Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ «FILIOQUE»

Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ «FILIOQUE»



Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ «FILIOQUE»
Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή
 
    Μέσα στο σύμβολο πίστεως της Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως (325/381), εκφράζεται η ομολογία της Εκκλησίας ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός. «Και εις το Πνεύμα το Άγιον…το εκ του Πατρός εκπορευόμενον». Η φράση αυτή του συμβόλου έχει αγιογραφι­κή θεμελίωση καθώς ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός μας αποκάλυψε ότι «Όταν έλθη ο Παράκλητος ον εγώ πέμψω υμίν παρά του Πατρός, το Πνεύμα της αληθείας ο παρά του Πατρός εκπορεύεται, εκείνος μαρτυ­ρήσει περί εμού». (Ιωάν. 15,26). Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός δίδαξε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και αποστέλλεται στους πιστούς από τον ίδιο. Ο όρος «εκπόρευση» πρέπει ν' αντιδιαστέλλεται από τον όρο «πέμψις». Ο πρώτος όρος σημαίνει ότι ο Πατέρας είναι η υπαρκτική αιτία και αρχή της ύπαρξης του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα δεν δημιουργήθηκε, αλλά εκπορεύεται από τον Πατέρα. Ο δεύ­τερος όρος σημαίνει ότι το Άγιο Πνεύμα το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα, αποστέλλεται, δίδεται ως δωρεά από τον Υιό του Θεού στους πιστούς. Ο Υιός του Θεού δεν είναι η υπαρκτική αιτία του Αγίου Πνεύ­ματος, διότι μία είναι η αρχή στην θεότητα και αυτός είναι ο Πατήρ.
Κανένας Πατέρας της Εκκλησίας, της Ανατολικής και δυτικής δεν εξέφρασε την άποψη ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται επίσης και «εκ του Υιού». Οι μεγάλοι Καππαδόκες Πατέρες, οι Αλεξανδρινοί και Αντιοχειανοί θεολόγοι, αλλά και τα μεγάλα πνευματικά αναστήματα της Δυτικής Χριστιανοσύνης, όπως ο Ειρηναίος Λυώνος, ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων, και άλλοι, δεν μας παρέδωσαν τέτοιου είδους ομολογία πίστεως, αλλά έμειναν πιστοί στην αποστολική διδασκαλία.
Με το Τριαδικό δόγμα έχουμε την απόλυτη κατάφαση στο Παράδο­ξο που δημιουργεί η αναγνώριση της ταυτόχρονης ενότητας και διακρί­σεως των προσώπων στην κοινωνία. Εδώ όμως πρέπει να σημειωθεί ότι η θεολογική παράδοση του δυτικού χριστιανικού κόσμου είχε ήδη από τους πρώτους αιώνες την τάση να παρουσιάζει την ενότητα της Αγίας Τριάδος με τρόπο, που καθιστούσε προβληματική τη διατήρηση της ιδιαιτερότητας των προσώπων. Σε αντίθεση με την ορθόδοξη θεολογία, που παρουσίαζε την ενότητα της Αγίας Τριάδος σε επίπεδο κοινωνίας προσώπων, η δυτική θεολογία τοποθετούσε την ενότητα αυτή σε επί­πεδο ουσίας. Από εδώ γεννήθηκε και το Filioque, που συνεπάγεται σε τελική ανάλυση, τη μείωση του προσώπου του Αγίου Πνεύματος και την υπαγωγή του στην υπηρεσία του συνδέσμου των δύο άλλων προ­σώπων171.
Μερικούς αιώνες μετά την διατύπωση του Συμβόλου της Πίστεως, κάποιες δυτικές εκκλησίες προχώρησαν σε μία αυθαίρετη εισαγωγή του όρου «Filioque» στο Σύμβολο. Η πράξη αυτή ήταν σαφώς ενάντια στη γνώμη και τη θέληση των Πατέρων που συμμετείχαν στην δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο.
Η προέλευση της διδασκαλίας περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος όχι μόνο «εκ του Πατρός», αλλά και «εκ του Υιού» (Filioque) συνδεόταν αναμφιβόλως με τις βησιγοτθικές αρειανικές ρίζες της θεολογίας των Φράγκων. Τον Αρειανισμό είχαν δεχθεί οι Βησιγότθοι, οι οποίοι πιεζόμενοι από την Ανατολή κατέφυγαν τελικώς στην Ισπανία, κατ' επέκταση δε και όλα σχεδόν τα άλλα γερμανικά φύλα (Οστρογότθοι, Βάνδαλοι, Σουηβοί, κ.α.), τα οποία τελικώς απορ­ροφήθηκαν από το φραγκικό κράτος. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι ήδη η σύνοδος του Τολέδο (589) εισήγαγε τελικώς το Filioque και στο σύμ­βολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Η κατά τον όγδοο αιώνα εισαγω­γή της καινοτομίας αυτής στο φραγκικό κράτος ήταν συνέπεια της αφομοιώσεως από το κράτος του Καρλομάγνου όλων των αρειανικών γερμανικών φύλων τα οποία επηρέασαν τη γέννηση της φραγκικής θεο­λογίας και συνετέλεσαν στη σταδιακή απομάκρυνση από την αρχαία κοινή παράδοση της ανατολικής και δυτικής εκκλησίας. Υπό το πνεύ­μα αυτό η προσθήκη του Filioque, έγινε επίσημα δεκτή από τη σύνοδο της Φραγκφούρτης (796) και από τη σύνοδο του Ακυϊσγράνου (809)172.
Ο πάπας Λέοντας Γ' (795-816), αποδοκίμασε την εισαγωγή του Filioque στο σύμβολο της Πίστεως. Η αποδοκιμασία όμως αυτή αποτελούσε μία ασθενική κραυγή στην αχανή φραγκική Δύση, ο αντίλαλος της οποίας δεν ήταν δυνατόν να διαπεράσει τα όρια της Ιταλίας. Η δύναμη των Φράγκων βασιλέων και η παράλληλη ανάπτυξη της κοσμι­κής εξουσίας του παπισμού επιτάχυναν την προϊούσα αποσύνδεση της δυτικής Εκκλησίας από τις πηγές της κοινής παράδοσης των πρώτων αιώνων, έτσι ώστε οι Καρολίνειοι βίβλοι να θεωρούν ως εσφαλμένη αντίληψη την Ορθόδοξη άποψη, ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται μόνον από τον Πατέρα173.
Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος, πριν ακόμα η Εκκλη­σία της Ρώμης επικυρώσει επίσημα το δόγμα του Filioque, και καθώς η ίδια επιχειρούσε την πνευματική και πολιτική άλωση της Βουλγα­ρίας, παράλληλα με τις άλλες διαφορές, τόνισε τη θεολογική σημασία της αίρεσης του Filioque. Στη μνημειώδη «Εγκύκλιον επιστολήν προς τους της Ανατολής αρχιερατικούς θρόνους», επισημαίνει με προσεγμέ­να θεολογικά επιχειρήματα ότι το Filioque διασαλεύει τη μοναρχία της Αγίας Τριάδος, καθιερώνει δύο αρχές, μέσα στη θεότητα (Πατήρ-Υιός) και κατά συνέπεια τη δυνατότητα να υποθέσει κανείς πως και το ίδιο το Άγιο Πνεύμα θα μπορούσε να έχει παρόμοιες εκπορεύσεις, οπότε κανείς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Αγία Τριάδα αποτελεί­ται από άπειρες υποστάσεις, κάτι το οποίο βέβαια είναι άτοπο.
Τα ίδια επιχειρήματα, όμως με περισσότερο θεολογικό βάθος, ανα­πτύσσει και στο έργο του «Περί της του Αγίου Πνεύματος μυσταγω­γίας». Στο συγκεκριμένο έργο επισημαίνει επίσης κατηγορηματικά το γεγονός ότι η διδασκαλία αυτή δεν μπορεί να θεμελιωθεί από καμία σύνοδο174.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία ποτέ δεν αποδέχτηκε την αυθαίρετη εισα­γωγή του Filioque στο σύμβολο της Πίστεως, αν και κατά το πέρασμα των αιώνων ασκήθηκαν έντονες πιέσεις από την πλευρά της Ρωμαιο­καθολικής Εκκλησίας. Κατά τη διάρκεια της συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας, και ενώ η ρωμαιοκαθολική πλευρά επέμενε στην ορθότητα της εισαγωγής του Filioque στο σύμβολο, ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός τόνισε την εμμονή στα διδάγματα των Πατέρων και στους όρους των Οικουμενικών συνόδων. Κανένας, σύμφωνα με τον Άγιο Μάρκο, δεν έχει το δικαίωμα να προσθέτει ή να αφαιρεί όρους και λέξεις από το σύμ­βολο σύμβολο της Πίστεως. Ο Καρδινάλιος Ιουλιανός Καισαρίνι υπο­στήριξε ότι το Filioque είναι μία επουσιώδη προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως, η οποία έγινε για την διευκρίνιση της περί εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος διδασκαλίας της δυτικής Εκκλησίας. Αντιθέτως, ο Μάρκος ο Ευγενικός ενέμεινε στη σοβαρότητα της γενομένης προσθή­κης και αντιστρέφοντας το επιχείρημα του Καρδιναλίου απορούσε γιατί, αν ήταν τόσο επουσιώδης η προσθήκη, οι λατίνοι επέμειναν αμε­τακίνητοι σε αυτήν και παρακώλυαν για επουσιώδες ζήτημα την απο­κατάσταση της ενότητας της Εκκλησίας. Τελικώς, αν και επιχειρήθηκε μία ψευδο-ένωση μεταξύ ανατολικής και δυτικής Εκκλησίας, η αίρεση του Filioque δεν έγινε αποδεκτή από το πλήρωμα της Ορθοδόξου Ανα­τολικής Εκκλησίας175.
Η μείωση της σημασίας του Αγίου Πνεύματος συγκρινόμενης με εκείνη του Υιού, μείωση που μπορεί ν' αναζητηθεί στο Filioque και η σχεδόν σμίκρυνση του Αγίου Πνεύματος αναφορικά με τον Υιό μαζί αποτελούν ένα λόγο, γιατί στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν γίνεται συχνά μνεία για την παρουσία και δραστηριότητα του Αγίου Πνεύμα­τος. Το Άγιο Πνεύμα δεν θεωρείται ως αναγκαίος σύνδεσμος μεταξύ πιστών και Χριστού καθώς ο Χριστός, έχοντας μεταβιβάσει την εξου­σία του στον πάπα, έχει απομακρυνθεί από το ιστορικό παρών, εξου­σιοδοτώντας τον πάπα να είναι αντιπρόσωπος του επί της γης176.
Το άγιο Πνεύμα, που εκπορεύεται από τον Πατέρα και όχι από τον Πατέρα και από τον Υιό (Filioque), συγκροτεί τους πιστούς σε κοινω­νία προσώπων κατ' εικόνα του τριαδικού Θεού. To Filioque, που καθιε­ρώθηκε στη δυτική θεολογία, είναι μία βασική δογματική πλάνη, που αναφέρεται στον πυρήνα της πίστεως, στο Τριαδικό δόγμα, και που έχει ευρύτερες εκκλησιολογικές και ανθρωπολογικές συνέπειες. Είναι το πρώτο χαρακτηριστικό σύμπτωμα της αποσπάσεως της θεολογίας από τη ζωή και την εμπειρία της Εκκλησίας. Ενώ δηλαδή η εκκλησια­στική θεολογία θεμελιώνεται στην εμπειρία της παρουσίας του Θεού μέσα στην ιστορία, με το Filioque εισάγεται ένα άλλο είδος θεολογίας. Η θεολογία αυτή, ξεκινώντας αρχικά από μία υπερορθόδοξη πολεμική διάθεση και προσπαθώντας να θεμελιώσει σε μεταφυσική βάση την ισοτιμία του Υιού προς τον Πατέρα, παραμερίζει ουσιαστικά το πρό­σωπο και την προσωπική εμπειρία και εξελίσσεται σταδιακά σε ιδεολογοποιημένη θεολογία. Βέβαια τέτοια δεν είναι μόνο η θεολογία που συνδέεται με το Filioque. Εκείνο που επισημαίνεται εδώ για τη διδα­σκαλία του Filioque είναι ότι αυτή αποτελεί την πρώτη χαρακτηριστι­κή περίπτωση ιδεολογοποιήσεως της θεολογίας, που καθιερώθηκε επί­σημα σε μία μεγάλη περιοχή του χριστιανικού κόσμου. Η καθιέρωση της θεολογικής αυτής θέσεως, που υποτάσσει το πρόσωπο στην απρό­σωπη αρχή της ουσίας, φανέρωσε εξελικτικά και τις ευρύτερες εκκλησιολογικές και ανθρωπολογικές συνέπειές της με την υποταγή του προ­σώπου και της κοινωνίας στο θεσμό και τη θεοποιημένη αυθεντία177.
Μετά το παπικό πρωτείο και το αλάθητο του προκαθημένου της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας που θεσπίστηκε επίσημα στην Α' σύνοδο του Βατικανού το 1870, το δόγμα του Filioque, δηλαδή η διδασκαλία ότι και ο Υιός ως δεύτερη αρχή εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα, αποτελεί μία σοβαρή δογματική διαφορά της Ρωμαιοκαθολικής προς την Ορθό­δοξη Εκκλησία. Η διδασκαλία αυτή μάλιστα υιοθετήθηκε επίσημα από τον Προτεσταντισμό και συγκεκριμένα από τον Λουθηρανισμό στα επίσημα συμβολικά του κείμενα όπου καταρχήν δέχεται τα τρία αρχαία οικουμενικά σύμβολα178.
Οι Πατέρες μας που συμμετείχαν στην Α' και Β' Οικουμενική σύνο­δο, συνέταξαν το σύμβολο της πίστεως το οποίο έμελλε να είναι ο αιώ­νιος φωτεινός οδηγός της Εκκλησίας. Οποιαδήποτε παρέκκλιση από το «γράμμα» και το «πνεύμα» του συμβόλου αποτελεί παρέκκλιση από την αλήθεια, κάτι άλλωστε που ρητά απαγορεύουν οι οικουμενικές σύνοδοι.
Στον 7ο κανόνα της Γ' Οικουμενικής συνόδου, διαβάζουμε τα εξής: «...ώρισεν η αγία σύνοδος, ετέραν πίστιν μηδενί εξείναι προφέρειν ή γούν συγγράφειν ή συντιθέναι, παρά την ορισθείσαν παρά των αγίων πατέρων των εν τη Νικαέων συναχθέντων πόλει σύν τω Αγίω Πνεύματι»179. Η προσθήκη αυτή δεν αντιτίθεται λοιπόν, μόνο στην διδασκαλία του Κυρίου μας, αλλά και στη διδασκαλία των Αγίων και Οικουμενικών συνόδων. Οι αποφάσεις των Αγίων και Οικουμενικών συνόδων, πρέπει να είναι σεβαστές πάντοτε. Έχουν δε αιώνια αξία.
 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
171. Γ. Μαντζαρίδη, Κοινωνιολογία του Χριστιανισμού, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 152.
172. Β. Φειδά, ο.π., σελ. 96 εξ.
173. Β. Φειδά, ο.π., σελ. 139 εξ.
174. Φωτίου Πατριάρχου, Περί της του Αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας PG 102,284 Α-285ΑΒ «ει μεν ο Υιός της πατρικής υπέρ λόγον απλότητος ουκ εξίσταται, το δε Πνεύμα εις διπλούν αίτιον αναφέρεται και εκ διπλής προβολής υφίσταται, πώς ούκ επακολουθήσει το σύνθετον;» 288Β: «Αλλά γάρ εκπορεύεται το Πνεύ­μα του Υιού. Τι δήποτε προσλαμβάνον, όπερ ούκ έσχεν εκπορευόμενον, του Πατρός
175. Η σύνοδος της Φερράρας-Φλωρεντίας συγκλήθηκε το 1438-1439, με σκοπό την αποκατάσταση του σχίσματος μεταξύ ανατολικής και δυτικής Εκκλησίας. Δεν συγκλήθηκε σύμφωνα με τα αρχαία κριτήρια σύγκλησης των συνόδων, αλλά αποτέλεσε το βήμα προβολής της ρωμαιοκαθολικής θεολογίας σε μία εποχή όπου το Βυζάντιο κατέρρεε και προσπαθούσε να βρει συμμάχους εναντίον των Τούρκων, στη Δύση. Ο πάπας και οι δυτικοί κατανοούσαν την εμπερίστατη θέση της Κωνσταντινουπόλεως και θεώρησαν ότι η χρονική συγκυρία ήταν η λαμπρή ευκαιρία για επιβολή της δυτικής θεολογίας στην Ανατολή. Κάτω από το βάρος των προκλήσεων των Τούρκων και για να σωθεί η χιλιόχρονη και πλέον ιστορία του Βυζαντίου, οι ανατολικοί αναγκάστηκαν να δεχθούν την ένωση με τους δυτικούς και η οποία όμως ποτέ δεν ίσχυσε. Ο Ορθόδοξος λαός του Βυζαντίου αλλά και γενικότερα ο ορθόδοξος κόσμος ποτέ δεν την αποδέ­χτηκε. Περισσότερα για την ιστορία, το έργο και τη θεολογία της συνόδου βλ σγ. Β. Φειδά. Εκκλησιαστική Ιστορία Β', Αθήνα 1994, σελ. 603-626.
176. Δ. Στανιλοάε, ο.π., σελ. 102.
177. Γ. Μαντζαρίδη, Ορθόδοξη πνευματική ζωή, Θεσσαλονίκη 1986. σελ. 21-22.
178. Ν. Ματσούκα, ο.π., σελ. 128 εξ.
179. Γ. Μαρτζέλου, Γένεση και πηγές του Όρου της Χαλκηδόνας, Θεσσαλονίκη 1986. σελ. 27.


Απόσπασμα από το βιβλίο:
ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (Δείτε τα περιεχόμενα εδώ)
Έκθεση της Ορθοδόξου Πίστεως σε αντιπαράθεση με την αιρετική διδασκαλία (Θεσσαλονίκη 2002)
Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή
Για παραγγελίες στα τηλέφωνα:
2310.525220 - 6977510787
 
 Ο λόγιος αρχιμανδρίτης Θεόφιλος Λεμοντζής, Δρ. Θ. είναι Αρχιερατικός Επίτροπος Καμπανίας, και μέλος της Συνοδικής επιτροπής επί των Αιρέσεων, με πλούσιο ποιμαντικό, πνευματικό, φιλανθρωπικό και επιστημονικό έργο.    

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com


Read more: http://www.egolpion.com/airesi_filioque.el.aspx#ixzz2sBfmodev

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου