο». «Τί εἶναι
αὐτά τά λόγια πατέρα;», τοῦ λέει ὁ γιός του ὁ Ἀντωνής. «Τό κάθε τί
ἔρχεται μέ τήν ὥρα του γιέ μου. Θά πεθάνω, γι’ αὐτό τηλεφωνεῖστε στό
Γιακουμή νά ἔρθει».
Προηγουμένως ἡ νύφη τοῦ παπποῦ ἡ Μερόπη εἶχε γράψει στόν ἄντρα της τό Γιακουμῆ μία ἐπιστολή λέγοντάς του καί γιά τήν κατάσταση τοῦ πατέρα του χωρίς νά τό πεῖ στόν γέροντα. Ὅταν αὐτή ἐπισκέφθηκε τόν πεθερό της αὐτός τῆς εἶπε: «Ἔγραψες γράμμα στόν Κούμα, ἔτσι δέν εἶναι; Τοῦ ἔγραψες ὅτι τέσσερεις μέρες ἔχουν ἀπομείνει στόν πατέρα του; Γνωρίζω ὅτι ὁ γιός μου πῆγε στήν Ἀγγλία γιά νά κάνει ἐγχείρηση τό κουβάρι στό λαιμό του.» Ἡ Μερόπη ἔμεινε ἔκπληκτη καί γυρνώντας στό σπίτι της εἰδοποίησε τόν σύζυγο της τηλεφωνικῶς, λέγοντας του κατά γράμμα τά λόγια του πατέρα του. «Ἄχ βρέ Μερόπη, ἐσύ τά ἔκανες ὅλα», τῆς εἶπε ἀργότερα ὁ πεθερός της χαριτολογώντας. «Ὁ νυμφίος ἔφτασε καί ἐσύ τόν ἔστειλες (τό Γιακουμή) νά πάει». Ὁ Γιακουμής τότε σχεδόν ἀμέσως καί μέ τή βοήθεια τῶν δικῶν του στήν Ἀγγλία βρῆκε πτήση καί ἐπέστρεψε τρεῖς μέρες ἀργότερα, τά χαράματα τῆς 10ης Ὀκτωβρίου 1969.
Κεφάλαιο Ε΄, Τό ὀσιακό τέλος τοῦ Χατζηφλουρέντζου
Ἐπιστρέφοντας τό ἀπόγευμα τῆς 25ης Σεπτεμβρίου ἀπό τό χωράφι ὁ παππούς ἐνίωσε ἀδιαθεσία καί ἔλεγε ὅτι δέν ἦταν καλά. Ἡ Σαλώμη τοῦ πρόσφερε φρέσκο κουλούρι, ἀλλά αὐτός ἔλεγε πώς δέν μποροῦσε νά φάει τίποτε καί πώς κάτι εἶχε στό στομάχι. Ἔφαγε μόνο μισό κουλούρι ἐκείνη τήν ἡμέρα. Ἀπό τίς 26 τοῦ Σεπτέμβρη ὡς τίς 10 τοῦ Ὀκτώβρη δέν ἔβαλε τροφή στό στόμα του παρά μόνο τρία κουταλάκια τσάι κατόπιν πολλῶν πιέσεων. «Θά πιῶ ἕνα κουταλάκι τσάι γιά τή σύζυγό μου, ἕνα γιά τή Σαλώμη καί ἕνα γιά τό Ἀντωνή», τούς εἶπε.
Ὁ παππούς πλέον ἦταν ἄρρωστος καί ἀδύναμος. Τοῦ εἶπε τότε ὁ γιός του ὁ Σιάηλος: «Πατέρα θά κριματιστεῖς πού δέν τρώεις τίποτε. Θέλεις νά βγάλεις τή ψυχή σου μέ τό ζόρι;». «Εἶναι διαταγή γιέ μου», τοῦ ἀπάντησε δείχνοντας τόν οὐρανό. «Ἦρθε ἡ ὥρα μου. Τοῦτα τά μωρά πού τώρα γεννήθηκαν κατάλαβαν τή στράτα μου καί ἐσεῖς ἀκόμα… Εἶναι διαταγή. Μόνο πάρτέ με στό μοναστήρι νά κάνω μπάνιο μέσα στό ἁγίασμα». Ὅταν πῆγε κοντά του ὁ γιός του ὁ Ἀντωνής, τοῦ λέει ὁ πατέρας του: «Νά πάεις νά ζητήσεις τό κλειδί τῆς Αὐγασίδας ἀπό τόν παπά Ἀντρέα». «Γέρο, δέν πηγαίνω ἄλλη φορά νά ζητήσω τό κλειδί. Πῆγα προηγουμένως καί τό ζήτησα, πῆγε καί ἡ Σαλώμη μέ τή Χαρίκλεια καί δέν τό ἔδωσε σέ κανένα». «Πήγαινε», τοῦ λέει «καί σήμερα θά σοῦ τό δώσει καί νά τοῦ πεῖς νά ἔρθει ὁ ἴδιος».
Λέει μετά ὁ παππούς στή Χαρίκλεια καί τή Σαλώμη: «Παιδιά μου, τό κλειδί θά ἔρθει σήμερα νά πέσει ἐδῶ», δείχνοντάς τους τήν κούπα μέ τό νερό πού εἶχε γιά νά πλένεται. Βρῆκε τότε ὁ Ἀντωνής τόν π. Ἀντρέα στό παντοπωλεῖο καί τοῦ ζήτησε νά τοῦ δώσει τό κλειδί. «Μά θέλεις νά χάσω τή δουλειά μου;», τοῦ ἁπαντά ὁ ἱερέας. «Μά αὐτός εἶναι ἀκίνητος στό κρεβάτι, σχεδόν νεκρός», ἐπέμενε ὁ Ἀντωνής. Τόν παρακάλεσαν καί ὁ Λεβέντης μαζί μέ τό δάσκαλο τό Γιαννάκη πού ἦταν ἐκεῖ καί παρακολουθοῦσαν τή συζήτηση. Τότε αὐτός λυπήθηκε, πῆγε στό σπίτι του καί ἔφερε τό κλειδί. Μόλις τό πρόσφερε στόν Ἀντωνή, αὐτός θυμήθηκε τά λόγια τοῦ πατέρα του καί λέει στόν ἱερέα: «Μοῦ εἶπε πρέπει νά πάεις ἐσύ νά τοῦ τό δώσεις». Ξεκίνησαν τότε μαζί μέ τόν π. Ἀντρέα καί τόν Ἀντρέα Λεβέντη γιά τό σπίτι τοῦ Χατζηφλουρέντζου. Ὅταν ἔφθασαν, ὁ ἱερέας πρόσφερε τό κλειδί στό γέρο λέγοντας μέ χαρά: «Ἔλα Χατζή καί σού τό ἔφερα καί ὅτι θέλεις νά μοῦ πεῖς νά σοῦ τό κάνω». Τότε αὐτός τοῦ ζήτησε νά τό ἀφήσει μέσα στήν κούπα μέ τό νερό. Ἔτσι ἔγινε ὅπως προεῖπε ὁ παππούς. Μετά ἀπό λίγο σκούπισε τό κλειδί καί εἶπε μέ τή χαμηλή καί ἀδύνατή του φωνή στόν ἱερέα: «Δάσκαλε, ἐγώ δέν μποροῦσα νά πάω καί νά μήν πάρω τό κλειδί τοῦτο. Αὐτό εἶναι τό κλειδί τῆς Κύπρου».
Τά παραπάνω λόγια δέν εἶναι εὔκολο νά τά καταλάβει κανείς. Τό σίγουρο πάντως εἶναι πώς σέ ὅλη του τή ζωή ὁ Χατζηφλουρέντζος δέν συνήθισε νά λέει περιττά ἤ ἄστοχα λόγια.
Τήν ἑπομένη, ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Ἀνδρονίκου, στίς 9 Ὀκτωβρίου, τόν μετέφεραν στή μονή τῆς Παναγίας τῆς Αὐγασίδας, κατόπιν ἔντονων παρεναίσεών του. «Δέ θά φύγω παιδιά μου, θά μείνω ἐδῶ», εἶπε στούς δικούς του.1 Φορτώνοντάς τον στά χέρια τους ὁ γιός του Ἀντωνής καί ἡ Σαλώμη, τόν πέρασαν ἀπό ὅλες τίς εἰκόνες γιά νά προσκυνήσει. Μόλις προσκύνησε καί τήν τελευταία εἰκόνα ἔγινε κατάμαυρος. Φοβήθηκαν τότε οἱ γυναῖκες πώς πέθανε καί ἡ κόρη τοῦ παπποῦ ἡ Χαρίκλεια ἔκλεγε. «Μή φοβάστε καί δέν πέθανε», τούς λέει ὁ Ἀντωνής.
Τόν ξάπλωσαν τότε μπροστά ἀπό τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας καί τή νύκτα τήν πέρασε ἐκεῖ. Σιγά-σιγά τό χρῶμα του ἐπανῆλθε. Γύρω στίς 4:00 τό πρωί ἐπέστρεψε ἀπό τήν Ἀγγλία καί ὁ Γιακουμής. Τό πρωί λοιπόν φώναξαν τόν ἱερέα τῆς Γύψου π. Νικόλα, μετά ἀπό παράκληση τοῦ παπποῦ καί τόν ἀδελφό του παπποῦ πατήρ Μιχαήλ νά τόν κοινωνήσουν καί νά τοῦ κάνουν τό Ἅγιο Εὐχέλαιο. Μαζί τους πῆγε καί ὁ Γιακουμής ἀλλά τοῦ εἶχαν πεῖ οἱ ὑπόλοιποι νά μείνει ἔξω ἕως ὅτου τόν μεταλάβουν μή τύχει καί φύγει ἀπό αὐτό τόν κόσμο ἀκοινώνητος. Ἀπό τούς ἑπτά ἀποστόλους καί τά ἑπτά εὐαγγέλια εἶχαν ἀναγνώσει τούς ἑπτά ἀποστόλους καί τά ἕξι εὐαγγέλια. Τότε σταμάτησαν, τόν μετάλαβαν γιατί πίστεψαν ὅτι δέν θά προλάβουν καί συνέχισαν. Μετά τό Ἅγιο Εὐχέλαιο μπῆκε μέσα ὁ γιός του ὁ Γιακουμής. Ὁ παππούς τότε ἔκανε νά τόν ἀγκαλιάσει, πέρασε τό χέρι πάνω ἀπό τόν ὦμο του καί ὅπως τό προεῖπε ξεψύχησε ἀφοῦ περίμενε νά δεῖ τό γιό του. Ἦταν τό πρωινό τῆς Παρασκευῆς 10 Ὀκτωβρίου 1969.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ παπποῦ ὁ πατήρ Νικόλας εἶπε τά λόγια τοῦτα: «Γνωρίζω τό δρόμο τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ καί σᾶς λέω ὅτι ἐάν αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν πάει στόν παράδεισο, τότε κανένας μας δέν πρόκειται νά πάει ἐκτός ἀπό αὐτά τά νεογέννητα βρέφη». «Μά ἐσεῖς οἱ ἱερεῖς δέ θά εἴσαστε οἱ πρῶτοι στόν παράδεισο;», τόν ρωτᾶ μέ περιέργεια ὁ Σιάηλος. «Ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς», τοῦ ἀπαντᾶ, «ἔχουμε τίς περισσότερες ἁμαρτίες ἀπό ὅλο τόν κόσμο. Ἐμεῖς», εἶπε, «κουβαλᾶμε τίς ἁμαρτίες καί τῶν ὑπολοίπων».
Στόν ἐπικήδειο λόγο ὁ Θεολόγος κ. Παρασκευᾶς εἶπε μεταξύ ἄλλων: «Ἔχει ἕναν Ἅγιο ἡ Μηλιά…»
Προηγουμένως ἡ νύφη τοῦ παπποῦ ἡ Μερόπη εἶχε γράψει στόν ἄντρα της τό Γιακουμῆ μία ἐπιστολή λέγοντάς του καί γιά τήν κατάσταση τοῦ πατέρα του χωρίς νά τό πεῖ στόν γέροντα. Ὅταν αὐτή ἐπισκέφθηκε τόν πεθερό της αὐτός τῆς εἶπε: «Ἔγραψες γράμμα στόν Κούμα, ἔτσι δέν εἶναι; Τοῦ ἔγραψες ὅτι τέσσερεις μέρες ἔχουν ἀπομείνει στόν πατέρα του; Γνωρίζω ὅτι ὁ γιός μου πῆγε στήν Ἀγγλία γιά νά κάνει ἐγχείρηση τό κουβάρι στό λαιμό του.» Ἡ Μερόπη ἔμεινε ἔκπληκτη καί γυρνώντας στό σπίτι της εἰδοποίησε τόν σύζυγο της τηλεφωνικῶς, λέγοντας του κατά γράμμα τά λόγια του πατέρα του. «Ἄχ βρέ Μερόπη, ἐσύ τά ἔκανες ὅλα», τῆς εἶπε ἀργότερα ὁ πεθερός της χαριτολογώντας. «Ὁ νυμφίος ἔφτασε καί ἐσύ τόν ἔστειλες (τό Γιακουμή) νά πάει». Ὁ Γιακουμής τότε σχεδόν ἀμέσως καί μέ τή βοήθεια τῶν δικῶν του στήν Ἀγγλία βρῆκε πτήση καί ἐπέστρεψε τρεῖς μέρες ἀργότερα, τά χαράματα τῆς 10ης Ὀκτωβρίου 1969.
Κεφάλαιο Ε΄, Τό ὀσιακό τέλος τοῦ Χατζηφλουρέντζου
Ἐπιστρέφοντας τό ἀπόγευμα τῆς 25ης Σεπτεμβρίου ἀπό τό χωράφι ὁ παππούς ἐνίωσε ἀδιαθεσία καί ἔλεγε ὅτι δέν ἦταν καλά. Ἡ Σαλώμη τοῦ πρόσφερε φρέσκο κουλούρι, ἀλλά αὐτός ἔλεγε πώς δέν μποροῦσε νά φάει τίποτε καί πώς κάτι εἶχε στό στομάχι. Ἔφαγε μόνο μισό κουλούρι ἐκείνη τήν ἡμέρα. Ἀπό τίς 26 τοῦ Σεπτέμβρη ὡς τίς 10 τοῦ Ὀκτώβρη δέν ἔβαλε τροφή στό στόμα του παρά μόνο τρία κουταλάκια τσάι κατόπιν πολλῶν πιέσεων. «Θά πιῶ ἕνα κουταλάκι τσάι γιά τή σύζυγό μου, ἕνα γιά τή Σαλώμη καί ἕνα γιά τό Ἀντωνή», τούς εἶπε.
Ὁ παππούς πλέον ἦταν ἄρρωστος καί ἀδύναμος. Τοῦ εἶπε τότε ὁ γιός του ὁ Σιάηλος: «Πατέρα θά κριματιστεῖς πού δέν τρώεις τίποτε. Θέλεις νά βγάλεις τή ψυχή σου μέ τό ζόρι;». «Εἶναι διαταγή γιέ μου», τοῦ ἀπάντησε δείχνοντας τόν οὐρανό. «Ἦρθε ἡ ὥρα μου. Τοῦτα τά μωρά πού τώρα γεννήθηκαν κατάλαβαν τή στράτα μου καί ἐσεῖς ἀκόμα… Εἶναι διαταγή. Μόνο πάρτέ με στό μοναστήρι νά κάνω μπάνιο μέσα στό ἁγίασμα». Ὅταν πῆγε κοντά του ὁ γιός του ὁ Ἀντωνής, τοῦ λέει ὁ πατέρας του: «Νά πάεις νά ζητήσεις τό κλειδί τῆς Αὐγασίδας ἀπό τόν παπά Ἀντρέα». «Γέρο, δέν πηγαίνω ἄλλη φορά νά ζητήσω τό κλειδί. Πῆγα προηγουμένως καί τό ζήτησα, πῆγε καί ἡ Σαλώμη μέ τή Χαρίκλεια καί δέν τό ἔδωσε σέ κανένα». «Πήγαινε», τοῦ λέει «καί σήμερα θά σοῦ τό δώσει καί νά τοῦ πεῖς νά ἔρθει ὁ ἴδιος».
Λέει μετά ὁ παππούς στή Χαρίκλεια καί τή Σαλώμη: «Παιδιά μου, τό κλειδί θά ἔρθει σήμερα νά πέσει ἐδῶ», δείχνοντάς τους τήν κούπα μέ τό νερό πού εἶχε γιά νά πλένεται. Βρῆκε τότε ὁ Ἀντωνής τόν π. Ἀντρέα στό παντοπωλεῖο καί τοῦ ζήτησε νά τοῦ δώσει τό κλειδί. «Μά θέλεις νά χάσω τή δουλειά μου;», τοῦ ἁπαντά ὁ ἱερέας. «Μά αὐτός εἶναι ἀκίνητος στό κρεβάτι, σχεδόν νεκρός», ἐπέμενε ὁ Ἀντωνής. Τόν παρακάλεσαν καί ὁ Λεβέντης μαζί μέ τό δάσκαλο τό Γιαννάκη πού ἦταν ἐκεῖ καί παρακολουθοῦσαν τή συζήτηση. Τότε αὐτός λυπήθηκε, πῆγε στό σπίτι του καί ἔφερε τό κλειδί. Μόλις τό πρόσφερε στόν Ἀντωνή, αὐτός θυμήθηκε τά λόγια τοῦ πατέρα του καί λέει στόν ἱερέα: «Μοῦ εἶπε πρέπει νά πάεις ἐσύ νά τοῦ τό δώσεις». Ξεκίνησαν τότε μαζί μέ τόν π. Ἀντρέα καί τόν Ἀντρέα Λεβέντη γιά τό σπίτι τοῦ Χατζηφλουρέντζου. Ὅταν ἔφθασαν, ὁ ἱερέας πρόσφερε τό κλειδί στό γέρο λέγοντας μέ χαρά: «Ἔλα Χατζή καί σού τό ἔφερα καί ὅτι θέλεις νά μοῦ πεῖς νά σοῦ τό κάνω». Τότε αὐτός τοῦ ζήτησε νά τό ἀφήσει μέσα στήν κούπα μέ τό νερό. Ἔτσι ἔγινε ὅπως προεῖπε ὁ παππούς. Μετά ἀπό λίγο σκούπισε τό κλειδί καί εἶπε μέ τή χαμηλή καί ἀδύνατή του φωνή στόν ἱερέα: «Δάσκαλε, ἐγώ δέν μποροῦσα νά πάω καί νά μήν πάρω τό κλειδί τοῦτο. Αὐτό εἶναι τό κλειδί τῆς Κύπρου».
Τά παραπάνω λόγια δέν εἶναι εὔκολο νά τά καταλάβει κανείς. Τό σίγουρο πάντως εἶναι πώς σέ ὅλη του τή ζωή ὁ Χατζηφλουρέντζος δέν συνήθισε νά λέει περιττά ἤ ἄστοχα λόγια.
Τήν ἑπομένη, ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Ἀνδρονίκου, στίς 9 Ὀκτωβρίου, τόν μετέφεραν στή μονή τῆς Παναγίας τῆς Αὐγασίδας, κατόπιν ἔντονων παρεναίσεών του. «Δέ θά φύγω παιδιά μου, θά μείνω ἐδῶ», εἶπε στούς δικούς του.1 Φορτώνοντάς τον στά χέρια τους ὁ γιός του Ἀντωνής καί ἡ Σαλώμη, τόν πέρασαν ἀπό ὅλες τίς εἰκόνες γιά νά προσκυνήσει. Μόλις προσκύνησε καί τήν τελευταία εἰκόνα ἔγινε κατάμαυρος. Φοβήθηκαν τότε οἱ γυναῖκες πώς πέθανε καί ἡ κόρη τοῦ παπποῦ ἡ Χαρίκλεια ἔκλεγε. «Μή φοβάστε καί δέν πέθανε», τούς λέει ὁ Ἀντωνής.
Τόν ξάπλωσαν τότε μπροστά ἀπό τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας καί τή νύκτα τήν πέρασε ἐκεῖ. Σιγά-σιγά τό χρῶμα του ἐπανῆλθε. Γύρω στίς 4:00 τό πρωί ἐπέστρεψε ἀπό τήν Ἀγγλία καί ὁ Γιακουμής. Τό πρωί λοιπόν φώναξαν τόν ἱερέα τῆς Γύψου π. Νικόλα, μετά ἀπό παράκληση τοῦ παπποῦ καί τόν ἀδελφό του παπποῦ πατήρ Μιχαήλ νά τόν κοινωνήσουν καί νά τοῦ κάνουν τό Ἅγιο Εὐχέλαιο. Μαζί τους πῆγε καί ὁ Γιακουμής ἀλλά τοῦ εἶχαν πεῖ οἱ ὑπόλοιποι νά μείνει ἔξω ἕως ὅτου τόν μεταλάβουν μή τύχει καί φύγει ἀπό αὐτό τόν κόσμο ἀκοινώνητος. Ἀπό τούς ἑπτά ἀποστόλους καί τά ἑπτά εὐαγγέλια εἶχαν ἀναγνώσει τούς ἑπτά ἀποστόλους καί τά ἕξι εὐαγγέλια. Τότε σταμάτησαν, τόν μετάλαβαν γιατί πίστεψαν ὅτι δέν θά προλάβουν καί συνέχισαν. Μετά τό Ἅγιο Εὐχέλαιο μπῆκε μέσα ὁ γιός του ὁ Γιακουμής. Ὁ παππούς τότε ἔκανε νά τόν ἀγκαλιάσει, πέρασε τό χέρι πάνω ἀπό τόν ὦμο του καί ὅπως τό προεῖπε ξεψύχησε ἀφοῦ περίμενε νά δεῖ τό γιό του. Ἦταν τό πρωινό τῆς Παρασκευῆς 10 Ὀκτωβρίου 1969.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ παπποῦ ὁ πατήρ Νικόλας εἶπε τά λόγια τοῦτα: «Γνωρίζω τό δρόμο τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ καί σᾶς λέω ὅτι ἐάν αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν πάει στόν παράδεισο, τότε κανένας μας δέν πρόκειται νά πάει ἐκτός ἀπό αὐτά τά νεογέννητα βρέφη». «Μά ἐσεῖς οἱ ἱερεῖς δέ θά εἴσαστε οἱ πρῶτοι στόν παράδεισο;», τόν ρωτᾶ μέ περιέργεια ὁ Σιάηλος. «Ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς», τοῦ ἀπαντᾶ, «ἔχουμε τίς περισσότερες ἁμαρτίες ἀπό ὅλο τόν κόσμο. Ἐμεῖς», εἶπε, «κουβαλᾶμε τίς ἁμαρτίες καί τῶν ὑπολοίπων».
Στόν ἐπικήδειο λόγο ὁ Θεολόγος κ. Παρασκευᾶς εἶπε μεταξύ ἄλλων: «Ἔχει ἕναν Ἅγιο ἡ Μηλιά…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου