Ὁμότιμος Καθηγητὴς Α.Π.Θ.
ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΡΕΣΗ
ΟΧΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
1. Ἀπαγορευμένη καὶ ἐπιτρεπόμενη ἀποτείχιση
Τὸν
τελευταῖο καιρὸ γίνεται συχνὰ λόγος γιὰ «ἀποτείχιση» καὶ
«ἀποτειχισμέ-νους» πιστούς, μὲ συχνὴ ἐπίσης καὶ μᾶλλον σκόπιμη παρανόηση
τοῦ ἐννοιολογι-κοῦ περιεχομένου αὐτῶν τῶν λέξεων. Τὸ οὐσιαστικὸ ἀποτείχισις παράγεται ἀπὸ τὸ ρῆμα ἀποτειχίζω, τὸ ὁποῖο σύμφωνα μὲ τὰ Λεξικὰ σημαίνει: ὀχυρώνω, ἀποκλείω διὰ τείχους, ἐγείρω μεσότοιχον. Ἑπομένως καὶ ἡ λέξη «ἀποτείχισις» σημαίνει: ἀποκλεισμὸς διὰ τείχους, ὀχύρωσις. Τὸ δὲ τεῖχος ποὺ ὑψώνει κανεὶς γιὰ νὰ ἀμυνθεῖ καλεῖται ἀποτείχισμα.
Εἶναι
σαφὲς ὅτι ἡ χρήση τῆς λέξεως ἀποτείχιση προϋποθέτει ὅτι ὑπάρχει κάποιος
κίνδυνος, κάποιος ἐχθρός, γιὰ τὴν προφύλαξη ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὑψώνει κανεὶς
ἕνα τεῖχος. Στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα ἡ ἔννοια αὐτὴ τῆς ἀποτειχίσεως
φραστικὰ εἰσάγεται ἀπὸ τὸν 15ο κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπὶ Μ.
Φωτίου (861), ὅπου εἶναι σαφέστατο καὶ ἡλίου φαεινότερο ποιός εἶναι ὁ
κίνδυνος ποὺ ἐπιβάλλει τὴν ἀποτείχιση. Αὐτὸς εἶναι ἡ αἵρεση καὶ οἱ
αἱρετικοὶ ἐπίσκοποι.
Συγκεκριμένα
μὲ τοὺς δύο προηγουμένους κανόνες ἡ Σύνοδος, γιὰ νὰ ἀπο-τρέψει τὴν
δημιουργία σχισμάτων, τιμωρεῖ μὲ τὴν αὐστηρὴ ποινὴ τῆς καθαιρέ-σεως, διὰ
τοῦ 13ου τὸν πρεσβύτερο ἢ διάκονο, ὁ ὁποῖος διακόπτει τὴν κοινωνία μὲ
τὸν ἐπίσκοπό του καὶ δὲν ἀναφέρει τὸ ὄνομά του στὶς διάφορες εὐχὲς τῶν
θείων λειτουργιῶν, πρὶν νὰ καταδικασθεῖ ὁ ἐπίσκοπος ἀπὸ κάποια σύνοδο, «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως», ἐπικαλούμενος
κάποια δῆθεν ἀτοπήματα, «ἐγκλήματα», τοῦ ἐπισκόπου, δηλαδὴ ὄχι θέματα
πίστεως ἀλλὰ διοικητικές, οἰκονομικὲς κ.ἄ. ἀτασθαλίες. Τὰ ἴδια
ἐπαναλαμβάνει καὶ ὁ 14ος, δηλαδὴ ἐπιβάλλει τὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως
στὸν ἐπίσκοπο τώρα, ποὺ γιὰ τοὺς ἴδιους λόγους διακόπτει τὴν κοινωνία μὲ
τὸν μητροπολίτη του. Ὁ 15ος κανόνας ἔχει μία ἰδιαιτερότητα: Στὸ πρῶτο
του μέρος λέγει τὰ ἴδια καὶ γιὰ τὸν μητροπολίτη, ὁ ὁποῖος διακόπτει τὸ
μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου, στὴν δικαιοδοσία τοῦ ὁποίου ἀνήκει. Στὸ
δεύτερο μισὸ ὅμως τοῦ κανόνος, ὅπου εἰσάγεται καὶ ἡ ἔννοια τῆς
ἀποτειχίσεως, ὁ κανὼν προβαίνει σὲ μία ἐξαίρεση, μὲ βάση τὴν ὁποία
ἠμποροῦν οἱ κληρικοὶ ὁποιασδή-ποτε βαθμίδος καὶ ἀξιώματος νὰ διακόψουν
τὴν κοινωνία μὲ τὸν ἱερατικῶς προϊστάμενό τους καὶ νὰ μὴ τὸν
μνημονεύουν· αὐτὸ συμβαίνει, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος, ὁ μητροπολίτης ἢ ὁ
πατριάρχης κηρύσσουν καὶ διδάσκουν «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», δηλαδὴ φανερά, ἀπροκάλυπτα, κάποια αἵρεση, ποὺ τὴν ἔχουν καταδικάσει Σύνο-δοι καὶ Ἅγιοι Πατέρες, «παρὰ τῶν Ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην». Ἡ
διακοπὴ μάλιστα αὐτὴ τῆς κοινωνίας καὶ τῆς ἀναφορᾶς τοῦ ὀνόματος τοῦ
ἐπισκόπου, μητροπολίτου, πατριάρχου γίνεται καὶ πρὶν ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ
θέμα κάποια σύνοδος, δηλαδὴ καί «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως».
Τὸ
σημαντικὸ εἶναι ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἀποτειχίζουν τοὺς ἑαυτούς των ἀπὸ
τέτοιους δῆθεν ἐπισκόπους, ποὺ κηρύσσουν αἵρεση, ὄχι μόνο δὲν ὑπόκεινται
στὶς ποινὲς ποὺ ἐπιβάλλουν οἱ προηγούμενοι κανόνες, δηλαδὴ στὴν ποινὴ
τῆς καθαιρέσεως, ἀλλὰ πρέπει ἐπὶ πλέον νὰ τιμῶνται μὲ τὴν πρέπουσα τιμὴ
ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, διότι ἀποτειχίσθηκαν, δηλαδὴ χωρίσθηκαν μὲ τὸ
τεῖχος τῆς ἀληθείας, ὄχι ἀπὸ ἐπισκόπους, ἀλλὰ ἀπὸ ψευδεπισκόπους καὶ
διότι ὄχι μόνο δὲν προκαλοῦν σχίσμα καὶ διαιρέσεις, ἀλλὰ σπεύδουν,
ἐπείγονται νὰ γλυτώσουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ σχί-σματα καὶ διαιρέσεις ποὺ
προκαλοῦν οἱ ψευδοεπίσκοποι. Παραθέτουμε τὸ ἀκρι-βὲς κείμενο τοῦ
κανόνος, τὸ ὁποῖο δυστυχῶς δὲν προσέχουν πολλοὶ καὶ ὁμιλοῦν ἀπὸ κοιλίας,
πρόχειρα, καὶ ἀβασάνιστα καὶ κατόπιν θὰ σχολιάσουμε κάποια σημεῖα του,
ὥστε νὰ ἀποσαφηνισθεῖ ἡ ἔννοια τῆς ἀποτειχίσεως, ἰδιαίτερα τὸ ἀπὸ ποιόν,
ἀπὸ ποιούς ἀποτειχίζεται κανείς, ποιός εἶναι ὁ κίνδυνος, ὁ ἐχθρός, γιὰ
τὴν ἀπόκρουση τοῦ ὁποίου ὑψώνει κανεὶς τὸ τεῖχος, ὥστε νὰ ἀμυνθεῖ καὶ νὰ
παρεμποδίσει τὴν προέλαση καὶ τὴν ἐξάπλωσή του. Τί προκύπτει ἀπὸ τὸ
κείμενο; Ἀποτειχίζεται κανεὶς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἢ ἀπὸ τὴν αἵρεση, ἀπὸ
ἀληθινοὺς ἐπι-σκόπους ἢ ψευδεπισκόπους; Ἂς ξαναδιαβάσουμε προσεκτικὰ τὸ
κείμενο τοῦ 15ου κανόνος, ποὺ παραθέτουμε ἀμέσως:
«Τὰ
ὁρισθέντα περὶ Πρεσβυτέρων καὶ Ἐπισκόπων καὶ Μητροπολιτῶν, πολλῷ μᾶλλον
ἐπὶ Πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε εἴ τις Πρεσβύτερος, ἤ Ἐπίσκοπος, ἤ
Μη-τροπολίτης τολμήσοι ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον Πατριάρχην
κοινωνίας, καὶ μὴ ἀναφέροι τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισμένον καὶ
τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ Μυσταγωγίᾳ, ἀλλὰ πρὸ ἐμφανείας συνοδικῆς καὶ
τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως, σχίσμα ποιήσοι· τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος
πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλό-τριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείῃ τοῦτο
παρανομήσας. Καὶ ταῦτα μὲν ἐσφράγισταί τε καὶ ὥρισται περὶ τῶν προφάσει
τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων, καὶ σχίσμα ποιούντων,
καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γὰρ δι᾽ αἵρεσίν τινα παρὰ
τῶν ἁγίων Συνόδων, ἤ Πατέρων, κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον
κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τὴν αἵρεσιν δημοσίᾳ
κηρύττοντος, καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾽ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι
οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρὸ συνοδικῆς δια-γνώσεως
ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζον-τες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γὰρ Ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι».
2. Γιατὶ θεσπίσθηκε ὁ 15ος Κανών;
Αὐτὸ
ποὺ ἐνδιέφερε τοὺς Πατέρες τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τὴν περίοδο ποὺ
συνεκλήθη ἦταν νὰ ἀποτρέψουν τὴν δημιουργία σχισμάτων στὸ σῶμα τῆς
Ἐκκλησίας. Εἶχε προηγηθῆ ἡ ἐμφάνιση τῶν μεγάλων αἱρέσεων μὲ τελευταία
αὐτὴ τῆς Εἰκονομαχίας, ποὺ πρόσφατα εἶχε καταδικασθῆ καὶ ἡττηθῆ μὲ τὴν
ἀναστήλω-ση τῶν εἰκόνων (843), καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶχε θριαμβεύσει. Δὲν θὰ
ἤθελαν λοιπὸν νέες διαιρέσεις καὶ ἀναστατώσεις. Προέβλεπαν ὅτι, ἐπειδὴ ὁ
Διάβολος δὲν μπό-ρεσε μὲ τὶς αἱρέσεις νὰ διασπάσει τὴν ἑνότητα τῆς
Ἐκκλησίας, θὰ ἐπιχειροῦσε τώρα νὰ τὴν πλήξει μὲ τὴν δημιουργία
σχισμάτων, προβάλλοντας διοικητικά, οἰκονομικὰ καὶ ἄλλα σκάνδαλα
ἐκκλησιαστικῶν ἀξιωματούχων. Τὸ λέγει σαφῶς ἡ Σύνοδος στὴν ἀρχὴ τοῦ 13ου
Κανόνος: «Τὰς
τῶν αἱρετικῶν ζιζανίων ἐπισπορὰς ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ ὁ
παμπόνηρος καταβαλών, καὶ ταύτας ὁρῶν τῇ μαχαίρᾳ, τοῦ Πνεύματος
ἐκτεμνομένας προρρίζους, ἐφ᾽ ἑτέραν ἦλθε μεθοδείας ὁδόν, τῇ τῶν
σχισματικῶν μανίᾳ τὸ Χριστοῦ Σῶμα, μερίζειν ἐπιχειρῶν». Νομοθετεῖ
λοιπόν, ὅπως προείπαμε, μὲ τοὺς τρεῖς κανόνες (13, 14 καὶ 15) ὅτι
ὅποιοι κληρικοὶ στρέφονται ἐναντίον τοῦ ἐπισκόπου, τοῦ μητροπολίτου καὶ
τοῦ πατριάρχου ἐπικαλούμενοι διάφορα ἀτοπήματα, «ἐγκλήματα», καὶ
διακόπτουν τὴν κοινωνία μαζί του ὡς καὶ τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματός του
στὶς ἱερὲς ἀκο-λουθίες, πρὶν νὰ ὑπάρξει μάλιστα συνοδικὴ ἀπόφαση καὶ
καταδίκη, αὐτοὶ πρέπει νὰ καθαιροῦνται. Στὶς περιπτώσεις αὐτὲς
ἀπαγορεύεται ἡ διακοπὴ μνημοσύνου, ἡ ἀποτείχιση.
Γιὰ
νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὅμως ὅτι ἡ διακοπὴ μνημοσύνου, ἡ ἀποτείχιση,
ἀπαγο-ρεύεται παντελῶς, ὅτι εἶναι κάτι ποὺ δὲν πρέπει οὔτε νὰ συζητεῖται
οὔτε νὰ ἐνθαρρύνεται, καὶ ἐπειδὴ ἡ αἵρεση, ὡς προσβολὴ τῆς πίστεως, τῶν
δογμάτων, εἶναι χειρότερο κακό, μεγαλύτερος κίνδυνος γιὰ τὴν ἑνότητα
τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ σχίσμα, γι᾽ αὐτὸ οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου στὸ δεύτερο
μισὸ τοῦ 15ου Κανόνος ὁρίζουν καὶ θεσπίζουν ὅτι ὅσα προηγουμένως
ὁρίσθηκαν, ἡ μὴ διακοπὴ δηλαδὴ μνημοσύνου, δὲν ἰσχύουν στὴν περίπτωση
ποὺ ὁ ἐπίσκοπος, ὁ μητροπολίτης, ὁ πατριάρχης κηρύσσουν αἵρεση. Στὴν
περίπτωση αὐτὴ πρέπει ἀμέσως καὶ «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως» νὰ
ἀποτειχισθοῦμε, νὰ ὑψώσουμε τεῖχος ἄμυνας, νὰ ἀπο-κλείσουμε τὴν αἵρεση,
νὰ ὀχυρωθοῦμε. Ὑπάρχει, λοιπὸν καμμία ἀμφιβολία ὅτι ἡ ἀποτείχιση εἶναι
ἀποτείχιση ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀπὸ τοὺς
ψευδεπισκόπους καὶ ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀληθινοὺς ἐπισκόπους; Τόσο πολὺ ἔχασαν
τὰ μυαλά τους ἀπὸ τὴν θολούρα τοῦ Συγκρητισμοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
κάποιοι ἐπίσκοποι καὶ θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι εἴτε ἀπὸ ἀγραμματοσύνη
θεολογικὴ εἴτε σκό-πιμα, ὡς στρατευμένοι στὸν Οἰκουμενισμό, ἐκφοβίζουν
καὶ τρομοκρατοῦν τοὺς κληρικοὺς καὶ τοὺς πιστοὺς πὼς δῆθεν ἡ διακοπὴ
μνημοσύνου σὲ βγάζει ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ σὲ ὁδηγεῖ σὲ σχίσμα; Δὲν
λέγει ὁ κανόνας ὅτι οἱ διακόπτοντες τὸ μνημόσυνο, ὄχι μόνο δὲν
ὑπόκεινται στὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως, ἀλλὰ πρέπει καὶ νὰ τιμῶνται,
γιατὶ δὲν χωρίσθηκαν ἀπὸ ἐπισκόπους, ἀλλὰ ἀπὸ ψευδεπι-σκόπους, οὔτε
προκάλεσαν σχίσμα, ἀλλὰ προφυλάσσουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὰ σχίσματα; Θὰ
ἀφήσουμε λοιπὸν τοὺς αἱρετικοὺς οἰκουμενιστὰς νὰ μᾶς τρομοκρα-τοῦν μὲ
τὸν δῆθεν κίνδυνο σχίσματος καὶ μένοντας ἑνωμένοι μαζί τους θὰ εἴμαστε
μέσα στὴν Ἐκκλησία; Τότε καὶ μὲ τοὺς Παπικούς, τοὺς Προτεστάντες, τοὺς
Μονοφυσίτες ἑνωμένοι εἴμαστε μέσα στὴν Ἐκκλησία.
3. Λανθασμένη ἡ θέση: «Ἐμεῖς μένουμε στὴν Ἐκκλησία, δὲν φεύγουμε». Ποιοί φεύγουν;
Προκαλεῖ
ἐντύπωση ὅτι καὶ πρόσωπα, κατὰ τὰ ἄλλα ὀρθοδόξου φρονήματος, καὶ
μάλιστα λόγιοι ἐπίσκοποι, πρεσβύτεροι καὶ καθηγηταὶ ἐκλαμβάνουν τὴν
ἀπο-τείχιση κακῶς ὡς χωρισμὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ
τοὺς ψευδοεπισκόπους· ἰσχυρίζονται καὶ γράφουν καὶ κηρύσσουν ὅτι ἐμεῖς
μένουμε μέσα στὴν ἐκκλησία, δὲν ἀποτειχιζόμαστε, δίνουμε τὸν ἀγώνα μέσα
στὴν ἐκκλησία. Γίνονται ἔτσι καλοὶ συνεργάτες καὶ βοηθοὶ τῶν αἱρετικῶν
ψευδεπισκόπων, διότι δὲν ἀφήνουν νὰ ὑψωθεῖ τὸ τεῖχος τῆς διακοπῆς τῆς
κοινωνίας καὶ τοῦ μνημοσύνου, μὲ συνέπεια ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐπὶ
δεκαετίες τώρα νὰ προελαύνει ἀκάθεκτα, νὰ καταλαμβάνει πρόσωπα καὶ
θεσμούς, συνόδους, ἱεραρχίες, ἱεράρχες, θεολογικὲς σχολές, καὶ ἐμεῖς οἱ
Ὀρθόδοξοι ὡς ἐλεύθεροι σκοπευτὲς νὰ ρίχνουμε μερικὲς τουφεκιὲς ἀπέναντι
ἑνὸς ἐχθροῦ καὶ ἑνὸς κινδύνου μὲ ἀσύγκριτη ὑπεροπλία καὶ ἀσύμμετρη
ἀπειλή. Αὐτὸ ὅμως δὲν κάνουμε τόσα χρόνια ἀναβάλλοντας τὴν κατασκευὴ τοῦ
τείχους; Καὶ δὲν πρέπει τώρα βλέποντας ὅτι ὁ ἐχθρὸς κατέλαβε ἀκόμη καὶ
τὸ τελευταῖο θεσμικὸ προπύργιο ποὺ διαθέτουμε, τὸ συνοδικὸ σύστημα μὲ
τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, νὰ βελτιώσουμε τὴν στρατηγική μας, νὰ
προσαρμόσουμε τὰ ἐπιτελικά μας σχέδια, νὰ χρησιμοποιήσουμε τὸν ὁπλισμὸ
ποὺ μᾶς προμήθευσαν μὲ Ἁγιοπνευματικὲς ἀποφάσεις οἱ Ἅγιοι Πατέρες; Ἀπὸ
τὸ κάστρο τῆς ψευδοσυν-όδου ἐξαπολύονται μύδροι καὶ ἀπειλές,
ὑποδουλώνονται στὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ στὴν Πανθρησκεία διαρκῶς
περισσότεροι, αὐξάνουν οἱ συμπροσευχὲς καὶ οἱ οἰκουμενιστικὲς φιέστες,
θρασύτατα ἐπισκοπίδια καὶ θεολογίσκοι διαστρεβλώ-νουν καὶ παραμορφώνουν
τὸν λόγο τῆς ἀληθείας καὶ ὡς ἄγρια θηρία τὸν κατασπαράσσουν, ὅπως λέγει ὁ
Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος[1],
καὶ ἐμεῖς προβλη-ματιζόμαστε ἀκόμη ποῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἂν εἴμαστε
μέσα στὴν Ἐκκλησία μένοντας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἢ ἂν φεύγουμε ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησία χωριζόμενοι ἀπὸ αὐτούς; Δὲν εἶναι κατασταλαγμένο ἐκκλησιολογικὸ
ἀξίωμα ὅτι ἡ Ἐκκλησία βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια, καὶ ὄχι
ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχουν ἐπίσκοποι, καὶ πατριάρχες αἱρετικοί;