1. Πρωτύτερα ἐπήραμε ἀφορμὴ ἀπὸ τὶς διηγήσεις τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ περὶ τῆς ἰάσεως τῶν λεπρῶν καὶ τυφλῶν κατὰ τὸ σῶμα γιὰ τὴν πνευματικὴ ὁμιλία πρὸς τὴν ἀγάπη σας. Σήμερα θέμα θὰ ἔχωμε τὸν κατὰ τὴν ψυχὴ τυφλὸ Ζακχαῖο πού κατοικοῦσε στὴν Ἱεριχῶ καὶ τὴν ἀναβλεψὶ του κατ' αὐτήν.
Εἶναι δὲ μεγάλο τὸ σχετικὸ μὲ αὐτὸν θαῦμα καὶ ὄχι μικρότερο ἀπὸ τὰ σχετικὰ μ' ἐκείνους. Διότι καὶ αὐτὸς εἶχε σκοτεινούς τους ἐσωτερικοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδιᾶς, ὅπως ὁ τυφλὸς ἐκεῖνος εἶχε σκοτεινούς τους ὀφθαλμοὺς τῆς ἔξω ἀπὸ τὸ πρόσωπο μορφῆς· ἀφοῦ οὔτε αὐτὸς δὲν μποροῦσε κατὰ τὴ διὴγησι νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ, ἀπαλλάχθηκε δὲ καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸ σκότος τοῦ νοῦ μὲ μόνο τὸ λόγο ἐκείνου πού καὶ στὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου μὲ μόνο τὸ λόγο συνέστησε τὸ φῶς καὶ κατηύγασε ὅλη τὴν αἰσθητὴ κτίσι. Ὅπως δηλαδὴ τότε, πρὶν νὰ εἰπῆ ὁ Θεός, «ἂς γίνη φῶς, κι' ἔγινε φῶς», ὑπῆρχε σκότος ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἄβυσσο, ἔτσι καὶ τώρα, πρὶν νὰ εἰπῆ πρὸς τὸν Ζακχαῖο ὅτι «σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸν οἶκο σου», τὸ δεινὸ σκότος τῆς φιλαργυρίας ἦταν καθισμένο ἐπάνω στὴν ψυχὴ τούτου, ἐνῶ ἡ διάνοιά του ἦταν ὁπωσδήποτε παραχωμένη μαζὶ μὲ τὸ χρυσὸ σὲ σκοτεινοὺς τόπους, ὅπου θησαυρίζεται ἀπὸ τοὺς φιλαργύρους ὁ χρυσὸς καὶ ἄργυρος.
2. Ἂς ἰδοῦμε λοιπὸν τὰ σχετικὰ μὲ αὐτὸν κατὰ τὴ διήγησι. «Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁ Ἰησοῦς ἀφοῦ εἰσῆλθε διερχόταν τὴν Ἱεριχώ. Ποιὸν ἐκεῖνο καιρό; Ὅταν ἐκαθάρισε τοὺς λεπρούς, ὅταν ἐφώτισε τοὺς τυφλούς, ὅταν διὰ τῆς σχετικὰ πρὸς αὐτοὺς φήμης μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους προσείλκυσε καὶ τὸν Ζακχαῖο πρὸς τὸν πόθο τῆς θέας του. «Ἀφοῦ λοιπὸν εἰσῆλθε ὁ Ἰησοῦς διερχόταν τὴν Ἱεριχῶ»• ὄχι δὲ μόνο τὴν Ἱεριχώ, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἰουδαία διερχόταν ὁ Κύριος, καὶ τὴ Γαλιλαία καὶ γενικῶς τὴ γῆ. Διότι δὲν ἦλθε ἐδῶ γιὰ νὰ παραμείνη σωματικῶς, ἂν καὶ ἔλαβε τὸ σῶμα σὰν τὸ δικό μας ὑπὲρ ἠμῶν, ὅπως εὐδόκησε, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ διέλθη κι' ἀνεβῆ πρὸς τὸν οὐρανὸ ἀπὸ ὅπου κατῆλθε, ἀνεβάζοντας μαζὶ καὶ τὸ δικό μας φύραμα καὶ τοποθετώντας τὸ ἐπάνω ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία• ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν καιρὸ τῆς διδασκαλίας διερχόταν περιοδεύοντας ὅλο τὸν τόπο τῆς Παλαιστίνης. Ὅπως δηλαδὴ στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας συνήγαγε σ' ἕνα δίσκο ὅλο τὸ φῶς τῆς ἡμέρας καὶ ἔκαμε βασιλέα της τὸν ἥλιο, δὲν τὸν ἄφησε δὲ νὰ στέκεται, ἀλλὰ τὸν ἔκαμε νὰ περιπολῆ• ἔτσι, συνάπτοντας τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος μὲ τὸ σῶμα καὶ παρουσιάζοντας τὸν ἑαυτὸ τοῦ βασιλέα τοῦ παντὸς πραγματικὰ ἐπίγειο καὶ ἐπουράνιο, ὁρατὸ καὶ ἀόρατο, ἀρκτὸ καὶ ἀΐδιο, δὲν ἐδέχθηκε νὰ κάθεται ἐπάνω σ' ἕνα τόπο, ἀλλ' εὐδόκησε νὰ περιέρχεται ἕως ὅτου ἀπεργασθῆ σωτηρία μόνιμη καὶ ἀδιάκοπη στὸ μέσο τῆς γῆς, καθὼς προανήγγειλε ὁ Δαβὶδ λέγοντας, «ὁ Θεὸς ὁ πρὸ αἰώνων βασιλεύς μας, ἀπεργάσθηκε σωτηρία στὸ μέσο τῆς γῆς»• διότι αὐτὴν τὴν σωτηρία ἐπετέλεσε ὁ Κύριος περιερχόμενος. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἥλιος δὲν περιπολεῖ γενικῶς ὅλον τὸν οὐρανό, ἀλλὰ τὸ μεσαῖο μέρος τοῦ ζωοδιακοῦ πόλου, ἔτσι λοιπὸν καὶ «ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης» Χριστός, περιερχόμενος σὲ ὅση ἔκτασι ἐχρειαζόταν τὸ μέσο τῆς κατοικουμένης ἀπὸ τὰ ζῶα, διερχόταν τὰ μέρη του, κι' ἔτσι ἀφοῦ εἰσῆλθε διερχόταν τὴν Ἱεριχῶ.