Συνήθως,
κατά την περίοδο της Μεγάλης
Τεσσαρακοστής, η Εκκλησία εστιάζει
την προσοχή της στο πρόσωπο του
Χριστού. Πρόκειται για το πρόσωπο το
οποίο κατέχει την κεντρικότερη θέση
στο μυστήριο της Θείας Οικονομίας.,
και τούτο είναι ευνόητο, εάν
αναλογισθεί κανείς ότι ο Υιός, το
δεύτερο πρόσωπο της Αγίας και
Ομοουσίου Τριάδος, είναι ο κατ
εξοχήν εκφραστής της κοινής, φυσικής
ενέργειας της Θεότητας με την οποία ο
άνθρωπος και ο κόσμος ανακαινίζονται,
μεταποιούνται, μεταμορφώνονται. Ο
Υιός, δηλαδή ο Σαρκωμένος Λόγος,
κάνει πραγματική τη δυνατότητα
θεώσεως των προσώπων της κοινωνίας,
μια δυνατότητα που ο δημιουργός
δίνει για δεύτερη φορά στο
δημιούργημα. Η πραγματικότητα της
σάρκωσης του Λόγου αποτελεί τη
στέρεη βάση της πραγματικότητας της
Εκκλησίας και συνεπώς της
πραγματικότητας της σωτηρίας. Η
αληθινή σωτηρία, με άλλα και
απλούστερα λόγια, προϋποθέτει τον
αληθινό λυτρωτή και τούτον συναντά η
Εκκλησία μας στο πρόσωπο του
σαρκωμένου Λόγου.
Γέννηση,
ζωή, πάθος, Σταυρός και Ανάσταση, τα
σημαντικότερα γεγονότα, σταθμοί του
λειτουργικού χωροχρόνου, συνδέουν το
λόγο της υπάρξεώς τους με το μυστήριο
του Χριστού. Χριστός αρχή και τέλος,
θα έλεγαν οι Πατέρες της Εκκλησίας.
Γίνεται εμφανής, λοιπόν, ο
ουσιαστικός σύνδεσμος της περί
Χριστού διδασκαλίας της Εκκλησίας με
τη διδασκαλία και το γεγονός της
σωτηρίας. Εξάπαντος, βέβαια, οφείλω
να ομολογήσω, ότι τούτη η έμφαση στο
πρόσωπο του Χριστού δεν αλλοιώνει το
συνολικό χαρακτήρα της Ορθόδοξης
Θεολογίας η οποία είναι κατεξοχήν
δοξολογική. Η δόξα του Θεού σημαίνει
τη δόξα του Πατρός, του Υιού και του
Αγίου Πνεύματος. Η όλη Τριάδα δοξάζει
και δοξάζεται, καθώς η όλη Τριάδα
ενεργεί το μυστήριο της Θείας
Οικονομίας.
Εντούτοις,
η πλήρωση του μυστηρίου της Θείας
Οικονομίας, δεν θα μπορούσε να
επιτευχθεί χωρίς τη συμβολή του
κτίσματος, δηλαδή χωρίς την ελεύθερη
κατάφαση του ανθρώπου. Κεντρική θέση,
σε αυτή τη διαδικασία οικείωσης του
Φωτός, κατέχει στην Ορθόδοξη
Θεολογία και Εκκλησία το πρόσωπο της
Μητέρας του σαρκωθέντος Λόγου, το
πρόσωπο της Παναγίας Θεοτόκου. Και
εάν το πρόσωπο του Υιού κάνει φανερή
την θεία πραγματικότητα, το πρόσωπο
της Παναγίας φανερώνει την αλήθεια
της ανθρώπινης πραγματικότητας. Θεία
και ανθρώπινη πραγματικότητα κάνουν
την Σωτηρία να αληθεύει. Γι αυτόν
ακριβώς το λόγο η Θεομήτωρ βρίσκεται
στην καρδιά της εκκλησιαστικής
κοινότητας.
Η Παρθένος
Μαρία είναι ο ναός ο ακατάλυτος και
άγιος, στον οποίο σκήνωσε ο Λόγος.
Είναι το χωρίον του αχωρήτου. Είναι
ακόμη η χωρήσασα τον αχώρητον «εν
μήτρα αγία παρθενική». Συνεπώς, η
θεολογική ταύτιση Θεοτόκου και
Εκκλησίας, που συχνά ακούμε στα
κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας,
οδηγεί στην ανέρευση και ανάδειξη
της θεολογικής αλήθειας σύμφωνα με
την οποία η Εκκλησία είναι χωρίον ή
χώρα του αχωρήτου και πλατυτέρα των
ουρανών. ’λλωστε, όπως ορθά έχει
υπογραμμίσει ο μακαριστός Επίσκοπος
Κοζάνης Διονύσιος Ψαριανός, «η
πλατυτέρα, ζωγραφουμένη εις το
ημιθόλιον της κόγχης του ιερού
βήματος, μετά του Ιησού Χριστού,
τούτο ακριβώς συμβολίζει: την
Εκκλησία μετά του Ιησού Χριστού εν τω
μέσω αυτής».
Η Θεοτόκος,
λοιπόν, ως αχωρητοχώρα ή
αχωρητοχωρίον του αχωρητοχωρήτου
Υιού της βιώνει και συνάμα φανερώνει,
πρώτη αυτή, το θαυματουργικό γεγονός,
το μυστήριο του Χριστού, του
Σαρκωμένου Λόγου, και της Εκκλησίας.
Η Μαρία είναι το πρώτο ανθρώπινο όν,
παράλληλα με την ανθρωπότητα του
Λόγου, που σχετίζεται μαζί του
ευχαριστιακά και λυτρωτικά. Η Θεία
Ευχαριστία, το όντως μυστήριο της
Εκκλησίας, γίνεται δυνατή μόνο με την
υποστατική ένωση Θεότητας και
ανθρωπότητας που πραγματοποιείται
στη μήτρα της Παρθένου Μαρίας
θαυματουργικά και συνεπώς ελεύθερα.
Η
Θεοτόκος προσφέρει δια της υπουργίας
του μυστηρίου της Ενσάρκωσης, το δώρο,
τον Υιό της, στους εστιωμένους εντός
της μητέρας Εκκλησίας. Πρόκειται
σαφώς για τις ευχαριστιακές
προεκτάσεις της περί Θεοτόκου
διδασκαλίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας,
πού οδηγούν στην μετοχή της αλήθειας,
σύμφωνα με την οποία η πίστη στο
μυστήριο του Χριστού αποτελεί το
Εισοδικόν για το μυστήριο της
Θεοτόκου, αλλά και το αντίθετο.
Συνεπώς,
η Παναγία μητέρα καλεί τους πιστούς
να μετάσχουν στο μυστήριο της θείας
Ευχαριστίας, δια του οποίου οι πιστοί
γίνονται κοινωνοί αλλά και
ομολογητές του μυστηρίου του Σταυρού
και της Ανάστασης. Με άλλα λόγια δια
της Θείας Ευχαριστίας γίνονται οι
θεασάμενοι «την του Χριστού
ανάστασιν».
Και
εξάπαντος η Θεοτόκος δεν προσκαλεί
απλά και μόνο τους πιστούς στη θέαση
του Σταυρού και της ανάστασης του
Χριστού, αλλά η στάση της, ο τρόπος
της υπάρξεώς της προσδιορίζει και
τον τρόπο οικείωσης, ψηλάφησης και
βίωσης της αλήθειας.
Και
είναι αλήθεια ότι η μοναδικότητα και
το ανεπανάληπτο του προσώπου του
Ιησού Χριστού, του Υιού της, καθιστά
μοναδική και τη θέση της Μαρίας στο
μυστήριο της Θείας Οικονομίας. Όλο το
μυστήριο της Παναγίας Θεοτόκου
συνοψίζεται στο μυστήριο του Χριστού
και με αυτό εξηγείται.
Η
Παναγία φανερώνει τον άνθρωπο που
ξεπερνά τα πλαίσια-όρια της
αυτοσυντήρησης και ορθώνει την καινή,
τη νέα ύπαρξη που η ελευθερία της
επέτρεψε στο Λόγο να της δωρίσει. Διά
της θλίψεως αναζητά την «επέκεινα
έκταση» που στην περίπτωση φανερώνει
την εισβολή των εσχάτων στα παρόντα.
Η αλήθεια της υπάρξεως συνίσταται
στην μεταποίηση του ιδιωτικού
σχήματος σε σχήμα αληθινό. Η άνθρωπος,
η Θεοτόκος, η μητέρα Παναγία δείχνει
το δρόμο που χάνεται μέσα στ
αγκάθαια και εγκαταλείπει την
ασφάλεια της αυτοσυντήρησης που
οδεύει τον δρόμο τον άλλο, που δεν
είναι παρά «μια εικονική προβολή
χωρίς αλήθεια». Τούτη η πορεία της
Παναγίας- συμπόρευση με τη σαρκωμένη
Αλήθεια- προβάλει τον κατά φύση
άνθρωπο και ταυτόχρονα δεικνύει τις
εκτροπές από τη φύση που
ζωγραφούνται σε θεωρίες υπανθρώπων
και υπερανθρώπων. ’λλωστε, ο Θεός
Λόγος, για να σώσει τον άνθρωπο, δεν
έγινε ούτε υπάνθρωπος, ούτε
υπεράνθρωπος, αλλά πραγματικός-
καινός άνθρωπος. Προσέλαβε όλη τη
φύση του κτιστού δημιουργήματός Του
«δίχα μόνης αμαρτίας». Μέσα σ αυτό
το μυστήριο, το μυστήριο του
Θεναθρώπου Χριστού, μπορεί κανείς ν
ανακαλύψει και να αναγνωρίσει το
μυστήριο της Θεοτόκου. Η εμπειρία του
Χριστού και μόνο αυτή, μπορεί να
ερμηνεύσει την εμπειρία της
Θεομήτορος που «ξεπερνά το άμεσο,
δίχως ούτε μια στιγμή ν αφίσταται
του πραγματικού». Κορύφωση αυτής της
θεομητορικής εμπειρίας αποτελεί η
εμπειρία του Σταυρού, όπου η μητέρα
παρουσιάζεται από τους Αγίους
Πατέρες να ξεπερνά αγωνιζόμενη το
όριο της αμεσότητας και να θεωρεί την
πραγματικότητα του επέκεινα.
Το
μυστήριο του Σταυρού θα μπορούσε
αλλιώς, και εντός αυτών των πλαισίων,
να ονομαστεί «μυστήριο του
πραγματικού», καθώς φανερώνει την
πραγματικότητα της Σάρκωσης, της
ζωής, του πάθους, του ίδιου του
Σταυρού και της Ανάστασης και
αναγνωρίζει «την απλή κόρη της γής,
Θεοτόκο, καθέδρα του μόνου Βασιλέα
των πάντων».
Το «μυστήριο
του πραγματικού» με άλλα λόγια
προϋποθέτει και ταυτόχρονα
διαζωγραφεί την «πραγματικότητα της
Μητέρας». Η χοϊκή Μάνα, όπως μας
πληροφορεί ο κυρ-Νίκος Πεντζίκης,
σηκώνει στην αγκαλιά της το παιδί και
κείνο σ αντάλλαγμα αποδίδει στη
Μητέρα κάθε ωραιότητα και αξία. Τούτη
η σχέση, σχέση μοναδική και απόλυτα
προσωπική, δίνει τη δυνατότητα στην
Παρθένο Μαρία να αναφωνήσει το
πανέμορφο «ο Υιός μου και Θεός μου»
και να φωτίσει με μιάς τη σχέση
δούλης-Κυρίου από τη μια και μητέρας-παιδιού
από την άλλη. Η μητέρα πάνω στο Σταυρό
θεωρεί το Θεό της αλλά και γιό της. Γι
αυτό ακριβώς το λόγο σκανδαλίζεται
από το πάθος. Είναι δύσκολο ακόμη και
γι ανθρώπους μοναδικούς, εξαιτίας
της κλήσης και της χάρης τους, να
αντιληφθούν το μυστήριο σ όλο του
το βάθος. Ακόμη και όταν υπάρχει η
διάθεση, η αδυναμία της ανθρώπινης
φύσης είναι τέτοια που αντιμετωπίζει
με τη μορφή πειρασμού «τη μωρία του
Σταυρού». Είναι γνωστό, άλλωστε, και
πρέπει να υπογραμμισθεί ότι στά
πλαίσια της αμεσότητας ο Σταυρός δεν
μπορεί να ερμηνευθεί αλλιώς, παρά
μονάχα ως μωρία. Αντίθετα, στα
πλαίσια του πραγματικού, η ψυχή του
ανθρώπου βλέπει τη δόξα του επέκεινα
και υπομένει την ομοίωση του Θεού.
Και τούτο δεν είναι μια στάση μαγική,
αυτόματη, που καταργεί τη φύση των
πραγμάτων, αλλά τρόπος ενεργητικός,
δυναμικός, που προϋποθέτει συνεχή
κίνηση, αγώνα και εγκαρτέρηση.
Συνεπώς, η πραγματικότητα της χοϊκής
Μάνας και του κατ αλήθειαν Υιού της
φθάνει για να ερμηνεύσει το «πρόσκαιρον»
της αδυναμίας της Παναγίας της
Παναγίας να κατανοήσει πώς ο Υιός της,
Αυτός πού με τα θαύματά Του κατέπληξε
την Ιουδαία, βρίσκεται προσηλωμένος
στο Σταυρό. Γι αυτό ξεσπάει σε
δάκρυα. Πρόκειται για εικόνα που
οδηγεί τον κατεξοχήν υμνητή της
Θεοτόκου, τον άγιο Κύριλλο
Αλεξανδρείας, στη διατύπωση μιάς από
τις ωραιότερες θέσεις του για το
γυναικείο φύλο, πού εκφράζει και την
αντίστοιχη ανθρωπολογία του: «Φιλόδακρυ
γάρ πώς αεί το θηλειών εστι γένος, και
πολύ δή λίαν εις θρήνους ευπετές,
όταν δή μάλιστα και πλουσίας έχει του
δακρυρροείν τας αφορμάς».
Πρόδηλο
γίνεται από το εντυπωσιακό αυτό
κείμενο το πλαίσιο κατανόησης της
στάσης της Θεοτόκου στο Σταυρό, που
αναδεικνύει την πραγματικότητα της
χοϊκής φύσης της Θεομάνας και
συνεπώς όλων των συμβεβηκότων της
γυναικείας φύσης, με πρώτο αυτό της
ευαισθησίας. Συνεπώς, ερωτήματα σαν
αυτά που με έκπληξη αναζητούν το
γιατί της συγκεκριμένης λειτουργίας
της Παναγίας φαίνεται πώς αγνοούν
την ορθόδοξη εμπειρία και θεολογία
που κατανοεί ότι η στάση της Μητέρας
του Θεού δεν είναι μια άρνηση στην
κλήση της ή αδυναμία φύσεως, και
συνακόλουθη αδυναμία κατανόησης του
μυστηρίου, αλλά μια κατάφαση στη «δεινότητα
της φύσης των συμβεβηκότων», η οποία
μπορεί να καταστρέψει ακόμη και «το
νήφοντα λογισμό».
’λλωστε
παρόμοια παραδείγματα συναντά
κανείς στη σύνολη Εκκλησιαστική
ιστορία, με πρώτο αυτό του
σκανδαλισμού του Αποστόλου Πέτρου.
Πώς, λοιπόν, θα μπορούσε, στα πλαίσια
μιάς τέτοιας ανθρωπολογίας και
θεολογίας, να θεωρηθεί παράδοξο ένα
πράγμα τόσο απλό, όπως είναι ο
συναρπασμός του «τρυφερού νοός» της
Παρθένου, από έννοιες «ασθενέστερες»;
Και εάν για την «κριτική σκέψη» όλα
αυτά αποτελούν «σκάνδαλο» και «μωρία»,
για τους φίλους του Θεού τα πάντα
έχουν τη «λογικότητά» τους.
Αν
ανατρέξει κανείς στα βιβλικά κείμενα
θα ανακαλύψει ότι αυτή την κατάσταση
της Θεοτόκου είχε προαναγγείλει στην
προφητεία του ο Συμεών: «
και σου
δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται
ρομφαία». Εάν δε αναζητήσουμε την
ερμηνεία του όρου «ρομφαία» στα
κείμενα των μεγάλων Πατέρων της
Εκκλησίας τότε θα την εξηγήσουμε ως «οξεία
του πάθους προσβολή», δηλαδή ως
πειρασμό, που στρέφει το νού σε
εκτόπους λογισμούς και τον
κατατέμνει. Στο σημείο αυτό δύο
πράγματα μπορούν να απομακρύνουν από
την αμαρτία-αστοχία, που καθηλώνει
την ύπαρξη στην αβάσταχτη ελαφρότητα
της αμεσότητας. Η ανθρώπινη
ελευθερία και ο θεϊκός φωτισμός. Ή
αλλιώς η ελευθερία που κάνει δυνατό
το φωτισμό. Έτσι, η καλλίστη έκφραση
της ελευθερίας, η Παναγία, δίνει τη
δυνατότητα στον Υιό της να προνοήσει
τη λύση των σφοδρών διαλογισμών της.
Και τούτο πραγματοποιείται με τρόπο
εντυπωσιακό. Ο ηγαπημένος μαθητής, ο
Ιωάννης, αναλαμβάνει να αποκαλύψει
το βάθος του μυστηρίου στην Παρθένο
Μαρία και να πληρώσει με τον τρόπο
αυτό τη βούληση του Δασκάλου και
Σωτήρα του.
Και εάν
όλα αυτά αποτελοπυν τη μία ερμηνεία
της προφητείας του Συμεών, που
συναντά κανείς σε μεγάλους θεολόγους,
όπως ο Μέγας Βασίλειος, ο άγιος
Κύριλλος Αλεξανδρείας, ο όσιος
Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ο ιερός
Καβάσιλας, δε λείπει και η άλλη
προσέγγιση, η οποία προχωράει ακόμη
περισσότερο και εκφράζεται και αυτή
από το δάσκαλο της ακριβείας, τον
αλεξανδρινό Κύριλλο.
Σύμφωνα
με αυτή, η φυσική-βιολογική-αγαπητική
σχέση της μητε΄ρας με το παιδί δεν
αφαιρεί από την Παρθένο την πλήρη
συναίσθηση της αποστολής της. Η στάση
της μπροστά στο Σταυρό δεν
περιορίζεται μόνο στη λύπη της για
τον άδικο χαμό του κατά σάρκα Υιού
της. Το δυνατό συναίσθημα του πόνου
φώτιζε και λάμπρυνε μια εσωτερική
θεωρία της σωτηρίας του ανθρώπου, με
την νίκη του θανάτου και της αμαρτίας,
από τον Ιησού Χριστό. Αυτό πιστεύει ο
άγιος Κύριλλος ότι εκφράζει και η
προφητεία του Ζαχαρία, «Ρομφαία
εξεγέρθητι επί τον ποιμένα μου»,
που φανερώνει την αγωνιώδη «βία» του
μακαρίου και της Παρθέρνου να
ενεργηθεί το «σωτήριον πάθος» και ο «καιρός»
της «ανάδειξης των αγαθών» να φθάσει.
Τούτη η
ερμηνεία συμπωσόνοντας το χρόνο και
τον τρόπο αναδεικνύει το σχέδιο της
Θείας Οικονομίας και τον εξαιρετικό
ρόλο που η Παναγία διακόνησε εντός
του. Μητέρα Θεού και αδελφή ανθρώπων
υπούργησε, με περισσή συνέπεια, το
μυστήριο της Σωτηρίας, από τη σύλληψη
και το ταπεινό σπήλαιο, έως τη
Σταύρωση και την Ανάσταση. Ανέδειξε
το κάλλος το άγιο, ως κάλλος οδύνης,
και υφιστάμενη την αναπνοή του Υιού
της έκλαψε για την αποκατάσταση της
πραγματικής ενότητας. Αυτή η
Δέσποινα του κόσμου, με την άγια
ευαισθησία της μάνας και τη βαθειά
αίσθηση της ευθύνης για την υπουργία
του μυστηρίου της σωτηρίας,
ενεέπνευσε στο μεγάλο βυζαντινό της
Θεσσαλονίκης, τον τρελλό της ευθύνης,
τον κυρ-Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, την «Παράκλησή»
του:
«Μητέρα, πού το
μέγεθός σου, επιτρέπει να πάρει
ο πόνος τη
μορφή ακύμαντης θάλασσας,
όταν τον
αντικρύζεις καθηλωμένο στο Σταυρό,
μη πάψεις
να διαμένεις στα μάτια μας,
σήμερα, που
δοκιμαζόμενα εκείνα,
χορηγούν σ
όλους, την υπέρ πάντα αλήθεια.
Όχι τη
λογική των θηρίων,
Αλλά
εκείνην του ποιμνίου
Του
καινούριου σου παιδιού,
Μάντρα των
θελόντων σωθήναι,
της
παραμυθίας χώρα απέραντη,
καταστόλιστη
μ όλες τις χάρες της άνοιξης,
επέτρεψε
στους δούλους σου την είσοδο,
ώστε να
μπορούν όρθιοι,
να
συνεχίσουν να άδουν αδιάκοπα,
σε σένα,
ευχαριστήριους ύμνους,
Υπέρμαχη σε
όλους τους κινδύνους,
Στρατήγισσα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου