Ο Απόστολος Παύλος συνηγορεί για την
«απολύτρωσιν του σώματος» (ρωμ. 8,23). Όπως δε ο Άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος υπεμνημάτισε αυτά τα χωρία, πρέπει σαφώς να διακρίνουμε
ανάμεσα στο σώμα καθ' εαυτό και στη «φθορά». Το σώμα είναι δημιούργημα
του Θεού, αν και φθάρθηκε. Το «ξένο στοιχείο» που πρέπει να απεμπολισθεί
δεν είναι το σώμα αλλά η φθορά (Περί Αναστάσεως Νεκρών 6). Υπήρχε μια
πρόδηλος «σύγκρουσις στην ανθρωπολογία» ανάμεσα στο χριστιανικό μήνυμα
και στην ελληνική σοφία. Ο Αριστοτέλης και όχι ο Πλάτων ήταν το έσχατο
καταφύγιο που μπορούσε να βοηθήσει τους Χριστιανούς φιλοσόφους. Στη
φιλοσοφική ερμηνεία της εσχατολογικής της προσδοκίας, η χριστιανική
θεολογία ευθύς εξ' αρχής στηρίχθηκε στον Αριστοτέλη. Μια τέτοια, βέβαια,
μεροληπτική προτίμηση μπορεί να φαίνεται απροσδόκητη και παράξενη.
Γιατί, μιλώντας κατ' ακρίβεια στον Αριστοτέλη δεν υπάρχει χώρος για μια «μεταθανάτια» μοίρα του ανθρώπου. Ο άνθρωπος είναι καθ' ολοκληρίαν θνητός. Η μοναδική του ύπαρξις δεν είναι ένα πρόσωπο, και δεν ξεπερνάει το θάνατο. Κι
όμως σ' αυτή την αδυναμία του Αριστοτέλη ευρίσκονταν η δύναμίς του.
Είχε μια πραγματική κατανόηση για την ενότητα της ανθρώπινης υπάρξεως. Ο
άνθρωπος ήταν γι' αυτόν, πρωταρχικά, μια ατομική οντότητα, μια ζώσα
ενότητα.Ο άνθρωπος ήταν ένας ακριβώς μέσα στη δυαδικότητά
του, σαν «εμψυχωμένο σώμα», και τα δύο στοιχεία υπάρχουν μέσα σ' αυτόν
μαζί, σε μια συγκεκριμένη και αδιάσπαστη σχέση. Ψυχή
και σώμα για τον Αριστοτέλη δεν είναι πλέον δύο στοιχεία, που
συνδέθηκαν ή ενώθηκαν μεταξύ τους, αλλά μάλλον, απλώς και μόνο, δύο
όψεις της αυτής συγκεκριμένης πραγματικότητος. «Ψυχή και σώμα
μαζί συνιστούν το ζώο. Επομένως δεν χρειάζεται καμμία απόδειξις οτι η
ψυχή δεν μπορεί να χωρισθεί από το σώμα» (Περί Ψυχής 413α). Άπαξ
η λειτουργική ενότητα ψυχής και σώματος διασπασθεί από το θάνατο, δεν
υπάρχει πια «οργανισμός», το πτώμα δεν είναι πια σώμα, και ένας νεκρός
άνθρωπος δύσκολα μπορεί να ονομασθεί άνθρωπος. Κανένα είδος
μετεμψυχώσεως σε άλλα σώματα ήταν δυνατή για τον Αριστοτέλη. Κάθε ψυχή
συνδέεται με το δικό της αποκλειστικά σώμα, το οποίο μορφοποιεί, και
κάθε σώμα έχει τη δική του αποκλειστικά ψυχή σαν τη ζώσα αρχή του, το
«είδος» ή τη μορφή του. Ήταν λοιπόν δυνατό να προσληφθεί η
Αριστοτελική αντίληψις προς εξυπηρέτηση χριστιανικών σκοπών, και τούτο
ακριβώς έπραξαν οι πατέρες. Φυσικά, ο ίδιος ο Αριστοτέλης δεν ήταν
προφανώς «ούτε ένας Μουσουλμάνος μυστικός, ούτε ένας χριστιανός
θεολόγος». Το πραγματικό σφάλμα του
Αριστοτέλη δεν έγκειται στη «φυσιοκρατική του ενόραση» αλλά στο οτι δεν
παρεδέχετο καμμια διάρκεια στο άτομο. Αυτό όμως ήταν ένα κοινό σφάλμα της Ελληνικής Φιλοσοφίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου