Άγ. Αντώνιος ο ερημίτης ή "ο μεγάλος, Αββάς"
Ο Άγ. Αντώνιος ο ερημίτης, ονομάζεται επίσης αναχωρητής ή της ερήμου ή ο μεγάλος. Από αυτόν άρχισε μόνιμα η διαβίωση πολλών μοναχών μαζί υπό την καθοδήγηση ενός πνευματικού πατέρα ή «αββά».
Η ζωή του αββά Αντωνίου είναι γνωστή κυρίως χάρη στον «Βίο του Αντωνίου» που δημοσιεύτηκε στο 357, έργο που αποδίδεται στον Άγ. Αθανάσιο, επίσκοπο Αλεξανδρείας, ο οποίος γνώρισε τον Αντώνιο και βοηθήθηκε πολύ από αυτόν, στον αγώνα του κατά της αίρεσης του Αρειανισμού. Το έργο μεταφράστηκε σε διάφορες γλώσσες και έγινε δημοφιλές σε Ανατολή και Δύση, και συνέβαλε σημαντικά στην επικράτηση των ιδανικών της μοναχικής ζωής.
Ο Αντώνιος γεννήθηκε στη σημερινή πόλη Qumans της Αιγύπτου γύρω στο έτος 251, γιος ευημερούντων χριστιανών αγροτών. Όταν έμεινε ορφανός πριν την ηλικία των 20 ετών, με μια περιουσία που έπρεπε να διαχειριστεί και μια μικρότερη αδελφή που έπρεπε να φροντίσει, ένιωσε γρήγορα την ανάγκη να ακολουθήσει την ευαγγελική προτροπή: «Αν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσ’ τα στους φτωχούς και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό, και έλα ακολούθησέ με» (Μτ 19,21). Έτσι, μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, εμπιστεύθηκε την αδελφή του σε μια γυναικεία κοινότητα, και ακολούθησε την ερημιτική ζωή, που ήδη έκαναν άλλοι αναχωρητές της ερήμου γύρω από το χωριό του, ζώντας με προσευχή, πτωχεία και αγνότητα.
Αναζητώντας μια ζωή μετάνοιας χωρίς καμία απόσπαση, ζήτησε από τον Κύριο να τον φωτίσει και τότε είδε, λίγο μακρίτερα, έναν αναχωρητή σαν κι αυτόν, ο οποίος καθόταν και έπλεκε σχοινί, έπειτα σταματούσε, σηκωνόταν και προσευχόταν, έπειτα ξανά εργασία και ξανά προσευχή. Ήταν ένας Άγγελος του Θεού που του υποδείκνυε την οδό της εργασίας και της προσευχής, η οποία, δυο αιώνες μετά, θα γίνει ο κανόνας των Βενεδικτίνων μοναχών «Προσεύχου και εργάζου» του Δυτικού Μοναχισμού.
Ένας μέρος της εργασίας του χρησίμευε για φαγητό και το άλλο μέρος το μοίραζε στους φτωχούς. Ο Αθανάσιος γράφει ότι προσευχόταν συνεχώς και διάβαζε τόσο προσεκτικά τις Γραφές ώστε τα θυμόταν όλα και η μνήμη του αντικαθιστούσε τα βιβλία.
Μετά που εφάρμοσε για κάποια χρόνια αυτή την εποικοδομητική εμπειρία, σε πλήρη νεανική ηλικία, άρχισε να αντιμετωπίζει σκληρότατες δοκιμασίες, άσεμνες σκέψεις τον βασάνιζαν, αμφιβολίες τον κυρίευαν για τη χρησιμότητα μιας ζωής τόσο μοναχικής, που δεν την ακολουθούσε η μάζα των ανθρώπων ούτε οι εκκλησιαστικοί, και επανέρχονταν βίαια και ανεξέλεγκτα το ένστικτο της σάρκας και η προσκόλληση στα υλικά αγαθά που είχαν κατασιγάσει όλα τα προηγούμενα χρόνια. Ζήτησε βοήθεια από άλλους ασκητές που του είπαν να μην τρομοκρατηθεί, αλλά να προχωρήσει με εμπιστοσύνη, διότι ο Θεός ήταν μαζί του και τον συμβούλευσαν να απαλλαγεί από όλα τα δεσμά και τα πράγματα, για να αποσυρθεί σε ένα τόπο περισσότερο μοναχικό.
Τότε, ντυμένος με ένα ρούχο τραχύ, κλείστηκε μέσα σε έναν κοίλωμα που έσκαψε στο βράχο κοντά στο χωριό του. Σ’ αυτό το μέρος, κατά τους πρώτους πειρασμούς, έβλεπε τρομερά οράματα και άκουγε δυνατούς θορύβους, ζώντας επί πλέον μια περίοδο τρομερής πνευματικής νύχτας, αλλά τα υπέμεινε όλα με πίστη στον Θεό, εκπληρώνοντας μέρα με τη μέρα το θέλημά Του, όπως τον είχαν διδάξει οι δάσκαλοί του.
Όταν τέλος του φανερώθηκε ο Χριστός και τον φώτισε, εκείνος ρώτησε: «Πού ήσουν; Γιατί δεν εμφανίστηκες από την αρχή, να σταματήσεις τα βάσανά μου;», και άκουσε την απάντηση: «Αντώνιε, εγώ ήμουν εδώ μαζί σου και συμπαραστεκόμουν στον αγώνα σου…».
Το έτος 285 ο Αντώνιος μετακινήθηκε προς την Ερυθρά θάλασσα στο όρος Πισπίρ, όπου υπήρχε ένα εγκαταλειμμένο ρωμαϊκό οχυρό, με μια πηγή νερού. Έμεινε σ’ αυτό το μέρος 20 χρόνια, τρεφόμενος μόνο με το ψωμί που το κατέβαζαν από τον τοίχο δυο φορές τον χρόνο. Σ’ αυτό το μέρος συνέχισε την αναζήτηση του ολοκληρωτικού καθαρμού, παρόλο που βασανιζόταν τρομερά από τον δαίμονα, σύμφωνα με την παράδοση.
Με τον καιρό πολλοί άλλοι θέλησαν να μείνουν κοντά του. Γκρέμισαν τους τοίχους του φρουρίου και ελευθέρωσαν τον Αντώνιο από το καταφύγιό του. Τότε ο Αντώνιος αφιερώθηκε να ανακουφίσει τους πάσχοντες, ενεργώντας κατά την παράδοση «θεραπείες» και «απελευθερώσεις από τον δαίμονα».
Η ομάδα των μαθητών του χωρίστηκε σε δύο κοινότητες, η μία ανατολικά και η άλλη δυτικά του ποταμού Νείλου. Αυτοί οι Πατέρες της ερήμου ζούσαν σε σπηλιές και κοιλότητες, αλλά πάντα υπό την καθοδήγηση ενός γεροντότερου ερημίτη και με τον Αντώνιο ως πνευματικό καθοδηγητή. Η παρουσία του είχε προσελκύσει πάρα πολλούς που επιθυμούσαν μια ζωή πνευματική και πολλοί επέλεξαν να γίνουν μοναχοί. Έτσι ανάμεσα στα βουνά της Θηβαΐδας (Άνω Αίγυπτος) ξεφύτρωσαν μοναστήρια και η έρημος γέμισε μοναχούς, τους πρώτους από εκείνο το πλήθος των αφιερωμένων, που σε Ανατολή και Δύση, ανέλαβαν εκείνη την πορεία που είχε αρχίσει εκείνος, διευρύνοντάς την έπειτα και προσαρμόζοντάς τη στις ανάγκες των καιρών.
Έζησε τα τελευταία του χρόνια στην έρημο της Θηβαΐδας, όπου, προσευχόμενος και καλλιεργώντας ένα μικρό κήπο για τη συντήρησή του, πέθανε σε ηλικία πάνω από 80 χρονών, στις 17 Ιανουαρίου 357. Οι μαθητές του διέσωσαν μέσα στην Εκκλησία τη σοφία του, συγκεντρωμένη σε 120 αποφθέγματα και 20 επιστολές. Στην Επιστολή 8 ο Αντώνιος έγραφε στους μαθητές του: «Να ζητάτε με ειλικρινή καρδιά εκείνο το μεγάλο Πνεύμα φωτιάς που έλαβα και εγώ, και θα σας δοθεί».
Ενταφιάστηκε από τους μαθητές του σε μυστικό μέρος, αλλά το 561 ο τάφος του ανακαλύφθηκε και τα λείψανα άρχισαν ένα μεγάλο ταξίδι μέσα στο χρόνο, από την Αλεξάνδρεια στην Κωνσταντινούπολη, μέχρι τη Γαλλία κατά τον 9ο αιώνα στο Motte-Saint-Didier, όπου οικοδομήθηκε ένας ναός προς τιμήν του. Εδώ έφθαναν για να προσκυνήσουν τα λείψανά του πλήθη αρρώστων, που έπασχαν κυρίως από καρκινογόνο εργοτισμό, που τον προκαλούσε ένας δηλητηριώδης μύκητας που βρισκόταν στη σίκαλη με την οποία έφτιαχναν το ψωμί.
Η ασθένεια ήταν γνωστή από την αρχαιότητα ως «ιερή φωτιά» εξαιτίας της καψίλας που προκαλούσε. Για να φιλοξενηθούν όλοι οι άρρωστοι που έφθαναν, χτίστηκε ένα νοσοκομείο και συγκροτήθηκε μια Αδελφότητα μοναχών, το αρχαίο Τάγμα των «Αντωνιανών». Το χωριό πήρε το όνομα Άγ. Αντώνιος του Viennois.
Ο Πάπας τους παραχώρησε το προνόμιο να εκτρέφουν χοίρους για προσωπική χρήση και με έξοδα της Κοινότητας, οπότε τα γουρουνάκια μπορούσαν να περιφέρονται ελεύθερα στις αυλές και τους δρόμους, κανείς δεν τα πείραζε εάν φορούσαν ένα καμπανάκι αναγνώρισης. Το λίπος τους το χρησιμοποιούσαν για να θεραπεύουν τον εργοτισμό, που ονομάστηκε «πάθηση του Αγ. Αντωνίου» και έπειτα «φωτιά του Αγ. Αντωνίου». Γι’ αυτό, στη λαϊκή θρησκευτικότητα, ο χοίρος άρχισε να συνδέεται με τον μεγάλο Αιγύπτιο ερημίτη, ο οποίος, έπειτα, θεωρήθηκε προστάτης των χοίρων και κατ’ επέκταση όλων των εκτρεφόμενων ζώων.
Η ευλάβεια προς τον Άγ. Αντώνιο, αββά, είναι πολύ διαδεδομένη και τρεις φορές τα λείψανα του αγίου μεταφέρθηκαν στην Ιταλία για προσκύνηση. Την τελευταία φορά από 16 ως 23 Ιανουαρίου 2008.
Προσευχή
Ένδοξε Άγιε Αντώνιε, αββά, ο οποίος, για να ακολουθήσεις πιστά τον Ιησού απαρνήθηκες όλα τα επίγεια πλούτη και ασπάστηκες με τη θέλησή σου την ευαγγελική πτωχεία, δίδαξέ μας να αποσπούμε την καρδιά μας από τα επίγεια αγαθά για να μη γινόμαστε δούλοι σ’ αυτά.
Εσύ που έζησες με φλογερή αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, υπερβαίνοντας κάθε εγωισμό, απόκτησε για μας τη χάρη να εφαρμόζομε την αληθινή αγάπη και να έχομε μια καρδιά ανοιχτή σε όλες τις ανάγκες των αδελφών μας.
Απόκτησε για μας τη χάρη από τον Κύριο να βγαίνομε πάντοτε νικητές στον σκληρό αγώνα κατά των δυνάμεων του σκότους και δύναμη ενάντια στις επιβουλές του Πονηρού.
Κάνε ώστε, ελεύθεροι από κάθε συμβιβασμό με το κακό, να γίνομε πλούσιοι κατά Θεό.
Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου